Ομιλίες, Βυζαντινοί ύμνοι, Παρακλήσεις, Απολυτίκια, Βιβλία, Βίντεο, Λειτουργικές Κατηχήσεις, Φωτογραφίες, Αγιογραφίες....
Κυριακή 30 Ιουνίου 2013
Σάββατο 29 Ιουνίου 2013
- Γέροντα, πώς θά γίνει η μέλλουσα Κρίση; ΑΠΑΝΤΑ Ο ΓΕΡΩΝ ΠΑΙΣΙΟΣ.
Γέροντα, πώς εξαγνίζεται η ψυχή;
- Όταν ο άνθρωπος εργασθεί τις
εντολές του Θεού. κάνει δουλειά στόν εαυτό του και καθαρισθεί από τά πάθη, τότε
ο νους φωτίζεται, φθάνει σέ ύψος θεωρίας, καί η ψυχή λαμπρύνεται καί γίνεται
όπως ήταν πριν από την πτώση των Πρωτοπλάστων. Σέ τέτοια κατάσταση θά βρίσκεται
μετά την ανάσταση των νεκρών. Μπορεί όμως ο άνθρωπος νά δει την ανάσταση της
ψυχής του πριν από την κοινή ανάσταση, αν καθαρισθεί τελείως από τα πάθη. Τό
σώμα του τότε θα είναι αγγελικό, άϋλο, και δέν θά νοιάζεται γιά τροφή υλική.
- Γέροντα, πώς θά γίνει η μέλλουσα
Κρίση;
- Στήν μέλλουσα Κρίση θά αποκαλυφθεί
σέ μιά στιγμή η κατάσταση του κάθε άνθρωπου καί μόνος του καθένας θά τραβήξει
γιά 'κει που είναι. Καθένας θά βλέπει σάν σέ τηλεόραση τά δικά του χάλια και
την πνευματική κατάσταση του άλλου. Θα καθρεφτίζει τον εαυτό του στόν άλλον και
θά σκύβει τό κεφάλι και θά πηγαίνει στήν θέση του. Δέν θά μπορεί λ.χ. νά πει
μιά νύφη πού καθόταν μπροστά στήν πεθερά της σταυροπόδι και η πεθερά της μέ
σπασμένο πόδι φρόντιζε τό εγγονάκι: «γιατί, Χριστέ μου, βάζεις την πεθερά μου
στόν Παράδεισο κι εμένα δέν μέ βάζεις;», επειδή θά έρχεται μπροστά της εκείνη η
σκηνή. Θά θυμάται την πεθερά της πού στεκόταν όρθια μέ σπασμένο πόδι και
φρόντιζε τό εγγονάκι της και δέν θά έχει μούτρα νά πάει στόν Παράδεισο, άλλά
ούτε και θά χωράει στόν Παράδεισο. Ή οι μοναχοί θά βλέπουν τί δυσκολίες, τί
δοκιμασίες είχαν οι κοσμικοί και πώς τις αντιμετώπισαν καί, αν δέν έχουν ζήσει
σωστά, θά σκύψουν τό κεφάλι καί θά τραβήξουν μόνοι τους γιά εκεί πού θά είναι.
Θά δουν εκεί οι μοναχές, πού δέν
ευαρέστησαν στον Θεό, ηρωίδες μάνες, που ούτε υποσχέσεις έδωσαν, ούτε τις
ευλογίες καί τις ευκαιρίες τις δικές τους είχαν, πώς αγωνίσθηκαν καί σέ τί
κατάσταση πνευματική έφθασαν, καί εκείνες, καλόγριες, μέ τί μικροπρέπειες
ασχολούνταν και βασανίζονταν, καί θά ντρέπονται! Έτσι μου λέει ο λογισμός ότι
θά γίνει η Κρίση. Δέν θά πει δηλαδή ο Χριστός: «έλα εδώ εσύ, τί έκανες;» ή «εσύ
θά πάς στήν κόλαση, εσύ στον Παράδεισο», αλλά ο καθένας θά συγκρίνει τον εαυτό
του μέ τον άλλον καί θά τραβήξει γιά εκεί που θα είναι.
Παρασκευή 28 Ιουνίου 2013
ΠΕΡΙΗΓΗΤΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΗ ΣΤΟ ΆΓΙΟΝ ΌΡΟΣ Α -ΣΤΟ ΕΡΗΜΗΤΗΡΙΟ ΤΟΥ Π. ΝΙΚΩΝΑ ΤΟΥ ΚΑΡΟΥΛΙΩΤΗ(1874- 1964) - Ο ΓΕΡΩΝ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΖΕ 14 ΞΕΝΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ.
Σαν Πρόλογος
Ένας από τους εικονογραφικούς τύπους
που εισήχθησαν επί τουρκοκρατίας στην ορθόδοξη αγιογραφία ήταν η σκηνή που
παριστάνει τον αββά Σισώη μπροστά στον
τάφο του Μ. Αλεξάνδρου. Η σκηνή αυτή που αποτελεί την πιο εποπτική αποστομωτική
έκφραση της ματαιότητος της εγκόσμιου δόξης, εκφρασμένης στο πιο απόλυτο ίσως
σημείο της, έχει την εξής επιγραφή: «Ο μέγας εν ασκηταίς Σισώης έμπροσθεν του
τάφου του βασιλέως των Ελλήνων Αλεξάνδρου, του πάλαι διαλάμψαντος εν δόξη,
φρίττει, και το άστατον του καιρού και της δόξης της πρόσκαιρου λυπηθείς, ιδού,
κλαίει: Ορών σε τάφε, καρδιοστάλακτον δάκρυον χέω, χρέος το κοινόφλητον εις
νουν λαμβάνων. Πως ουν μέλλω διελθείν πέρας τοιούτον; Ε! Θάνατε! Τις δύναται
φυγείν σε;». Δεν ξέρομε αν ο Νίκων ο Καρουλιώτης με τον οποίο ασχολείται το
μικρό αυτό βιβλίο είχε εμπνευστεί από αυτή την σκηνή και είχε εγκαταλείψει τα
εγκόσμια-πράγμα απίθανο-αυτό όμως που ξέρομε είναι ότι διαπνεόταν από την ίδια
ακριβώς λογική του μέλλοντος αιώνος που δεν καταισχύνεται, όσο και αν στον
παρόντα η ζωή που συνεπάγεται φαντάζει παραλογισμός.
Δυστυχώς, βλέπουμε τα
πράγματα εγκοσμιοκρατικά, ορθολογιστικά και υλιστικά και δουλεύουμε στην ειρκτή
αυτών των καταστάσεων. Ωστόσο, κάποιες πλευρές και συνθήκες, όπως τα λυπηρά της
ζωής, η τέχνη, ο έρωτας δίνουν πάντα δυνατότητες στον άνθρωπο να βρεθεί στην
ανεστραμμένη λογική του αληθινού κόσμου. Ακόμα και η ίδια η φύση μας ανοίγει
παράθυρα για να εισέλθει μια αναλαμπή της αιώνιας πραγματικότητας, ένα νόημα
μυστικό που δεν μπορούμε να αποκωδικοποιήσουμε, παραδομένοι στην υλιστική
παχυλότητα και την αισθησιακή μακαριότητα μας, όπως, ας πούμε τα όνειρα, όταν
αυτά δεν είναι τόσο ψυχοφυσιολογικά όσο μυστικά, όπου βλέπουμε τα πράγματα
ανάποδα, γιατί σε αυτά ενώνονται οι όχθες του παρόντος και του υπερκείμενου
κόσμου. Μια τέτοια πραγματικότητα μας δείχνει ο
Φλωρένσκυ μέσα από μια πραγματική
ονειρική εικόνα, όπου θα μας πει ότι «ένας συγγενής μου, που θλιβόταν στη σκέψη
των πεθαμένων γονιών και φίλων του, είδε κάποτε στον ύπνο του πως περπατούσε σε
ένα νεκροταφείο.
Ο άλλος κόσμος του παρουσιάστηκε σκοτεινός και
ανατριχιαστικός, αλλά οι νεκροί του εξήγησαν ... πόσο λαθεμένη ήταν αυτή η
ιδέα. Ακριβώς, κάτω από την επιφάνεια της γης φυτρώνει, αλλά αντεστραμμένο, με
τις ρίζες στον αέρα και τα φύλλα προς τα κάτω, το ίδιο πράσινο και θαλερό
χορτάρι, αυτό του νεκροταφείου, κι ακόμα πιο πράσινο και πιο όμορφο, τα ίδια
δένδρα, με την κορφή κάτω και τις ρίζες στον αέρα κι αυτά, τα ίδια πουλιά
τραγουδούν, ο γαλανός αιθέρας είναι το ίδιο καθαρός και ο ίδιος ήλιος λάμπει,
κι όλα αυτά ακτινοβολούν και είναι πιο όμορφα απ' ότι στον επάνω κόσμο».
Ο τρόπος λειτουργίας του ανθρώπινου
σώματος έχει πολλά να μας μάθει για την ανατροπή στον αληθινό κόσμο των
κατεστημένων λογικών του παρόντος αιώνος. Αν στον αμφιβληστροειδή του ματιού
σχηματίζονται τα είδωλα αντεστραμμένα, αυτό σημαίνει ότι το μεγαλύτερο
επιχείρημα ενάντια στον ανθρώπινο εγωισμό προέρχεται από τις ίδιες τις
ανθρώπινες βιολογικές λειτουργίες. Όποιος ατενίζει τη γιγάντια λιθοδομή της
πυραμίδας του Χέοπα έχει την ακλόνητη αίσθηση ότι θα μείνει αμετακίνητη για
πάντα.
Όμως η αυτόματη ανατροπή του ειδώλου της αποτελεί την πιο ειρωνική
υπόμνηση για τη ματαιότητα της ανθρώπινης κενοδοξίας. Αν ο Φαραώ διέπραξε το
σφάλμα αυτό ακριβώς μόλις την είδε, αυτό σημαίνει ότι έγινε σε ένα ελάχιστο κλάσμα
του δευτερολέπτου, όσο ακριβώς χρειάστηκε μέχρι ο εγκέφαλος του να μεταφράσει
τα μηνύματα που με τη μορφή ασθενικών ηλεκτρικών σημάτων αποτελούν τα
εκατομμύρια φωτοευαίσθητων κυττάρων που
αναλύουν την εικόνα στα επιμέρους συστατικά της και να δημιουργήσει την
αντίληψη του κτίσματος, όρθιου.
Ωστόσο, την ίδια στιγμή που η φυσική λειτουργία
εμπαίζει τον εγωιστή, επιβεβαιώνει τον ταπεινό, καταφάσκοντας την ανάγκη μιας
ψυχοσωματικής ενότητας και αρμονίας. Όταν ο νεαρός βλαστός της τσαρικής
αριστοκρατίας έβλεπε τις τιμές και τις δόξες της Αυλής σαν σκύβαλα και
σκουπίδια, εκείνη τη στιγμή επιβεβαιωνόταν χωρίς να το γνωρίζει μέσα στην ίδια
τη λειτουργία της οράσεως και της διαδικασίας παραγωγής των οπτικών του
αισθημάτων.
Το ίδιο το μάτι που δημιουργεί την οπτική εντύπωση και παρέχει την
οπτική πληροφορία, αυτό το ίδιο το μάτι ενέπαιξε από την πρώτη στιγμή με τρόπο
αθέατο και μυστικό την ανθρώπινη ματαιοδοξία, ενώ συγχρόνως αποτελεί την πιο
απτή απόδειξη ότι οι πάσης φύσεως πυραμίδες πρέπει εν ταπεινώσει να ανατρέπονται.
Ας μη ξεχνάμε ότι στη γλώσσα μας ο ήλιος βασιλεύει όταν δύσει , όχι όταν είναι
στο απόγειο της εκτυφλωτικής του λάμψης. Και η διαπίστωση αυτή δεν αποτελεί
μόνο υπόμνηση για την «ανατολή νέου φωτός και άκτιστου φέγγους» γι 'αυτόν που
διήνυσε με συνέπεια στις εντολές του Χριστού την πορεία της επίγειας ζωής, δεν
αποτελεί δηλαδή ανατροπή μόνο των νόμων της φθοράς, αλλά και μια παραδοχή της
ίδιας της φύσης ότι η όντως μεγαλοπρέπεια δεν ευρίσκεται στο ανώτερο, αλλά στο
έσχατο σημείο της τροχιάς, όχι στη λάμψη του χρυσού στέμματος, αλλά στη
μεγαλοπρέπεια της πορφύρας που ταπεινώνεται.
Οι παραπάνω αλήθειες επαληθεύονται
και στο φυσικό φαινόμενο του αντικατοπτρισμού. Ας δούμε μια εντελώς φανταστική
ιστορία, η οποία κάλλιστα θα μπορούσε να είναι αληθινή. Δυο νέοι βιολόγοι
μελετούν το ζωικό κόσμο μιας μικρής λίμνης. Είναι από κείνους που έπεσαν στην
παγίδα να εξισώσουν την επιστήμη με το Θεό και για τους οποίους οι Γραφές
προειδοποιούν ότι η γνώση φυσιοί. Μόλις τελειώνουν τις μετρήσεις τους ο ένας
ζητά από τον άλλο να τον αποθανατίσει πάνω σε ένα μικρό λόφο που υψώνεται πίσω
ακριβώς από τη λίμνη. Δεν είναι τόσο γιατί η θέα από κει είναι πολύ υποσχετική,
όσο γιατί θέλει να βλέπει τη φωτογραφία αυτή σαν προτύπωση των σίγουρων
μελλοντικών επιστημονικών του ανακαλύψεων και την κυριαρχία του πνεύματος και
των επιτευγμάτων του στη διεθνή επιστημονική κοινότητα.
Πραγματικά, το
αποτέλεσμα της φωτογραφικής αποτύπωσης είναι καταπληκτικό. Ένα μοναδικής
ομορφιάς τοπίο και ένας ολόκληρος λόφος που χώρεσε ανάποδα μέσα στο αρυτίδωτο
γυαλένιο νερό κι αυτός να καθρεφτίζεται στην κορυφή με πολύ
σαφήνεια και καθαρότητα.
Έτσι που την
κοιτούσε απορροφημένος ρεμβάζοντας, αναρωτήθηκε: τι είναι άραγε
καλύτερο; να είσαι στην κορυφή ή στον πυθμένα; Τότε σκέφτηκε: αν είμαι
εγωιστικά στην κορυφή, είμαι στην πραγματικότητα στον πάτο, όπως μου δείχνει η
φωτογραφία, ενώ αν είμαι τελευταίος, είμαι αυτόματα πρώτος. Ο ίδιος ο σκοτεινός
θάλαμος της φωτογραφικής μηχανής το επαληθεύει, καθώς σχηματίστηκαν το φυσικό
πρόσωπο και ο αντικατοπτρισμός του αντεστραμμένα.
Οι παραπάνω αναφορές που, ίσως, θα
φάνταζαν παράταιρες σε ένα τυπικό πρόλογο, δικαιολογούνται εδώ από την πρόθεση
μας να εξηγήσομε το λόγο που μας ώθησε να ασχοληθούμε με το Νίκωνα-αν μπορούμε
να ερμηνεύσομε κάτι το τόσο απροσδιόριστο-η οποία μας έκανε να αναζητάμε με ένα
συνεχές ανανεούμενο ενδιαφέρον και μια ακόρεστη δίψα πληροφορίες σε ότι
αφορούσε το πρόσωπο και τη ζωή του. Αυτή η κατά κάποιο τρόπο μυστική σχέση έχει
ένα πολύ ορατό στοιχείο που αποτέλεσε ίσως και την αφετηρία της: ο θαυμασμός
μας γι' αυτό το πνευματικό καλλιτέχνημα που δημιουργήθηκε από τον εγκεντρισμό
της ανακτορικής κομψότητας στη Χάρη του Θεού για να δημιουργηθεί μια
προσωπικότητα γεμάτη πνευματική αριστοκρατικότητα και ταπεινό μεγαλείο.
Δεν είχαμε σκοπό να γράψουμε μια
βιογραφία του Νίκωνα. Άλλωστε ένα τέτοιο εγχείρημα θα προϋπέθετε μια εργώδη
προσπάθεια, καθώς θα έπρεπε να αναζητηθούν οι πηγές όχι μόνο στη Ρωσία, αλλά
και σε άλλες χώρες, αφού ο μακαριστός γέροντας υπήρξε πολίτης του κόσμου. Αυτό
σημαίνει ότι στο μέλλον χρειάζεται επίπονη και εμπεριστατωμένη έρευνα, ώστε να
έρθει στο φως και να παρουσιαστεί πρισματικά αυτή η σπουδαία πνευματική
φυσιογνωμία, πράγμα το οποίο οι ποικίλες υποχρεώσεις μας δεν θα το επέτρεπαν. Ο
σκοπός ο δικός μας ήταν εξ αρχής άλλος: να αποτελέσει το βιβλίο αυτό, το πρώτο
μιας σειράς, η οποία θα έχει σαν θέμα τις επισκέψεις περιηγητών και
διανοουμένων στο Αγιον Όρος και η οποία θα τιτλοφορείται "Περιηγητές και
Διανοούμενοι στο Αγιον Όρος". Μια τέτοια θεματική θα μπορούσε να
αποτελέσει άλλη μια γέφυρα στο διάλογο ανάμεσα στη διανόηση και την ορθόδοξη
πνευματικότητα όπως βιώνεται μέσα στη μακραίωνη ασκητική παράδοση του Αγίου
Όρους. Εξυπακούεται ότι ένα τέτοιο θέμα δεν μπορεί να έχει περιεχόμενο
ακραιφνώς πνευματικό, καθώς η γόνιμη συνάντηση
διαφορετικών-πολλές φορές κοσμοθεωρητικών αντιλήψεων και η
εύρεση κοινής συνισταμένης προϋποθέτει τη συγκαταβατική αντιμετώπιση των
πατέρων και πιο επιφανειακές συζητήσεις.
Έχει πολύ ενδιαφέρον να δει κανείς την
εξέλιξη των κοσμοθεωρητικών ενδιαφερόντων των επισκεπτών που αντικατοπτρίζουν
την εξέλιξη των ποικίλλων κοσμοθεωρητικών ρευμάτων, τη μοναδικότητα της
προσωπικότητας τους, η οποία αποτυπώνεται στις απορίες ή τις τοποθετήσεις τους,
πράγμα το οποίο, τουλάχιστον στην περίπτωση του Νίκωνα δεν είναι εφικτό λόγω
ελλείψεως στοιχείων.
Θα θέλαμε εδώ να ευχαριστήσομε από
την καρδιά μας τον Πανοσιολογιώτατο Αρχιμανδρίτη π. Νήφωνα Βασιλάκη, Δρ.
Θεολογίας και τον δόκιμο φιλαθωνίτη συγγραφέα κ. Αντώνη Στιβακτάκη για το
έμπρακτο ενδιαφέρον τους στην εκπόνηση αυτής της εργασίας, καθώς και τη
δεσποινίδα Μαρία Χουστουλάκη, πτυχιούχο Αγγλικής Φιλολογίας για την αξιόπιστη
μετάφραση του προλόγου του Νίκωνα στην αγγλική μετάφραση της Φιλοκαλίας από τα
ρωσικά των E. KADLOUBOVSKY και G.E.H. PALMER. Τέλος, ευχαριστούμε τον Σεβ.
Αρχιεπίσκοπο Κρήτης κ.κ. Ειρηναίο, το πρόσωπο του οποίου αποτελεί πάντα για μας
πηγή δημιουργικής έμπνευσης και αφορμή ευχαριστίας στο Θεό.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.ΠΕΡΙΗΓΗΤΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΗ
ΣΤΟ ΆΓΙΟ ΌΡΟΣ Α
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Α ΠΕΤΡΑΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ
ΣΤΟ ΕΡΗΜΗΤΗΡΙΟ ΤΟΥ Π. ΝΙΚΩΝΑ ΤΟΥ
ΚΑΡΟΥΛΙΩΤΗ(1874- 1964)
.........ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑ ΣΚΗΤΗ ΤΩΝ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΩΝ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑ ΣΚΗΤΗ ΤΩΝ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΩΝ
…..Ολη
ή νύχτα κουβαλούσε μία κούραση, απαλός ύπνος με διαλείμματα. Ή καρδιά ξυπνούσε το
σώμα σε έναν αναμηρυκασμό λόγων και σκέψεων, μαζί με ένα ζύμωμα προσευχής και
δακρύων. Όλα ήταν στον Θεό ακουμπισμένα.
Ακουγόταν
από το διπλανό κελί ό βαρύς αγόγγυστος
στεναγμόςτης προσευχής του γέροντα, βγαλμένος από τον πόνο και την σωματική
ταλαιπωρία, σαν μία νυχτιάτικη ευχαριστία. Όλο το βράδυ μέχρι αργά προσευχόταν
σε μία εσωτερική θεωρία και ενόραση. Εδώ ή νύχτα γίνεται ήμερα και φωτίζει με
φως Χριστού. Ό χρόνος εισέρχεται στην αιωνιότητα. Ατμόσφαιρα προσευχητική ήταν
όλη νύχτα στο ασκητήριο. Έμπαινες στον χορό των Αγγέλων χωρίς να το καταλάβεις,
σαν το νερό στο αυλάκι πού ποτίζει το μποστάνι. Ένα κλάμα καρδιακό ξεπηδούσε με
μία προσευχή για το έλεος τού Θεού... μία άλλη ζωή εδώ χωρίς τηλέφωνα και εύνοιες
και δέματα... άκουγες, άκουγες, έβλεπες και οσφραινόσουν ευωδία Χριστού... τα
λόγια τού γέροντα... ή σκέψη του κι ό λόγος του ποτάμι πού δεν το προλαβαίνεις.
Το πρωί από τις έξι κινήθηκε και πάλι προσευχητικά. Δεν χτύπησε καμπανάκια ούτε
φώναξε για εγερτήριο. Γλυκεία ευγένεια καρδιάς με μία απαλή αβίαστη πρόσκληση για
προσευχή... το θυμίαμα γέμισε τα δωμάτια... προσευχητική ευωδία... λίγα λόγια στο
Εκκλησάκι με μία ευλαβική κίνηση Αγάπης στον Θεό πού εύλογά την ήμερα. Έδωκε αγιασμό
και αντίδωρο... ή προσευχή, ή σιωπή, ή ειρήνη, ή χαρά της μοναξιάς.
Είναι
επιμελής και πρακτικός και νοικοκύρης στην κουζίνα του. Ξεφεύγει από τα γήινα και
την προσκόλληση τους και όλα τα ανατείνει στον Θεό. Δεν πετά τίποτα από τα αγαθά
πού έρχονται στο κελί του, έχοντας το πάντοτε σαν αρχή του... και τις
μελιτζάνες και τα κολοκυθάκια τα καθαρίζει στα σάπια μέρη των και τα
μαγειρεύει. Είναι μία μορφή ταπείνωσης και ευλογίας.
Σάπισε
λίγο και το πετάμε σαν τους κοσμικούς στους κάδους των σκουπιδιών", έλεγε,
"είναι μία άσκηση να ζεις σε μία δυσκολία και απλότητα και να εκτιμάς τα αγαθά τον Θεού..".
Το
πρωί έγινε ή καθαριότητα στην κουζίνα, κάηκαν τα χαρτιά και τα άχρηστα κουτιά στο
βαρέλι... πλύθηκαν κάπως οι χώροι... κι όμως ξαναστρώθηκαν τα φαγητά για τα
γατάκια και γύρω-γύρω υπήρχαν τόσα παλαιά πράγματα και παρατημένα από καιρό, σαν
ένα συμβολικό τείχος πού έψαχνε την ερμηνεία και εξήγηση του. Έβλεπες μία άλλη
λογική και μία ιδιοτυπία μοναχικής ζωής. Δεν μπορούσες να εξηγήσεις με την δική
σου λογική το τί συνέβαινε. Ένιωθε ή καρδιά τού επισκέπτη πώς αυτά όλα ήταν τα
σκουπίδια του εαυτού του. Το όλο σκηνικό των παλαιών και άχρηστων μιλούσε για
την αιωνιότητα και την υπέρβαση των
γήινων, την ανύψωση τού νου στα ουράνια... έβλεπες τα εσωτερικά σου πάθη, τα
σκουπίδια τού εαυτού σου, πού μόνιμα ζουν μέσα σου και σαν φράκτης αποκλείουν
την επικοινωνία με τον ουρανό. Εν μέσω παλαιών αντικειμένων με την σχετική
ακαθαρσία τους και εν μέσω των συμπαγών γατιών, πού έρχονταν για να φάνε από το
φιλόξενο γέροντα, ένιωθε κανείς πώς ζούσε σε μία απόταξη τού κόσμου και της
γήινης καλομάθειας και τού καθωσπρεπισμού και της
αριστοκρατίας. Έπρεπε να πατήσεις πάνω σ'
αυτά, για να εκτοξευθείς στον ουρανό.
Δεν ήρθαμε στο Όρος για παράθεριση",
έλεγε, "είναι θέμα καρδιάς ή νήψη και τα γήινα αγαθά και ή προσκόλληση σ`
αυτά μας απομακρύνουν". Μία άλλη λογική, μία κατά Χριστόν σαλότητα, μία
εκτροπή από το ωραίο του κόσμου, μία άποταγή της γης και μία ανάληψη στον
ουρανό. Πατάς στην γη, αλλά δεν κολλάς πάνω της... βρίσκεσαι άλλου, στον
ουρανό.
Το
πνεύμα τού Θεού, που κατοικεί εκεί στον οίκο αυτό της απλότητας με τις
προσευχές, τα κάνει όλα όμορφα και τίποτα δεν ενοχλεί... Είναι ωραιοπάθεια να
καθαρίζεις (Συνέχεια και να μοσχοβολάς και να αρέσεις και να έχεις πρόσωπο θελκτικό
και να καυχιέσαι και να δέχεσαι επαίνους. Ή συνεχής καθαριότητα δείχνει το
μεγάλο κενό και την ανία της ψυχής, πού ψάχνει εσωτερική κάθαρση και αλλαγή από
την πεζότητα της καθημερινότητας. Ό γέροντας ζει μία αμεριμνησία και
περιφρόνηση του εαυτού του. Βογκά όλη την νύχτα από τούς πόνους και
προσεύχεται, σαν μία λυτρωτική πρόσκληση και πρόκληση για προσευχή και
δύναμη... "ή γάρ δύναμις μου εν ασθένεια τελειούται", Έλενε και
ξαναλέγε... σβάρνιζε τα πόδια του και πότιζε τα δένδρα... Όντως είναι μία
ακρότητα να μη λυπάται τον εαυτό του, αλλά να βρίσκεται σε μία συνεχή βία της
φύσεως του.
Και
μαγείρευε για να δώσει χαρά... και μιλά και παίρνεις πολλά. Έλεγε ότι το ίδιον
θέλημα υπάρχει και στο φαγητό του άνθρωπου. Τα φρούτα και τα ζαρζαβατικά πού
δίνει ό Θεός σε κάθε εποχή είναι ευλογημένα για φαγητό. Αυτό είναι το αληθινά
οικολογικό πνεύμα της Ορθοδοξίας. Το κυνηγητό των γεύσεων είναι βρώμικες
ορέξεις και εγωισμοί και πολυτέλεια και ίδιον θέλημα. Ή αριστοκρατία των
ορέξεων και ό εκλεκτισμός στο φαγητό είναι τα πάθη της εποχής. Ή ανία και ή απελπισία της
αμαρτίας και της απιστίας ανοίγουν τον δρόμο για φυγή από την πραγματικότητα...
και το τσαλαβούτημα με βουλιμία σε καινούργιες γεύσεις προσφέρεται σαν ψευτοπαρηγοριά
στις ενοχές.
Έγινε
το φαγητό, νόστιμο, τουρλού μαγειρεμένο από τα χέρια του.
Έβλεπε
κανείς το αγόγγυστο στην διακονία του και την υπακοή του στους αδελφούς. Έκανε
υπακοή στο έργο του Θεού παρ' όλη την κούραση του και την συνεχή δουλειά και τα
πολλαπλά προβλήματα υγείας. Έβλεπες μία ελευθερία στην καρδιά του και στην αγάπη
του, που ξεπερνούσε την σκλαβιά και τα δεσμά του σώματος. Μέσα από την
ανθρώπινη αδυναμία ανασταινόταν δύναμη Θεού. Οι άνθρωποι, έλεγε, δημιουργούν
εκνευρισμό με την μεγάλη τους απαιτητικότητα. Έχουν τα άγχη τους και τις
δυσκολίες τους. Εδώ είναι ό μεγάλος πειρασμός σ' έναν ιερέα, να κρυφτεί και να
φύγει, για να διευκολύνει την προσωπική του ησυχία και την άνεση. Όμως αυτό
είναι μία φυγή από την προσταγή του Θεού και μία άρνηση υπακοής. Στο δίλημμα τί
να διαλέξει, την προσευχή ή την αγάπη στον αδελφό, το δεύτερο είναι ό
μονόδρομος. Όλα τα αφήνει κανείς για την βοήθεια των αδελφών, ακόμη και τον
εαυτό του τον παρατάει από τις ανάγκες του για να βρίσκεται παρών στην
διακονία...
Ή
συνεχής προσευχή σπάζει τον εγωισμό και βγαίνει ό άνθρωπος από τον εαυτό του και
κρατάει την Αγάπη και την προσφορά σαν πρώτο έργο. Σήμερα οι χριστιανοί είναι
βολεμένοι με την αυτάρκεια τους και δεν γυρίζουν δίπλα τους να δουν τί πόνος
και αμαρτία υπάρχει και να σκύβουν με συμπάθεια στον πεσμένο. Ό δρόμος που οδηγεί
στον Παράδεισο περνάει μέσα από τους αδελφούς και την αγάπη. Υπομονή και
προσευχή χρειάζονται ώστε μέσα στην κούραση και στον κόπο να βρίσκεις την χαρά
και την ιλαρότητα και την προθυμία, για να ακούς και να παρηγορείς και να
προσφέρεις. Αυτό είναι κατάθεση καρδιάς και αγκάλη Θεού. Αυτό είναι το έργο μας
και ή διακονία μας, έλεγε.
Έδώ στο
πρόσωπο ενός ησυχαστού βλέπεις ότι δεν τον ενδιαφέρει ή εξωτερική εμφάνιση. Ή καρδιά
είναι το κέντρο της πνευματικής ζωής και της παρουσίας τού Θεού, όλα τα άλλα
θυμίζουν γη και χώμα. Όλα είναι γη και σποδός και καταλήγουν στη φθορά. Ή απλότητα,
ή περιφρόνηση τού ενδύματος και των αναγκών του σώματος δεν είναι εδώ
επιτηδευμένα, ώστε πίσω από ένα τριμμένο και λιγδιασμένο ράσο να κρύβεται μία ψεύτικη
αγιοσύνη και ταπεινοσχημία. Είναι μία περιφρόνηση τού γήινου και κοσμικού πού
πηγάζει μέσα από μία εργασία της καρδιάς και από μία υπομονή αγάπης και ελπίδος
τεραστία. Και, έλεγε, πώς μοναχός δεν είναι εκείνος πού μιλά και κρίνει τούς
πάντες... μοναχός είναι εκείνος πού γηροκόμησε και γηροκομεί πατέρες χωρίς
γκρίνια και με αγάπη πολλή. Τα έλεγε μέσα από μία πρακτική πού ό ίδιος
αγωνιζόταν και ζούσε. Και το έβλεπες στ' αλήθεια.
Ό γέροντας με χαρά
παρατούσε τα πάντα, για να υπηρετήσει τους παλιούς και ασθενείς Μοναχούς, τα
Γεροντάκια της Σκήτης... πολλές φορές εις βάρος της υγείας του... και τι τον
ένοιαζε για την υγεία του... φάρμακο ζωής και δυνάμεως είναι ή διακονία των
ανήμπορων. Ετοίμαζε το φαγητό και το πήγαινε στο διπλανό κελί... το μαγείρευε με
χαρά, όσο πιο νόστιμο μπορούσε να το προσφέρει... λαχταρούσε να πάρει ευχές και
προσευχές από έναν γέροντα, πολύτιμη ελπίδα και δύναμη για τις υπομονές της καρδιάς
μέσα σ' αυτήν την έρημο τού Αγίου Όρους. Κάποτε έτρεχε με χαρά να πάει το
φαγητό και σκόνταψε στις πέτρες, μια και τα πόδια του δεν τον βοηθούν πολύ, και
έπεσε στο απότομο καλντερίμι και λιανίστηκε. Αγόγγυστα σήκωσε κι αυτήν την
ταπείνωση και τις πληγές, αφού ή αγάπη δεν αγανακτεί ούτε και κουράζεται. Με
χαρά μιλά για τις ευχές πού έπαιρνε από τον γέρο-Συμεών πού τον ξεπροβόδισε
στους ουρανούς. Χαρούμενος πάντα να δίνει, ζει ανάμεσα στους αδελφούς κρατώντας
συνάμα την ακεραιότητα τού εαυτού του και την πνευματική διάκριση. Πολλές φορές
μονολογούσε με στενοχώρια για τούς εγωισμούς και το κυνηγητό των πρωτείων και την
εξουσιομανία, πού σαν πνευματική μάστιγα δεν αφήνουν να λειτουργήσει το
εκκλησιαστικό και κοινοβιακό πνεύμα.
Το
μεσημέρι ό ύπνος ήταν φυσίζωος... ή ζέστη πολλή... άλλ' όμως δροσισμός Θεού στην
καρδιά ήταν ό λόγος και ή προσευχή... ή μονολόγιστη ευχή "Κύριε Ίησού Χριστέ
ελέησον με" κινούσε την καρδιά αβίαστα και με μία κρυφή χαρά... δόξα τω
Θεώ.
Το
απόγευμα ό δρόμος οδήγησε στο κελί τού πατρός Γερασίμου. Περνούσε μέσα από το
ρέμα, όπου έβλεπε κανείς από παντού τις δάφνες και τις φυλλωσιές των δένδρων να
το καλύπτουν και μία μοσχοβολιά να αναδίδουν.
Μέσα από τα δένδρα γαλάζιος ό ορίζοντας του
ουρανού και της θάλασσας απλωνόταν σε έναν άριστο συνδυασμό πράσινου και μπλε.
Ό δρόμος περνούσε μέσα από το Κυριάκο, πλάι στην σκάλα τού μεγάλου καμπαναριού
πού δέσποζε σ' όλη την Σκήτη. Οι καμπάνες σαν χριστουγεννιάτικα στολίδια στέκονταν
κρεμασμένες, μιλώντας για τούς αγγέλους και την αιωνιότητα και για τα εγερτήρια
σαλπίσματα τους για εγρήγορση στην λατρεία τού Θεού. Από κάτω απ' αυτές το
ξύλινο πληκτρολόγιο για να δίνει το άριστο και εύηχο μέλος στο συναπάντημα των
σήμαντρων. Μόνιμοι κρεμαστοί άγγελοι Θεού, για να Τον υμνούν σε μία αέναη
δοξολογία. Ό δρόμος συνέχιζε με ένα απότομο πέτρινο καλντερίμι, πού είχε μπλε
αποχρώσεις σαν τού ουρανού το χρώμα... σφραγίδα της απεραντοσύνης τού Θεού το μπλε
τού ουρανού πού χυνόταν πάνω του.
Οι πέτρες ανέδιδαν την ζεστασιά τού ήλιου πού
τις έκαιγε όλη μέρα. Η κλίμακα των αρετών πλαθόταν μέσα στη σκέψη τού
προσκυνητή πού θέλει κόπο και ελπίδα για να ανέβει. Το σπίτι τού πατρός
Γερασίμου, στο άκρον της Σκήτης, περιέχει έναν καινούριο ναΐσκο. Αντάμωμα με
έναν άλλο ασκητή πού όλες του τις ώρες
τις περνά στην σιωπή και στην προσευχή... λίγα
λόγια... με την αγάπη του και με τον τρόπο του. Ό καθένας έχει και την δικιά
του ευλογία και χάρη.
Ό
δρόμος κατέβαινε πιο εύκολα. Μία ησυχία απλώνεται μέσα στην καρδιά....
Είναι
οκτώ και μισή και χτυπούν οι καμπάνες στο Κυριάκο. Έχει αγρυπνία για την γιορτή
της Μεταμορφώσεως τού Σωτήρος.
Είναι
βράδυ γύρω στις εννιά. Το Κυριάκο φωτίστηκε από τα καντήλια και τα κεριά, έξω
είναι σκοτεινιά και ό ουρανός σε ένα ιδιαίτερο πανηγύρι χαράς με τα αστέρια και
τον γαλαξία πού τον φωτίζουν. Οι δυο ουρανοί ενώνονταν με κλίμακα την κάτασπρη
κορυφή του 'Άθωνα, ό Ναός με τα καντήλια του και το στερέωμα με τ' άστρα του.
Ουρανός πολύφωτος ή Εκκλησία, ανεδείχθη
η απαντάς φωταγωγούσα τούς πιστούς...". Άρχισε ή αγρυπνία... παρακαλεί ή
καρδιά τον Θεό να ευλογεί... θυμάται όλους με αγάπη και χαρά. Εσπερινός,
όρθρος, ψαλσίματα άγια και μελωδικά, εκεί μέχρι τη μιάμιση... και μετά,
παράλληλα με το Κυριάκο, ή λατρεία του Θεού συνεχίζεται σ' ένα Κελί του Γέρο-Γαβριήλ
πού δεν μπορούσε να κινηθεί απ' τα γεράματα. Εκεί τρεις ψυχές λειτουργούσαν
στον Θεό με μία απλότητα και πτώχεια. Τα άμφια ήταν λιτά, παλιά, κοντά, στενά
και με δυσκολία χωρούσαν τον ιερέα... ήταν ντυμένος με την φτώχεια του Κυρίου,
χωρίς την εξωτερική λάμψη των χρυσοποίκιλτων αμφίων, σαν τον μικρό Χριστό πού τον
τύλιξαν με τα σπάργανα στον στάβλο εκεί φτωχικά. Όμως ήταν ή ιεροσύνη πού
κατείχε την καρδιά του και τα φώτιζε και κάλυπτε τα πάντα. Απλά και σύντομα ήταν
και τα ψαλσίματα. Θεία Κοινωνία... ένιωθε ή καρδιά μία χαρά... ένα κλάμα κατάνυξης
ξεπήδησε και μία κραυγή "δόξα τω Θεώ". Ή πείνα της καρδιάς πολλή...
χορτασμός από Χριστό... γεμάτο το Άγιοπότηρο στην κατάλυση γλυκαίνει την ψυχή
του ιερέως... "τούτο ήψατο των χειλέων μου και τάς αμαρτίας μου περικαθαριεί
και γλυκάνει την ύπαρξίν μου"... πλήρωμα χαράς και ευωδίας και δυνάμεως.
Τι άλλο να γευτεί πιο μεγάλο;
Επιστροφή
πίσω στο κελί μέσα από τα σκοτεινά μονοπάτια της Σκήτης μ' ένα φακό στα χέρια και
τον Χριστό ολοζώντανο και φωτεινό μέσα στην καρδιά... ήταν τέσσερις τα
ξημερώματα και ή καρδιά δεν άφηνε το σώμα να αποκοιμηθεί, να κλείσει τα μάτια.
Κάθισε στο μπαλκόνι του κελιού και έβλεπε τον ουρανό. Ήταν γεμάτος αστέρια...
τα μάτια κοιτούσαν ψηλά και έβλεπαν να ενώνεται ή με τον ουρανό... φώτιζε
παράξενα όλος ό 'Άθωνας, πού εκείνη την ώρα στην κορυφή του τελείωνε ή αγρυπνία
με πλήθος πολύ προσκυνητών. Απόμεινε εκεί ή καρδιά εκστατική. Ύπνος δεν
κολλούσε στα βλέφαρα... τα κύματα ακούγονταν από την θάλασσα καθώς έγλυφαν τα
μυτερά απότομα βράχια πού στέκονταν ολόρθα κάτω στα πόδια της Σκήτης. Το λίγο
φώς διέγραφε την παρουσία τους... ή απέραντη θάλασσα απλωνόταν σκοτεινή.
Ακούγονταν τα γρί-γρί πού αγκομαχούσαν τραβώντας τα δίχτυα. Όλη ή Σκήτη ησύχαζε.
Μόνος απόμεινε να περπατά σιγά-σιγά μέσα στην νύχτα ό γέροντας. Κάνει μισή ώρα για
να γυρίζει από την Εκκλησία... κρεμά με σκοινί ένα φανάρι πετρελαίου από το λαιμό
του στο ύφος των ποδιών του για να βλέπει πού πατά, παίρνει τα δύο μπαστούνια
του και λίγο-λίγο μέσα από ένα μαρτύριο πόνου και δυσκολίας προχωρά... με την προσευχή
παραμάσχαλα και τον τορβά με τα άμφια κρεμασμένο σαν σταυρό στον ώμο του, αγόγγυστα
και υπομονετικά βαδίζει σιγά-σιγά... δεν βιάζεται.
Έδώ ό χρόνος καταργείται και
ή νύχτα δεν λογιάζεται και τα εμπόδια και οι πέτρες υπερβαίνονται... δεν έχουν
ρολόγια να τους τρέχουν ούτε και την βιασύνη και την λύπηση του εαυτού τους να
τούς τρέχει, ούτε και κάποιον να τούς περιμένει, αλλά έχουν τις καρδιές των στο
Θεό να τρέχουν. Παντού σε κάθε τόπο και γωνιά και πέτρα και δένδρο είναι ό Θεός
πού στέκεται και περιμένει και ευλογεί. Παντού ό Χριστός, "τα πάντα και εν
πάσι Χριστός". Εξαγιασμός χρόνου και τόπου. Μία απόσταση πορείας των πέντε
λεπτών ό γέροντας την έκανε μισή ώρα και παραπάνω... είναι ή λειτουργία μίας ανάγκης
ψυχής, βία της φύσεως διηνεκής για να ξεχειλίζει με τον πόνο ή καρδιά σε
προσευχή... άλλη μισή ώρα μέσα στην αιωνιότητα του Θεού. Και ή αγάπη σπρώχνει στην
υπέρβαση τού εαυτού... αγάπη στον Θεό και στους ανθρώπους... μόνιμα σ' ένα
φιλότιμο καρδιάς άγαπώσης τον Θεό...
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΚΑΡΔΙΑΣ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ.
ΑΡΧΙΜ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΥ ΤΟΠΑΛΗ ΑΜΙΝΤΑΙΟ.
Τρίτη 25 Ιουνίου 2013
Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013
ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΗ ΣΙΝΑΙΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΓΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ.
Θα ήθελα να σας παρακαλέσω να προσευχηθείτε αυτήν την εβδομάδα στον Κύριο και την αγία Αικατερίνη και να ευχηθήται για την χώρα της ΑΙΓΥΠΤΟΥ και την ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΣΙΝΑ . Διότι η εβδομάδα αυτή κατά τα λεγόμενα την ερχόμενη Παρασκευή θα γίνει μεγάλη αιματοχυσία . Θα κλείσει και το καναλι του Σουέζ. Και θα γίνει μεγάλη αναστάτωση. Να προστατέψει ο Θεός το άγιο προσκύνημα του θεοβαδίστου όρους ΣΙΝΑ. Να μην γινουν ληστρικές επιθέσεις στο μοναστήρι και στα προσκυνήματα στο ΚΑΙΡΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ.
Κυριακή 23 Ιουνίου 2013
Ο Τριαδικός Θεός
Πνεῦμα ὁ Θεός». Ἕνα Πνεῦμα ἕνα Φῶς, ὁ Θεός, ἀλλ' ὅμως ἐμφανίζεται, καὶ φανερώνεται σὰν τρία Φῶτα, ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία «Φῶς ὁ Πατήρ, φῶς ὁ Λόγος, φῶς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα»... καὶ δι' αὐτοῦ πᾶς ὁ κόσμος φωταγωγεῖται Τριάδα σέβειν Ἁγίαν».
Ἕνας Θεὸς ἀλλὰ φανερώθηκε σὰν τρία Ὄντα, σὰν τρεῖς Ὑποστάσεις, σὰν τρία Πρόσωπα, τὰ ὁποῖα ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς φανέρωσε καὶ ὀνόμασε Πατέρα, Υἱόν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα.
Γιὰ τοῦτο πιστεύομεν εἰς τριαδικὸν Θεόν. Ὄχι εἰς τρεῖς Θεούς, ἀλλ' εἰς ἕνα Θεὸν τριῶν Προσώπων καὶ Ὑποστάσεων. Μᾶς εἶναι δύσκολο, ἴσως, νὰ κατανοήσουμε, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ἕνας Θεὸς ἀλλὰ νὰ ἔχει τρία πρόσωπα ἢ αὐτὸς ὃ ἕνας Θεὸς ποῦ ἐμφανίζεται ὡς Πατήρ, ὡς Υἱὸς καὶ ὡς Ἅγιον Πνεῦμα, ὅτι εἶναι ἕνας. Μᾶς φαίνεται ἀδύνατον ἢ παράλογο νὰ τὸ πιστεύουμε.
Εἶναι δυνατὸν τοῦτο τὸ πραγματικὸ Μυστήριο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ νὰ γίνει κατανοητὸ στὸν ἄνθρωπο μὲ παραδείγματα παρμένα ἀπὸ τὴν γύρω μας φύση καὶ τὰ ὁποῖα, ὄχι ἀκριβῶς, ἀλλὰ περίπου, μᾶς βοηθοῦν, μᾶς διδάσκουν ὅτι εἶναι δυνατὸν πράγματα ποῦ φαίνονται σὰν ἕνα νὰ εἶναι τρία καὶ τὰ τρία νὰ εἶναι ἕνα. Ἕνα παράδειγμα, ὁ ἥλιος, ὁ ὁποῖος γίνεται ἀντιληπτὸς σ' ἐμᾶς σὰν σχῆμα, ὅταν φῶς, σὰν θερμότητα. Ἄλλο παράδειγμα ὁ λόγος, ἡ λογικὴ σκέψη τοῦ ἀνθρώπου. Ὑπάρχει σὰν σκέψη μέσα μου χωρὶς νὰ τὴν ἀνακοινώσω σὲ ἄλλους. Αὐτὴν τὴν ἴδια σκέψη τὴν φανερώνω μὲ τὸ στόμα μου, μὲ λόγο πρὸ φορικό. Αὐτὴν τὴν ἴδια σκέψη, τὴν γράφω στὸ χαρτὶ. Ἄλλο παράδειγμα τὸ νερό. Τώρα τὸ βλέπω νερὸ ρευστὸ στὸ ποτήρι μου. Ἔπειτα τὸ βλέπω σὰν πάγο. Τὸ ἴδιο νερὸ τὸ βλέπω νὰ ἐξατμίζεται καὶ νὰ ξαναγίνεται νερό. Εἶναι γνωστὸ καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος.
Ὅταν συζητοῦσαν στὴν πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τὸ θέμα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Ἅγιος Σπυρίδων πῆρε ἕνα κομμάτι κεραμίδι στὸ χέρι του, τὸ ἔδειξε στὸν αἱρετικὸ Ἄρειο καὶ τοῦ λέγει, «ἕνα πράγμα εἶναι αὐτὸ τὸ κεραμίδι, ὅμως ὁ Θεὸς θὰ σοὺ ἀποδείξει μὲ θαῦμα ὅτι εἶναι τρία πράγματα, χῶμα, νερὸ καὶ φωτιὰ ποῦ τὸ ἔψησε». Ἔγινε τὸ θαῦμα. Ἔμεινε στὸ χέρι τοῦ Ἅγιου τὸ χῶμα, ἔτρεξε τὸ νερὸ καὶ μία μικρὴ φλόγα ἔφυγε πρὸς τὰ ἐπάνω.
Ἀλλὰ περισσότερη σημασία ἔχει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ποὺ φανερώνει τὴν Ἁγία Τριάδα. Κατὰ τὴν ὥρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ λέγει ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ στὴν Παναγία «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι, δι' ό καὶ τὸ γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται υἱὸς Θεοῦ». Στὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ἀγγέλου ἐμφανίζονται καὶ τὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Πνεῦμα Ἁγίου - Δύναμις Ὑψίστου - καὶ Υἱὸς Θεοῦ.
Κατὰ τὴν ὥρα τῆς βαπτίσεως τοῦ Κυρίου βλέπουμε τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν εἰς τὸν Ἰορδάνην ποταμόν. Ἀκοῦμε τὴν φωνὴν τοῦ Θεοῦ Πατρὸς ποῦ λέγει «Οὗτος ἐστὶν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός». Ἐμφανίζεται καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα -ἐν εἴδει περιστερᾶς». Γιὰ τοῦτο καὶ στὸ ἀπολυτίκιο τῶν Θεαφανείων ψάλλουμε «ἐν Ἰορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε, ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις».
Ὁ Κύριος δίνοντας στοὺς Ἀποστόλους τὴν ἐντολὴ νὰ κηρύξουν στὸν κόσμο τὸ Εὐαγγέλιο λέγει νὰ βαφτίζουν ὅσους πιστεύουν «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος...».
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης γράφει στὸ Εὐαγγέλιο του τὴν συγκινητικὴ προσευχὴ τοῦ Κυρίου κατὰ τὴν νύκτα τοῦ Μυστικοῦ: «Πάτερ Ἅγιε τήρησον αὐτοὺς (τοὺς μαθητές μου) ἐν τῷ ὀνόματί Σου, ἴνα ὦσιν ἓν καθὼς ἠμεῖς ἓν ἐσμὲν» φύλαξέ τους ἡνωμένους στὸ ὄνομά σου, στὴν πίστη, ὅπως ἡνωμένοι εἴμεθα ἠμεῖς, τὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ποῦ ἀποτελοῦμε μίαν ἑνότητα, ἕνα Θεόν.
Τὴν πίστη μας εἰς τὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ὁμολογοῦμε καὶ στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως στὸ ὁποῖο δίνουμε τὴν βεβαίωση: Πιστεύω εἰς ἕνα Θεὸν πατέρα Παντοκράτορα... Καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστός... καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον.
Τὴν Ἁγία Τριάδα ἐμφανίζει καὶ, ἡ εὐχή, τὴν ὁποίαν δίδει ὁ ἀπόστολος Παῦλος καὶ τὴν ὁποίαν σὲ κάθε Θεία Λειτουργία ἐπαναλαμβάνει ἡ Ἐκκλησία μας «Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἴη μετὰ πάντων ἠμῶν».
Ἐπίσης σὲ κάθε Λειτουργία ὁμολογοῦμε καὶ πιστεύουμε «Πατέρα, Υἱόν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καὶ ἀχώριστον».
Εἰρήνη
Ἡ εἰρήνη εἶναι θεῖο δῶρο πού χορηγεῖται πλουσιοπάροχα ὅσους συμφιλιώνονται μὲ τὸ Θεὸ καὶ ἐκτελοῦν τὰ θεία Του προστάγματα.
Ἡ εἰρήνη εἶναι φῶς καὶ φεύγει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία πού εἶναι σκοτάδι. Ἕνας ἁμαρτωλὸς ποτὲ δὲν εἰρηνεύει.
Νὰ ἀγωνίζεστε κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ μὴ σᾶς ταράζει ἡ ἐξέγερση τῶν παθῶν μέσα σας.
Ἂν στὴν πάλη μαζί τους νικήσεις, τὸ ξεσήκωμα τῶν παθῶν ἔγινε γιὰ σένα ἄφορμη νέας χαρᾶς καὶ εἰρήνης. Ἂν νικηθεῖς -ὃ μὴ γένοιτο—τότε γεννιέται θλίψη καὶ ταραχή. Ἂν πάλι, μετὰ ἀπὸ σκληρὴ μάχη, ἐπικρατήσει πρὸς στιγμὴν ἡ ἁμαρτία, ἀλλὰ ἐσύ ἐπιμείνεις στὸν ἀγώνα, τότε νικᾶς καὶ ἡ εἰρήνη ξανάρχεται.
«Εἰρήνην διώκετε μετὰ πάντων, καὶ τὸν ἁγιασμόν, οὗ χωρὶς οὐδείς ὅψεται τὸν Κύριον» (Ἑβρ. 12,14).
Ἡ εἰρήνη καὶ ὁ ἁγιασμὸς εἶναι δύο ἀναγκαῖες προϋποθέσεις γιὰ ἐκεῖνον πού ζητάει μὲ πόθο νὰ δεῖ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Ἡ εἰρήνη εἶναι τὸ θεμέλιο στὸ ὁποῖο στηρίζεται ὁ ἁγιασμός.
Ὁ ἁγιασμὸς δὲν παραμένει σὲ ταραγμένη καὶ ὀργισμένη καρδιά. Ἡ ὀργὴ ὅταν χρονίζει στὴν ψυχή μας, δημιουργεῖ τὴν ἔχθρα καὶ τὸ μίσος κατὰ τοῦ πλησίον. Γι αὐτὸ ἐπιβάλλεται ἡ γρήγορη συμφιλίωση μὲ τὸν ἀδελφό μας, ὥστε νὰ μὴ στερηθοῦμε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ πού ἁγιάζει τὴν καρδιά μας.
Ἐκεῖνος πού εἰρηνεύει μὲ τὸν ἑαυτό του, εἰρηνεύει καὶ μὲ τὸν πλησίον του, εἰρηνεύει καὶ μὲ τὸ Θεό. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος εἶναι γεμάτος μὲ ἁγιασμὸ γιατί ὁ Ἴδιος ὁ Θεὸς κατοικεῖ μέσα του.
ΔΙΔΑΧΕΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ Ι. Μ. ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
http://www.pigizois.net/index2.htm
Γιατί το Άγιο Πνεύμα εμφανίσθηκε με τη μορφή πύρινης γλώσσας (Αγίου Νικολάου Αχρίδος)
Όταν ο Κύριος βαπτίσθηκε στον Ιορδάνη το Άγιο Πνεύμα εμφανίσθηκε εν είδει περιστεράς. Εμφανίσθηκε όχι για να προσθέσει κάτι στον Χριστό, αλλά συμβολικά, έτσι ώστε να δείξει αυτό που υπάρχει μέσα στον Χριστό: την ακακία, την καθαρότητα και την ταπεινότητα. Αυτό συμβολίζει το περιστέρι.
Όταν οι απόστολοι συγκεντρώθηκαν την πεντηκοστή ημέρα από την ήμερα της Ανάστασης, το Άγιο Πνεύμα εμφανίσθηκε με τη μορφή πύρινων γλωσσών. Εμφανίσθηκε ως πύρινη γλώσσα για να τους αφαιρέσει κάτι και να τους προσθέσει κάτι.
Δηλαδή, να αφαιρέσει από αυτούς κάθε αμαρτία, κάθε αδυναμία, φόβο και ακαθαρσία της ψυχής και να τους δωρίσει τη δύναμη, το φως και τη ζεστασιά. Οι πύρινες γλώσσες επισημαίνουν συμβολικά αυτά τα τρία: τη δύναμη, το φως και τη ζεστασιά.
Γνωρίζεις ότι το πυρ είναι δυνατό, γνωρίζεις πως φωτίζει και ζεσταίνει. Αλλά όταν μιλάς για το Αγιο Πνεύμα πρόσεξε να μην σκέπτεσαι υλικά αλλά πνευματικά. Γίνεται λόγος λοιπόν, για την πνευματική δύναμη, για το πνευματικό φώς και για την πνευματική ζεστασιά.
Και αυτά είναι: η δυνατή θέληση, ο φωτισμένος νους και η ζέση της αγάπης. Μ΄αυτά τα τρία πνευματικά όπλα εξόπλισε το Αγιο Πνεύμα τους στρατιώτες του Χριστού για να αντιμετωπίσουν τον κόσμο. Ο Διδάσκαλος τους είχε απαγορεύσει ακόμα και ράβδο να φέρουν από τα επίγεια όπλα.
Γιατί το πυρ εμφανίζεται με τη μορφή γλωσσών πάνω άπό τα κεφάλια τους; Επειδή οι απόστολοι έπρεπε μέσω της γλώσσας να κηρύξουν στους λαούς το χαρμόσυνο νέο, την ευαγγελική αλήθεια και ζωή,την επιστήμη της μετάνοιας και της συγχώρεσης.
Με τον λόγο έπρεπε να μάθουν με τον λόγο να θεραπεύουν, με τον λόγο να παρηγορούν, με τον λόγο να αγιάζουν και να καθοδηγούν, με τον λόγο να φροντίζουν την Εκκλησία. Επίσης, με τον λόγο να αμύνονται, αφού τους είπε ό Οδηγός να μην φοβούνται τους διώκτες και να μην υπερασπίζονται εαυτούς στα δικαστήρια κατά το δοκούν, επειδή είναι απλοί άνθρωποι, και τους βεβαίωσε: «Ου γαρ υμείς έστε οι λαλούντες αλλά το Πνεύμα του πατρός υμών το λαλούν εν υμίν» (Ματθ. 10,20). Θα μπορούσαν άραγε να μιλούν τη συνηθισμένη γλώσσα των ανθρώπων για το μέγιστο χαρμόσυνο νέο το όποιο έφθασε ποτέ στα αυτιά των ανθρώπων, ότι ο Θεός εμφανίσθηκε στη γη και άνοιξε στους ανθρώπους τις πύλες της αθάνατης ζωής;
Θα μπορούσε άραγε ο άνθρωπος με τη θνητή ανθρώπινη φύση να διαδώσει αυτό το ζωοποιό βάλσαμο μέσα από τη δυσωδία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και μάλιστα έως την άκρη του κόσμου; Με τίποτα και ποτέ. Μόνο το πύρινο Πνεύμα του Θεού μπορούσε να το κάνει, το οποίο διά στόματος αποστόλων σκόρπισε ουράνιες σπίθες στο επίγειο σκοτάδι.
Αλλά, άνθρωπε, δεν αισθάνθηκες ποτέ το Πνεύμα του Θεού μέσα σου; Δες, και εσύ είσαι βαπτισμένος με Πνεύμα· με νερό και Πνεύμα. Άραγε ποτέ δεν σε ξάφνιασε μέσα σου κάποια μεγάλη και φωτεινή σκέψη, σιωπηρός λόγος του Αγίου Πνεύματος; Ποτέ δεν σε ξάφνιασε σαν άνεμος και δεν φούντωσε μέσα στην καρδιά σου η αγάπη για τον Δημιουργό σου φέρνοντας σου δάκρυα στα μάτια;
Παραδώσου στην θέληση του Θεού και φύλαξε αυτό που δονεί την ψυχή· θα γνωρίσεις το θαύμα της Πεντηκοστής, που στάθηκε πάνω από τους αποστόλους.
Ειρήνη και χαρά από το Άγιο Πνεύμα.
(ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ, Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται, Εκδ. Εν πλω, σ. 104)
http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.gr/
Παρασκευή 21 Ιουνίου 2013
Πέμπτη 20 Ιουνίου 2013
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: Ο Όσιος Κλήμης: Ο φάρος του Σαγματά
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:
Ο Όσιος Κλήμης: Ο φάρος του Σαγματά
1100
Δεκεμβρίου 25
«Αγαπημένε
μου αδελφέ,
Σήμερα,
ημέρα της γεννήσεως του Κυρίου μας, βρήκα λίγο χρόνο να σου γράψω. Βλέπεις, εδώ
ο χειμώνας είναι σκληρός, αλλά και η μοναχική ζωή δύσκολη. Αυτά τα δυο,
χειμώνας και καλογερική ζωή, τελικά μοιάζουν. Χτυπούν οι πειρασμοί σαν τους
κεραυνούς. Καταχνιά στην ψυχή ο εγωισμός. Φουρτούνα στους λογισμούς ο κόσμος. Ο
κόσμος που άφησες, για να ανέβεις χωρίς το βάρος του, του ουρανού τα μονοπάτια.
Δε σου κρύβω ότι πολλές φορές θάβω αυτή τη βαρυχειμωνιά μέσα μου. Όμως ο
Κύριος, που βλέπει όχι αυτό που δείχνω αλλά και αυτό που είμαι, μου έδωσε ένα
μεγάλο στήριγμα. Ναι, αδελφέ, μια παρηγοριά, ένα καταφύγιο. Τον πατέρα Κλήμη.
Όλοι οι πατέρες είναι καλοί, αλλά αυτός είναι η λιακάδα στη βαρυχειμωνιά μου.
Γι’ αυτόν θέλω να σου πω, να σου γράψω. Μα ό,τι και να πω θα είναι λίγο και
φοβάμαι πως θα αδικήσω του Θεού τον άνθρωπο.
Όταν
ήρθα στο μοναστήρι, μου είπαν για έναν ερημίτη που ζει σε μια σπηλιά. Πέρασαν
δυο εβδομάδες. Η κόπωση ξύπνησε την αμφιβολία. Είναι ο δρόμος που διάλεξα ο
κατάλληλος; Κι αν είναι ο δρόμος και δεν είναι ο τόπος; Έγινε το μυαλό μου
πεδίο μάχης. Βγήκα έξω από το μοναστήρι και τριγύριζα στο βουνό. Δεν ξέρω αν
προσευχόμουν. Το σίγουρο είναι πως υπέφερα. Ξαφνικά μέσα από τα βράχια, μέσα
από τον γκρεμό, ακούστηκε θόρυβος. Θεέ μου! Κάποιο άγριο ζώο θα είναι. Σκέφτηκα
να τρέξω, αλλά δεν πρόλαβα. Πετάχτηκε μπροστά μου ένας άνθρωπος. Λες κι έβγαινε
από τα βάθη της γης. Ψηλός και αδύνατος, σα κολώνα που σηκώνει αγόγγυστα το
βάρος του κτίσματος. Με πλησίασε. Το κουκούλι δε με άφηνε να δω το πρόσωπό του,
σαν το ύφασμα που κλείνει την πύλη του ιερού και κρύβει το άγιο Βήμα.
–
Ειρήνη να έχεις, παιδί μου, είπε.
–
Τράβηξε το κουκούλι του και με κοίταξε στα μάτια. Τι να σου πω, αδελφέ! Ένας
αέρας φύσηξε μες στης καρδιάς τα βάθη και πήρε μακριά της αμφιβολίας την
ομίχλη. Κάτι έσπασε μέσα μου. Ελευθερώθηκα, λυτρώθηκα. Όλο το υλικό που μάζευε
η ταλαίπωρη ψυχή μου χύθηκε, χάθηκε στης λησμονιάς το χωράφι. Έτσι γνώρισα τον
αββά Κλήμη. Το κλήμα, που ρίζωσε μες τα βράχια του βουνού μας και ποτίστηκε από
το ζωντανό νερό, τον Χριστό.
Θέλησα,
λοιπόν, να μάθω για τη ζωή του. Ρωτώ τους πατέρες. Λίγα και αυτοί γνωρίζουν.
Έμαθε, βλέπεις, τόσα χρόνια να κρύβει καλά τα κατορθώματά του, να αφανίζει τα
χνάρια της πορείας του, μην τυχόν και τον ακολουθήσει η έπαρση. Ό,τι όμως
επιτρέψει ο Θεός να μάθω, θα στο γράψω. Είναι σπουδαίο να μοιράζεσαι το μέλι
του Θεού με τους αδελφούς. Να με συμπαθάς. Πρέπει να πάω στον πατέρα Αρσένιο.
Είναι άρρωστος και υποφέρει».
1110
Φεβρουαρίου 2
«Αγαπημένε
μου αδελφέ,
Προσεύχομαι
πάντα να είστε καλά. Χθες το βράδυ η αγρυπνία για την Υπαπαντή του Κυρίου μας ήταν
συγκλονιστική. Συναντήθηκαν, βλέπεις, τα υπέροχα λόγια των τροπαρίων, οι
γλυκιές φωνές των πατέρων και η προσευχή στην αυλή της κατάνυξης. Ήρθε κι ο
πατήρ Κλήμης. Όταν μπήκε στην εκκλησία, ακόμα και οι ψάλτες σταμάτησαν. Σε
καθηλώνει αυτός ο άνθρωπος, σε συναρπάζει! Κάθισε σε μια γωνιά. Δεν κουνήθηκε
καθόλου. Έφυγε, χωρίς να το καταλάβουμε, από το γνωστό μονοπάτι της σιωπής και
χάθηκε μέσα στα βράχια. Έμαθα ότι ο ασκητής μας είναι από την Αθήνα και
προέρχεται από αρχοντική οικογένεια. Η Αθήνα, αδελφέ, είναι ιδιαίτερος τόπος.
Περπατάς και νιώθεις ρίγη στην ψυχή, λες και κάτι λειτουργεί μυστικά κάτω από
το χώμα της. Παντού συναντάς ιερά και ναούς. Εκεί σπούδασε την ιερότητα της
ζωής ο π. Κλήμης. Επιθύμησε το ύψος, αφού μεγάλωσε ανάμεσα σε κολώνες. Ζήλεψε τη
λευκότητα και λαχτάρισε τη μορφή. Ναι, τη μορφή! Στην Αθήνα όλες οι
ακατέργαστες πέτρες πήραν μορφή. Έτσι κι αυτός. Ό,τι ακατέργαστο είχε μέσα του,
ήθελε να το μορφοποιήσει με τη χάρη του Θεού. Έτσι, έγινε ο τεχνίτης της
σωτηρίας του. Για να γίνεις τεχνίτης, χρειάζεσαι εργαστήριο και μάστορα να σου
μάθει την τέχνη. Έφυγε, λοιπόν, από την Αθήνα για τον Κιθαιρώνα, για να
συναντήσει τον μάστορα της αρετής, τον Μελέτιο, και το εργαστήρι του, το
περίφημο μοναστήρι του. Μέσα σε αυτό πολλές ψυχές πήραν τη μορφή του Χριστού.
Εκεί το αρχοντόπουλο της Αθήνας, ο Κλήμης, συνάντησε τον άρχοντα της ασκήσεως,
τον Μελέτιο.
Εκεί
να δεις αγώνα, αδελφέ! Ο νεαρός Αθηναίος με την πένα της προσοχής έγραφε στην
ψυχή του ό,τι έκανε και ό,τι έλεγε ο γέροντάς του. Τα βράδια άνοιγε την καρδιά,
για να προσευχηθεί, αλλά και να μελετήσει τους λόγους της αγιασμένης εμπειρίας
του ηγουμένου Μελετίου. Και τι δεν είχε σημειώσει για την αγάπη του γέροντα,
την υπομονή, την προσευχή, τη λατρεία, την αγιότητα. Η καρδιά του παλικαριού
ποθούσε, - πώς να στο πω; - ζήλευε… Ναι, ζήλευε την αγιότητα. Πόσο σπουδαίο
είναι να ποθείς, όχι τον πλούτο και τη δόξα αυτού του ψεύτικου κόσμου, αλλά τον
πλούτο του πνεύματος και τη δόξα του Θεού.
Ο
π. Μελέτιος, όταν με τη χάρη του Θεού κοίταζε τις ψυχές των πατέρων, στην ψυχή
του Κλήμη αναπαυόταν. Εντόπιζε τη σταθερότητα της πίστης, τη δύναμη της
προσευχής, τη συνέπεια της άσκησης, τη σιωπή της ταπείνωσης, την υπομονή της
πνευματικής ωριμότητας, τη θερμότητα της λατρείας. «Αυτή δεν είναι ψυχή»,
σκεφτόταν, «Παράδεισος είναι! Nαός ευωδιαστός. Είναι η πατρίδα του Χριστού».
Είχε
διάκριση ο π. Μελέτιος. Ούτε τον Κλήμη επαινούσε, αφού ο έπαινος είναι ο σπόρος
του εγωισμού, ούτε τον ξεχώριζε από τους πατέρες, αποφεύγοντας έτσι συγκρίσεις
και αντιπάθειες. Όμως, ένα γεγονός έγινε αιτία να ξεχωρίσει μέσα στη συνοδεία.
Δεν τον ξεχώρισε η αγάπη του γέροντά του αλλά η αρετή του.
Κάθε
απόγευμα ο π. Κλήμης μετά την εσπερινή ακολουθία, έβγαινε από το μοναστήρι, ανέβαινε
λίγο ψηλότερα, στην τοποθεσία που οι πατέρες είχαν ονομάσει «πόρτες». Από εκεί
απλωνόταν μέσα στο βλέμμα του ο κάμπος της Θήβας και το βουνό του Σαγματά.
Στεκόταν ώρες ολόκληρες γονατιστός, ώσπου η ομορφιά του τοπίου χανόταν, έσβηνε
μπροστά στην ωραιότητα και τη δόξα της παρουσίας του Χριστού. Βλέπεις, ψυχή και
σώμα επικοινωνούν. Αρρωσταίνει η ψυχή, υποφέρει το σώμα. Πονά το σώμα, αγωνιά η
ψυχή. Η ψυχή του Κλήμη ανέβαινε με της προσευχής τη δύναμη σε ύψη πνευματικά.
Σε αυτό το ανέβασμα παρέσυρε και το σώμα. Σε αυτήν την κατάσταση τον είδε ο π.
Ιάκωβος. Ναι, να μην πατά στη γη! Το πνεύμα, δυνατότερο από το σώμα, τον
τράβηξε στον ουρανό. Ο π. Ιάκωβος, νομίζω πως ζει ακόμα, τα έχασε. Δεν περίμενε
να δει κάτι τέτοιο. Κρατήθηκε να μην φωνάξει. Άρχισε να τρέχει προς το
μοναστήρι. Μπαίνοντας μέσα δεν άντεξε:
–
Πατέρες, πατέρες, γέροντα, τρέξτε!!!
Έτρεξαν
κοντά του, να δουν τι συμβαίνει. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Προσπαθούσαν να τον
ηρεμήσουν. Η έκπληξη και το τρέξιμο του είχαν κόψει την ανάσα.
–
Ο π. Κλήμης…, είπε και σταμάτησε.
–
Τι έπαθε ο π. Κλήμης; Κάποιο κακό του συνέβη; Και αυτός ο ευλογημένος όλο στις
ερημιές τριγυρίζει.
–
Ο π. Κλήμης πετάει!!!
Μια
βαριά σιωπή διαδέχθηκε τον αλλόκοτο λόγο. Πώς να μαζέψει ο π. Μελέτιος της
είδησης το σάλο; Τους εξήγησε τη δύναμη της προσευχής, το ύψος της αρετής, τους
προέτρεψε να μιμηθούν τον αδελφό τους.
Τους
παρακάλεσε να μην του δείξουν, να μην του πουν κάτι, γιατί η συγκάτοικός του, η
ταπείνωση, θα επαναστατήσει. Και εκείνοι οι καημένοι προσπάθησαν. Δεν του είπαν
τίποτα. Πώς όμως να κρύψουν το σεβασμό, την τιμή και την ευλάβειά τους στο ιερό
του πρόσωπο;
Η
ευαίσθητη ψυχή του ένιωσε τη διαφορά. Έβλεπε να υπολογίζουν τη γνώμη του. Να
του δίνουν τη θέση τους. Να του ζητούν να προσευχηθεί για δύσκολες περιπτώσεις.
Έπρεπε να φύγει. Να τρυπώσει στην αγαπημένη του αφάνεια, γιατί εκεί φανερώνεται
ο Θεός. Η στιγμή του αποχωρισμού είναι πάντα δύσκολη. Όμως, τον Μελέτιο τον
παρηγορούσε η ωριμότητα του Κλήμη και τον Κλήμη η προσευχή, που θα γινόταν
δρόμος, για να συναντά τον άγιο γέροντά του. Κίνησε για το βουνό που έβλεπε από
τον τόπο της προσευχής του. Έτσι έφτασε εδώ. Και το βουνό μας πλέον κρύβει μέσα
στα σπλάχνα του τον πολύτιμο, τον ανεκτίμητο θησαυρό μας».
1110
Μάρτιος
«Αγαπημένε
μου αδελφέ,
Να
εύχεσαι να μας αξιώσει ο Θεός να διανύσουμε το στάδιο της Αγίας και Μεγάλης
Τεσσαρακοστής και να εορτάσουμε το Άγιο Πάσχα. Είχα την ευλογία, πριν μπει η
Μεγάλη Τεσσαρακοστή, να κατεβώ τρεις φορές στο ασκητήριο του π. Κλήμη. Άλλο να
στο γράφω κι άλλο να το ζεις! Εμείς ούτε μέρα δε θα μέναμε εκεί. Είναι στο
γκρεμό! Κατεβαίνεις με δυσκολία, δεμένος με σχοινί, ανάμεσα από τα απότομα
βράχια
Κάτω
από τα πόδια σου … το χάος! Την πρώτη φορά τρόμαξα. Πίστευα πως δεν θα μπορέσω
να ανέβω. Σ’ αυτόν το γκρεμό, όμως, ένιωσα να γεμίζει το χάος της ψυχής μου με
ουρανό!
Μέσα
στο ταγάρι μου είχα πρόσφορο και κρασί για τη Θεία Λειτουργία. Είχα μερικά παξιμάδια
για το γέροντα. Νερό έμαθα πως μαζεύει σε μικρές γούρνες των βράχων από την
υγρασία και τη βροχή. Μα είναι δυνατόν τέτοιο λουλούδι να μην το ποτίζει ο
Θεός; Η Θεία Λειτουργία; Τι να σου πω! Μοναδική εμπειρία. Εκεί, μέσα στο βράχο,
σε πέτρινη πρόθεση και Αγία Τράπεζα έσπαγε η σκληρότητα της ψυχής.
Ο
παπα- Κλήμης με την τριμμένη και ξεθωριασμένη στολή, λειτουργός. Άλλο τυπικό,
αδελφέ. Τον λειτουργικό λόγο τον διαδεχόταν η κατάνυξη. Ο λυγμός ήταν ο ήχος.
Και τα δάκρυα οι διάκονοι. Ώρες κράτησε η μυσταγωγία. Δεν ξέρω πόσες. Έχασα τον
χρόνο και τον τόπο μη σου πω…! Μια άφλεκτη βάτος ο λειτουργός, εκεί, στη ρίζα
του βράχου. Δεν τολμούσα να τον κοιτάξω. Πριν τη λειτουργία δεν μου είπε λέξη.
Μετά, όμως, δυο λεξούλες άκουσα κι αυτές μου φτάνουν για την υπόλοιπη ζωή μου:
–
Ξέρεις, παιδί μου, οι σκέψεις μας είναι κλω- στές. Όταν είναι μαύρες και
σκοτεινές, ο αργαλειός της διάνοιάς μας, που τις γνέθει, φτιάχνει ένα μαύρο
ύφασμα. Αυτό σκεπάζει και το νου και την καρδιά. Έτσι γεννιέται η θλίψη. Καλό
και φωτεινό λογισμό να έχουμε! Μόνο αυτός μπορεί να μας ελευθερώσει από τον
ιστό της θλίψης.
Ξέρεις
πώς ανέβηκα τα απότομα βράχια, αδελφέ; Πετώντας! Με αξίωσε ο Θεός να γνωρίσω
επίγειο άγγελο, να ζήσω αληθινή λατρεία, να διδαχθώ αγιασμένη εμπειρία.
Συζητώντας με τους πατέρες στο μοναστήρι έμαθα πως ο αββάς Κλήμης είναι
στυλίτης. Μπορεί να σου είναι δύσκολο να το πιστέψεις, μα είναι αλήθεια.
Βρήκε
έναν βράχο που μοιάζει με κολώνα, σαν αυτές του Παρθενώνα. Εκεί ανέβαινε και
προσευχόταν.
Για
σκέψου… να τον ψήνει ο ήλιος μέσα στον καύσωνα του καλοκαιριού. Να τον σκεπάζει
το χιόνι και να τον μουσκεύει η βροχή. Να τον χτυπά ο δυνατός αέρας της
περιοχής μας. Εδώ μέσα στο κελί μου και ζεσταίνομαι και κρυώνω και αγριεύομαι
από του καιρού τις ακρότητες. Είμαι, όμως, βέβαιος πως στον καύσωνα τον
επισκεπτόταν η δροσιά του Πνεύματος, τον θέρμαινε στο ψύχος η φωτιά του Θεού.
Τον στήριζε στον αέρα η ακλόνητη πίστη και τον κάλυπτε στη βροχή η Αγία Σκέπη
της Παναγίας μας.
Αυτόν
τον αγώνα έμαθε και ο αυτοκράτορας, ο ευσεβής Αλέξιος ο Κομνηνός. Έστειλε
τεχνίτες της πέτρας να κτίσουν το μοναστήρι. Στήριξε με οικονομική βοήθεια.
Παραχώρησε με χρυσόβουλο πολλά κτήματα. Ακόμη και ψηφιδωτά έστειλε να φτιάξουν,
που έξω από τη Βασιλεύουσα δύσκολα συναντάς. Το πολυτιμότερο όμως δώρο… τμήμα
του Τιμίου Ξύλου που είχε στο παλάτι. Έδωσε όλα αυτά και ζήτησε για αντάλλαγμα
μόνο ένα, την προσευχή του Οσίου να τον συνοδεύει στη διακυβέρνηση της
αυτοκρατορίας.
Και
ο Όσιος από αυτό που ζήτησε ο αυτοκράτορας έχει πολύ. Έχω την αίσθηση, αδελφέ,
ότι δεν υπάρχει λεπτό της ζωής του έξω από την προσευχή.
Την
ημέρα που έφτασε το Τίμιο Ξύλο στο μοναστήρι, έγινε χαλασμός. Μου έλεγαν οι
πατέρες πως το βουνό μας γέμισε κόσμο, θυμιάματα, λαμπάδες, ύμνους, δάκρυα.
Ένας επίσκοπος από τη Βασιλεύουσα κρατούσε ψηλά τον Σταυρό που λαμποκοπούσε,
όταν τον άγγιζαν οι ακτίνες του ήλιου. Και ο π. Κλήμης περίμενε με λαχτάρα, σαν
τη μάνα που καρτερεί να έρθει το σπλάχνο της από της ξενιτειάς τα μέρη.
Όταν
πλησίασε ο Δεσπότης με τον Σταυρό, ο ασκητής γονάτισε. Αυτός ο γίγαντας έγινε
ξαφνικά ένα κουβαράκι. Όταν σηκώθηκε, το πρόσωπό του έλαμπε. Αγκάλιασε τον
Σταυρό του Κυρίου μας και τον φιλούσε.
Έτσι
έγινε το βουνό μας, εκτός από το Θαβώρ της Μεταμορφώσεως και Γολγοθάς της
Σταυρώσεως.
–
Καλή η δόξα και το φως της Μεταμορφώσεως, πατέρες μου, έλεγε ο π. Κλήμης, αλλά
εάν δεν τα ανεβάσεις στον Γολγοθά και δεν τα καρφώσεις στον Σταυρό της
Θυσιαστικής Αγάπης, αναστάσιμα δεν γίνονται! Ο Σταυρός να γίνει το κέντρο του
μοναστηριού αλλά και της ζωής μας. Ό,τι δεν σταυρώνεται μέσα μας δεν θα αναστηθεί,
θα μείνει λάφυρο στα χέρια του θανάτου…
Κάθε
φορά που μπαίνει στο μοναστήρι, τρέχει σαν παιδί που πεινά, πέφτει στα γόνατα,
προσκυνά το Τίμιο Ξύλο, σαν να το βλέπει για πρώτη φορά».
1110
Απρίλιου 17
«Αγαπημένε
μου αδελφέ,
Μεγάλους
πειρασμούς έχει η Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Δοκιμασίες φοβερές. Ξέρεις τί είναι το
μοναστήρι; Ένα στάδιο, σαν αυτό των Ρωμαίων χωρίς κερκίδες.
Ναι,
χωρίς κερκίδες! Κανείς δεν παρακολουθεί. Όλοι παλεύουν. Όλοι αγωνίζονται. Μιλώ,
όμως, εγώ για δοκιμασίες; Παραπονιέμαι για το αεράκι και το ψιλόβροχο, ενώ οι
Άγιοί μας βρέθηκαν μέσα στον ανεμοστρόβιλο και την καταιγίδα; Μην πας μακριά.
Θα σου πω για τον Άγιο πατέρα μας, το μεγάλο ασκητή μας, την παρηγοριά και το
στήριγμά μας, τον πατέρα Κλήμη.
Μπορεί,
πιστεύεις, άνθρωπος να σκεφτεί άσχημα ή να πει λόγο κακό για το γέροντα; Κι
όμως, σε πληροφορώ πως τον γέροντα τον καταράστηκε και τον αφόρισε ολόκληρος
ηγούμενος! Σου φαίνεται απίστευτο, είναι όμως γεγονός. Ένας διάδοχος του Οσίου
πατρός Μελετίου στην ηγουμενία θέλησε να μαζέψει όλους τους ερημίτες και
ησυχαστές μοναχούς που προέρχονταν από το μοναστήρι του Κιθαιρώνα. Τους έστειλε
μήνυμα να επιστρέψουν. Ένας από τους αγγελιαφόρους μοναχούς έφτασε και στο
Σαγματά. Θέλησε να κατέβει στη σπηλιά του Κλήμη, μα δεν τα κατάφερε και τον
περίμενε στη μονή. Ήταν σίγουρο πως θα ανέβαινε την Κυριακή για τη Θεία
Λειτουργία. Πλησίασε το γέροντα, του είπε το θέλημα του ηγουμένου. Περίμενε
απάντηση.
–
Δεν μπορώ να φύγω από τον βράχο μου.
Τόσα
χρόνια συνήθισε ο ένας τον άλλον. Πώς θα αφήσω τους πατέρες; Τον Σταυρό, το
Τίμιο Ξύλο, την πνευματική μου καρδιά… Πώς;
Ο
μοναχός, παρ’ ότι ήταν κουρασμένος από το ταξίδι και φορτωμένος με το βαρύ
θέλημα του ηγουμένου, προσπάθησε να δικαιολογήσει τον γέροντά του. Ο αββάς
Κλήμης δεν ήθελε να σηκώσει το φορτίο του δικού του θελήματος. Τί σε ξεφορτώνει
και τί σε ξεκουράζει; Το θέλημα του Θεού. Παραδόθηκε, λοιπόν, στην προσευχή
ζητώντας στις στράτες της το θέλημα Εκείνου. Ο Θεός μίλησε και ο Κλήμης
υπάκουσε. Δεν θα άφηνε το βράχο του, τη φωλιά του, τα αγαπημένα πρόσωπα των
αδελφών του. Έτσι, ο μοναχός του Κιθαιρώνα φορτώθηκε πάλι το βαρύ θέλημα του
ηγουμένου, την τολμηρή άρνηση του Κλήμη και πήρε το δρόμο του γυρισμού.
Άστραψε
και βρόντηξε ο ηγούμενος! Έδωσε εντολή να τον ειδοποιήσουν σε μικρό διάστημα να
βρίσκεται στο μοναστήρι. Ακλόνητος, αδελφέ, ο Κλήμης, σαν τον βράχο του.
Αμετακίνητος στο θέλημα του Θεού.
Αχ,
αυτός ο εγωισμός πόσες ζημιές κάνει! Ο ηγούμενος τον αφόρισε! Αφού, να
σκεφτείς, οι κάτοικοι της περιοχής «αφορισμένο» έλεγαν τον ασκητή μας. Και το
παράδοξο; Στην προσευχή του «αφορεσμένου» έτρεχαν, όταν αρρώσταιναν τα παιδιά
και τα ζωντανά τους ή όταν κινδύνευαν οι καλλιέργιές τους. Και ο «αφορεσμένος»
ή μάλλον ο αδικημένος γέροντας τους έστελνε τη χάρη του Θεού και οι ασθενείς θεραπεύονταν
και οι καρποί σώζονταν.
Σήκωσε
αγόγγυστα το σταυρό της αδικίας. Κι ο Χριστός έσκυψε περισσότερο πάνω από το
πληγωμένο παιδί του. Μεγάλος πειρασμός! Όμως, όπως λένε και οι πατέρες, το
μαύρο σύννεφο της δοκιμασίας του δεν κατάφερε να σκιάσει τον ήλιο της γαλήνης
του. Επιστράτευσε την αγάπη, οπλίστηκε με την υπομονή, καλύφθηκε στην προσευχή,
στηρίχθηκε στη Λειτουργία και συγχωρούσε διαρκώς ελεύθερος από του φθόνου την
παγίδα. Ο Θεός όμως, αδελφέ, εκεί που σπέρνει ο άνθρωπος αδικία, θερίζει ο Παντοδύναμος
δικαιοσύνη. Ο ηγούμενος αρρώστησε και είδε πως τα βήματά του μέσα στο μάταιο
τούτο κόσμο λιγόστεψαν. Ξέρεις, αδελφέ, όταν βλέπεις το θάνατο να έρχεται…έχεις
ένα μεγάλο πίνακα μπροστά σου, που έχει αποτυπωθεί σε αυτόν ολόκληρη η ζωή σου.
Είδε,
λοιπόν, ο καημένος την αδικία και την ακρότητά του στο πρόσωπο του Κλήμη.
Θέλησε να καθαρίσει το σημείο αυτό της γήινης πορείας του. Ζήτησε, λοιπόν, από
τον αδικημένο να τον συγχωρήσει και να διαγραφεί η αδικία:
–
Θέλω τον πατέρα Κλήμη! Γρήγορα!
Βλέπεις,
ένιωθε τη βαριά αναπνοή του θανάτου. Τί να έκαναν οι πατέρες; Βρήκαν ένα γερό
άλογο. Και έτρεξαν. Σύννεφο σκόνη έβλεπες από μακριά να σηκώνεται στο πέρασμά
του μέσα στο θηβαϊκό κάμπο.
Πλησίαζαν
στην κορυφή του Σαγματά αλλά και ο θάνατος στον ηγούμενο. Αγωνία! Ναι, η αγωνία
έκανε τις καρδιές να χτυπούν γοργά σαν του αλόγου τα πέταλα που χτυπούσαν
αλύπητα το χώμα, τάραζε το νου, σκοτείνιαζε το βλέμμα. Έπεσαν πάνω στον Κλήμη.
Ήθελαν να τον παρακαλέσουν. Έκλαιγαν.
–
Τον έχω συγχωρήσει, πατέρες μου καλοί.
Εάν
δεν είχα συγχωρήσει τον αδελφό μου, πώς θα προσευχόμουν, πώς θα λειτουργούσα,
πώς θα προσκυνούσα το Τίμιο Ξύλο της συγχωρήσεως του Θεού μας;
–
Γέροντα, είμαστε βέβαιοι για την αγάπη σας, του είπαν, αλλά ο ίδιος δεν το
γνωρίζει. Πάμε να τον δείτε…
Έκαναν
να σηκωθούν. Ο πατήρ Κλήμης στάθηκε όρθιος. Κάρφωσε το βλέμμα του στην πλευρά
του Κιθαιρώνα. Είδε τον ουρανό να ανοίγει. Είδε την ψυχή του ηγουμένου να
ετοιμάζεται για την έξοδό της. Άκουσε και τον ψίθυρο από τα χείλη του.
–
Κλήμη, πού είσαι Κλήμη μου;
–
Εδώ, γέροντά μου, τον άκουσαν οι μοναχοί που συγκλονισμένοι παρακολουθούσαν.
–
Συγχώρα με, Κλήμη μου!
–
Ο Θεός, πατέρα μου! Ο Θεός να σε συγχωρήσει, αδελφέ, και τώρα και μέσα στην
απέραντη αιωνιότητα της Βασιλείας Του.
Η
αγωνία έφυγε. Η πνοή του θανάτου χάθηκε. Η ευωδία της παρουσίας του Χριστού
απλώθηκε παντού σφραγίζοντας με την ειρήνη τις ψυχές. Ένα πλατύ χαμόγελο
απλώθηκε στο πρόσωπο του κεκοιμημένου ηγουμένου. Η φωνή του Κλήμη μας, που
ακούστηκε από τη σπηλιά του Σαγματά στο μοναστήρι του Κιθαιρώνα, είχε γαληνέψει
τα πάντα. Όταν οι απελπισμένοι μοναχοί επέστρεψαν, δεν πίστευαν πως αυτό που
άκουσαν οι ίδιοι δίπλα του, το άκουσαν και όσοι βρίσκονταν δίπλα στο μακαρίτη
τον ηγούμενο. Βλέπεις, αδελφέ, πώς ο Θεός τακτοποιεί, βάζει τα πράγματα στη θέση
τους; Πάντοτε θα επικρατεί, όχι η δική μας αταξία, αλλά η τάξη της αγάπης Του».
1111
Φεβρουαρίου 6
«Αγαπημένε
μου αδελφέ,
Πώς
γίνεται να έχω στην καρδιά μου χαρά και θλίψη; Πώς χωρούν και τα δύο; Έχω
θλίψη, πόνο, γιατί έφυγε ο π. Κλήμης. Ο αετός πέταξε, άφησε τη φωλιά του τη
γήινη και ξεχύθηκε στους ουρανούς της αιωνιότητας.
Έχω
χαρά, γιατί νιώθω τα φτερά του ανοιχτά να σκεπάζουν το μοναστήρι του και όλη
την περιοχή. Θέλω να στα γράψω με τη σειρά.
Μετά
το Πάσχα όλοι παρατηρήσαμε πως ο γέροντας δεν ανέβαινε τακτικά στο μοναστήρι.
Κουράστηκε, έλεγαν οι περισσότεροι, από τη Σαρακοστή, τα έχει και τα χρονάκια
του… Άρχισα να πηγαίνω τακτικά. Αρκετές φορές λειτουργούσε κι εγώ με την
αγριοφωνάρα μου προσπαθούσα να ψάλλω. Εκεί να δεις! Αηδόνι αυτός, κοράκι εγώ.
Τι να σου λέω, αδελφέ! Στα γράφω και κλαίω. Ή εκείνος την ώρα της Λειτουργίας
κατέβαζε τον ουρανό σε αυτή τη μικρή τρύπα του βράχου ή εμένα τον αμαρτωλό
ανέβαζε στα ουράνια.
Το
καλοκαίρι, των Αγίων Αποστόλων μου φαίνεται, καθίσαμε για λίγο στη σκιά ενός
μικρού θάμνου, που είχε φυτρώσει - ο Θεός ξέρει πως - πάνω από το βράχο της
σπηλιάς. Άρχισε να μου μιλά για το θάνατο:
–
Ξέρεις, παιδί μου, τί είναι ο θάνατος; Αυτός που βλέπουμε εμείς ως θάνατο; Τώρα
σκέψου την αποθήκη του μοναστηριού. Παλιά πράγματα, πολλά άχρηστα, αταξία,
σκόνη, σκοτάδι. Βγαίνεις από την αποθήκη και πας στον ναό. Τάξη, καθαριότητα,
ευωδιές, φως παντού. Η ζωή μας εδώ είναι η αποθήκη! Η πόρτα είναι ο θάνατος! Ανοίγεις
την πόρτα και βρίσκεσαι στον ναό. Μια πόρτα και … μεταβαίνεις από το σκοτάδι
στο φως, από την αταξία στην τάξη, από την αποθήκη του χρόνου στον ναό της
αιωνιότητας.
Τον
άκουγα και προσπαθούσα να ερμηνεύσω το λόγο του. «Μήπως θα πεθάνω και με προετοιμάζει»,
σκέφτηκα. Εκείνος μειδίασε.
––
Δεν θα φύγεις εσύ, καλογεράκι μου, εγώ φεύγω. Το είπε και το μειδίαμα έγινε
πλατύ χαμόγελο.
Εκεί
να δεις, αδελφέ. Έπεσα στην αγκαλιά του. Έκλαιγα σα μωρό. Τον κρατούσα σφιχτά,
σα να ’θελα
να
διώξω μακριά τον θάνατο. Δεν ήθελα κανείς να αγγίξει τον θησαυρό μας. Όμως,
αδελφέ, τέτοιοι θησαυροί έχουν θέση στο θησαυροφυλάκιο του Βασιλέως, του
Χριστού. Μου είπε για την Ανάσταση. Για τον θάνατο, που νικήθηκε από τον Κύριο.
Σηκώθηκε, πήρε από την πρόθεση την Αγία Λαβίδα.
–
Τί κοινωνάμε με αυτό, παιδί μου;
–
Τον Χριστό, παππούλη. Τον Χριστό, την αιωνιότητα.
–
Χορταίνεις με ένα κουταλάκι; Χορταίνεις τον Χριστό;
–
Όχι, είπα προσπαθώντας να συγκρατήσω τα δάκρυα μου.
–
Είναι αλήθεια! Δεν τον χορταίνεις. Εκεί, λοιπόν, είπε δείχνοντας ψηλά, είσαι
μέσα σε αυτόν και κοινωνάς διαρκώς την παρουσία Του.
Κατάφερε,
όπως πάντα, να διώξει τη θλίψη απ’ την καρδιά μου. Δεν ήθελα να φύγω. Λες κι αν
έμενα, δεν θα έφευγε εκείνος. Από εκείνη τη μέρα κατέβαινα καθημερινά στο
ασκητήριο. Έβαζα τη μνήμη μου να κρατά γερά τα πάντα, τους λόγους, τις
κινήσεις, όλα!
Δεν
ήθελα τίποτα να χάσω. Οι μέρες περνούσαν. Ήρθε το φθινόπωρο. Οι δυνάμεις του
διακριτικά υποχωρούσαν. Κι εκείνος ένιωσε την υποχώρηση και χαιρόταν, σα μικρό
παιδί που του δίνεις γλυκό. Μέσα στο Σαρανταήμερο των Χριστουγέννων λειτούργησε
αρκετές φορές. Τα Χριστούγεννα ήταν εξαντλημένος. Ο ηγούμενος και όλοι οι
πατέρες κατέβηκαν να τον δουν στη σπηλιά. Τον παρακαλούσαν να ανέβει στο
μοναστήρι, για να μπορούν να τον περιποιηθούν. Να ζεσταθεί και λίγο. Τους
ευχαριστούσε με τα δυο χεράκια του στο στήθος. Ζητούσε τις προσευχές τους.
Παρακαλούσε να τον συγχωρήσουν.
Μπήκε
ο Ιανουάριος. Το χιόνι σκέπασε τα πάντα. Το μυαλό μου ήταν διαρκώς στο
ασκητήριο και τον Άγιο κάτοικό του. Τρεις μέρες δεν μπόρεσα να κατέβω. Όλα
σκεπασμένα. Άφησα τη συνήθεια να με οδηγήσει. Κινδύνευσα, αλλά
κατέβηκα.
Και ο παππούς μας στη γωνιά του. Το φωτεινό του πρόσωπο με καλωσόρισε με ένα
χαμόγελο. Δεν μιλούσε. Το βράδυ έμεινα κοντά του. Είχε ξαστεριά και πολύ κρύο. Τα
αστέρια και τα μάτια του φώτιζαν τη βραδιά. Η προσευχή του ζέσταινε κι εμένα,
που έτρεμα από την παγωνιά.
Ξημέρωσε
η 26η Ιανουαρίου. Σύρθηκε μέχρι την άκρη της σπηλιάς. Βγήκε έξω. Μου έκανε
νόημα να τον σηκώσω. Τον κράτησα γερά, χωρίς να δυσκολευτώ. Είχε φροντίσει η
άσκηση να αφαιρέσει το βάρος.
Σηκώθηκε.
Κοίταξε τη Θήβα, τον κάμπο, τον Κιθαιρώνα… Τα σταύρωσε! Έστρεψε το βλέμμα προς
το μοναστήρι. Γονάτισε με δυσκολία και έκανε πως προσκυνά. «Το Τίμιο Ξύλο
ασπάζεται», σκέφτηκα. Γυρίσαμε με δυσκολία στη γωνιά του. Ακούμπησε την πλάτη
στον βράχο του. Έκλεισε τα μάτια και έφυγε.
Τι
γλυκύτητα μέσα στον άγριο βράχο! Τι ζεστασιά μέσα στην παγωμένη μέρα! Ο παππούς
μας στον ουρανό, στην αγκαλιά του Κυρίου.
Ανέβηκα
στο μοναστήρι. Πέντε πατέρες τον ανεβάσαμε με δυσκολία μέσα στο χιόνι. Κάναμε
αγρυπνία και την άλλη μέρα την ταφή. Όχι στο κοιμητήρι αλλά
πάνω
από τη σπηλιά του, κοντά στη γωνιά του. Και μοιάζει ο τάφος, αδελφέ, με φυλάκιο
κι ο Όσιος… φρουρός όλης της Βοιωτικής γης! Εάν φτάσεις στον τάφο του, με το
βλέμμα αγκαλιάζεις όλη την περιοχή, όπως κι εκείνος με την ικεσία του».
Ἀπολυτίκιον
Ὁσίου Κλήμεντος
Ήχος
α’.
Τόν
πλοῦτον
καί τήν δόξαν τοῦ
ματαίου ιῶνος
ἐμίσησας θεόφρων, ὁσιώτατε Κλήμη, καί ὄρος κατέλαβες τραχύ, ἔν ᾧ
προσομίλεις τῷ
Θεῷ,
διά τοῦτο
συνελθόντες, ἐπαξίως
εὐφημοῦμέν
σε: δόξα τῷ
σέ δοξάσαντι Χριστῷ,
δόξα τῷ
σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ
ἐνεργοῦντι
διά σοῦ πᾶσι ἰάματα.
Η
μνήμη του τιμάται στις 26 Ιανουαρίου.