Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

ΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΕΞΟΡΚΙΣΜΟΥ ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΔΙΗΓΗΤΑΙ Ο ΠΑΤΗΡ ΤΥΧΩΝ ΣΕΒΚΟΥΝΩΦ




Οι καθαρμοί δεν είναι μόνο πολύ δύσκολη, αλλά είναι και υπερβολικά επικίνδυνη υπόθεση. Κάποτε, ως δόκιμος μοναχός, βρέθηκα στην ενορία τού π. Ραφαήλ κατά την εορτή του ναού τού χωριού, την ημέρα που τιμάτε ο άγιος Μητροφάνης τού Βορόνεζ.

 Στην ολονυκτία είχαν έρθει και μερικοί ιερείς από γειτονικές ενορίες, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο ιερέας που μου τράβηξε την προσοχή. Και αυτό γιατί πρώτον, είχε χρυσά δόντια σε όλο το στόμα του. Και δεύτερον, επειδή όταν πέσαμε να κοιμηθούμε στο μοναδικό δωμάτιο, άλλοι στα κρεβάτια και άλλοι στο πάτωμα, αυτός, αφού έβγαλε το ράσο του, φόρεσε ένα άσπρο ράσο για τον ύπνο, που ειδικά γι' αυτόν τον λόγο είχε φέρει μαζί του. Για να μου λύσει την απορία, ο ιερέας μου είπε με σοβαρότητα ότι είμαι νέος και έτσι μπορώ να κοιμάμαι με τη βράκα και τη φανέλα μου, αλλά αυτός, ως ιερέας, πρέπει ακόμη κι όταν ξεκουράζεται να φοράει ράσο.

 Ίσως εκείνη τη νύχτα να συντελούνταν η Δευτέρα Παρουσία τού Ιησού Χριστού, ήταν πρέπον ένας ιερέας του Θεού να συναντήσει τον Κύριο με τα εσώρουχα; Τότε, μου άρεσε πολύ η πίστη του, αλλά ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον είχε η ιστορία σχετικά με την προέλευση των χρυσών δοντιών τού παππούλη. Κάτι τέτοιο ήταν πολύ σπάνιο για ιερέα. Εντάξει κάνα δυο δόντια, αλλά ολόκληρο το στόμα;... Τελικά κάποιος δεν κρατήθηκε και ρώτησε τον ιερέα κάπως περιπαιχτικά πώς κι έχει τέτοια «ομορφιά» και έτσι αυτός καθισμένος με το άσπρο ράσο του στο κρεβάτι με τα πόδια μαζεμένα, κάτω από το φως μιας λάμπας, άρχισε να διηγείται στους παρευρισκόμενους την ιστορία του.
Όσο ήταν λαϊκός διεύθυνε το κινηματογραφικό δίκτυο της περιοχής του. Σε αυτό το σπουδαίο πόστο είχε την άνεση να χρυσώσει ακόμα και το στόμα του και του άρεσε πάρα πολύ. Παρά το είδος της ενασχόλησης του. ήταν και πολύ θεοσεβής. Ζούσε με τη μητέρα του και είχαν και οι δυο τους ένα πνευματικό γέροντα κάπου σε μια απομακρυσμένη ενορία στην περιοχή του Μπέλγκοροντ. Έφθασε η ώρα που ο γέροντας του, του έδωσε ευλογία να ετοιμάζεται να χειροτονηθεί ιερέας. 


Μετά από έναν χρόνο χειροτονήθηκε και διορίσθηκε προϊστάμενος της ενορίας ενός χωριού, όχι πολύ μακριά από το κέντρο της περιφέρειας.
Εκεί λειτουργούσε για δέκα χρόνια και εκεί κήδευσε και τη μητέρα του. Κατά καιρούς επισκεπτόταν τον πνευματικό του και τους γέροντες της Μονής των Σπηλαίων τού Πσκωφ. Μια φορά του έφεραν από την πρωτεύουσα της επαρχίας μια νεαρή δαιμονισμένη. Στην αρχή ο ιερέας με τίποτα δε συμφωνούσε να τελέσει καθαρμούς, διαβεβαιώνοντας ότι δεν ήταν έτοιμος για μια τόσο σπουδαία δουλειά. Τελικά όμως η μητέρα και οι υπόλοιποι συγγενείς της κοπέλας έπεισαν τον ιερέα. Γνωρίζοντας ότι πρόκειται για μια πολύ σοβαρή υπόθεση, ο ιερέας αφιέρωσε ολόκληρη την εβδομάδα σε νηστεία και προσευχή και τότε μόνο. για πρώτη φορά στη ζωή του, προχώρησε στη συγκεκριμένη τελετή. Η νεαρή κοπέλα τότε θεραπεύτηκε και ο ιερέας χάρηκε ιδιαιτέρως και για τους δύο: για την κοπέλα που σταμάτησε να υποφέρει και να βασανίζεται εξαιτίας ουσιαστικά των αμαρτημάτων των γονιών της, και για τον ίδιο που αισθάνθηκε ότι δεν είναι και τόσο ασήμαντος, όσο πίστευε.
Πέρασαν περίπου δύο εβδομάδες. Μια μέρα μετά το φαγητό ο ιερέας κάθισε στην πολυθρόνα δίπλα στο παραθυράκι, άνοιξε την τοπική εφημερίδα, για να μάθει τα νέα. Διάβασε ένα ελκυστικό άρθρο και όταν τελείωσε, άφησε την εφημερίδα στο πλάι. Και τότε πάγωσε από τη φρίκη! Ακριβώς μπροστά του στεκόταν εκείνος. Εκείνος, που ο ιερέας είχε εκδιώξει από την κοπέλα. Στεκόταν απλά και κοίταζε προσεκτικά τον ιερέα κατάματα. Λόγω αυτού και μόνο του βλέμματος ο ιερέας, ασυναίσθητα, πήδηξε από το παράθυρο και το 'βαλε στα πόδια, χωρίς να ξέρει για πού. 0 ιερέας ήταν βαρύς άνθρωπος και καθόλου αθλητικός τύπος, αλλά όταν συνήλθε είχε ήδη διανύσει αρκετά χιλιόμετρα. Χωρίς να επιστρέψει στο σπίτι του κατευθύνθηκε στο Πσκωφ, δανείστηκε από τους φίλους του χρήματα και πήγε στον γέροντα πνευματικό του.


0 γέροντας αρχικά επιτίμησε, όπως ήταν φυσικό, τον μαθητή του για την προηγούμενη αυθαιρεσία του. Για τελετές, όπως οι καθαρμοί, οι ιερείς οφείλουν να λαμβάνουν πρώτα ευλογία από τον πνευματικό τους. Ο ιερέας μας,  όμως. εμπιστεύθηκε τον εαυτό του. Περιφρόνησε την ευλογία. Κι επίσης δεν πρέπει να εφησυχάζουμε και να επιστρέφουμε στις γήινες ενασχολήσεις μας, στην εφημερίδα μας, μετά από μια περιστασιακή νίκη, αισθανόμενοι ενδόμυχα ότι επιτύχαμε τάχα, λόγω των απαράμιλλων πνευματικών μας χαρισμάτων, ενώ ουσιαστικά απλώς γίναμε όργανο, προς στιγμή, της χάριτος του Θεού και της ευλογίας της Εκκλησίας. 0 γέροντας υπενθύμισε τα λόγια που δίδαξε ο Σεραφείμ τού Σάρωφ: ότι ο διάβολος, αν του το επέτρεπε ο Θεός, θα μπορούσε από το μίσος του να καταστρέψει τον κόσμο σε μια στιγμή. Στο τέλος της συζήτησης ο γέροντας προειδοποίησε το πνευματικό του τέκνο να είναι έτοιμος ενδεχομένως και για νέες δοκιμασίες. 

Οι περιπέτειες του δεν θα τελείωναν με τη θέα τού εχθρού τού ανθρώπινου γένους. 0 διάβολος οπωσδήποτε θα καιροφυλακτούσε για να εκδικηθεί τον περήφανο, αλλά πνευματικά αδύναμο ακόμα ιερέα, που ήταν απροετοίμαστος για ανοικτή πάλη με τις δυνάμεις τού κακού. 0 γέροντας του υποσχέθηκε να προσευχηθεί γι' αυτόν και τον αποχαιρέτησε.
Πέρασε ενάμισης μήνας περίπου. Ο ιερέας άρχισε να ξεχνά αυτά που είχαν συμβεί, όταν ξαφνικά μια νύχτα τού χτύπησαν την πόρτα. Ο ιερέας ζούσε μόνος του. 

Ρώτησε ποιος ήταν τόσο αργά και τι ήθελε και πίσω από την πόρτα τού απάντησαν ότι είχαν έρθει να τον παρακαλέσουν να πάει σε ένα γειτονικό χωριό, για να κοινωνήσει κάποιον ετοιμοθάνατο. 0 ιερέας άνοιξε την πόρτα και αμέσως όρμησε πάνω του ένα τσούρμο κακοποιών. 

Τον χτύπησαν βάναυσα. Τον ρωτούσαν συνέχεια που φυλάει τα χρήματα. 0 ιερέας τούς τα έδειξε όλα, εκτός από το μέρος όπου διατηρούσε τα κλειδιά τού ναού. Αφού πήραν ότι μπορούσαν, οι κακοποιοί στο τέλος με λαβίδα τράβηξαν τα χρυσά δόντια τού ιερέα.


Οι ενορίτες βρήκαν τον ιερέα τους μισοπεθαμένο. Από τον πόνο που ένοιωθε στο στόμα, δεν μπορούσε πλέον να φωνάξει, μόνο βογκούσε. Έμεινε στο νοσοκομείο για μερικούς μήνες. Όταν βρήκαν τους λωποδύτες, κάλεσαν το θύμα τους για αναγνώριση. Εκείνος, μόλις τους είδε, δεν κρατήθηκε και άρχισε να κλαίει σαν μικρό παιδί.


Ευτυχώς ο χρόνος είναι όντως ο καλύτερος γιατρός. 0 ιερέας συνήλθε και εκ νέου άρχισε να λειτουργεί στον ναό του. Και οι ενορίτες που του ήταν ευγνώμονες, επειδή δεν πρόδωσε την κρυψώνα των κλειδιών και έτσι με την ηρωική του πράξη διατήρησε ανέπαφο τον ναό τους, συγκέντρωσαν χρήματα και του πήραν νέα δόντια, πάλι χρυσά. Ίσως τους άρεσε έτσι ή ίσως πάλι ο ιερέας δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του με άλλα δόντια...

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΣΧΕΔΟΝ ΆΓΙΟΙ.

π. Τύχων Σεβκούνωφ



Η πρόρρηση του π. Νικολάου για την κουρά μου. π. Τύχων Σεβκούνωφ



Τον πρώτο χρόνο μετά τη βάπτιση μου, φιλοξενούμουν στην ενορία στους καινούριους φίλους μου. τον π. Ραφαήλ και τον π. Νικήτα. Αν και εκείνη την περίοδο είχα αρχίσει να πηγαίνω συχνά στο μοναστήρι, δεν είχα σκεφτεί ποτέ τον μοναχισμό. Αντίθετα, σκεφτόμουν σοβαρά να παντρευτώ. Η μνηστή μου ήταν μάλλον η ομορφότερη κοπέλα στη Μόσχα. Εν πάση περιπτώσει, πολλοί είχαν αυτή την άποψη, κι εμένα φυσικά αυτό με κολάκευε. Η υπόθεση πήγαινε για γάμο. Έτσι, δεν χαιρόμουν μόνο από τις νέες εντυπώσεις της πνευματικής ζωής που μου αποκαλύφθηκε, αλλά ονειρευόμουν και τη μέλλουσα ευτυχία. Πήγαινα για ψάρεμα, στέγνωνα στον ήλιο το ψάρι που έπιανα, λιαζόμουν κι εγώ και περίμενα ότι πολύ σύντομα θα αρχίσει μια νέα ζωή, η οικογενειακή. Εκτός αυτού, τι ωραία που θα ήταν να κάθεσαι το φθινόπωρο κάπου στο Ζαμοσκβορέτσιε, να τρως μαζί με τους φίλους σου το ψαράκι που έχεις πιάσει και στεγνώσει με τα ίδια σου τα χέρια και να το συνοδεύεις με μπυρίτσα! Με αυτά τα όνειρα περνούσαν η μια μετά την
άλλη οι μέρες του ζεστού καλοκαιριού.

Κάποτε, ο π. Ραφαήλ και ο π. Νικήτας ετοιμάστηκαν να πάνε επίσκεψη στον γέροντα Νικόλαο στο νησί Ζαλίτ. 0 γέροντας ήταν πια σχεδόν 80 ετών και το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του διακονούσε στο ψαράδικο νησί της λίμνης του Πσκωφ. Αποφάσισα να πάω κι εγώ μαζί τους, αν και όχι χωρίς κάποιο φόβο: στο κάτω-κάτω ήταν γέροντας διορατικός, μπορεί να ήξερε τα πάντα για σένα!
Όμως μέσα στα πρώτα λεπτά της γνωριμίας με τον π. Νικόλαο, οι φόβοι διαλύθηκαν. Ο παππούλης αποδείχθηκε εξαιρετικά καλός και φιλικός. Μας υποδέχθηκε με φροντίδα στο φτωχό σπιτάκι του κοντά στον ναό. Μας σέρβιρε τσάι, μας κέρασε κάτι. Οι πατέρες απομονώθηκαν μαζί του για συζήτηση και συμβουλές, αλλά εγώ δεν είχα τίποτα ιδιαίτερο να τον ρωτήσω.
Όταν τον αποχαιρετούσαμε, περάσαμε να πάρουμε ευλογία κι έδινε σε όλους με αγάπη συμβουλές. Όταν ήρθε η σειρά μου, ο π. Νικόλαος με άρπαξε αναπάντεχα από το τσουλούφι κι άρχισε μισοαστεία-μισοσοβαρά να με σέρνει από το μαλλί και να λέει:
«Μην πίνεις, μην πίνεις! Δεν πρέπει να πίνεις!».

Πρέπει να ομολογήσω ότι εκείνα τα χρόνια, και μάλιστα όταν ήμουν με καλή παρέα φίλων, δε δίσταζα να πιω. Πάντως, ήταν απολύτως αδύνατο να μαντέψει κανείς κάτι τέτοιο από την όψη μου: έδειχνα πολύ νεότερος από τα χρόνια μου. Παρ' όλα αυτά, ο γέροντας συνέχιζε. Ύστερα σήκωσε το κεφάλι μου από το τσουλούφι και με κοιτάξω προσεκτικά στα μάτια.

«Είσαι μοναχός; Όχι ακόμα; Καλά θα ήσουν στο μοναστήρι!».
Στο μοναστήρι; Δεν κρατήθηκα και έσκασα απλά στα γέλια μπροστά του! Μα τι λέει ο γέρος; Εγώ γρήγορα θα κάνω γάμο! Θα ήθελα να του το πω, άλλα ο π. Νικόλαος μου έκλεισε το στόμα με το χέρι, σαν να ήξερε κάθε μου λέξη.
«Σώπα, σώπα! Καλά θα ήσουν στο μοναστήρι!».

Εγώ γέλασα πάλι. «Μα όχι!...», άρχισα.
Αλλά ο γέροντας πάλι δεν με άφησε να πω τίποτα.
Κοίτα, Γιωργάκη, όταν θα είσαι στο μοναστήρι, θα σου συμβεί πειρασμός. Αλλά εσύ μην απελπιστείς!
Κι άρχισε να μου διηγείται λεπτομερώς για ένα πειρασμό, που συνέβη σε κάποιο μοναχό που σχετιζόταν με τη| διοίκηση του μοναστηριού. Μόνο μετά δέκα χρόνια κατάλαβα ότι μιλούσε για μένα. Τότε όμως, μόλις που καταδέχτηκα να ακούσω τα παράξενα λόγια του π. Νικολάου. Δεν τα δέχτηκα σαν κάτι άλλο, παρά σαν γεροντικές παραξενιές.
Τέλος, ο πατήρ Νικόλαος με ευλόγησε και με απέλυσε εν ειρήνη. Μας ξεπροβόδισε ως την αποβάθρα. Όταν η βάρκα μας απομακρυνόταν, ο γέροντας φώναξε πίσω μου:
«Γιωργάκη, να έχεις περίσσεια αγάπης!».

Αυτή η ασυνήθιστη φράση, που σπάνια χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη, χαράχτηκε στη μνήμη μου μαζί με την εικόνα του γέροντα να στέκει στην όχθη, με τα γκρίζα του μαλλιά να κυματίζουν στον άνεμο, και με το χέρι του να σχηματίζει στον αέρα το σημείο του σταυρού, ευλογώντας μας.
0 πατήρ Ραφαήλ με συμβούλεψε να σκεφτώ σοβαρά τα λόγια του π. Νικολάου, αλλά εγώ σε απάντηση απλώς χαμογέλασα. Απώθησα το όλο γεγονός στη λήθη ως κάτι ακατανόητο για μένα.

Όμως στη Μόσχα οι σχέσεις μου με τη μνηστή μου άρχισαν από μόνες τους να χαλάνε κάπως. Ψυχρανθήκαμε και κατόπιν διακόψαμε. Κι ήμασταν μάλιστα αμφότεροι χαρούμενοι γι' αυτό. Μέσα μου άρχισε όλο και συχνότερα, όλο και δυνατότερα να γεννιέται η ανάγκη να πηγαίνω στο μοναστήρι, να βρίσκομαι εκεί, να προσεύχομαι, να ζω εκεί. Λίγους μήνες μετά, το ήξερα με ακρίβεια: τίποτα δε με ενδιέφερε σ' αυτή τη ζωή εκτός από το μοναστήρι και τη διακονία τού Θεού. Με κατάπληξη θυμόμουν τα λόγια τού π. Νικολάου, στον οποίο κατόπιν ο Κύριος με οδήγησε πολλές φορές ακόμη.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΣΧΕΔΟΝ ΆΓΙΟΙ.

π. Τύχων Σεβκούνωφ

Archbishop Seraphim (Sobolev)





Archbishop Seraphim (Sobolev) of Sofia, Bulgaria by Archimandrite Panteleimon (Staritsky)

Miraculous Help from Archbishop Seraphim



Greek Orthodox church to break ground in Camarillo, California




 Construction of new facility to begin in October

WORSHIP—An artist’s drawing of the proposed new campus for St. Demetrios Greek Othodox Christian Church in Camarillo. Acorn file photo
St. Demetrios Greek Orthodox Christian Church will build a new facility at the corner of Woodcreek and Santa Rosa roads in Camarillo.

His Eminence Metropolitan Gerasimos of San Francisco will lead the community in a groundbreaking ceremony scheduled for 4 p.m. Sat., Sept. 29.

Site construction will begin in mid-October. The community of St. Demetrios has hired HMH Contractors to run the project.

The 35- year- old parish is located at the Camarillo Airport near Pleasant Valley Road and is home to approximately 200 families in Ventura County.

The Rev. Gary Kyriacou was assigned to St. Demetrios on Aug. 1, 2004. He and the community have been working together through capital campaign projects, festivals, golf tournaments and other fundraisers to build a new facility ever since.

In April 2004, the parish purchased a parcel of land in the Mission Oaks area of Camarillo. Fundraising efforts to pay for the land began immediately. The land debt was retired in March 2007. Heathcote and Associates architecture firm then began to design the campus of the Byzantine-style complex.

St. Demetrios is under the Greek Orthodox Metropolis of San Fransisco, which extends over seven states. There are 67 parishes under the spiritual guidance of Metropolitan Gerasimos.

Services at St. Demetrios are conducted in English and sprinkled with Greek. The church’s services begin at 9 a.m. Sundays. Visitors are welcome.


For more information, call (805) 482-1273 or go online to


How to Make the Sign of the Cross


“You will not be able to put it down.” A review of “Everyday Saints”, by Archimandrite Tikhon (Shevkunov)





Russian literature has a long history of dealing with Church themes. Pushkin, Leskov and Chekhov come to mind at once. However, these themes are also central in Dostoyevsky and Tolstoy and more recently in Pasternak and Soloukhin, and in fact they are present in all Russian literature, as an underpinning and uniting background of spiritual and cultural values. What is original about this book is that the author is not just a very talented writer with a sensitive artist’s heart, but he is also a monk, priest and senior archimandrite in Moscow, the Superior of Sretensky Monastery, Fr Tikhon Shevkunov. And, above all, what is original is that this book has been written now, as a monument to what has risen a generation after the death of three generations of forced – and failed – State atheism. In other words, this book breathes Resurrection.


A spiritual child of the ever-memorable Elder Ioann Krestyankin of the Pskov Caves Monastery, Fr Tikhon has made his historic, central Moscow Monastery into a bastion of genuine Orthodoxy, with one of the best choirs in Russia. There is to be found a prominent seminary, with several international students, the best Orthodox bookshop in Moscow and probably the best and biggest Orthodox website in Russia (www.pravoslavie.ru), which also has an English-language section. Apart from being a gifted writer, Fr Tikhon is also a film-maker (‘A Byzantine Lesson’), runs the anti-alcohol campaign in the Russian Federation, is responsible for Church-cultural relations, and is a great friend of the Church Outside Russia – we see him regularly.


His book, Everyday Saints, is being translated into ten languages, the Greek edition having already appeared. Now we have the English edition of ‘Nesvyatye Svyatye’ (literally, ‘Unholy Saints’). This is a bestseller in Russia, having sold the unprecedented number of 1,100,000 paper copies and millions of electronic copies since it appeared one year ago. It has been read by all, believer and atheist alike, has changed lives, and really is unputdownable, as I know myself when I read it in one more or less continuous eighteen-hour sitting in September 2011. Little wonder that in Moscow it has been awarded the ‘Book of the Year’ prize for 2012.

At 490 pages long, the book is divided into 60 chapters, often but not always sketches of people, often but not always clerics, but all known to the author. Amusing and sad and edifying in turn, they are all profoundly human, but also profoundly touched by the Divine. These are the lives of Orthodox clerics and laypeople, a few of them known to the author of this review, like Bishop Basil (Rodzianko). You feel the author’s compassion, his total lack of any judgement about his subjects. Well, he is right to do this – we all have our weaknesses. As the translator notes in his preface: ‘Ultimately, though it may take a while, love and light and compassion conquer hatred and darkness and indifference’.


This book is a compendium of lives of Church people who lived in recent years. He describes how, despite their obvious weaknesses, their lives were transformed by the grace of the Holy Spirit, which, in the words of St Seraphim of Sarov, we are called on to acquire. Probably many Orthodox clergy know enough stories to write such a book – but we do not because we cannot. But Fr Tikhon does because he can. As a Russian, Fr Tikhon is no hypocrite and has no time for that sugary pietism which so mars the lives of Western clericalism and turns people away from Christ. The author pulls no punches and tells the truth: saints are not born, they started off like us, but they became saints. All of us are spoiled by our sins and weaknesses, however, as the Apostle Paul said to the Orthodox in Corinth, ‘My strength is made perfect in weakness’.

As Orthodox life is patterned by prayer, conversation with the Living God, it consists of what the world calls ‘coincidences’, that is, ‘God-incidences’. These are the generous and loving and providential interventions of God in our everyday life, showing to us the presence of saints in our midst. This is made clear in another remarkable Church classic of Russian literature, Heavenly Paths, by Shmelyov. But this is also clear in Fr Tikhon’s work before us. Let us take just one short example of his content and style, his description of the saintly old nuns of St Seraphim’s Diveyevo, who had been captives of the Soviet regime for over 70 years, but had kept the faith:


‘In a ramshackle little hut on the outskirts of Diveyevo I saw something that I could never have imagined in my most radiant dreams. I saw alive the Church Radiant, invincible and indefatigable, youthful and joyful in the consciousness of its God, our Shepherd and Savior…There is no way to capture the sublimity of this service in words…These incredible nuns sang the entire service virtually by heart…they had risked death or punishment saying this service in concentration camps and prisons and places of exile..They said it even now even after all their sufferings, here in Diveyevo, settling into their wretched hovels on the outskirts of the town. For them it was nothing unusual, and yet for me I could scarcely understand whether I was in Heaven or on earth.
These aged nuns were possessed of such incredible spiritual strength…that it was then that I understood that they with their faith would triumph over everything – over our godless government despite all its power, over the faithlessness of this world, and over death itself, of which they had absolutely no fear’.
‘The reign of the Children of Ham has ended’.
Our life is indeed ‘a patchwork of God’s compassion’.


In an excellent translation by Julian Henry Lowenfeld, the book is priced at only $23.00 and ordering information is available from Everyday-Saints.com. The profits from this book are going towards building a Cathedral Church of the New Martyrs and Confessors at the Lubyanka in central Moscow (where the Soviet Secret Police Headquarters were located – the very site where so many confessed Orthodoxy and were martyred only a few decades ago). The new Church is to be completed in 2017 and will contain a museum of the New Martyrs in its basement. Here is a most worthy cause. Here is a most worthy book. It is warmly recommended. But I warn you now – once you have started reading it, you will not be able to put it down.


Source: Pravoslavie.ru

http://www.pravmir.com/you-will-not-be-able-to-put-it-down-a-review-of-everyday-saints-by-archimandrite-tikhon-shevkunov/

Monumental: Istanbul’s Dazzling Architecture




Istanbul makes all the latest travel hot lists, for good reason. Domed mosques, topped with fairy-tale minarets, anchor scores of neighborhood squares where prayer calls echo down cobbled lanes. Boats of every size navigate the Bosporus Strait, where old men crowd bridges to drop fishing lines and gossip, while along the shores, cafés serve thimbles of thick Turkish coffee.

This Silk Road terminus can sometimes feel as chaotic as exotic. Istanbul residents complain about the crush of traffic and the gaggles of tourists increasingly drawn to a rejuvenated world capital. Still, Istanbul has managed the transition from a city of 7 million residents in 1990 to today’s metropolis of over 15 million far better than other boomtowns like Beijing. Some landmarks have been compromised, but the city’s astonishing architectural endowment remains unrivaled in depth and diversity.


READ MORE...............




Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΣΤΑΡΕΤΣ ΝΙΚΟΛΑΟ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΖΑΛΙΤ



Υποβάλαμε στο γέροντα διάφορες ερωτήσεις, που αφορούσαν στην υπηρεσία μας στην εκκλησία. Ρωτήσαμε για τους πειρασμούς και τις προκλήσεις που προέρχονταν από κληρικούς εφημέριους, με τους οποίους διακονούσαμε στο ναό του Θεού. 0 γέροντας, όντας εκ-πληκτικά ταπεινός και πολύ προσεκτικός στο θέμα της κρίσεως, μας συγκλόνισε με το χάρισμα του να μην κρίνει κανέναν. Αυτό τον δίδαξε η Χάρη του Θεού και τα πολυετή μαρτύρια στα στρατόπεδα, όπου βρέθηκε από συκοφαντίες κατά τα χρόνια των μέτρων καταπίεσης της άθεης εξουσίας. Τόσο πολύ προσέλκυσε τις καρδιές μας. με την αγάπη του, από την πρώτη, ακόμα, γνωριμία μας, που του ζητήσαμε να είναι ο πνευματικός πατέρας μας, διότι ο δικός μας δεν μπορούσε πλέον να μας δώσει βοήθεια, την οποία διαρκώς χρειαζόμασταν.


Ο γέροντας συγκινήθηκε πολύ από τη διήγηση μας για τη ζωή μας και τους γονείς μας.
-           Να τους ευχαριστείτε, διαρκώς επαναλάμβανε. Αυτοί σας μεγάλωσαν και σας βοήθησαν να λάβετε μόρφωση. «Βοήθησε τους, Κύριε!» πονετικά αναστέναξε, κάνοντας το σταυρό του. Με τη συμπεριφορά του γινόταν αισθητή η βαθιά συμπόνια του για κάθε ανθρώπινη ψυχή. Μας διηγήθηκε πως ο ίδιος φρόντισε τη μανούλα του. που πρόσφατα κοιμήθηκε ήσυχα και τάφηκε στο νεκροταφείο που βλέπαμε απέναντι μας.

-Να αγαπάτε τους γονείς, επαναλάμβανε. Αυτοί σας έδωσαν τη ζωή... Θα βαπτιστούν, θα βαπτιστούν, αναφώνησε, κάνοντας πάλι το σταυρό του και προφητεύοντας το μέλλον.
-Πώς, λοιπόν, ήρθατε; Θα πρέπει να φύγετε.
Του είπαμε πως στην Τολμπίτσα βρέθηκε πλοιάριο, το οποίο μας έφερε εκεί.
-           Τότε. σήμερα θα μείνετε στο χωριό. Αύριο-μεθαύριο θα ξεκινήσει τα δρομολόγια το ιπτάμενο δελφίνι «Αυγή» και μ' αυτό θα γυρίσετε.

Ευχαριστώντας το Θεό και τον άγιο γέροντα για το εξαιρετικά νόστιμο γεύμα, πήγαμε σε μία γριούλα. Της ζήτησε να μείνουμε για διανυκτέρευση. Μας έδειξε ένα ευρύχωρο, φωτεινό δωμάτιο. Πρότεινε να βολευτούμε σε δύο κρεβάτια, τα οποία ήταν στρωμένα με τα παραδοσιακά, κεντημένα σεντόνια.

Όσο τακτοποιούσαμε τα πράγματα μας, ο γέροντας ρωτούσε την οικοδέσποινα μας για τη ζωή της και τα παιδιά της. Με τη συμπεριφορά του προς την απλή γριούλα, ένιωθες την αληθινή συμπόνια, την επιθυμία να συμπάσχει με το μητρικό πόνο για την αθεΐα, που κυριαρχούσε στις οικογένειες των παιδιών της. Δεν μπορούσες να μην εκπλαγείς με τη μεγάλη, αληθινά πατρική καρδιά του. Κατά την προσευχή για την άθεη Ρωσία μας, για πολλά χρόνια έχυνε αιματηρά δάκρυα, προσευχόμενος στο ζωντανό Θεό να συγχωρήσει τον παραπλανημένο λαό μας και να του χαρίσει τη μετάνοια.
Αργότερα, διαρκώς μιλούσαμε για την κατάσταση της δικής μας, βεβηλωμένης μητέρας-Ρωσίας. Ο γέροντας, αναστενάζοντας βαθιά, είπε ότι ο λαός μας έπρεπε να μετανοήσει, γιατί μόνο τότε θα μπορούσε να περιμένει θετικές αλλαγές. Έτσι, μας άφησε σ' αυτή την καλή κυρία και μας προσκάλεσε το πρωί να πάμε για τσάι.
Είχε ήδη βραδιάσει. Πήγαμε στη θάλασσα για να θαυμάσουμε τη γραφική ομορφιά αυτού του μικρού νησιού και τη μαγευτική δύση αυτής της ευλογημένης, για εμάς, ημέρας. Η καρδιά μας ήταν ανάλαφρη και χαρούμενη, αφού ο Κύριος μας απεκάλυψε, μέσω του δούλου Του, ότι θα αξιωνόμασταν στο μέλλον της ευλογίας της ιεροσύνης. Το κυριότερο όμως ήταν ότι θα γινόμασταν μάρτυρες, μέσα από την πολυετή προσευχή μας, της πραγματικής μεταστροφής των δύστυχων γονέων μας προς τον Κύριο Ιησού Χριστό.

Κάποτε το νησί αυτό ήταν Εσθονικό και ονομαζόταν Ταλάμπσκ. 0 γέροντας έλεγε ότι, όταν ήρθε, στα τέλη της δεκαετίας του '50, στο μοναστήρι Πσκοβο-Πετσέρσκυι, στο μεγάλο τότε γέροντα Συμεών, ο οποίος τώρα συμπεριλαμβάνεται στις μορφές των αγίων της εκκλησίας μας, τον ρώτησε πού θα ήταν καλύτερα να υπηρετήσει το Θεό. 

Τότε αυτός ο πνευματικός, άγιος άνδρας είπε τρεις φορές:
«Ταλάμπσκ! Ταλάμπσκ! Ταλάμπσκ!» και ευλόγησε τον πατέρα Νικόλαο. Ακριβώς σ' αυτό το νησί, πλέον των εικοσιπέντε χρόνων, ο παππούλης υπηρέτησε στην εκκλησία του αγίου Νικολάου, ο οποίος τον προφύλαξε από τους ολέθριους ανέμους του δικού μας πονηρού κόσμου. Μία φορά μόνο ο σατανάς, μέσω κακών ανθρώπων, τον συκοφάντησε ενώπιον της σοβιετικής εξουσίας, ότι δήθεν έσκισε το πορτρέτο του Λένιν κι ετοιμάζονταν να τον φυλακίσουν. Τότε, ο παππούλης, με δάκρυα και διαρκείς προσευχές, ικέτευε το Σωτήρα και την Παρθένο να τον σώσουν και να τον προστατεύσουν, για να υπηρετήσει την εκκλησία. Ο Κύριος επέτρεψε να πεθάνει αυτός ο κακός άνθρωπος, ο οποίος, σα δεύτερος Ιούδας, πρόδωσε το γέροντα του Θεού στις άθεες αρχές. 0 πάτερ Νικόλαος δεν μπορούσε, χωρίς εσωτερικό ρίγος και φόβο, να διηγηθεί αυτήν τη φοβερή ιστορία.


Παλαιότερα είχε περάσει μία δεκαετία φοβερών μαρτυρίων στη φυλακή και στα στρατόπεδα, όπου, με την παγωνιά του βορρά, στεκόταν μέχρι τη μέση στο νερό, κατά τη μεταφορά του σε κορμό ξύλου. Ήταν αυτονόητο ότι δεν ήθελε να βρεθεί πάλι στην κόλαση, όπου καταπατούσαν το βασικό δικαίωμα του ανθρώπου να υπηρετεί το Δημιουργό του. Για το λόγο αυτό ήταν εξαιρετικά προσεκτικός στα λόγια του. Σχεδόν σε κανένα δε μιλούσε για τη ζωή του στο στρατόπεδο και δεν έκρινε το υπάρχον καθεστώς και τους κυβερνήτες της χώρας μας.


Σκληραγωγημένος σε τρομερές συνθήκες και λαμβάνοντας ιδιαίτερη Χάρη για τα βάσανα που πέρασε, το χειμώνα ζούσε χωρίς θέρμανση στο σπίτι του και στην εκκλησία. Αυτό προκαλούσε κατάπληξη στους επισκέπτες του, που δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς ένας εβδομηντάχρονος γέροντας μπορούσε να ζει έτσι. Στην καρδιά του διαρκώς σιγόκαιγε ένα ζωντανό προσευχητικό καντήλι, όπου το Άγιο Πνεύμα ζέσταινε το γεροντικό του σώμα. Γι" αυτό δεν αισθανόταν διόλου το κρύο και ζούσε εξαϋλωμένος στους μακρούς χειμώνες του βορρά. Αφηγούμενος την ευλογία που έλαβε από τον όσιο γέροντα Συμεών, ο πατέρας Νικόλαος υπέθετε ότι η ζωή του σ' αυτό το νησί δεν θα διαρκούσε περισσότερο από τριάντα χρόνια. Για το λόγο αυτό, σ' όλους τους επισκέπτες, επαναλάμβανε τον ίδιο στίχο:


Πέρασε η ζωή μου. σαν τη χθεσινή ημέρα, σα μία στιγμή πέρασε η ζωή μου, και οι πύλες του θανάτου είναι πολύ βαριές, ήδη δεν είναι μακριά από μένα.
Εφόσον ο Θεός επέτρεψε να ζήσει πολύ περισσότερο από την υποτιθέμενη δική του προθεσμία, επιπλέον δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, ο γέροντας συχνά αγαπούσε να επαναλαμβάνει, κατά τον αποχωρισμό, τα παρακάτω συγκινητικά λόγια:
Συγχωρήστε με. συγχωρήστε, συγγενείς μου και οι πλησίον μου, ευλογήστε με και θυμηθείτε, φεύγω από κοντά σας...
Και αμέσως, αστειευόμενος λίγο και χαμογελώντας, με την ιδιαίτερη εξυπνάδα του πρόσθετε:

-           Προς το παρόν, προς το παρόν, παππούλη, πάλι θα ιδωθούμε. Αργότερα, όταν ήμασταν ιερείς και ερχόμασταν σ' αυτόν από το
εξωτερικό, επαναλάμβανε:
-           Όχι για πάντα, όχι για πάντα, παππούλη, θα ιδωθούμε πάλι. Όμως, σ' εκείνη την πρώτη μας συνάντηση, ο γέροντας ήταν σα να
βρισκόταν στην ακμή των πνευματικών του δυνάμεων. Σ' αυτή δεν αισθανόταν την ανημποριά και την υπερκόπωση από τους εκατοντάδες προσκυνητές, οι οποίοι αργότερα τον βάραιναν αρκετά. Το πρόσωπο του μαγνήτιζε με τη γλυκύτητα και τα μάτια του με την κρυστάλλινη καθαρότητα. Το χαμόγελο και ο πραγματικός σεβασμός προς εσένα και την αξιοπρέπεια σου ως ανθρώπου, η επιθυμία να ζει τον πόνο σου και να συμπονεί την αδυναμία και τις λύπες σου, τον έφερναν κοντά σου. Τόσο που δεν ήθελες ποτέ να αποχωριστείς την αγάπη και την πνευματική, πατρική εγγύτητα του, η οποία ήταν τόσο σπάνια να βρεθεί μέσα στο γενικό κακό που μας περιέβαλε! 0 γέροντας, από την ταπείνωση του, πάντοτε παρέμενε μέσα του, στο δικό του πνευματικό κόσμο.


0 κάθε λόγος του, όμως, μαρτυρούσε τη βαθιά Αλήθεια του Χριστού, για την οποία υπέφερε και την οποία, με αγάπη και απαράμιλλη αγαθότητα, προσπαθούσε να εδραιώσει σε κάθε ανθρώπινη καρδιά. Με συγκλόνισε αυτή ακριβώς η ικανότητα του. με ενεργό συμμετοχή, να προτείνει στον καθένα ν' ακολουθήσει το Χριστό, που θυσιάστηκε με ασύλληπτα μαρτύρια στο Σταυρό, με τον οποίο ο Ίδιος ο Κύριος λύτρωσε το ανθρώπινο γένος από τον αιώνιο θάνατο. 

Η αγάπη του γέροντα στο Σωτήρα Του, η ευγνωμοσύνη σ' Αυτόν για τη Σωτηρία, εκφραζόταν στους συγκινητικούς στίχους του, τους οποίους έγραψε σε διαφορετικές περιόδους. Συνθέτοντας τη μουσική, εκτέλεσε αργότερα αυτούς τους ύμνους στο αρμόνιο, για τη Δόξα του Θεού, μπροστά σε μερικούς, κοντινούς του ανθρώπους.


Ήμουν βαθιά πεπεισμένος ότι ο Θεός μας παρουσίασε τον πραγματικό δούλο Του. τον ευλογημένο, άγιο γέροντα Νικόλαο, για να έχουμε πνευματική υποστήριξη και ζωντανό παράδειγμα στο πως έπρεπε να κρατούμε υπομονετικά το χαρισμένο από Αυτόν σταυρό. Οι θλίψεις που μας βρήκαν τα επόμενα χρόνια, ήταν τόσο μεγάλες, που πράγματι χρειαζόταν Παρηγορητής και Παιδαγωγός, ο οποίος θα υποστήριζε και θα κατηύθυνε τη βασανισμένη ψυχή μας, κάτω από το βάρος του δυσβάστακτου σταυρού.
Ενθυμούμαι, όταν είπα στο γέροντα ότι, χωρίς καμία αιτία, μας περιφρονούσαν και ατίμως μας συκοφαντούσαν, πήρε το κεφάλι μου στα χέρια του, με φίλησε στο μέτωπο και με παρηγόρησε με τα δικά του, απαράμιλλα, ευλογημένα λόγια:


-           Μήπως το Χριστό με τον ίδιο τρόπο δεν τον εξουθένωσαν; Θα κάνουμε υπομονή και θα λάβουμε το στεφάνι του Κυρίου!
Σ' αυτό τον πατρικό ασπασμό και τα ζεστά λόγια του υπήρχε τόσο συγκινητική αγάπη, που η ψυχή αμέσως ησύχασε από τις αναληθείς κατηγορίες και τις κακίες των πονηρών ανθρώπων, οι οποίοι αποκαλούνταν ορθόδοξοι.


Έτσι, μετά το ελαφρύ πρωινό και τις απαραίτητες, πνευματικές νουθεσίες, ο γέροντας μας οδήγησε στην προκυμαία απ' όπου έπρεπε να φύγουμε. Σταματώντας στην είσοδο του ναού, είπε στην Αντωνίνα να μας φέρει τα ψάρια από το ψυγείο. Μας αποχαιρέτισε συγκινημένος και ευλόγησε να μην τον λησμονήσουμε και, εάν χρειαζόταν, να τον επισκεφτούμε στο νησί:


-           Μποριούλη, Ιακωβούλη, να με θυμάστε εκεί που θα είστε. Βοήθησε τους. Κύριε!
Η καρδιά μας αγαλλίασε από ευτυχία και ειλικρινή χαρά, γιατί τώρα είχαμε έναν τέτοιο, πολύτιμο παππούλη, παρηγορητή και ικέτη για μας τους αμαρτωλούς.


ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ ΣΤΟ ΦΩΣ. ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΟΓΚΑΝ.


Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΣΤΑΡΕΤΣ ΝΙΚΟΛΑΟ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΖΑΛΙΤ


 Έχω ήδη μιλήσει για το 1984. Ήταν ένας δύσκολος χρόνος, γεμάτος από πολλές λύπες και δυστυχίες, διότι ο πνευματικός μας φυλακίστηκε. Νιώσαμε έντονα την ορφάνια και την απουσία εκείνης της ευλογημένης σκέπης, που απλωνόταν επάνω μας όλα αυτά τα χρόνια. 0 Κύριος είπε κάποτε στους μαθητές του: «Δε θα σας αφήσω ορφανούς, θα έρθω κοντά σας». Και εμάς, τους ανάξιους δούλους Του. δεν μας άφησε χωρίς προστασία. Σε μένα και τον αδελφό μου έστειλε τον πιστό δούλο Του, που για δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια ήταν ο πολύτιμος βοηθός και γέροντας μας.


Στα τέλη του Απριλίου του 1985. βρισκόμουν στη λειτουργία στο Ζβεν Ιγκοροντ. Τη νύχτα του Σαββάτου προς Κυριακή είχα μία ευκρινή παρότρυνση στο όνειρο μου. Να πάω οπωσδήποτε στην Πσκοβσίνα, στο νησί Ζάλιτ, όπου ζούσε, πάνω από είκοσι πέντε χρόνια, ο γνωστός σ' όλη τη Ρωσία, πατέρας Νικόλαος Γκουριάνοβ. Είχα ακούσει γι' αυτόν από κάποιους πιστούς, οι οποίοι διηγούνταν καταπληκτικές ιστορίες, που μαρτυρούσαν για την ευλογημένη προορατικότητα αυτού του αγίου γέροντα.


Αμέσως, μετά την Κυριακάτικη, Θεία Λειτουργία, επέστρεψα στη Μόσχα. Αποφασίσαμε με τον αδελφό μου, χωρίς καθυστέρηση, το ίδιο βράδυ ν' αγοράσουμε εισιτήρια για το Πσκοβ και από εκεί να φθάσουμε στο νησί, όπου ζούσε ο παππούλης. Το πρωί της 1ης Μαΐου το τρένο έφτασε στο σταθμό Πσκοβ. Από εκεί με ,το λεωφορείο φθάσαμε στο χωριό Τολμπίτσα. Από το χωριό μπορούσαμε, με ιδιωτική βάρκα, να πάμε στο Ζάλιτ. Το νησί αυτό βρισκόταν στη λίμνη Πσκοβ, περίπου επτά χιλιόμετρα από το χωριό που ήταν στην όχθη ενός μικρού ποταμού, ο οποίος εξέβαλε σ' αυτήν τη μεγάλη λίμνη. Έτσι, ευρισκόμενοι στην όχθη, ρωτήσαμε τους ψαράδες πώς μπορούσαμε να βρούμε βάρκα για το Ζάλιτ. Μας έδειξαν ένα μαύρο πλοιάριο που φαινόταν από μακριά, λέγοντας ότι εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να βρεθεί βάρκα. Το πλοιάριο ανήκε στον πρόεδρο του σοφχόζ (αγροτική επιχείρηση) των ψαράδων, ο οποίος, πριν λίγες ώρες, είχε φέρει ψάρια από το νησί. Αυτός θα μπορούσε να μας βοηθήσει.


Χαρούμενοι από αυτή την απρόσμενη έκπληξη, τρέξαμε προς την προκυμαία, όπου ήταν αυτό το πλοιάριο. Μερικοί άνθρωποι εργάζονταν στο μικρό αμπάρι. Τους χαιρετήσαμε και ρωτήσαμε ποιος είναι ο επικεφαλής. Ανασηκώθηκε ένας άντρας μικρόσωμος, με σκληρά, από τη θάλασσα, χαρακτηριστικά στο πρόσωπο. Μας ρώτησε τι χρειαζόμασταν. Εξηγήσαμε ότι πηγαίναμε στον πατέρα Νικόλαο, στο νησί και του ζητήσαμε να μας πάρει μαζί του.
-Δεν έχω χώρο, μας απήντησε με βεβαιότητα. 0 μοναδικός χώρος είναι στο αμπάρι, στη θέση για τα ψάρια.
Είπαμε ότι δεν είχαμε πρόβλημα να μπούμε στο αμπάρι, αρκεί να φεύγαμε εκείνη την ημέρα.


- Λοιπόν, εντάξει, ας γίνει έτσι. είπε αναστενάζοντας. Σήμερα είναι
 η εορτή των εργαζομένων. Για το λόγο αυτό θα κάνετε λίγη υπομονή στο αμπάρι. Η θάλασσα δεν είναι ήρεμη τώρα και μπορεί να κουνηθεί δυνατά το καράβι μας. Έπειτα από δέκα λεπτά, χωθήκαμε με δυσκολία στο μαυρισμένο αμπάρι του πλοιαρίου, περιμένοντας τον απόπλου. Τελικώς ξεκινήσαμε. Κατευθυνθήκαμε κατά μήκος του ποταμού, ανάμεσα από μεγάλα καλάμια και όμορφα, ποταμίσια κρίνα, προς την υπέροχη λίμνη, το νερό της οποίας έπεφτε επάνω μας με δυνατά, αφρώδη κύματα. Φυσούσε δυτικός άνεμος. Το κούνημα ήταν πράγματι δυνατό, όμως, με τη βοήθεια του Θεού, το πλοιάριο μας, διασχίζοντας επιτυχώς τα αφρώδη κύματα, πλησίαζε προς το σωτήριο νησί.

Ήδη φαινόταν καθαρά η κορυφή του υψηλού καμπαναριού της εκκλησίας του αγίου Νικολάου, όπου υπηρετούσε ο αξιοσέβαστος γέροντας, πατέρας Νικόλαος. Τελικώς πλευρίσαμε στη μοναδική προβλήτα, στην οποία βρίσκονταν μερικά ψαράδικα, φορτωμένα με την πλούσια ψαριά μικρών, πολύτιμων ψαριών, που στην περιοχή αυτί αποκαλούν αθερίνες. «Πεταχτήκαμε» σώοι από την μπουκαπόρτα. Ευχαριστήσαμε τον ιδιοκτήτη και πηδήξαμε στην αποβάθρα, όπου είχαν μαζευτεί λίγοι ντόπιοι ψαράδες. Μεταξύ αυτών υπήρχαν λίγες γυναίκες, που έβριζαν δυνατά με βαριά, εχθρικά λόγια. Αποδείχθηκε ότι αυτή ήταν η μοναδική γλώσσα σ' αυτό το πρωτοπόρο σοφχόζ, που προμήθευε τη στεριά με τόνους ψαριών λίμνης, «καρυκευμένα» με τέτοια αισχρά λόγια, από τα οποία κυριολεκτικά δηλητηριαζόταν όλη η γύρω ατμόσφαιρα. Έκπληκτοι από την ελευθεριότητα αυτών των ντόπιων ψαράδων, ρωτήσαμε:
- Μπορούμε ν' αγοράσουμε φρέσκα ψάρια;
Μας πρότειναν μαρίδα, λούτσους, μεγάλους κυπρίνους, καθώς και άλλα είδη ψαριών, τα οποία μόλις τα είχαν βγάλει από τα δίχτυα και ήταν τοποθετημένα σε μεγάλα κιβώτια, που στέκονταν σε ευθεία γραμμή στην αποβάθρα

Επέλεξα και αγόρασα πολύ φθηνά, γύρω στα δέκα κιλά φρέσκα ψάρια. Με μεγάλη χαρά. από την επιτυχή αγορά μας, κατευθυνθήκαμε προς την εκκλησία, όπου. σύμφωνα με τα λόγια του προέδρου, στο σπιτάκι του φύλακα κατοικούσε η δούλη του Θεού Αντωνίνα, η οποία μπορούσε να μας δείξει πώς θα πηγαίναμε στο σπίτι που έμενε ο παππούλης. Αφήσαμε κάτω τις βαριές τσάντες, κτυπήσαμε στο φυλάκιο και περιμέναμε την εμφάνιση αυτής της γυναίκας. Πίσω από τον καγκελωτό φράκτη απλωνόταν μία πράσινη πλαγιά, ευθεία μέχρι τη λίμνη, όπου η όχθη της ήταν στρωμένη με μεγάλους πέτρινους ογκόλιθους, που προκαλούσαν δέος με το παλαιό, αμετάβλητο μεγαλείο τους.
Φυσούσε το φρέσκο, θαλασσινό αεράκι και μπορέσαμε για λίγο να ξεκουραστούμε από το μακρύ ταξίδι και το θαλασσινό κούνημα. Σύντομα άνοιξε η πόρτα και παρουσιάστηκε μία καλή. μικρόσωμη γυναίκα, η Αντωνίνα. Μας έδειξε ευθεία το δρόμο, όπου, απέναντι από το νεκροταφείο, βρισκόταν ένα πράσινο σπιτάκι, στο οποίο έμενε ο γέροντας. Βλέποντας προς τα πού έπρεπε να πάμε, φορτωθήκαμε τις βαριές τσάντες και ξεκινήσαμε. Τότε η Αντωνίνα μας πρότεινε να μην κουβαλήσουμε τα ψάρια, αλλά να τ' αφήσουμε στο ψυγείο της και να τα πάρουμε στην επιστροφή.


Συμφωνήσαμε, την ευχαριστήσαμε και τρέξαμε προς το κρυφό σπιτάκι. Ένας μεγάλος ογκόλιθος στεκόταν μπροστά στο φράκτη σα να έδειχνε ότι εκεί κατοικούσε ο εκλεκτός του Θεού. Μπαίνοντας στην αυλή, μέσω μίας μικρής αυλόπορτας, πλησιάσαμε την ξύλινη πόρτα και κτυπήσαμε. Ακούστηκε ένα θρόισμα και μετά γρήγορα βήματα. Η πόρτα μισάνοιξε κι ενώπιον μας στεκόταν ο φωτεινός, ασπρομάλλης παππούλης, μ' ένα φθαρμένο γκρίζο αντερί.
-           Πώς βρεθήκατε εδώ; ρώτησε. Είσαστε παππάδες; Και με έκπληξη, απορώντας, ρώτησε πάλι:
-           Πώς φθάσατε έως εδώ;
Γυρίζοντας αμέσως, κατευθύνθηκε γρήγορα από το μισοσκότεινο κατώφλι, αριστερά, στη μικρή κουζίνα. Τον ακολουθήσαμε. Με ζήλο έκανε το σταυρό του και απευθυνόμενος στις εικόνες που ήταν πάνω από το τραπέζι, είπε ενθουσιασμένος:
-           Πόσο ευτυχείς είστε! Πού σας καλεί ο Θεός !!! Πόσο ευτυχείς είστε! Πού σας καλεί ο Θεός!!! Ύστερα, απευθυνόμενος σε μας, είπε:
-           Θα σας προτείνουν χειροτονία, μην αρνηθείτε!
Μετά, με την εξουσία του πνευματικού άνδρα, άρχισε να προφητεύει:
-           Θα γίνετε ιερείς και με τα χέρια σας θα βαπτίσετε τους γονείς σας. Και ξαφνικά αυστηρά πρόσθεσε:
-           Σας αφαιρώ τη Δευτέρα, να μη νηστεύετε αυτή την ημέρα!
Θα πρέπει να πούμε ότι ο πνευματικός μας, από καιρό, μας είχε ευλογήσει να νηστεύουμε την ημέρα αυτή, την αφιερωμένη στις αγγελικές, ουράνιες δυνάμεις, όπως τις άλλες μέρες που οι μοναχοί απέχουν από την αρτύσιμη τροφή. Με μεγάλο ζήλο ακολουθούσαμε τότε όλες τις νηστείες, σύμφωνα με τους κανόνες της Εκκλησίας. Για το λόγο αυτό τα τελευταία λόγια του γέροντα μας εξέπληξαν. Αποδείχθηκε ότι με το πνεύμα του διέβλεπε τον κίνδυνο λεπτής έπαρσης, η οποία, εάν δεν αναζητήσεις την ταπείνωση, αφομοιώνεται απαρατήρητα από τον αγωνιστικό άθλο της νηστείας. Μ' αυτό τον τρόπο μας προστάτεψε από τυχόν πειρασμό, διότι εύκολα μπορείς να υποπέσεις στη γοητεία της αυτοεκτίμησης. Έπειτα ο πατέρας Νικόλαος, στρεφόμενος πάλι προς τις εικόνες, κοιτάζοντας προς τα επάνω και κάνοντας το σταυρό του, αναφώνησε:
-           Πού σας καλεί ο Θεός!!! Πόσο ευτυχείς είστε! Πού σας καλεί ο Θεός!!!


Τα μάτια του φωτίστηκαν με μία ακτινοβόλο καθαρότητα. Όλος ευωδίαζε από την αγιότητα.
Πώς λέγεστε; Είστε αδέρφια; ρώτησε, χαμογελώντας τρυφερά. Μαθαίνοντας τα ονόματα μας (τότε μας έλεγαν Μπορίς και Ιακώβ), με παιδική χαρά μας αποκάλεσε Μπορισούλη και Ιακωβούλη. Μας πρότεινε να φάμε φρέσκια ψαρόσουπα, μαγειρεμένη με αθερίνα, όμοια μ' αυτήν που αγοράσαμε στην αποβάθρα. Βάζοντας μεγάλες μερίδες ψαρόσούπας, μας παρηγορούσε με τρυφερές λεξούλες. Η γλώσσα και ο τρόπος που συζητούσε, κατέπληττε με την ασυνήθιστη προφορά και την εκπληκτική τρυφερότητα. Έμοιαζε με παραμυθένιο, θαυμάσιο πρόσωπο κάποιας παρελθούσης, αγίας εποχής, από την ξεχασμένη, παιδική ηλικία. Τότε που όλα τα αισθανόσουν με χαρούμενο, ενθουσιασμένο τρόπο και γύρω σου κυριαρχούσε η αγάπη και η φωτεινή χαρά. Η ψαρόσουπα ήταν τόσο νόστιμη, που δεν αρνηθήκαμε το συμπλήρωμα που μας πρότεινε ο γλυκός παππούλης.


- Ιακωβούλη. φάτε, φάτε! Είστε από το δρόμο κουρασμένοι, μας έλεγε με φροντίδα, βάζοντας στον αδερφό μου. από τη μεγάλη κατσαρόλα, την τελευταία μερίδα της φρέσκιας ψαρόσουπας, μαγειρεμένης από κάποια περιποιητική προσκυνήτρια.
Η ζωντανή, ευλογημένη ατμόσφαιρα αυτής της πατρικής φροντίδας και η αληθινή, ακτινοβόλος αγάπη του αγίου γέροντα τόσο αιχμαλώτισαν τις βασανισμένες ψυχές μας, που δεν γνωρίζαμε πώς να ευχαριστήσουμε το Θεό γι` αυτό το υπέροχο δώρο, να συναντήσουμε και να δούμε με τα μάτια μας τη ζωντανή αγιότητα στο πρόσωπο αυτού του εξαίρετου ανθρώπου. Ταυτοχρόνως, συζητώντας μαζί μας, έβραζε το τσάι στο σαμοβάρ. Μετά μας έβαλε στα παλαιά ποτήρια το ζεστό, ευώδες ρόφημα. Το νόστιμο, ευλογημένο φαγητό σ' αυτό το ήσυχο σπιτάκι και αυτή η αληθινή αγάπη, πράγματι, μας παρηγόρησαν μετά από το μεγάλο ταξίδι.


Στο σπίτι του γέροντα υπήρχε ένας υπερβολικά ήσυχος και έξυπνος
 γάτος, τον οποίο ο πάτερ Νικόλαος αποκαλούσε τρυφερά Λίπουσκα. Ο γέροντας πήρε ένα λεπτό μακρύ ραβδί και το ακουμπούσε στη μύτη του. Χαϊδεύοντας «νουθετούσε» το Λίπουσκα να φέρεται ήσυχα και να περιμένει να τελειώσουμε το φαγητό μας. Μετά τον τάισε με νόστιμο ψάρι. Τέτοια ευλογημένη, συγκινητική εικόνα δεν είδα ποτέ πλέον στη ζωή μου. Αυτή η ζωντανή «συζήτηση» θύμιζε ζωή στον Παράδεισο, όταν, μέχρι την πτώση, ο Αδάμ διέμενε με την Αγάπη του Κυρίου, ζούσε αρμονικά με το περιβάλλον και μ' όλα τα όντα που κατοικούσαν και ήταν χαρισμένα από Αυτόν στον επίγειο παράδεισο. 


ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ ΣΤΟ ΦΩΣ. ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΟΓΚΑΝ.

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

ON HALLOWEEN




By Bishop Kyrill of Seattle, from Orthodox Life, Vol. 43, No. 5, September - October, 1993.

It will shortly be that time of the year when the secular society in which we live is preparing for the festival of Halloween. Because most of us are either newly Orthodox or newly aware of our Orthodoxy, it is absolutely necessary that we carefully examine every aspect of our involvement in the world—it's activities, festivals, associations and societies—in order to discern whether or not these involvements are compatible or incompatible with our holy Orthodox Faith. This is a difficult task which leads to some pain when we realize that there are popular organizations and activities in which we are unable to participate.

Though our schools, our local community organizations, and all forms of entertainment in television, radio, and the press will share in and capitalize upon the festival of Halloween, it is impossible for Orthodox Christians to participate in this event at any level. The issue involved is simple faithfulness to God and the holy Orthodox Christian Faith.

Halloween has its roots in paganism and continues to be a form of idolatry in which Satan, the angel of death is worshipped. As we know, the very foundation of our holy Church is built upon the blood of martyrs who refused under the painful penalties of cruel torture and death to worship, venerate, or pay obeisance in any way to the idols who are Satan's angels. Because of the faithfulness through obedience and self-sacrifice of the holy martyrs, God poured out upon His holy Church abundant grace and its numbers were increased daily, precisely at a time when one would have expected the threat of persecution to extinguish the flame of faith. But, contrary to the world's understanding, humble faithfulness and obedience to God are the very lifelines of our life in Christ, through Whom we are given true spiritual peace, ove, and joy, and participation in the miraculous workings of His Holy Spirit. Therefore the holy Church calls us to faithfulness by our turning away from falsehood toward truth and eternal life.

With regard to our non-participation in the pagan festival of Halloween, we will be strengthened by an understanding of the spiritual danger and history of this anti-Christian feast.

The feast of Halloween began in pre-Christian times among the Celtic peoples of Great Britain, Ireland and northern France. These pagan peoples believed that physical life was born from death. Therefore, they celebrated the beginning of the "new year" in the fall (on the eve of October 31s' and into the day of November I*), when, as they believed, the season of cold, darkness, decay and death began. A certain deity, whom they called Samhain, was believed by the Celts to be the lord of death, and it was he whom they honored at their New Year's festival.

There were, from an Orthodox Christian point of view, many diabolical beliefs and practices associated with this feast which, it will be clear, have endured to our time. On the eve of the New Year's festival, the Druids who were the priests of the Celtic cult, instructed their people to extinguish all hearth fires and lights. On the evening of the festival a huge bonfire built of oak branches, which they believed to be sacred, was ignited. Upon this fire sacrifices of crops, animals, and even human beings, were burned as an offering in order to appease and cajole Samhain, the lord of death. It was also believed that Samhain, being pleased by their faithful offerings, allowed the souls of the dead to return to homes for a festal visit on this day. It is from this belief that the practice of wandering about in the dark dressed up in costumes imitating ghosts, witches, hobgoblins, fairies, and demons grew up. For the living entered into fellowship and communion with the dead by what was, and still is, a ritual act of imitation, through costume and activity of wandering around in the dark of night, even as the souls of the dead were believed to wander.

The dialogue of "trick or treat" is also an integral part of this system of beliefs and practices. It was believed that the souls of the dead who had entered into the world of darkness, decay, and death, and therefore into total communion with and submission to Samhain, the lord of death, bore the affliction of great hunger on their festal visit. Out of this grew the practice of begging, which was a further ritual enactment and imitation of what the Celts believed to be the activities of the souls of the dead on their festal visit. Associated with this is the still further implication that if the souls of the dead and their imitators were not appeased with "treats," i.e., offerings, then the wrath and anger of Samhain, whose angels and servants the souls and their imitators had become, would be unleashed through a system of "tricks," or curses.

From an Orthodox Christian point of view, participation in these practices at any level is impossible and idolatrous, a genuine betrayal of our God and our holy Faith. For if we participate in the ritual activity of imitating the dead by dressing up in their attire or by wandering about in the dark, or by begging with them, then we have willfully sought fellowship with the dead, whose lord is not Samhain as the Celts believed but Satan, the Evil One who stands against God. Further, if we submit to the dialogue of "trick or treat," we make our offering not to innocent children, but rather to Samhain, the lord of death whom they have come to serve as imitators of the dead, wandering in the dark of night.
There are other practices associated with Halloween which we must stay away from. As was mentioned above, on the eve of the Celtic New Year festival, Druid priests instructed their faithful to extinguish their hearth fires and lights and to gather around the fire of sacrifice to make their offerings to pay homage to the lord of death. Because this was a "sacred fire," it was from this that the fire of the new year was to be taken and the lights and hearth fire rekindled. Out of this arose the practice of the Jack O' Lantern (in the USA, a pumpkin—in older days other vegetables were used) which was carved in imitation of the dead and used to convey the new light and fire to the home where the lantern was left burning throughout the night. Even the use and display of the Jack O' Lantern involves celebration of and participation in the pagan festival of death honoring the Celtic god Samhain. Orthodox Christians must in no way share in this Celtic activity, but rather we should counter our inclinations and habits by burning candles to the Saviour and the Most Holy Mother of God and to all the holy saints.

In the ancient Celtic rite divination was also associated with this festival. After the fire had died out, the Druids examined the remains of the sacrifices in order to foretell, as they believed was possible, the events of the coming year. Since this time the Halloween festival has been the night for participation in all kinds of sorcery, fortune telling, divination, games of chance, and in latter medieval times, Satan worship and witchcraft.

In the days of the early Celtic Church, which was strictly Orthodox, the holy Fathers attempted to counteract this pagan New Year Festival which honored the lord of death, by establishing the Feast of All Saints on the same day (in the East, the Feast of All Saints is celebrated on the Sunday following Pentecost). As was the custom of the Church, the faithful Christians attended a Vigil Service in the evening and in the morning a celebration of the Holy Eucharist. It is from this that the term Halloween developed. The word Halloween has its roots in the Old English of "All Hallow's Even," i.e., the eve commemorating all those who were hallowed (sanctified), i.e., Halloween.

The people who had remained pagan and therefore anti-Christian and whose paganism had become deeply inter-twined with the occult, Satanism, and magic, reacted to the Church's attempt to supplant their festival by increased fervor on this evening. In the early middle ages, Halloween became the supreme and central feast of the occult, a night and day upon which acts of witch craft, demonism, sorcery, and Satanism of all kinds were practiced.

Many of these practices involved desecration and mockery of Christian practices and beliefs. Costumes of skeletons developed as a mockery of the Church's reverence for holy relics; holy things were stolen, such as crosses and the Reserved Sacrament, and used in perverse and sacrilegious ways. The practice of begging became a system of persecution designed to harass Christians who were, by their beliefs, unable to participate by making offerings to those who served the lord of death. Thus, the Western Church's attempt to supplant this pagan festival with the Feast of All Saints failed.

The analogy of Halloween in ancient Russia was Navy Dien (old Slavonic for "the dead" was "nav") which was also called Radunitsa and celebrated in the spring. To supplant it, the Eastern Church connected this feast with Pascha and appointed it to be celebrated on Tuesday of the Saint Thomas' week (the second week after Pascha). The Church also changed the name of the feast into Radonitsa, from Russian "radost" joy. Joy of Pascha and of the resurrection from the dead of all of mankind after Jesus Christ.

Gradually, Radonitsa yielded to Pascha its importance and became less popular in general, but many dark and pagan practices and habits of some old feasts of Russian paganism (Semik, Kupalo, Rusalia and some aspects of the Maslennitsa) survived till the beginning of our century. Now they are gone forever, but the atheist authorities used to try to revive them. We can also recall the example of another "harmless" feast—May i", proclaimed "the international worker's day." That was a simple renaming of a very old satanic feast of Walpurgis Night (night of April 30th into the day of May Ist)—the great yearly demonic Sabbath during which all the participants united in "a fellowship of Satan."
These contemporary Halloween practices have their roots in paganism, idolatry, and Satan worship. How then did something that is so obviously contradictory to the holy Orthodox Faith gain acceptance among Christian people?

The answer to this question is spiritual apathy and listless-ness, which are the spiritual roots of atheism and the turning away from God. In today's society one is continually urged to disregard the spiritual roots and origins of secular practices under the guise that the outward customs, practices and forms are cute, fun, entertaining, and harmless. Behind this attitude lies the dogma of atheism, which denies the existence of both God and Satan and can therefore conclude that these activities, despite their obvious pagan and idolatrous origin, are harmless and of no consequence.

The holy Church must stand against this because we are taught by Christ that God stands in judgment over everything we do and believe, and that our actions are either for God or against God. Therefore, the customs of Halloween are not innocent practices with no relationship to the spiritual world. But rather they are demonic practices, precisely as an examination of their origins proves.
Evil spirits do exist. The demons do exist. Christ came into the world so that through death He might destroy him that had the power of death, that is, the Devil. (Heb 2:14). It is imperative for us to realize as Christians that our greatest foe is the Evil One, who inspires nations and individuals to sin against mankind, and who prevents them from coming to a knowledge of the truth. Unless we realize that Satan is our real enemy, we can never hope for spiritual progress for our lives. For we wrestle not against flesh and blood, but against principalities, against powers, against the rulers of the darkness of this world, against spiritual wickedness in high places. (Eph 6:12).
Today we witness a revival of satanistic cults; we hear of a satanic service conducted on Halloween night; everywhere Satan reaches out to ensnare as many innocent people as possible. The newsstands are filled with material on spiritualism, supernatural phenomena, seances, prophecies, and all sorts of demonically inspired works.

It is undoubtedly an act of Divine Providence that Saint John of Kronstadt, that saintly physician of souls and bodies, should have his feast day on the very day of Halloween, a day which the world dedicated to the destroyer, corrupter, and deceiver of humanity. God has provided us with this powerful counterpoise and weapon against the snares of Satan, and we should take full advantage of this gift, for truly Wondrous is God in His saints.

Orthodox Heritage Vol. 10, Issue 09-10