Ό π. Δαμιανός γεννήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 1925 στην πόλι Ταταρούσι του νομού Ιασίου από ευσεβείς γονείς, τον Νικόλαο και την Ρωξάνδρα. Από την νεότητα του διάλεξε την οδό της μοναχικής ζωής και εισήλθε στην αρχή στην μονή Νεάμτς. Κατόπιν επήγε και ξεπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, και το 1949 εισήλθε στην αδελφότητα της μονής Συχαστρία, όπου και παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Έδώ ασκήθηκε σε πολλά διακονήματα, όπως στα βόδια, στα πρόβατα, στην κοπή του σανού, στα αμπέλια και άλλου. Οπουδήποτε τον έστελνε ή Μονή, έτρεχε και εργαζόταν σκληρά, χωρίς γογγυσμούς. Γνώριζε καλά και την βυζαντινή μουσική και με τις μελωδίες του γέμιζε τα βουνά και τις χαράδρες των Καρπαθίων, όπου έβοσκε τα ζώα της Μονής. Άλλοτε τον έστελναν να κόψη με την κόσα χόρτα για τροφή των ζώων τούς χειμερινούς μήνες, όπου τα πάντα ήταν σκεπασμένα με χιόνια για πέντε μήνες. Εύρισκε και τον χρόνο να μπαίνει στην εκκλησία, στο αναλόγιο, όπου έψαλλε με την κατανυκτική φωνή του. Φαγητό συνήθως έτρωγε μία φορά την ήμερα, ένα κομμάτι μαμαλίγκα (ζυμάρι από καλαμποκάλευρο) μαζί με χορτόσουπα. Δεν απέκτησε κελί στην Μονή του, παρά κοιμόταν μέσα στα άχυρα, κοντά στον στάβλο των ζώων. Ενθυμούνται οι παλαιότεροι Πατέρες, όταν τον κάλεσε ό ηγούμενος να τον κείρει μοναχό, ό τότε δόκιμος Δημήτριος πετάχτηκε μέσα από
την τούφα του ξηρού σανού, όπου είχε το στρώμα του. Γι' αυτόν ήταν άγνωστα το καλό και μαγειρευμένο φαγητό, τα καθαρά και καινούργια ρούχα, ή θέρμανσης και το νυκτερινό φανάρι του κελιού, αφού κελί δεν είχε. Αντί των υλικών αυτών και νομίμων αναγκών, είχε επιδοθεί ό μακάριος Δαμιανός περισσότερο στην προσευχή του Ιησού, στην ανάγνωση των θείων Γραφών και στις ακολουθίες της Εκκλησίας. Ό ίδιος έλεγε:
«Ότι μπορούσα έκανα και δεν τεμπέλιασα να διαβάζω τα άγια βιβλία».
Ή απάρνησης του προς κάθε τι το κοσμικό ήτο τελεία. Όταν ήλθε στο μοναστήρι, επειδή το χωριό του ήτο κοντά, έρχονταν σ' αυτόν οι συγγενείς του. Ό ένας ερχόταν και ό άλλος έφευγε. Τότε τους συγκέντρωσε όλους μία ήμερα και τούς είπε:
«Έφυγα από τον κόσμο και σας άφησα όλους εκεί. Μείνετε λοιπόν εκεί. Εγώ μένω εδώ και εσείς μένετε εκεί στον τόπο σας».
Από εκείνη την στιγμή λυτρώθηκε απ' αυτόν το πειρασμό.
Από το μοναστήρι δεν έβγαινε να ταξιδεύσει κάπου, παρά μόνο εάν τον διέταζε ό ηγούμενος. Δεν κυκλοφορούσε άσκοπα μέσα στην αυλή της Μονής.
Το 1959, όταν με απόφαση του τότε Κομμουνιστικού Κόμματος, έπρεπε οι νέοι μοναχοί ν' αδειάσουν τα μοναστήρια και να επιστρέψουν σαν λαϊκοί στον κόσμο, αυτός προς έκπληξη και των άλλων, δεν πήγε στο χωριό του. Προτίμησε να πάει και να εργάζεται ανάμεσα στους ξένους. Ένα καιρό εργάσθηκε σε ένα ποιμνιοστάσιο, μόνο και μόνο για να έχει το φαγητό του και τον ύπνο του. Κατόπιν εργάσθηκε σε μία εταιρεία δασικής εκμεταλλεύσεως, μέχρις ότου επέτρεψε αργότερα το αθεϊστικό καθεστώς να επιστρέψουν οι μοναχοί στα μοναστήρια τους, τα όποια είχαν αδειάσει και είχε χαθεί ό τουρισμός. Όταν τον ρωτούσαν οι άλλοι μοναχοί, πού ευρισκόταν την περίοδο του διωγμού των μοναστηριών, εκείνος, για να μη θεωρηθεί ότι κάνει τον ήρωα, τούς έλεγε:
-Άαα τότε;.... Ήμουν καλά. Έμενα σε μία θεία μου. Είχα ζέστη, ρούχα, φαγητό. Με βοηθούσε και στις αναγνώσεις των προσευχών μου. Δεν είχα κανένα πρόβλημα.
Κάποτε τον έστειλαν να διακονήσει στο αμπέλι της Μονής. Εργάσθηκε επί ένα χρόνο και έκαμε και τον τρύγο των σταφυλιών. Εστάλη να τα πωλήση. Όταν επέστρεψε, δεν έφερε τα ανάλογα χρήματα από την πώληση τους. Όταν τον ερώτησαν γιατί έφερε τόσο λίγα χρήματα, τούς απήντησε:
-Ήλθαν πολλοί άνθρωποι, οι όποιοι είχαν μεγάλες στενοχώριες στην ζωή τους. Έτσι δεν μπορούσα να πωλήσω τα σταφύλια στην τιμή πού είχε όρισθή, αλλά λίγο χαμηλότερα. Σκεπτόμουν ότι κι αυτό είναι ελεημοσύνη.
Μία άλλη μεγάλη πνευματική του άσκησης ήτο ή εκούσια περιφρόνησης του εαυτού του. Δεν δεχόταν με κανένα τρόπο να ακούσει να γίνει διάκονος και ιερεύς. Θεωρούσε τον εαυτό του χειρότερο απ' όλη την κτίση. Ενίοτε έλεγε:
-Καλύτερα να ήμουν ένα πουλάκι, να πετούσα από κλαδί σε κλαδί, να έψαλλα τον Θεό και να μην έκανα αμαρτίες.
Άλλοτε έλεγε, δείχνοντας τον σταυρό του στο στήθος:
-'Έε Ιωάννη, τότε κάρφωναν τούς ληστές επάνω στον σταυρό, ενώ τώρα συμβαίνει το αντίθετο, διότι ό σταυρός είναι επάνω στον ληστή (και εννοούσε τον εαυτό του με τον σταυρό κρεμασμένο στον λαιμό του).
Άλλοτε πάλι γινόταν λόγος σχετικά με το γεγονός ότι σήμερα οι άνθρωποι έχουν πολλά σχολεία, αλλά και πολλή υπερηφάνεια. Ό πατήρ Δαμιανός έλεγε:
-Μακάρι αυτοί σήμερα να είναι έξυπνοι, αλλά εγώ έμεινα βλάκας και υπερήφανος.
Κάποτε ένας δόκιμος τον ρώτησε τί πνευματικό έργο να κάνη για ν' απόκτηση την θεία Χάρι, και ό ταπεινός Γέροντας του απήντησε:
-Εσύ δεν ξέρεις τί κάνουμε εδώ στο μοναστήρι από το πρωί μέχρι το βράδυ και από το βράδυ μέχρι το πρωί;
Ό αδελφός περίμενε με ανυπομονησία να του πει ό Γέροντας για κάποιο μεγάλο πνευματικό αγώνισμα. Αλλά ό Γέροντας τον καθήλωσε λέγοντας του:
-Εμείς κάνουμε τούς δαίμονες να γελούν! Και έκανε με το χέρι του ένα σημείο περιφρονητικού μορφασμού.
Ή πολλή άσκησης φέρει και τα χαρίσματα του Θεού, αλλά το μίσος του εχθρού είναι τέτοιο πού ζητεί να προβάλλει κάθε είδους εμπόδια. Ό π. Δαμιανός δεν ήθελε να δείχνει ότι κάνει κάτι ιδιαίτερο για την σωτηρία του και δεν καταλάβαινε τί έχει μαζί του ό διάβολος και τον πειράζει. Γι' αυτό και έλεγε:
-Δεν ημπορώ να καταλάβω τί έχουν οι δαίμονες με μένα! Τούς ενόχλησα σε κάτι εγώ; Τούς είπα κάτι και ενοχλήθηκαν;
Παρότι έβλεπε ότι είναι ό ίδιος αμαρτωλός και τεμπέλης, τούς άλλους τούς έβλεπε σαν επίγειους αγγέλους. Εάν κάποιος μιλούσε άσχημα για κάποιον άλλο, ό Γέροντας έλεγε: «Άααα! Αυτός είναι άγιος». Εάν κάποιος τον επισκεπτόταν, για να εκδήλωση την χαρά του, έλεγε: «Σήμερα ήλθε ό τάδε αρχάγγελος στο κελί μου...». Όποιος ερχόταν κοντά του, του έλεγε με σεβασμό: «Δός μου την ευχή σου, φιλώ το χέρι σου...».
Παρότι θεωρούσε τον εαυτό του κατώτερο από τούς άλλους, όμως μέσα στην ψυχή του είχε συγκεντρωθεί πολύς μυστικός πνευματικός πλούτος. Ητο τέλειος γνώστης της Αγίας Γραφής και της Φιλοκαλίας, την οποίαν γνώριζε όχι απλώς να διαβάζει, αλλά να την ζει.
-Πάτερ, του είπε κάποιος νέος μοναχός διάβασα τον τάδε λόγο στην Φιλοκαλία. Πώς πρέπει να τον κατανοήσουμε; Ό Γέροντας του είπε:
-Έεε, εγώ είχα επτά χρόνια στο μοναστήρι, και δεν ήξερα εάν υπάρχει Φιλοκαλία, ενώ εσείς ήλθατε χθες και σήμερα την διαβάζετε; Ποιος σου έδωσε ευλογία να διάβασης Φιλοκαλία; Όταν την διάβασα για πρώτη φορά, δεν κατάλαβα τίποτε. Μετά από δέκα χρόνια την διάβασα πάλι και κατάλαβα πολλά.
Ιδιαίτερη σημασία και τιμή έδινε ό Γέροντας στην προσευχή και στην αυταπάρνηση. Ένας αδελφός, ό όποιος έκλαιγε διότι κάθε φορά ενικάτο από διάφορα πάθη, ρώτησε τον Γέροντα πώς να εργάζεται κάθε φορά για να μη νικάται από τον εχθρό στον πνευματικό του αγώνα. Και ό Γέροντας του απήντησε:
-Ό διάβολος αγωνίζεται πάντοτε να σε έχει κάτω από την δική του δικαιοδοσία, αλλά δεν τα καταφέρνει, διότι ό Χριστός πολεμάει στο πλευρό των μοναχών.
Ό μοναχός και πάλι τον ερώτησε τί να κάνη. Και ό Γέροντας δείχνοντας με το δάκτυλο του υψηλά, του είπε:
-Κύριε, έλέησον!
Σε άλλον μοναχό, πού του πρότεινε να συγκεντρώνει χρήματα στο κελί του για πιθανή είσοδο του στο νοσοκομείο, ό Γέροντας, δείχνοντας με το δάκτυλο του τον ουρανό, του έδωσε την ίδια απάντηση:
-Κύριε, ελέησον!
Δεν δεχόταν να ασχολείται κάποιος άλλος με προσωπικές του ενασχολήσεις και ανάγκες. Εάν μερικοί έρχονταν γύρω του και άρχιζαν την κριτική για τον α' και τον β' προϊστάμενο της Μονής, ό Γέροντας τούς έλεγε:
-Κύριοι, εγώ στην πολιτική δεν ανακατώνομαι.
Μετά από πολλά χρόνια υπακοής σε διάφορα διακονήματα της Μονής, αρρώστησε από έλκος στομάχου και από τα νεφρά του. Υπέφερε τις ασθένειες του με καρτερία και χαρά, σαν να ήταν δώρο του Θεού. Κανείς δεν τον άκουσε να διαμαρτύρεται με ψίθυρο για κάποια ασθένεια του. Υπέφερε την κάθε πάθηση του με μαρτυρική υπομονή, ενώ στο πρόσωπο του δεν φαινόταν τέτοια λύπη και στενοχώρια.
Πολλές φορές τον παρεκάλεσαν να τον πάνε στο νοσοκομείο για εγχείριση ή για εξετάσεις. Πάντοτε ηρνείτο και τούς έλεγε:
-Αφήστε με να υποφέρω κι εγώ κάτι για τον Χριστό! Οι Μάρτυρες πόσα βάσανα υπέμειναν....
Παράλληλα δεν δεχόταν να πάρει ένα φάρμακο ή ένα είδος παστίλιας. Όταν οι πόνοι τον κύκλωναν από κάποια ασθένεια, το μοναδικό του φάρμακο ήτο πάντοτε ή καταδίκη του εαυτού του.
Συχνά έλεγε σε όλους να κάνουν την πνευματική τους άσκηση, όσο είναι νέοι, διότι στα γηρατειά τους δεν θα μπορούν να κάνουν κάτι. Ό ίδιος αγρυπνούσε στην προσευχή πολλές ώρες κάθε νύκτα. Όταν ήτο νεώτερος, έκαμνε σκληρότερη άσκηση. Λέγουν ότι επί πολλές ήμερες έμενε άυπνος, διότι προσευχόταν ακατάπαυστα.
Όσο ήτο ασθενής, δεν μπορούσε βέβαια να έργασθή, όμως ξεπλήρωνε πλήρως τον κανόνα της προσευχής του, χωρίς να τον παραβαίνει. Κάποτε είπε σ' ένα αδελφό για να τον ενθαρρύνει:
-Κάποτε ήτο εδώ ένας αδελφός, ό όποιος να τί έκαμνε: Έμενε στο κελί του και έκαμνε μετάνοιες όλη την νύκτα κλαίγοντας! Και άρχισε να κάνη μετάνοιες μπροστά στον αδελφό.
Σ' όλη την ασκητική ζωή του, δεν θεωρούσε για τον εαυτό του ότι έκανε κάτι σπουδαίο. Μάλιστα έλεγε ότι δεν άρχισε ακόμη να μετανοή.
Μία φορά ετοιμάσθηκε να κοινωνήσει. Είχε νηστεύσει πριν αρκετές ήμερες. Ευρισκόταν στην εκκλησία και άκουε τις ευχές της Θείας Μεταλήψεως. Στην ευχή του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου είναι γραμμένο ότι, «Κύριε, δεν είμαι άξιος να λάβω την Θεία Μετάληψι... κλπ». Καθώς άκουγε τα λόγια αυτά ό π. Δαμιανός, έπεφταν τα δάκρυα του σαν μαργαριτάρια στο έδαφος. Έφυγε από την εκκλησία, χωρίς να κοινωνήσει. Όταν τον ερώτησαν έξω οι Πατέρες γιατί δεν κοινώνησε, τούς είπε:
-Έεε, Ιωάννη Χρυσόστομε, εκεί είναι φωτιά, όπως τα γράφεις Πού να πάω εγώ, πού είμαι ένας
μολυσμένος και χωρίς κανένα έργο αγαθό, να λάβω τα Άχραντα Μυστήρια! Αλλοίμονο μου! Εγώ θα πάω στον βυθό της κολάσεως, εάν θα κοινωνήσω, έτσι όπως είμαι.
Και λέγοντας αυτά έκλαιγε. Μετά από 52 χρόνια καλογερικής ζωής στο μοναστήρι, πίστευε ότι είναι ακάθαρτος και ανάξιος για τα Άχραντα Μυστήρια.
Εάν κάποιος τον παρακαλούσε:
-Πάτερ, όταν θα φθάσετε και θα σταθείτε μπροστά στο Βήμα της 'Αγίας Τριάδος, προσευχηθείτε, σας παρακαλώ και για μένα!
-Ό πατήρ Δαμιανός, του έλεγε πάντοτε:
Και αν θα ευρεθώ στα κατώτατα μέρη της γής, στην κόλασι;
Μετά από πολλά χρόνια πόνων από τις αρρώστιες του, για τις όποιες, όπως είπαμε, δεν νοιαζόταν σχεδόν καθόλου ό π. Δαμιανός, έφθασε και στο τέλος της επί γής ζωής του. Μετά από μία τελευταία προσπάθεια αποφυγής μιας αρρώστιας του, τελικά κατέληξε στο νοσοκομείο, όπου και εγχειρίσθηκε. 'Αλλά και εδώ είχε το κουράγιο να ενθαρρύνει τον ιατρό, λέγοντας του κάθε φορά πνευματικές συμβουλές και οδηγίες. Όταν μετά την εγχείριση, δεχόταν την περιποίηση των βοηθών του και των νοσοκόμων, τότε έλεγε ό Γέροντας: «Όταν κάποιος φθάνη στο νοσοκομείο, οπωσδήποτε μισός ανήκει στον παπά και μισός στον ιατρό». Και τελικά ή χειρουργική επέμβασης δεν του έδωσε το ποθούμενο αποτέλεσμα.
Μετά την επέμβαση μεταφέρθηκε στο μοναστήρι, όπου μετά από ολίγες εβδομάδες, ανέβηκε με την ψυχή του στον ουρανό να συνάντηση τον Κύριο! Ακόμη κι αν ήξερε ότι θα φύγει γρήγορα απ' αυτή την ζωή, δεν είχε καμία φροντίδα και προετοιμασία για τα σωματικά, ούτε για την ταφή του, ούτε είχε αγωνία για την σωτηρία της ψυχής του. Για την κηδεία του, δεν του εύρισκαν οι μοναχοί ένα κατάλληλο ράσο, ένα καλό παντελόνι, ούτε παπούτσια να φορέσει στον τάφο του. Είχε όμως ετοιμάσει τα ενδύματα και τον στέφανο της δόξης, τα όποια ενδύθηκε, αφού τα ετοίμαζε απ' αυτήν εδώ την ζωή, μισώντας πάντοτε και περιφρονώντας τα του κόσμου.
Ολίγες ήμερες μετά την ταφή του, ό μαθητής του πού τον διακόνησε μέχρι το τέλος του, τον είδε στον ύπνο του μέσα σε μία ουράνια χαρά να του λέει: «'Από τώρα είμαι επί τέλους τελείως υγιής...».
Ήμερα της όσιακής κοιμήσεως του ήτο ή 25 Νοεμβρίου 2003, ήμερα εορτής της αγίας Μεγαλομάρτυρος Αικατερίνης.
ΒΙΒΛ. ΟΣΙΑΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΡΟΥΜΑΝΙΚΟΥ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ. "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.