O
γέροντας μου, ό γέρω-Νικόδημος,
ήταν ένα καλοκάγαθο γεροντάκι από την
Κύπρο. Στο Αγιον Όρος είχε περισσότερα από πενήντα χρόνια. Έφημίζετο πολύ διό την
καλοσύνη του. Είχε το χάρισμα της ελεημοσύνης. ' Η καλύβι μας, ή «Άνάληψις» του
Χριστού, βρισκόταν στο κέντρο της Σκήτης της άγιας Άννης, κάτω από το Κυριάκο.
Πολλοί
ασκητές και ερημίτες περνούσαν από την καλύβι μας για να τούς γέμιση ό γέρω-Νικόδημος
τον τρουβά τους με παξιμάδια, λεμόνια, πορτοκάλια, και ελιές, και πότε-πότε
κανένα κομμάτι τυρί. «Έλα, έλα μψυχή μου, έλα να πιής κανέναν γκαφέ,»
τούς έλεγε με το χαμόγελο στα χείλη με την κυπριώτικη του προφορά. Το θεωρούσε
αμαρτία να μη φιλοξενήση τον περαστικό Αγιοβασιλειάτη ή Κατουνακιώτη πού ζούσαν στην
έρημο του άγιου Όρους.
Πώς θα
ξεχάσω πού πολλές φορές μου γέμιζε τον τρουβά με τρόφιμα, και κρυφά, όταν οι
άλλοι μετά το από δείπνο πλάγιαζαν για ύπνο, με έστελνε να επισκεφθώ άρρωστους και
πτωχούς κάτω στα Βουλευτήρια ή στα Κατουνάκια.
Ήταν
λιγάκι δύσκολο αυτό γιατί έπρεπε στις δύο από τα μεσάνυχτα, την ώρα της
Ακολουθίας, να είμαι στη θέση μου μέσα στην ' Εκκλησία. Κανείς δεν έπρεπε να
ξέρη την νυκτερινή μου αποστολή. Ευτυχώς πού έβγαζαν φτερά τα πόδια μου, νέο
παιδί τότε, και έτσι τα έβγαζα πέρα.
Ή
φήμη του γέρω-Νικοδήμου είχε έξαπλωθή σ' όλο το άγιον Όρος. Στο Ρωσικό
Μοναστήρι του άγιου Παντελεήμονα ήταν γνωστός με το όνομα Μπλαγοσλαβή Νικοντήμ,
δηλαδή, ευλογημένος Νικόδημος.
Κάποτε
- μας διηγήθηκε ό Ίδιος - σε μια πολύ βροχερή χειμωνιάτικη νύχτα ή πόρτα της
καλύβης κτύπησε. Άνοιξε ό ίδιος και είδε εμπρός του έναν άγνωστο καλόγηρο. Του
είπε να περάση μέσα, να ξεκούραστη και να στέγνωση τα βρεγμένα του ράσα, αλλά
εκείνος δεν δέχτηκε. «Πάρε και φύλαξε μου αυτό πού σού δίνω ώσπου να ξανάλθω.»
Του
παρέδωσε ένα σακουλάκι μικρό πού από το βάρος κατάλαβε πώς είχε μέσα νομίσματα
χάλκινα. Ο άγνωστος καλόγηρος
καληνύχτισε κι έφυγε χωρίς να ειπεί ούτε το όνομα του.
Πέρασε
πολύς καιρός, πάνω από χρόνος, και να μια ωραία ηλιόλουστη μέρα έρχεται πίσω
και ζητά από το γέρω-Νικόδημο την παρακαταθήκη.
- Μου δίνης γέρω-Νικόδημε αυτό πού σού έδωσα
να μου φύλαξης;
- Ναι, ναι μψυχή μου. Έλα, έλα κάθισε
μέσα να ξεκούραστης και να σου το δώσω.
Αυτή
τη φορά, ο ξένος δέχτηκε την πρόσκληση. Προτίμησε τσάι από «γκαφέ» και ό γέρω-Νικόδημος
του έφερε το κομπόδεμα του. Με έκπληξη και θαυμασμό ό ξένος διαπίστωσε ότι το
κομπόδεμα ήταν άθικτο, δεν είχε ανοιχτή. ' Ο γέρω-Νικόδημος δεν είχε την
περιέργεια να το άνοιξη και να δή τί περιείχε. - Πάρε το μψυχή μου, δικό σου
είναι. ' Εκείνος το άνοιξε και το άδειασε επάνω στο τραπέζι, ήταν χρυσά
ρούβλια.
Γέρω-Νικόδημε,
σε ευχαριστώ. Είσαι άνθρωπος του Θεού. Εγώ είμαι Ρώσος καλόγηρος προσκυνητής. Άκουσα
για σένα να λένε και ήλθα να βεβαιωθώ από κοντά. Πράγματι είσαι μπλαγοσλάβη
Νικοντήμ.
Άφησε
μερικά ρούβλια πάνω στο τραπέζι και έφυγε για να διαλάληση και στη Ρωσία την
αρετή του Κυπρίου γέροντα της Αναλήψεως, του γέροντα μου, του γέρω-Νικόδημου,
πού στην μνήμη του έδωσα το όνομα του στον υποτακτικό μου αρχιμανδρίτη
Νικόδημον, και εύχομαι να πάρη την άρετήν του.
ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ
ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΜΟΥ
ΙΕΡΕΣ
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΗΝ ΜΥΡΟΒΟΛΟ ΧΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ.
ΑΘΗΝΑ
1990
ΥΠΟ
ΤΟΥ ΣΕΒ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΑΣΤΟΡΙΑΣ
Κ.Κ.
ΠΕΤΡΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.