Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

Πνευματικό φροντιστήριο.



Αναμνήσεις του ηγούμενου της Ι. Μονής Δοχειαρείου Αγίου Όρους, αρχιμ Γρηγορίου Ζούμη του Πάριου.

Καθένας πού γνώρισε την Λογγοβάρδα σαν πνευματικό φροντιστήριο μπορεί να ψάλλει με πλατύ στόμα και άγαλλιασμένη καρδιά• «Έξήνθησεν ή έρημος ώσεί κρίνον, Κύριε». Πώς να μην υμνήσω τον μπροστά από τον Φιλόθεο ηγούμενο Ιερόθεο; Τον όποιον, όταν προσκαλούσαν να διάβαση δαιμονισμένο, φώναζαν οι πειρασμοί• «Τί τον θέλετε αυτόν τον κλαψιάρη και τον καλείτε;». Και ό άγιος Νεκτάριος, πού τον γνώρισε, θαύμασε την ασκητική του βιωτή.

Πώς να ξεχάσω τον Νεκτάριο τον γλυκύ, πού αντάλλαξε τα μεταξωτά του Παρισιού με τα τρίχινα ενδύματα και χρησιμοποιούσε μαντήλι στην κυριολεξία καραβόπανο; Συνεχώς μου έλεγε•

-Θεολόγος είναι μόνον αυτός πού έχει το αυτί του ακουμπισμένο στο στήθος του Χριστού και ακούει τούς κτύπους της καρδιάς Του.

'Ακόμη έλεγε

-Ίδιον των πολιτισμένων και καλλιεργημένων ανθρώπων είναι ή ηρεμία. Οι ταραχές και τα ξεσπάσματα των νεύρων είναι ίδιον των αγρίων λαών.

Και, για να εξύψωση τον πολιτισμό των Ευρωπαίων, έλεγε πώς στην Γαλλία και τα βόδια ήρεμα μουγκρίζουν, ενώ στην Ελλάδα απότομα και τραγικά.

Ν' αφήσω αμνημόνευτο τον Φιλόθεο τον ράπτη, ό όποιος ένεκλείσθη στις φυλακές του Κορυδαλλού από τούς Γερμανούς και υπέστη τα πάνδεινα για την εθνική του δράση, χωρίς να προδώσει την πατρίδα; Συνόδευε τον παπά-Δαμιανό σ' όλα τα ξωκλήσια και έψαλλε με την χαρακτηριστική φωνή του κλαυθμυρίζοντας μωρού. Και αυτό το έκανε και τον χειμώνα και το καλοκαίρι ήρεμα και σεβαστικά. Οι μεταβάσεις έγίνοντο με υποζύγια. Ξεκινούσαν τα βαθειά χαράματα, για να βρεθούν στην ώρα τους στην εκκλησιά πού θα λειτουργούσαν.

Να αφήσω στη λήθη τον Χαρίτωνα, τον παλαιό και τον νέο, τους πολύ κοπιάζοντας; Ή τον Ιάκωβο τον Άγγλο, πού αντάλλαξε κάθε διδακτική έδρα με την σκληρή αγροτική ζωή; Ακόμη, μου έρχονται στη θύμηση ό Λεόντιος ό διδάχος και ό Φιλάρετος ό ζωγράφος και καλλικέλαδος ψάλτης.

Διατηρώ επίσης στη μνήμη μου τον απέριττο Κοσμά τον Λευκιανό με τον αδελφό του Ίωάσαφ τον απλούν, της ξενιτειάς το καύχημα. Ό μικρότερος αδελφός, ό Κοσμάς, παρακαλούσε τούς πατέρες να τούς αφήσουν να μαζέψουν όλο τον ελαιόκαρπο, όσος κι αν ήταν αυτός, γύρω από το μοναστήρι, για να μην ανέβουν τη βουνοκορφή και βρεθούν στα πίσω λιοστάσια και δουν τα βουνά της πατρίδας τους και χάσουν την ξενιτειά.

Ν' αφήσω και τον Λάζαρο τον πάνυ αστείο, ό όποιος το διάστημα των δύο ωρών το έκαμε σε μία, πεζοπόρων για την εξυπηρέτηση της Μονής στην έκτακτη αλληλογραφία; Και το μικρό Φιλοθεάκι, ό μάγκιπας, είχε την αγωνιστικότητα του. Πόσα θα μπορούσα να πω για τον Βαρλαάμ τον παραηγουμενιάρη, πού συνεχώς μου έλεγε• «Ό Γέροντας ξεκουράζεται». Έφτιαχνε αλοιφές με βότανα, θειάφι και κερί, και βοήθησε πολύ κόσμο τα χρόνια της Κατοχής στην μεγάλη έλλειψη φαρμάκων. Θα έχω κρίμα, αν δεν μνημονεύσω και τον γέροντα Μιχαήλ, πού ή παρουσία του με γέμιζε. Και τον γέροντα Αντώνιο από την Πούντα της Πάρου, ό όποιος συνεχώς φύτευε δένδρα, για να βρούνε οι αδελφοί παρηγοριά μετά τον θάνατο του.

Δεν πρέπει ν' αφήσω αμνημόνευτο και τον Γέροντα του κήπου, πού ποτέ δεν έμαθα τ' όνομα του. Δεν είχαν την συνήθεια αυτοί οι Γέροντες, να αυτοσυστήνονται. Μου ήταν όλοι γνώριμοι και χωρίς να έχουμε ιδωθεί ποτέ. Αυτός ό κατάκοπος Γέρων στις αγρυπνίες καθότανε ένα στασίδι πίσω από μένα. Κάθε τόσο σηκωνόταν όρθιος και, σηκώνοντας τα χέρια του, έλεγε το ψαλμικό- «Δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ, πάντα εν σοφία έποίησας, Κύριε. Κοιμάσαι δέκα λεπτά και ξυπνάς φρέσκος-φρέσκος και παρακολουθείς την ακολουθία σαν να την ακούς για πρώτη φορά». Βέβαια τα δέκα λεπτά του παππού ήτανε μία ώρα. Εγώ γέλαγα με του παππού την απλότητα.

-Γέλα -μου έλεγε-, παιδί μου, προτού σε φορτώσουν τα βάσανα της ζωής και χάσης τη χαρά.

Όλες αυτές οι αφοσιωμένες ψυχές στην αγάπη και στη διακονία του Κυρίου μας αποτελούν μία πανέμορφη ευωδιαστή δέσμη κρίνων της ερήμου. Μακάρι ό Θεός ποτέ να μη μας στέρηση την ευωδιά τους. Τις γνώρισα άλλες πολύ και άλλες ολίγον, πλην για ενός τον όποιον ήκουσα. Είδα βία πού κατέβαλλαν και δείλια αλλά και την αγάπη, την προς μία και την θέρμη της καρδιά τους, και ενθαρρύνθηκα στον τρόπο αυτής της ζωής. Οσφράνθηκα την ευωδιά των λουλουδιών τους γεύθηκα τούς καρπούς τους, και πάντα νοσταλγώ να στοιχηθώ στους αγίους ώμους τους. Αν τούς ξεχάσω, φοβάμαι τις άρες του ψαλμού, πού συνέθεσαν Εβραίοι στην Βαβυλώνα.

«Πατέρες άγιοι, εγώ σας θυμάμαι και σας μνημονεύω. Θυμηθείτε κ' εσείς έμενα στην Εκκλησία των πρωτοτόκων, των απογραμμένων στο βιβλίο της ζωή

Πάντοτε στον μοναχισμό θα βρίσκει κρυστάλλινο ποτήρι η Εκκλησία, χωρίς άλατα και δαχτυλιές, να πίνει ανεπιφύλακτα νερό.


ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.