Θεοτόκε, συ είσαι ή αληθινή Άμπελος («Κληματαριά») πού βλάστησες τον καρπό της ζωής (δηλαδή γέννησες τον Χριστόν, πού είναι ή πηγή της ζωής). Σε Ικετεύομε λοιπόν: Πρέσβευε, Δέσποινα, μαζί με τους αποστόλους και όλους τους αγίους να έλεήση ο Θεός τάς ψυχάς μας.
Επειδή εφοβήθη του; Ιουδαίους ο στενός φίλος Σου ο Πέτρος, Κύριε, Σε ηρνήθη· έπειτα όμως (μετενόησε και), θρήνων, έλεγε μεγαλοφώνως τα έξης: Μη κωφεύσης και σιωπήσης εις τα δάκρυα μου, (τα όποια χύνω,) διότι υπεσχέθην ότι θα διατηρήσω (ακλόνητον) την εις Σε πίστιν και αφοσίωσίν μου, ω Εύσπλαγχνε, και δεν την φύλαξα. Κατά τον αυτόν τρόπον δεξαι, Κύριε, και την ιδικήν μας μετάνοιαν, (όπως δηλαδή εδέχθης πρόθυμος την μετάνοια του Πέτρου,) και ελέησε μας.
Άκουσε, Κύριε, με προσοχή τα λόγια (της δεήσεώς) μου, κατανόησε την (αγωνιώδη) κραυγή μου.
Αί άυλοι στρατιαί των Αγγέλων, Κύριε, ησθάνοντο κατάπληξιν όταν έβλεπον να Σε περιπαίζουν οι στρατιώται, πριν Σε κρεμάσουν εις τον Τίμιον Σταυρόν Σου. Διότι Συ, πού εστόλισες, ωσάν ζωγράφος, την γήν με άνθη, εστολίσθης εις την κεφαλήν με εξευτελιστικόν στέφανον και προς χλευασμόν εφόρεσες την χλαμύδα Συ, πού ενδύεις με νεφέλας τον ουράνιον θόλον (τα υπέμεινες όμως αυτά,) διότι, με αυτήν Σου την ταπείνωσιν και ανοχή, έγινε γνωστή ή ευσπλαχνία Σου, Χριστέ, πού είσαι το μέγα έλεος. Δόξα ανήκει εις Σε.
Θεοτόκε Παρθένε, επειδή ημείς, εξ αιτίας των πολλών μα; αμαρτημάτων, δεν έχομεν θάρρος να ομιλώμεν εις τον Χριστόν, συ ικέτευσε (δι' ημάς) θερμώς τον εκ της σαρκός σου γεννηθέντα (Κύριον)· διότι πολλήν ισχύν έχει ή παράκλησις μητρός διά να εξευμένιση βασιλέα (Υιόν της). Μη περιφρόνησης (λοιπόν, εξ αιτίας της αναξιότητας μας,) τάς παρακλήσεις ημών των αμαρτωλών, συ ή πανσεβάσμιος, (αλλά μεσίτευσε υπέρ ημών προς τον Υιόν σου,) διότι Εκείνος, που κατεδέχθη να πάθη υπέρ ημών, είναι εύσπλαχνος και έχει την δύναμιν να σώζη).
Τα εξής λέγει ο Κύριος (με παράπονο) προς τους Ιουδαίους: Λαέ μου, τι κακόν σου έκαμα και εις τι σε ηνώχλησα (ώστε να φέρεσαι τόσον εχθρικώς προς εμέ); Εις τους τυφλούς σου έδωσα φως, τους λεπρούς σου εκκαθάρισα από την λέπραν, άνδρα κατάκοιτον εκ παραλύσεως εθεράπευσα και εσήκωσα όρθιον. Λαέ μου, πόσες ευεργεσίας έκαμα εγώ εις σε και τι ανταπέδωσες συ εις εμέ; Αντί του μάννα (με το όποιον εγώ σε έθρεψα εις την έρημο), έδωσε; εις εμέ χολήν αντί του ύδατος (με το όποιον εγώ σε επότισα εις την έρημο), έδωσες εις εμέ όξος- αντί να με αγαπάτε (δια τας απείρου; μου ευεργεσίας), σεις με εκαρφώσατε επάνω εις τον Σταυρόν. Λοιπόν, δεν σας υποφέρω πλέον θα καλέσω προς εμέ τους είδωλολάτρας, που και αυτοί είναι πλάσματα μου, και εκείνοι θα (γίνουν μέλη της Εκκλησίας μου και θα) με δοξάσουν μετά του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος, και εγώ θα δωρήσω εις αυτούς την αιώνιον ζωήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.