Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΥΜΝΟ ΠΤΩΜΑ.






Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΥΜΝΟ ΠΤΩΜΑ

Ένας ηγεμόνας είχε στην υπηρεσία του ένα νέο αλλά σοφό δάσκαλο. Κάποτε τον έστειλε πρεσβευτή στη Γαλλία. Ό δάσκαλος ήταν και μεγάλος ευεργέτης, μα τις αγαθοεργίες του τις έκανε κρυφά. Έφυγε λοιπόν. Στο δρόμο είδε σέ μια άκρη, καθώς περνούσαν με την ακολουθία, ένα πτώμα πού κειτόταν γυμνό στη γη. Απομακρύνθηκε λίγο κι είπε στους υπηρέτες του:

—     Προχωρήστε εσείς, μή με περιμένετε.
Κι άμα προχώρησαν, αυτός γύρισε πίσω, έβγαλε το ένα από τά
δύο πουκάμισά του κι έντυσε τον νεκρό. Ύστερα πήγε να συναντήσει τούς υπηρέτες του.
Έφτασαν σέ μια πόλη. Στη μέση μιας πλατείας σέ μια λακκούβα γεμάτη λάσπη ήταν πεσμένος ένας παράλυτος ζητιάνος. Κανένας δεν τον σήκωνε. 

Κανένας δεν τον ελεούσε. Ό δάσκαλος, όμως, ξεπέζεψε, τον τράβηξε έξω από τη λακκούβα και του έδωσε ένα φιορίνι.
Ύστερα πήρε το καράβι για τη Γαλλία, αλλά ξέσπασε θαλασσοταραχή και το καράβι βούλιαξε. Ξαφνικά, παρουσιάστηκε ένας άνθρωπος, άρπαξε το δάσκαλο και τον έβγαλε στη στεριά. Και τότε του είπε:

—     Είμαι ό ζητιάνος πού έβγαλες από τη λάσπη. Έτσι σου ανταποδίδω τά ίδια.

Όταν έφτασε στη Γαλλία εκπλήρωσε την αποστολή πού του είχε αναθέσει ό ηγεμόνας του και γύρισε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί, καθώς διέσχιζε μια πλατεία καβάλα στο άλογό του, αυτό έπεσε και τον έριξε. Κι ό καημένος έσπασε το πόδι του.

Έτρεξε ό βασιλιάς με τούς στρατιώτες του, τον σήκωσαν και τον πήγαν στο παλάτι. Φώναξαν τούς γιατρούς, μα κανένας δεν μπόρεσε να τον γιάνει.
Ό δάσκαλος είχε έναν πιστό δούλο πού κοιμόταν πάντα κοντά του. Τον έστειλε, λοιπόν, να κρυφακούσει τί έλεγαν οι χειρουργοί.
Τούς άκολούθησε, λοιπόν, καθώς έβγαιναν από το παλάτι και τούς άκουσε να λένε:

—     Ας ξανάρθουμε αύριο. ’Αν μάς επιτρέψει να του κόψουμε το πόδι κάτω από το γόνατο, ίσως τον σώσουμε. Αλλιώς θα πεθάνει και δεν πρέπει ούτε να τον αγγίξουμε.
Ό δούλος γύρισε κλαίγοντας και του τά είπε όλα. Κι αυτός, σαν τ’ άκουσε, είπε:

—     Προτιμώ να πεθάνω, παρά να ζήσω μ’ ένα πόδι.
Έκλαψε πολύ, ώσπου στο τέλος τον πήρε ό ύπνος. Ό δούλος είχε πλαγιάσει στο πάτωμα, στην άκρη του κρεβατιού.
Τά μεσάνυχτα, ένας άντρας με λευκό πουκάμισο ήρθε και κάθισε πλάι στο δάσκαλο, τον χαιρέτησε και τον ρώτησε πώς πάει το πόδι του.

—     Δείξε μου που χτύπησες, του είπε, για να καταλάβω πώς πάς. ’Έλυσε τούς επιδέσμους κι υστέρα έβγαλε από την τσέπη του ένα
κουτί με αλοιφή. Πήρε λίγη στις άκρες τών δαχτύλων του κι έτριψε το πόδι.

—     Κούνησε το! είπε στο δάσκαλο.
Και πραγματικά, το πόδι κινήθηκε. Ό άγνωστος το ξανατρίψε με το φάρμακό του.

—     Σήκω και στηρίξου πάνω μου! του όρισε.
Ό δάσκαλος δίσταζε. Μα ό ξένος επέμενε και τον έβαλε να σηκωθεί και να στηριχτεί πάνω του. Ύστερα, τον ξάπλωσε και του Έτριψε το πόδι για τρίτη φορά.

—     Τώρα σήκω και περπάτα. Έγινες καλά.
Κι ό δάσκαλος βάδισε όπως και πρώτα. Ό άγνωστος του είπε:


—     Είμαι ό γυμνός νεκρός πού βρήκες στο δρόμο σου και πού τον σκέπασες με το πουκάμισό σου. Σου ανταποδίδω την καλή σου πράξη.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Η ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ. ΣΟΥΛΚΧΑΝ ΣΑΜΠΑ ΟΡΜΠΕΛΙΑΝΙ


ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΤΥΦΛΟΙ




ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΤΥΦΛΟΙ

Ζούσε κάποτε ένας φτωχός νέος πού πλανιόταν στον κόσμο και ζητούσε ελεημοσύνη. Μέσα σ’ ένα χρόνο μάζεψε δέκα φιορίνια και γύρισε στον τόπο του.

Κοντά στην πόλη όπου έμενε, κυλούσε ένα ποτάμι. Ό νεαρός γδύθηκε, πλύθηκε σέ αυτό και ξαναντύθηκε. Πήρε το δρόμο μα ξέχασε τά φιορίνια του στην ακροποταμιά. Όταν τά θυμήθηκε κι ε-ψαξε στην τσέπη του χωρίς να τά βρει, έκανε έναν όρκο στο Θεό:

—     ’Αν ξαναβρώ τά φιορίνια μου, θα δώσω ένα στον πρώτο ζητιάνο.
Γύρισε πίσω και βρήκε τά λεφτά εκεί πού τά είχε αφήσει.
Μπαίνοντας στην πόλη συνάντησε έναν τυφλό ζητιάνο και του διηγήθηκε την ιστορία του.
—     Μια κι έδωσα, λοιπόν, όρκο, πάρε το φιορίνι σου.

Ό ζητιάνος, όμως, πού ήταν ολότελα τυφλός, είπε:
—     Μια και πρόκειται για κάτι πού έταξες στο Θεό, δώσε μου και τά δέκα φιορίνια να διαλέξω αυτό πού είναι για μένα.
Ό νέος του εμπιστεύτηκε τά χρήματά του κι ό τυφλός τά πήρε και τά ’χωσε στην τσέπη του. Κι όταν ό νέος του τά γύρεψε, άρχισε να φωνάζει:
—     Βοήθεια! Βοήθεια! Αυτός ό άνθρωπος θέλει το κακό μου.
Έτρεξαν κοντά περαστικοί και, καθώς ό νέος δεν είχε μάρτυρες
για ν’ αποδείξει το αντίθετο, έφαγε το ξύλο της χρονιάς του κι έχασε και τά λεφτά του.
Καταλυπημένος, πήρε από πίσω τον τυφλό για να δει τί θα κάνει με αυτά πού του πήρε.
Ό τυφλός γύρισε σπίτι του, πήρε ένα λαγήνι γεμάτο φλουριά κι έριξε μέσα τά φιορίνια του νέου λέγοντας:

—     Πεντακόσια φιορίνια μου, σάς φέρνω κι άλλα δέκα.
Κι άπ’ τη χαρά του πέταξε τρεις φορές το λαγήνι ψηλά και το ξα- νάπιασε. Την τέταρτη φορά, όμως, ό νέος του το άρπαξε και το έκρυψε. Ό τυφλός έψαξε για ώρα μα του κάκου.
Στο τέλος κάθισε στο κατώφλι του κι άρχισε να κλαίει. Τότε πέρασε ένας άλλος τυφλός ζητιάνος πού τον κατάλαβε και τον ρώτησε:

—     Γιατί κλαις;
Κι αυτός του διηγήθηκε το πάθημά του.

—     Το και το, κι έτσι έχασα και τά πεντακόσια μου φιορίνια.

—     Μα κακόμοιρε, έτσι φυλάς τά λεφτά σου; τον αποπήρε ό δεύτερος. Κοίτα έμενα, μέσα σ’ αυτό το μπαστούνι έχω εξακόσια φιορίνια. ’Αν το ξεχάσω κάπου, μου το φέρνουν αμέσως.
Ό πρώτος παρακάλεσε:
—     Για δεΐξ’ το μου!
Τη στιγμή, όμως, πού ό συνομιλητής του του άπλωνε το μπαστούνι, ό νέος, πού βρισκόταν εκεί κοντά, το άρπαξε. Πέρασε λίγη ώρα κι ό κάτοχος του μπαστουνιού ζήτησε το μπαστούνι του πίσω. Ό άλλος, όμως, του απάντησε:
—     Μα δέ μου έδωσες τίποτα!
Κι άρχισε ό καβγάς. Τον άκουσε ένας τρίτος τυφλός, περαστικός από κει, και πλησίασε.
—     Γιατί τσακωνόσαστε; ρώτησε.
Και ό ένας του μίλησε για το λαγήνι κι ό άλλος για το μπαστούνι.
—     Καλοί είσαστε κι οι δύο, τούς κορόιδεψε εκείνος. Εγώ ξέρετε που βάζω τά λεφτά μου; Αυτή ή παλιά κάπα έχει μέσα της χίλια φιορίνια. Όπου και να την αφήσω, μου τη φέρνουν αμέσως.
Ό νέος πού τ’ άκουσε όλα έτρεξε κι αγόρασε μέλι και το έριξε πάνω στην κάπα του τελευταίου τυφλού. Κι αμέσως αυτόν τον έζωσαν οι μέλισσες. Τί να κάνει ό κακόμοιρος; Την έβγαλε από πάνω του και την πέταξε κάτω. Κι αμέσως ό νέος την πήρε. Οι τρεις τυφλοί βάλθηκαν να κλαίνε και να φωνάζουν.

Το περιστατικό έφτασε στ’ αφτιά του βασιλιά, πού μήνυσε με τον κήρυκά του:
—     Όποιος έκανε αυτές τις ατιμίες να έρθει να μου το πει, αλλιώς, αν τον ανακαλύψω, θα του φερθώ χωρίς οίκτο.
Το φτωχό νέο τον πήρε το φιλότιμο. «Λες να βρει το μπελά του κάποιος αθώος;» σκέφτηκε.
Πήγε λοιπόν στο βασιλιά και του τά είπε όλα:
—     Να πώς μου ανταπόδωσε την καλοσύνη μου.


Κι ό βασιλιάς αποφάσισε:
—     Αφού κανένας δεν ανταποδίδει το καλό πού του έκαναν και μια κι έκανες όρκο στο Θεό να δώσεις το ένα δέκατο από τά λεφτά σου στους ζητιάνους, δώσε το δέκατο από τά πεντακόσια φιορίνια στον πρώτο, το δέκατο από τά εξακόσια στο δεύτερο και το δέκατο από τά χίλια στον τρίτο. ’Έτσι, δέ θα πατήσεις τον όρκο σου κι ό Θεός θα σέ προστατεύσει.

Ό Δέον είπε:



—     Μα με αυτόν τον τρόπο δεν ανταποδίδεις το καλό με κακό. Ό φτωχός νέος κράτησε τον όρκο του στο Θεό, ενώ ό τυφλός φέρθηκε άπληστα, έδειξε φιλαργυρία. Αυτοί οι τυφλοί τά χρήματά τους τά κέρδισαν με δόλο. 'Ο Θεός, λοιπόν, τούς τά στέρησε και τά έδωσε στο νεαρό.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Η ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ. ΣΟΥΛΚΧΑΝ ΣΑΜΠΑ ΟΡΜΠΕΛΙΑΝΙ

ΑΓΝΑΝΤΕΜΑ




Αγνάντεμα


Εφέτος τη Μεγάλη Πέμπτη
-ημέρα στο Φανάρι μυροβλήσια -
ξανάβγαλα μια παλιά φωτογραφία
του εικοσιοκτώ, σε χαρτί μουντό
γύρω από τον Πατριάρχη και το Δεσποταριό
- φαίνεται κι ό πατέρας μου διάκος με το θυμιατό•
«Ανδρειωμένου και Υιών»,
καλλιτεχνική κι αριστοτεχνική
με το «PERA STAMBOUL» στη μέση,
με σφραγίδα και παράσημα
κι όλα τά άλλα σχετικά πολίτικα,
παρμένη μπροστά στον Πύργο
το βυζαντινό τού Μυροφυλακείου
τού Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Χωρίς ψαλμούς και ευαγγέλια,
χωρίς σταυρούς και λάβαρα
ή αρωματισμένη κουστωδία-
μόνο τού Μύρου τά δοχεία κι οι
σωπασμένες πια μορφές,
 απόκοσμες πια και αυτές,
συνθέτουν το απαύγασμα
 τού χθες αυτή την ώρα,
 παράδοση χειροπιαστή για τον αιώνα.
Μ. Πέμπτη. 3 Μαΐου 2002.
Ή κλασική φωτογραφία Πατριάρχου και Αρχιερέων, μετά την ύψωση| του Αγίου Μύρου, του έτους 1928.

Ιωάννης Γαλάνης. Αρχιδιάκονος Ί. Μητροπόλεως Δέρκων.


ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΓΑΛΑΝΗ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΡΓΗΣ
ΕΚ ΦΑΝΑΡΙΟΥ


ΤΑ ΠΟΙΗΤΙΚΑ

ΑΛΑΡΓΗΝΟ ΑΝΤΗΧΗΜΑ.




Αλαργινό Αντήχημα
Κοντεύει μισός αιώνας
πού είχα στείλει μια καρτούλα
γιορτινή στη Σουλτάνα
τη «δασκάλα με το μαντολίνο»
στη σχολή της Μαρασλείου,
όπως τη γνωρίσαμε
στην Αυλή τού Φαναριού.
Εφέτος την είδα να πετάγεται
στις φλόγες να καεί,
 σαν προσφορά στο άγιο Μύρο,
 και μου ’ρτε σαν πένθιμο αντήχημα
κάποιας στροφής τού μαντολίνου
της Φαναριώτισσας δασκάλας πού ζήταγε
 να ακουστεί.
Έσκυψα και την πήρα την καρτούλα
και δεν την άφησα να αποτεφρωθεί,
έστω και για τ’ άγιο Μύρο,
 πριν εξαφανιστεί και ό αποστολέας της.


 'Άγιο Μύρο, 2002, Οικουμενικό Πατριαρχείο. 

ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΓΑΛΑΝΗ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΡΓΗΣ
ΕΚ ΦΑΝΑΡΙΟΥ
ΤΑ ΠΟΙΗΤΙΚΑ


Ο κυρ-Τάσος ο αγιασμένος μανάβης.Αναστάσιος Μ. (1929-2004)



Ο κυρ-Τάσος ο αγιασμένος μανάβης



Αναστάσιος Μ. (1929-2004)

Ο Θεός διάλεξε τους απλοϊκούς που ο κόσμος θεωρεί μωρούς για να καταντροπιάσει τους σοφούς. Και εξέλεξε όσους ο κόσμος θεωρεί ανίσχυρους για να ντροπιά­σει τελικά εκείνους που έχουν κοσμική δύναμη, και διάλεξε ο Θεός εκείνους που έχουν άσημη καταγωγή και τους περιφρονημένους κι εκείνους που τους θεωρούν τόσο τιποτένιους σαν να μην υπάρχουν καν, για να καταρ­γήσει όσους θαρρούν πως είναι κάτι. Και τούτο για να μην μπορεί να καυχηθεί ενώπιον του Θεού κανείς απολύτως.

(Α Κορινθίους α; 27)

Τα ανωτέρω αρμόζουν για τον ταπεινό και πολυβασανισμένο, μακαριστό κ. Τάσο, ο οποίος με την έμπρακτη πίστη του στον Χριστό, είχε λάβει πολλά ουράνια χαρίσματα. Γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1929 σε ένα χωριό της Βόρειας Ελλάδας. Από μικρό παιδί μπήκε στην βιοπάλη, ήταν ορφανός από πατέρα από την ηλικία των τριών ετών. Στην αρχή ήταν τσομπανάκος, Μετά στα χωράφια, αργότερα στις οικοδομές, χαμάλης σε αποθήκες, καλλιεργητής σε λαχα­νόκηπους, πλανόδιος μανάβης. Όπως έλεγε ο ίδιος σε ηλικία 16 ετών, σκέφτηκε, ποιο δρόμο να πάρει κι από τότε, έπεσε στο βήμα του Χριστού, στο Ευαγγέλιο, νιώθοντας «σαν επιστρατευμένος».

Ακολουθούν αποσπάσματα από το βιβλίο που αναφέρεται στον κ. Τάσο, «Σαν το χρυσάφι στο καμίνι», εκδόσεις «Ορθόξοξη Κυψέλη».

Μικρός, όταν ήμουνα, δεν οργιζόμουνα καθόλου ούτε έβλεπα κακό ή αδικία…Να, ένας πήρε την κομπίνα στο χωράφι του ενώ εγώ είχα πει πιο μπροστά να έλθουν στο δικό μου χωράφι. Αυτοί όμως τον ξεγέλασαν και πήγαν σε αυτούς. Ε… αλωνίζει το δικό τους. Δεν ήλθε στο δικό μου χωράφι. Το βράδι εκείνο, όμως πιάνει ένα χαλάζι, καταστροφή! Εγώ, τι να κάνω; Για να μην φωλιάσει μέσα μου το κακό, πήγα και θέρισα το χόρτο, αυτουνού δηλαδή που με ξεγέλασε, στα κρυφά. Για να μπορώ να τον φέρνω μετά στο μυαλό μου χωρίς κακία. Κι έφυγα, αφού θέρισα το χόρτο τους, χαράματα μη με δουν.

Γιατί το μίσος είναι δαιμόνων πείραξη. Φωλιάζει μέσα σου, είναι σατανικό πέρα ως πέρα. Πρέπει με κάθε θυσία, με προσευχή να φύγει αυτό το μίσος. Αν κάποιος σε προκαλεί, αποστραφείτω, που λέει, όμως να τον βάλεις στην προσευχή. Να μη φωλιάσει ο λογισμός μέσα σου. Δεν σκέφτομαι τα καλά, ούτε τα περνώ απ’ το νου όσα έκανα για αυτούς. Μόνο τα σφάλματα μου σκέφτομαι. Γιατί δεν κάνει να κλάψει άνθρωπος για σένα, ότι τον αδίκησες. Κάποτε με ειρωνεύτηκαν σ’ ένα σπίτι. Μόλις βγήκα έξω από το χωριό έλεγα γονατιστά, όπως ουρλιάζει ένα σκυλί. Συχώρεσε με Θε μου! Δεν είπα τι με κάναν. Έβαλα τον εαυτό μου κάτω από το Φως. Μέχρι τελευταία ώρα θα πολεμηθούμε, θα αντιμετωπίσουμε πειρασμούς, μόνο με προσευχή και έργα θα νικήσουμε.

Στο Ευαγγέλιο μας, που είναι το βήμα του Χριστού, απαγορεύεται η κακία. Να τον πάρεις τον άλλο στην προσευχή σου, Κύριε Ιησού Χριστέ… και να παρακαλάς να τον συχωρέσει, για να μην ριζώσει το κακό, διότι γίνεσαι τότε κτήμα άγονο, ακαλλιέργητο, εκτός καλοσύνης…

Αν, όμως, πω ήμαρτον…και παρακαλάω να συχωρέσει όλο τον κόσμο, που είναι καλύτεροι μου, αν σκύψω το κεφάλι μου και πω, εγώ ΤΙ έκανα στη ζωή μου; θα βρω ταπείνωση. Κι αυτό, το να μην σκεφτείς ότι εγώ αδικεύτηκα, προέρχεται από προσευχή. Ανάλογα με τη δύναμη της προσευχής, έρχεται ταπείνωση.

Μόνο ο αναμάρτητος Χριστός είναι το Φως. Χριστέ μου μη φεύγεις απ’ την καρδιά μας. Θέλει όμως καλοσύνη. Να χαίρεσαι όταν σε κατηγοράνε. Το κατηγόριο είναι καλό γιατί είναι σαν να γίνεται ένα φαγάκι και ρίχνεις μέσα και λίγο αλατάκι. Τότε καταλαβαίνεις αν συχωράς τον άλλον. Εκεί φαίνεται η αξία του πιστεύοντα. Να σε κατηγοράνε και να κρύβεσαι σε κρυφό μέρος να παρακαλάς για αυτόν να τον σώσει.

Μια άλλη φορά είδα ατέλειωτο φως. Βλέπω ένα Φως απ΄ τη γη να ανεβαίνει, με πήρε λαχτάρα κι έλεγα μ’ όλη μου την καρδιά: Άγιος ο Θεός…Άγιος ο Θεός… σηκωνόταν τα «οστέα μου», χάνεται άμα συναντήσει ο άνθρωπος το Φως, χάνεται όπως το αλάτι το ψιλό μες στο νερό.

Όταν έλθει το φως! Σαν ηφαίστειο φως. Έξι εφτά χρόνια το θυμόμουν δάκρυζα, και με λαχτάρα φώναζα, Άγιος ο Θεός!…

Μετά τις απανωτές εισαγωγές σε νοσοκομείο, λίγο καιρό πριν πεθάνει, έλεγε, η αρρώστια καλό πράμα είναι. Σε βοηθά να μην αγανακτάς, να είμαστε υπέρ-ευχαριστημένοι που βρεθήκαμε σ’ αυτό το έργο, να δοξάζουμε τον Θεό, δόξα σοι ο Θεός! Δισεκατομμύρια φορές δόξα σοι, κι έκλαιγε…λέγοντας Άγιος ο Θεός! Ο αναμάρτητος Χριστός, τι θέλει από εμάς; Χριστιανά τα τέλη. Ήλθε στον κόσμο να σώσει αμαρτωλούς. Να παρακαλάμε τον φύλακα άγγελο, που θα έλθει εκείνη την ώρα, να μας προφυλάξει από τα πονηρά πνεύματα μην μας πάρουν…Αχ, Θεέ μου, σώσε με! Αχ, Θεέ μου, σώσε με! Ελεήμων ελέησον με ο Θεός! Η Παναγία, που είναι σα μια μάνα, να μας δεχτεί στην αυλή των προβάτων…Κι ενώ πονούσε τόσο πολύ ο ίδιος, σαν να του πριόνιζαν το γαγγραινιασμένο πόδι, είχε και τη δύσπνοια απ’ την καρδιακή ανεπάρκεια, παρακαλούσε για άλλους. Τις τελευταίες ημέρες της ζωής του έλεγε. Αχ, Θεέ μου, σώσε την ανθρωπότητα! Αχ, Θεέ μου, σώσε την ανθρωπότητα! Αχ, Θεέ μου, σώσε την ανθρωπότητα! Δε θέλω τίποτα άλλο, δώσε μου τη δύναμη και το κουράγιο τ’ όνομα Σου να ‘χω στην καρδιά μου…


Πέθανε στο νοσοκομείο ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ, όπου είχε γίνει και νέα εισαγωγή ξημερώματα Δευτέρας 30 Αυγούστου 2004, χωρίς να χάσει καθόλου τις αισθήσεις του. Ζήτησε από τη γυναίκα του, να της φιλήσει τα χέρια, που τον φρόντισαν τόσο καιρό, κι άφησε με ειρήνη το πνεύμα του.

Ο ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Β' ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ (1018 Μ.Χ.) (αφού έφτασε στην Αθήνα και απέδωσε ευχαριστήρια για τη νίκη στη Θεοτόκο και κόσμησε το ναό με λαμπρά και πολυτελή αφιερώματα, επέστρεψε πίσω στην Κωνσταντινούπολη)





Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ:


Ο ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Β' ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ (1018 Μ.Χ.)


Ένας αυτοκράτορας στην Αθήνα



Το έτος 1018, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Βασίλειος Β' επισκέφθηκε την Αθήνα. Όμως ο Βασίλειος δεν ήταν ένας συνηθισμένος αυτοκράτορας και το 1018 δεν ήταν ένα οποιοδήποτε έτος για την αυτοκρατορία. Η εκκλησία της Θεοτόκου στην Αθήνα επρόκειτο ν’ αναγνωριστεί απ’ τον πλέον ισχυρό και νικηφόρο ηγεμόνα του χριστιανικού κόσμου.



Ο Βασίλειος γεννήθηκε στην αυτοκρατορική πορφύρα το 958, κατά τη βασιλεία του παππού του Κωνσταντίνου Ζ' του Πορφυρογέννητου (ϊ 959). 



Δύο χρόνια αργότερα, το έτος 960, στέφθηκε συναυτοκράτορας απ’ τον πατέρα του Ρωμανό Β (959-963), πενήντα οκτώ δηλαδή χρόνια πριν απ’ την επίσκεψή του στην Αθήνα που θα μας απασχολήσει εδώ. Το δικαίωμά του στο θρόνο αγνοήθηκε, χωρίς όμως ποτέ ν’ αμφισβητηθεί απ’ τους δύο σφετεριστές αυτοκράτορες που κυβέρνησαν επί δεκατρία χρόνια, τον Νικηφόρο Β' Φωκά (963-969) και τον ανιψιό και δολοφόνο του τελευταίου Ιωάννη Α' Τζιμισκή (969-976). Κατά την περίοδο αυτή, βυζαντινοί στρατοί κατατρόπωσαν τους εχθρούς της αυτοκρατορίας στη Μεσοποταμία και στις περιοχές του Δούναβη. Όταν όμως ο Βασίλειος ανήλθε στο θρόνο σε ηλικία δεκαοκτώ ετών -μαζί με τον αδελφό του Κωνσταντίνο Η', που παρέμεινε πάντα στη σκιά του-, η βασιλική εξουσία του υπήρξε περισσότερο συμβολική παρά ουσιαστική, καθώς μετατράπηκε σε υποχείριο αυλικών αξιωματούχων. Επιπροσθέτως, βρέθηκε να απειλείται από οικογένειες στρατιωτικών, οι οποίοι είχαν αρχίσει να ορέγονται τον αυτοκρατορικό θρόνο, θεωρώντας τον έπαθλο για τα πολεμικά τους ανδραγαθήματα. Μόλις το έτος 985 κατόρθωσε ο Βασίλειος να ξεφορτωθεί τους ευνούχους που τον κρατούσαν υπό τον έλεγχό τους με τη βοήθεια του κουνιάδου του Βλαδίμηρου του Κίεβου, ο οποίος ασπάστηκε το χριστιανισμό για να παντρευτεί την αδελφή του Βασιλείου Άννα.


 Οι στρατιώτες του Βλαδίμηρου συγκρότησαν το αυτοκρατορικό τάγμα των Βαράγγων, που απαρτιζόταν από μισθοφόρους Σκανδιναβούς και Ρως. Απ’ το σημείο αυτό κι έπειτα ο Βασίλειος κυβερνούσε πλέον όπως ο ίδιος έκρινε σκόπιμο, χωρίς να επιτρέψει σε κανέναν ν’ αποκτήσει υπερβολική δύναμη• προβιβάζοντας ανθρώπους με κριτήριο την αξία και όχι την καταγωγή τους• εκστρατεύοντας για χρόνια με τα στρατεύματα του• συσσωρεύοντας τεράστιες ποσό-τητες χρυσού στα θησαυροφυλάκιά του και παραμένοντας ανύπαντρος. Αυτός ο πιο ισχυρός μονάρχης του χριστιανικού κόσμου και της Μέσης Ανατολής κυβέρνησε με τον ίδιο τρόπο για τριάντα πέντε επιπλέον χρόνια, μέχρι το θάνατό του το 1025. Η βασιλεία του υπήρξε η μακροβιότερη όλων των Ρωμαίων αυτοκρατόρων.


Ο Βασίλειος τέθηκε επικεφαλής σε πολλές εκστρατείες εναντίον των γειτόνων της αυτοκρατορίας στην Ανατολή, αλλά οι αντίπαλοι που τον κράτησαν απασχολημένο περισσότερο από οποιουσδήποτε άλλους ήταν οι προαιώνιοι εχθροί του Βυζαντίου στο Βορρά: οι Βούλγαροι. Υπό τον τσάρο Σαμουήλ, το βουλγαρικό κράτος κατάφερε ν’ ανακάμψει ύστερα απ’ τις ήττες που υπέστη τη δεκαετία του 960 και του 970 και άρχισε να εξαπολύει βίαιες επιδρομές στη βυζαντινή επικράτεια στη Μακεδονία και στην Ελλάδα, φτάνοντας νότια μέχρι και τον Κορινθιακό Κόλπο. Ο Βασίλειος και οι στρατηγοί του αγωνίστηκαν εναντίον του Σαμουήλ και των Βογιάρων του για τριάντα περίπου χρόνια.

 Το δραματικό τέλος αυτής της σύγκρουσης οδήγησε πολλούς ιστορικούς να πιστέψουν ότι πρόθεση του αυτοκράτορα υπήρξε εξαρχής η οριστική καθυπόταξη της Βουλγαρίας και ότι οι ετήσιες μάχες και αψιμαχίες αποτελούσαν μέρος μιας γενικότερης στρατηγικής, που αποσκοπούσε στην ολοκληρωτική νίκη. Η υπόθεση όμως αυτή έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση. Προτάθηκε μάλιστα η άποψη ότι μοναδική πρόθεση του Βασιλείου ήταν να συγκροτήσει τους Βούλγαρους - άλλωστε, όσο διαρκούσε αυτός ο επονομαζόμενος ολοκληρωτικός πόλεμος, μεσολαβούσαν σχετικά μεγάλες περίοδοι ανακωχών, κατά τις οποίες ο αυτοκράτορας δεν επεδείκνυε καμία διάθεση ν’ αμφισβητήσει τη νομιμότητα ύπαρξης του αντίπαλου κράτους. Μόνο ύστερα απ’ τη μάχη στο Κλειδίον το 1014, κατά την οποία οι Βούλγαροι υπέστησαν συντριπτική ήττα, άλλαξαν οι όροι της σύγκρουσης. Έχει ειπωθεί ότι η ήττα προκάλεσε το θάνατο του τσάρου Σαμουήλ, που δεν άντεξε την οδύνη που του προκάλεσε η συμφορά.

 Η μεταγενέστερη βυζαντινή παράδοση υποστήριζε ότι ο Βασίλειος αιχμαλώτισε 15.000 Βούλγαρους στρατιώτες, τους τύφλωσε και τους έστειλε στον αρχηγό τους, αφήνοντας έναν στους εκατό μονόφθαλμο προκειμένου να τους οδηγήσει πίσω. Η αγριότητα αυτή, υπερβολική και πιθανότατα επινοημένη, έδωσε αργότερα την αφορμή για τη δημιουργία  του παρωνύμιού Βουλγαροκτόνος που αποδόθηκε στον αυτοκράτορα.  Ύστερα απ’ το θάνατο του Σαμουήλ, η βουλγαρική ηγεσία κατέρρευσε, μέχρι που όλοι οι επίδοξοι κληρονόμοι και διάδοχοί του πέθαναν ή παραδόθηκαν. Το 1018, ο Βασίλειος είχε πλέον υπό την κατοχή του ολόκληρη την περιοχή των Βαλκανίων -μέχρι τον Δούναβη στα βόρεια και μέχρι τη Σερβία στα δυτικά- και το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να πάει στην Αθήνα.



Ο ιστορικός Ιωάννης Σκυλίτζης, γράφοντας προς τα τέλη του 11ου αιώνα, αναφέρει ότι τελικός προορισμός της περιήγησης του Βασιλείου στην Ελλάδα ήταν η Αθήνα. Ο αυτοκράτορας προέλασε νότια περνώντας απ’ τη Θεσσαλία και το Ζητούνιον (τη σημερινή Λαμία), όπου αντίκρισε τα οστά των Βουλγάρων που είχαν σκοτωθεί όταν ο στρατηγός του Νικηφόρος Ουρανός κατατρόπωσε τον Σαμουήλ το έτος 997. Κατόπιν, ο Βασίλειος συνέχισε για τις Θερμοπύλες, όπου είδε το τείχος που είχε ονομαστεί Σκέλος και είχε οικοδομηθεί από κάποιον Ρουπένιο για να συγκροτήσει τις βουλγαρικές επιδρομές.  Ο ρυθμός αυτής της πορείας φαίνεται πως ήταν βραδύς, αφήνοντάς χρόνο στον αυτοκράτορα να θαυμάσει τις θέσεις που σχετίζονταν με τις πολεμικές επιχειρήσεις της προηγούμενης γενιάς. 



Ο Βασίλειος πρέπει να προχώρησε εν συνεχεία μέσω της Βοιωτίας, της οποίας πρωτεύουσα ήταν η Θήβα, και από κει προς την Αττική, εισερχόμενος στην Αθήνα απ’ τα βόρεια, μεταξύ της Πάρνηθας και του Πεντελικού όρους. Ο σκοπός της επίσκεψής του, όπως μαρτυρούν οι πηγές, ήταν θρησκευτικός: (=αφού έφτασε στην Αθήνα και απέδωσε ευχαριστήρια για τη νίκη στη Θεοτόκο και κόσμησε το ναό με λαμπρά και πολυτελή αφιερώματα, επέστρεψε πίσω στην Κωνσταντινούπολη) ακολουθώντας πάλι χερσαία διαδρομή προς την πρωτεύουσα, όπου έφτασε το έτος 1019. Ο αυτοκράτορας εισήλθε στην πόλη απ’ τη Χρυσή Πύλη κι εκτέλεσε θρίαμβο που περιλάμβανε τις κόρες του Σαμουήλ και άλλα μέλη της βουλγαρικής βασιλικής οικογένειας. Η πομπή κατέληξε στη Μεγάλη Εκκλησία, δηλαδή την Αγία Σοφία, όπου ο ενενηντάχρονος αυτοκράτορας, στεφανωμένος με νίκες και δόξα, έψαλλε ύμνους στον Θεό προτού αποσυρθεί στο ανάκτορό του.



Από ένα σχόλιο που πρόσθεσε ο Μιχαήλ, ο επίσκοπος Δεαβόλεως (νοτίως της Αχρίδας), στο κείμενο του Σκυλίτζη μαθαίνουμε για έναν ακόμα σταθμό της πορείας του αυτοκράτορα. Ο Μιχαήλ είχε στη διάθεση του ανεξάρτητες, λεπτομερείς και απ’ ότι φαίνεται αξιόπιστες μαρτυρίες για τα γεγονότα. 



Υποστήριξε ότι ο Βασίλειος σταμάτησε και στη Θεσσαλονίκη κατά το ταξίδι του γυρισμού απ’ την Αθήνα. Εκεί διεξήγαγε ανακρίσεις και κατέπνιξε μια συνωμοσία. Ο Μιχαήλ δεν αναφέρει τίποτα σχετικό για εορτασμούς παρόμοιους με αυτούς που έγιναν στην Αθήνα και στην πρωτεύουσα. Δεν πρέπει ασφαλούς να περιμένουμε απ’ τους συγγραφείς αυτούς να μας προσφέρουν μία πλήρη εξιστόρηση όλων όσων έπραξε ο αυτοκράτορας, όμως τα ευχαριστήρια, οι ύμνοι, τα δώρα και οι πομπές που έγιναν στην Αθήνα και στην Κωνσταντινούπολη υπήρξαν τόσο αξιοσημείωτα, ώστε παρέμειναν χαραγμένα στη μνήμη τους. Στη Θεσσαλονίκη δε φαίνεται να έγινε κάτι αντίστοιχο, αν και είναι δύσκολο να φανταστούμε έναν αυτοκράτορα ο οποίος δε θα παρακολουθούσε τις λειτουργίες στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην πόλη.



Είναι κρίμα που δεν έχουμε περισσότερες πληροφορίες για την πα-ρουσία του Βασιλείου στην Αθήνα.  Δεν είναι πολύ πιθανό να είχε μεταφέρει μαζί του τα στρατεύματά του, αλλά είναι εξίσου αδύνατο να είχε ταξιδέψει χωρίς συνοδεία. Ο στρατός του παρέμεινε μάλλον σταθμευμένος στα βόρεια Βαλκάνια, όπου ήταν ευκολότερο να εξασφαλιστεί η επιμελητεία του, ενώ παράλληλα μπορούσε να επιτηρεί τις περιοχές που είχαν προσαρτηθεί πρόσφατα. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας πρέπει να συνοδευόταν απ’ τους αξιωματικούς και την επίλεκτη φρουρά των Βαράγγων. Είναι πιθανό ένας απ’ τους Βαράγγους του Βασιλείου να χάραξε κατά την επίσκεψη στην Αθήνα το 1018 μια μακροσκελή και δυσανάγνωστη -εδώ και καιρό- επιγραφή στις δυο πλευρές ενός πελώριου αγάλματος λιονταριού (ύψους 3 μ. περίπου), που έστεκε κάποτε στην είσοδο του λιμανιού του Πειραιά (Εικ. 15). Το γλυπτό αυτό μεταφέρθηκε το 1688 απ’ τον Φραγκίσκο Μοροζίνη, τον Ενετό ναύαρχο και τυχοδιώκτη που βομβάρδισε και ανατίναξε τον Παρθενώνα κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Αθήνας. Το λιοντάρι του Πειραιά στέκει ακόμα φρουρός στο Νεώριο της Βενετίας. 


Θα ήταν άραγε δυνατόν να συνδεθεί η επιγραφή με την επίσκεψη του Βασιλείου; Οι Βάραγγοι ακολουθούσαν συνήθως τον αυτοκράτορα στα ταξίδια του και ο Βασίλειος ήταν ο μόνος που επισκέφθηκε την Αθήνα κατά την περίοδο ύπαρξης της φρουράς (988-1204). Οφείλουμε ωστόσο να ομολογήσουμε ότι ο συσχετισμός αυτός δεν είναι ισχυρός. Η επιγραφή θα μπορούσε να έχει χαραχθεί από οποιονδήποτε άλλον επισκέπτη του Βορρά που είχε τύχει να φτάσει στον Πειραιά, είτε επρόκειτο για προσκυνητή που κατευθυνόταν στην Ανατολή, είτε για αυτοκρατορικό φρουρό που βρισκόταν εκτός υπηρεσίας ή σε εντεταλμένη αποστολή.  Η επιγραφή δεν είναι πλέον δυνατόν ν’ αποκρυπτογραφηθεί, αν και «θα είχε ενδιαφέρον να μάθουμε τι ήθελε να εκμυστηρευθεί ένας Βίκινγκ απ’ τη Σουηδία πάνω σ’ ένα ελληνικό λιοντάρι».


Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες δεν ταξίδευαν ποτέ χωρίς την ακολουθία τους, αλλά δεν είμαστε σε θέση να πούμε με βεβαιότητα ποιος άλλος συνόδευε τον Βασίλειο στην παρακαμπτήρια πορεία του μέσα απ’ τον ελλαδικό χώρο, τον οποίο οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν τα κατωτικά. Κατά τα μέσα του 10ου αιώνα, ο λόγιος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ' συνέταξε μία πραγματεία που περιλάμβανε έναν κατάλογο πρωτοκόλλου για τις αυτοκρατορικές εκστρατείες.

 Είναι όμως μάλλον απίθανο ο Βασίλειος με τις ασκητικές του συνήθειες να έσερνε μαζί του μια τόσο μεγάλη κουστωδία ανθρώπων και αποσκευών, όπως αυτή που περιγράφεται εδώ: έναν οικονόμο (δομέστικος της υπουργίας), προσωπικό (οικιακός κελλάριος, ό επί της τραπέζης, πρωτοβεστιάριος, κοιτωνίται κ.λπ.), το σερβί-τσιο του παλατιού, ειδικά κρασιά και νοστιμιές, πτυσσόμενους πάγκους (σκαμνία συσταλτά ίνα καθέζονται εις εν έκαστον [...] άνδρες γ'), χοντρά κιλίμια για ανάπαυση (έπεύχια φουνδάτα εις τά χαμόκουμβα), με λίγα λόγια είκοσι σελίδες προμηθειών (βεστιάριο, βιβλία, φάρμακα κ.ά.), «ίνα  καθ’οίονδήποτε τρόπον μη λείψη τι εις την βασιλικήν υπουργίαν».  


Οι οδηγίες αυτές μοιάζουν να είχαν προβλεφθεί προκειμένου οι αυτοκράτορες να μη φύγουν ποτέ απ’ την πρωτεύουσα. Όμως ο Βασίλειος, όπως μας λέει ο ιστορικός Μιχαήλ Ψελλός (που γεννήθηκε περί τα τέλη της βασιλείας του αυτοκράτορα), ήταν ένας ολιγαρκής ηγεμόνας που δεν ενέδιδε στις πολυτέλειες του παλατιού ακόμα κι όταν βρισκόταν στην πρωτεύουσα ούτε φρόντιζε να κάνει τις δυσκολίες μιας εκστρατείας λιγότερο επαχθείς για τον ίδιο.  Επομένως, το 1018 η Αθήνα μάλλον γλίτωσε απ’ την επίσκεψη ολόκληρου του προσωπικού της αυλής.
Μητροπολίτης της πόλης την εποχή της επίσκεψης του Βασιλείου ίσως ήταν κάποιος Μιχαήλ. Η ανακοίνωση του θανάτου του έχει χαραχθεί πάνω σ’ έναν απ’ τους κίονες του Παρθενώνα και χρονολογείται απ’ το έτος 1030

ΕΤΕΛΕΙΩΘ(η) ΜΙΧ(αηλ)  Ο ΑΓΙΟΤΑΤΟΣ ΗΜΩΝ ΜΗΤ(ρο)ΠΟ(λιτης) Μ(η)Ν(ι) ΑΥΓΟΥΣΤΩ ΙΓ ΙΝΔ(ικτ’ιωνος0 ΓΙ ΕΤΟΥΣ ΦΛΗ.



Έχουμε μάλιστα στη διάθεσή μας κι ένα μολυβδόβουλο του, που απεικονίζει τη Θεοτόκο στη μια του όψη και φέρει τ’ όνομα και το αξίωμά του στην άλλη. Η θητεία του μαρτυρείται μετά το 1027, επομένως είναι πιθανό εννιά χρόνια νωρίτερα, κατά την επίσκεψη του Βασιλείου, να κατείχε κάποιος άλλος την έδρα της μητρόπολης των Αθηνών.  Δυστυχώς δε γνωρίζουμε τίποτα για τους χιλιάδες που παρακολούθησαν τις τελετές στην Αθήνα και πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στον αυτοκράτορα και στην ουράνια προστάτιδά του.


 Κι ούτε είμαστε σε θέση να ξέρουμε ποια ακριβώς ήταν τα αφιερώματα του Βασιλείου στην εκκλησία της Θεοτόκου. Δεν πρέπει να σπεύσουμε να ταυτίσουμε τα δώρα του με τα λιγοστά αντικείμενα και το διάκοσμο που γνωρίζουμε ότι υπήρχαν στον Παρθένο)να (για τα οποία θα κάνουμε λόγο παρακάτω) από φιλολογικές και αρχαιολογικές πηγές. Είναι πιθανό αυτά που πρόσφερε να είχαν προέλθει απ’ τα λάφυρα του πρόσφατου πολέμου. Όπως και να ’χει, τα αφιερώματά του πρέπει να ήταν παρόμοια με όσα κατά παράδοση δίνονταν σε αντίστοιχες περιστάσεις. Στις αρχές του 9ου αιώνα, για παράδειγμα, ο χρονικογράφος Θεοφάνης επαίνεσε τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Α' (811-813) γιατί πρόσφερε χρυσάφι ως χριστουγεννιάτικο δώρο στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, στον κλήρο και (= στο άγιο θυσιαστήριο πολυτελή διάκοσμο από χρυσά σκεύη στολισμένα με πολύτιμους λίθους και τέσσερα παραπετάσματα, παλιάς τέχνης, λαμπροκεντημένα με πορφύρα και χρυσό και διακοσμημένα με θαυμάσιες άγιες εικόνες).



Προτού επιχειρήσουμε να δώσουμε μια ερμηνεία για τους λόγους που ώθησαν τον αυτοκράτορα να πάει στην Αθήνα -μια απροσδόκητη επιλογή, μακριά από περιοχές στρατηγικής σημασίας-, είναι καλό να εξετάσουμε μια ακόμα πιθανή ένδειξη που σχετίζεται με την επίσκεψή του στην πόλη. Έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι ο επονομαζόμενος «Πέπλος της Βαμβέργης» απεικονίζει τη θριαμβική είσοδο του Βασιλείου στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη κατά τα έτη 1018-1019. Το ύφασμα είναι φτιαγμένο από μετάξι και στις μέρες μας βρίσκεται στην ομώνυμη γερμανική πόλη της Βαυαρίας. Στον κάμπο του απεικονίζεται ένας αυτοκράτορας που ιππεύει λευκό άλογο ενώ δύο γυναικείες μορφές του προσφέρουν από ένα στέμμα. Σύμφωνα με τις ρωμαϊκές εικονογραφικές συμβάσεις, οι γυναίκες απεικονίζουν τις (προσωποποιημένες) τύχες δύο πόλεων.  Η επικρατούσα άποψη για την ιστορία του υφάσματος είναι ότι είχε προσφερθεί ως δώρο απ’ τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ' τον Μονομάχο στον δυτικό αυτοκράτορα Ερρίκο Δ', αλλά κατέληξε να χρησιμοποιηθεί ως σάβανο του απεσταλμένου του τελευταίου, του αρχιεπισκόπου Γκίνταρ , που πέθανε στο ταξίδι του γυρισμού.

 Ο Α. GRABAR είχε κάποτε προτείνει ότι ο πέπλος απεικόνιζε τον Βασίλειο στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη. Έκτοτε όμως έχουν διατυπωθεί εναλλακτικές θεωρίες και δεν είναι εύκολο ν’ αποφανθεί κάποιος ποια είναι η ορθότερη. Έτσι, για παράδειγμα, το ύφασμα ενδέχεται ν’ απεικονίζει το θρίαμβο του Ιωάννη Τσιμισκή κατά το έτος 971 -ύστερα απ’ τη νίκη του επί των Ρως και των Βουλγάρων- και τις δύο πόλεις που καταλήφθηκαν και μετονομάστηκαν απ’ τον αυτοκράτορα (το Πρέσλαβ που πήρε την ονομασία Ιωαννούπολη και το Δορόστολον που ονομάστηκε Θεοδωρούπολη) ή ακόμα τις πόλεις που κυρίευσε ο Νικηφόρος Β' Φωκάς το 965 (την Ταρσό και τη Μοψουεστία). Έχει υποστηριχθεί ακόμα ότι και οι δύο γυναικείες μορφές προσωποποιούν την Κωνσταντινούπολη που τιμά τον Τζιμισκή. 

Η ταύτισή τους με την Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη αντίστοιχα αποτελούν πλέον μόνο μία εκδοχή ανάμεσα σε άλλες, αν και φαίνεται απίθανο να παριστάνεται η πρωτεύουσα με τρόπο που θα την εξίσωνε με την Αθήνα. Η σύνδεση ανάμεσα στον Πέπλο της Βαμβέργης και στην Αθήνα φαίνεται τελικά να μην ισχύει.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ  ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΛΔΕΛΗΣ  Ο ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ

ΗΡΩΔΗΣ Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ.

|



ΗΡΩΔΗΣ: Ο ΝΑΟΣ


Ο Ηρώδης κατεδάφισε τον Δεύτερο Ναό, που υπήρχε ακόμη, και στη θέση του έχτισε ένα θαύμα του κόσμου. Οι Εβραίοι φοβόνταν ότι θα κατέστρεφε τον παλιό Ναό και δεν θα τελείωνε ποτέ τον καινούργιο, κι έτσι συγκάλεσε μια συνάντηση όλων των πολιτών για να τους πείσει, προετοιμάζοντας κάθε λεπτομέρεια. Χίλιοι ιερείς εκπαιδεύτηκαν ως χτίστες. Ολόκληρα λιβανέζικα δάση με κέδρους υλοτομήθηκαν και οι κορμοί στάλθηκαν στη θάλασσα, κατά μήκος των ακτών. Σε λατομεία γύρω από την Ιερουσαλήμ λαξεύτηκαν συμπαγείς ογκόλιθοι, από αστραφτερό κίτρινο και σχεδόν άσπρο ασβεστόλιθο. Συγκεντρώθηκαν χίλια κάρα, αλλά οι πέτρες ήταν γαργαντουανές. Στις σήραγγες δίπλα στο Όρος του Ναού, υπάρχει μια πέτρα, μήκους 13,6 μέτρων και ύψους 3,35 μέτρων, που ζυγίζει 600 τόνους.


  Καμιά φασαρία, κανένα σφυροκόπημα δεν είχε μολύνει τον Ναό του Σολομώντα έτσι ο Ηρώδης φρόντισε να ετοιμάζονται όλα μακριά από τον χώρο και να γλιστρούν στη θέση τους αθόρυβα. Τα Άγια των Αγίων ετοιμάστηκαν σε δύο χρόνια, αλλά ολόκληρο το συγκρότημα χρειάστηκε ογδόντα χρόνια για να ολοκληρωθεί.


0      Ηρώδης έσκαψε βαθιά στον βράχο για να βάλει τα θεμέλια του Ναού, επομένως θα πρέπει να κατέστρεψε οτιδήποτε είχε απομείνει από τους Ναούς του Σολομώντα και του Ζοροβάβελ. Στα ανατολικά τον περιόριζε ο απόκρημνος Χείμαρρος Κέδρων, και, κατά συνέπεια, επεξέτεινε το πλάτωμα του Όρους του Ναού προς τα νότια, γεμίζοντας τον χώρο με μια υποδομή που την υποστύλωναν ογδόντα οκτώ κολόνες και δώδεκα αψίδες, γνωστή σήμερα ως Στάβλοι του Σολομώντα, για να δημιουργήσει μια πλατφόρμα δώδεκα στρεμμάτων, δύο φορές μεγαλύτερη από τη Ρωμαϊκή Αγορά. Σήμερα είναι εύκολο να δει κανείς το σημείο όπου συναντούσε το ανατολικό τείχος: είναι ορατό τριάντα πέντε μέτρα από τη νοτιοδυτική γωνία της πόλης, με τους ογκόλιθους του Ηρώδη στα αριστερά και τις μικρότερες κοτρόνες των Μακκαβαίων στα δεξιά.



Οι αυλές του Ναού γίνονταν όλο και μικρότερες, καθώς οδηγούσαν σε όλο και πιο ιερούς χώρους. Εθνικοί και Εβραίοι μπορούσαν να μπουν στην τεράστια Αυλή των Εθνών, αλλά ένας τοίχος περιστοίχιζε την Αυλή των Γυναικών με την εξής προειδοποιητική επιγραφή:


ΜΗΘΕΝΑ ΑΛΛΟΓΕΝΗ ΕΙΣΠΟΡΕΤΕΣΘΑΙ ΕΝΤΟΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΟ ΙΕΡΟΝ ΤΡΥΦΡΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΟΛΟΥ ΩΣ Δ’ ΑΝ ΛΗΦΘΗ ΕΑΥΤΩ,
ΑΙΤΙΟΣ ΕΣΤΑΙ ΔΙΑ ΤΟ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ ΘΑΝΑΤΟΝ

ΞΕΝΕ! ΜΗΝ ΜΠΑΙΝΕΙΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΙΓΚΛΙΔΩΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΧΩΡΙΣΜΑ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΑΟ ΑΥΤΟ ΟΠΟΙΟΣ ΣΥΛΛΗΦΘΕΙ,
ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟΣ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΠΟΥ ΘΑ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΙ


Πενήντα σκαλοπάτια οδηγούσαν σε μια πύλη που άνοιγε στην Αυλή του Ισραήλ, που ήταν προσβάσιμη σε όλους τους αρσενικούς Εβραίους• αυτό με τη σειρά της, οδηγούσε στην Αυλή των Ιερέων. Εκεί βρισκόταν το Ιερό το ίδιο το Εϊχάλ, ακριβώς πριν από τα Άγια των Αγίων. Αυτό στηριζόταν πάνω στον βράχο όπου, σύμφωνα με την παράδοση, ο Αβραάμ παραλίγο να  θυσιάσει τον Ισαάκ και όπου ο Δαβίδ είχε χτίσει τον βωμό του. Εδώ οι θυσία γίνονταν στον Βωμό των Αναθημάτων, που ήταν απέναντι από την Αυλή των Γυναικών και το Όρος των Ελαιών.


Το Οχυρό Αντωνία του Ηρώδη φρουρούσε το Όρος του Ναού στα βόρεια. Εκεί ο Ηρώδης κατασκεύασε μια δική του μυστική σήραγγα που οδηγούσε μέσα στον Ναό. Στα νότια, έφτανε κανείς στον Ναό από μια μνημειώδη σκάλα που περνούσε μέσα από τις Διπλές και Τριπλές Πύλες (Πύλες της Όλδας] και στη συνέχεια από υπόγεια περάσματα διακοσμημένα με περιστέρια και λουλούδια που κατέληγαν μέσα στον Ναό. Στα δυτικά, μια μνημειώδης γέφυρα, που ήταν επίσης και υδραγωγείο που μετέφερε νερό στα τεράστιες κρυμμένες δεξαμενές, απλωνόταν πάνω απ την κοιλάδα έως τον Ναό. Στο απλό ανατολικό τείχος του ήταν η Πύλη Σουσάν, που τη χρησιμοποιούσε αποκλειστικά ο αρχιερέας για να πάει στο Όρος των Ελαιών και να ευλογήσει την πανσέληνο ή να θυσιάσει εκείνο το σπανιότατο, ιερότατο θύμα, μια άμωμη κόκκινη δαμάλα. 


Υπήρχαν στοές με κιονοστοιχίες και στις τέσσερις πλευρές, αλλά η μεγαλύτερη ήταν η Βασίλειος Στοά, μια μεγάλη βασιλική [ορθογώνια αίθουσα] που δέσποζε σε όλο το βουνό. Γύρω στα 70.000 άτομα ζούσαν στην πόλη του Ηρώδη, στις εορτές όμως έφταναν εκατοντάδες χιλιάδες για προσκύνημα. Όπως οποιοδήποτε ιερό με μεγάλη κίνηση, ο Ναός χρειαζόταν ένα σημείο συγκέντρωσης για να συναντιούνται οι φίλοι και για να οργανώνονται οι τελετές. Αυτό ήταν η Βασίλειος Στοά.


Φτάνοντας, οι επισκέπτες μπορούσαν να κάνουν τις αγορές τους στον πολυσύχναστο εμπορικό δρόμο που υπήρχε κάτω από τις μνημειώδεις αψίδες κατά μήκος των δυτικών τειχών. Όταν ερχόταν η ώρα να επισκεφθούν τον Ναό, οι προσκυνητές έκαναν εξαγνιστικά λουτρά στα πολλά μίκβε -τελετουργικές γούρνες- που έχουν βρεθεί γύρω από τις νότιες εισόδους. Στη συνέχεια θα πρέπει να ανέβαιναν μια από τις μνημειώδεις σκάλες που οδηγούσαν στη Βασίλειο Στοά, απ’όπου έβλεπαν όλη την πόλη, προτού έρθει η ώρα για προσευχή.


Στη νοτιοανατολική γωνία, τα ψηλά τείχη και ο βράχος του Χειμάρρου των Κέδρων σχημάτιζαν μια απότομη κορυφή, το Πτερύγιο, όπου, σύμφωνα με τα Ευαγγέλια, ο Διάβολος έβαλε σε πειρασμό τον Ιησού. Στη νοτιοδυτική γωνία, απέναντι από την πλούσια Άνω Πόλη, ιερείς ανήγγελλαν την έναρξη των εορτών και του Σαββάτου την Παρασκευή το βράδυ με σάλπιγγες που θα πρέπει να αντηχούσαν στα έρημα φαράγγια. Μια πέτρα, που έριξε ο Τίτος το 70 μ.Χ., σημαδεύει το «Σημείο των Σαλπίγγων».


Το σχέδιο του Ναού, που επέβλεπε ο βασιλιάς και οι ανώνυμοι αρχιτέκτονές του (ένας τάφος βρέθηκε με την επιγραφή «Σίμων χτίστης του Ναού») έδειχνε μια ευφυή κατανόηση του χώρου. Κτήριο εκθαμβωτικό, που προκαλούσε δέος, ο Ναός του Ηρώδη ήταν «σκεπασμένος ολόκληρος με πλάκες χρυσού, και μόλις έβγαινε ο ήλιος αντανακλούσε ένα φλεγόμενο μεγαλείο» τόσο λαμπερό, που οι επισκέπτες αναγκάζονταν να αποστρέψουν το βλέμμα. Αν έφτανε κανείς στην Ιερουσαλήμ από το Όρος των Ελαιών, τον έβλεπε να ορθώνεται «σαν χιονισμένο βουνό».

Αυτός ήταν ο Ναός που γνώρισε ο Ιησούς και τον οποίο κατέστρεψε ο Τίτος. Η πλατεία του Ηρώδη έχει σωθεί ως το ισλαμικό Χαράμ αλ-Σαρίφ, και στηρίζεται σε τρεις πλευρές από τους ογκόλιθους του Ηρώδη, που εξακολουθούν να λάμπουν και σήμερα, ιδιαίτερα στο Δυτικό Τείχος, που λατρεύουν οι Εβραίοι.


Όταν το Ιερό και η πλατεία ολοκληρώθηκαν -λέγεται ότι δεν έβρεξε ποτέ κατά τη διάρκεια της ημέρας, κι έτσι οι εργασίες δεν καθυστέρησαν καθόλου-, ο Ηρώδης, που δεν μπορούσε να μπει στα Άγια των Αγίων αφού δεν ήταν ιερέας, το εόρτασε θυσιάζοντας τριακόσιους ταύρους. Είχε φτάσει το απόγειό του. Αλλά το αναντίρρητο μεγαλείο του θα ερχόταν αντιμέτωπο με τα ίδια του τα παιδιά όταν τα εγκλήματα του παρελθόντος επεστρεψαν για να στοιχειώσουν τους κληρονόμους του μέλλοντος

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ Η ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΣΑΙΜΟΝ ΣΙΜΠΑΓΚ ΜΟΝΤΕΦΙΟΡΕ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ  ΩΚΕΑΝΙΔΑ,





Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ (1722-1794) ΜΕΡΟΣ 15 " ΕΝΑΣ ΑΝΕΛΕΗΤΟΣ ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ"




ΕΝΑΣ ΑΝΕΛΕΗΤΟΣ ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ



Όσο καιρό ζούσα σέ εκείνο το μοναστήρι ή μεγαλύτερη χαρά πού ένιωθα ήταν πού έβλεπα πώς εκείνος ό οσιότατος ηγούμενος, σαν φιλεύσπλαχνος πατέρας, διοικούσε την αδελφότητα με μεγάλη Αγάπη, με πραότητα και ταπείνωση, με υπομονή και καρτερικότητα. Αν συνέβαινε κάποιος από τούς αδελφούς, σαν άνθρωπος, να αμαρτήσει σέ κάτι, και να ζητήσει συγγνώμη, αμέσως τον συγχωρούσε, διορθώνοντάς τον με πνεύμα πραότητας και τιμωρώντας τον με λόγια ψυχωφελή, ορίζοντας του και κανόνα, στο μέτρο τών δυνάμεών του. 


Γι’ αυτό και ολόκληρη ή αδελφότητα ζούσε σέ βαθιά ειρήνη, ευχαριστώντας γι’ αυτό τον Θεό. Όταν πέρασαν τρεις μήνες από τον ερχομό μου στο μοναστήρι, με εντολή τού πανιερώτατος μητροπολίτη Μολδαβίας κύρ Αντωνίου, πού άρχιεράτευε στο Τσερνίγοβ, ορίστηκε να ηγουμενεύει άλλος ηγούμενος, από άλλο μοναστήρι, άνθρωπος μορφωμένος, ό Γερμανός Ζαμπορόφσκι. Ήρθε λοιπόν στη μονή τού Λιούμπετς, στην οποία ζούσα, και άρχισε να τη διοικεί όχι όπως ό ηγούμενος πού ανέφερα παρά αυταρχικός. Όταν με τον καιρό οι αδελφοί κατάλαβαν τις διαθέσεις του τρομοκρατήθηκαν και από τον φόβο τους δραπέτευσαν από το μοναστήρι σέ άγνωστο τόπο. Συνεχίζοντας εγώ το ίδιο διακόνημα, έτρεμα μην κάνω κάποιο σφάλμα, πράγμα πού δεν απέφυγα. 

Κάποια μέρα, τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, με διέταξε να δώσω στους μάγειρες κάποιο είδους λαχανικού για την τράπεζά του. Μην έχοντας καταλάβει τί είδους λάχανο με διέταξε να δώσω, βγήκα από το κελί του και, χωρίς να τολμήσω να τον ξαναρωτήσω, διαβίβασα στους μάγειρες την εντολή. Αυτοί λοιπόν μαγείρεψαν εκείνο το λάχανο πού νόμιζαν για καλύτερο. 


Όταν ό μάγειρας το έφερε στο κελί του και το απόθεσε στο τραπέζι τον ρώτησε: «Τί λάχανο είναι αυτό;» "Όταν έμαθε από αυτόν τί έγινε, δεν είπε τίποτε, μόνο φώναξε έμενα στο κελί του, σηκώθηκε από το τραπέζι, και μου είπε: «Αυτό το λάχανο σέ διέταξα να δώσεις για την τράπεζά μου;» Και λέγοντας αυτό, τόσο δυνατά με χτύπησε στο μάγουλο, πού μόλις και μπόρεσα να στηριχθώ στα πόδια μου. Στη συνέχεια με κλώτσησε και έπεσα στο κατώφλι τού κελιού. Μόλις σηκώθηκα, μου φώναξε: «Έξω, ακαμάτη». Βγήκα έξω και έτρεμα από τον φόβο, σκεπτόμουνα δέ ότι, αν γι’ αυτό πού δεν πίστευα ότι είναι μεγάλο σφάλμα, τόσο θύμωσε με έμενα, τί θα υπέφερα αν τύχαινε και έπεφτα σέ μεγαλύτερο.


 Το ίδιο συνέβη και με τον ήγουμενιάρη πού τον υπηρετούσε, ό όποιος έμενε στο ίδιο κελί με έμενα, ό όποιος έτυχε να φταίξει σέ κάτι απέναντι του• θύμωσε και με τούς δύο μας, και καυχιόταν μπροστά σέ άλλους ότι θα μάς τιμωρήσει με άγριο ξυλοδαρμό, πράγμα πού από Αγάπη για εμάς αυτοί μάς το πληροφόρησαν. Ό υπηρέτης του, πού γνώριζε τις διαθέσεις του, φοβήθηκε μήπως συμβεί κάτι τέτοιο, και άρχισε να σκέφτεται που θα μπορούσε να καταφύγει, μού μίλησε δέ και έμενα γι’ αυτό. 

Ξεθάρρεψα και εγώ και τού εμπιστεύτηκα ότι είχα την απόφαση να φύγω από τη χώρα, να ξενιτευτώ και να ψάξω για κατάλληλο μέρος, όπου θα αξιωνόμουν να λάβω το μοναχικό σχήμα. Μόλις το άκουσε χάρηκε πολύ. Έτσι, αρχίσαμε να συζητάμε πώς να περάσουμε τά σύνορα πού ήταν ό Δνείπερος, πάνω στον όποιο, όχι μακριά, στο βουνό, βρίσκεται ή μονή τού Λιούμπετς



ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.

ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ. UNIVERSITY PRESS.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ –ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΤΑΧΙΑΟΣ