Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014

ΟΙ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΕΣ ΚΑΙ Η ΕΥΣΕΒΕΙΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ. Ο ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ.



Οι προσκυνητές και η ευσέβεια των Αθηναίων


Τα στοιχεία για τους προσκυνητές που επισκέπτονταν την Αθήνα κατά τον 12ο αιώνα διαφέρουν, ως προς ένα τουλάχιστον σημείο, από αυτά του 10ου και του 11ου αιώνα: Σχετίζονται κατά κύριο λόγο με επισκέπτες που ανήκαν στις τάξεις των λαϊκών. Οι βίοι αγίων που γράφτηκαν κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα υπήρξαν λιγοστοί, καθώς πολλοί συγγραφείς και επίσκοποι απέρριπταν τα ιδανικά και τις συμπεριφορές που ενέπνεαν την αγιολογική λογοτεχνία του παρελθόντος.  Το προσκύνημα στον Παρθενώνα, όμως, συνεχίστηκε χωρίς διακοπή, ιδιαίτερα σε τοπικό επίπεδο. Η επίσκεψη μάλιστα στην Ακρόπολη φαίνεται πως αποτελούσε θρησκευτικό καθήκον.


Τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας προέρχονται από ένα υπομνηστικόν (υπόμνημα) που συνέταξε και απέστειλε ο Μιχαήλ Χωνιάτης στον αυτοκράτορα Αλέξιο V Άγγελο, κάποια στιγμή στα χρόνια 1198- 1199. Πρόκειται, ακριβώς, για την περίοδο που προηγήθηκε της άλωσης της Κωνσταντινούπολης απ’ τους ιππότες της Δ' Σταυροφορίας, όταν ο διοικητικός, οικονομικός και στρατιωτικός ιστός της αυτοκρατορίας βρισκόταν υπό διάλυση. Ο βυζαντινός κόσμος κατέρρεε, καθώς διεφθαρμένοι αξιωματούχοι προσπαθούσαν ν’ αρπάξουν όσο περισσότερα μπορούσαν, αποσπώντας χρήματα και φόρους απ’ τις επαρχίες με εκβιαστικά μέσα. Στο υπομνηστικόν, ο Χωνιάτης διαμαρτύρεται για τον κυβερνήτη (πραίτορα) του θέματος της Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Η έδρα του βρισκόταν κανονικά στη Θήβα, ενώ η είσοδός του στην Αθήνα είχε υπό όρους απαγορευτεί με αυτοκρατορικό χρυσόβουλλο. Ο κυβερνήτης, ωστόσο, είχε καταστρατηγήσει το σχετικό διάταγμα με τη δικαιολογία ότι επιθυμούσε να προσκυνήσει στην εκκλησία της Θεομήτορος. Απ’ τη στιγμή, όμως, που εισήλθε μ’ αυτή την πρόφαση στην Αθήνα, άρχισε να καταληστεύει τους κατοίκους επιβάλλοντας φόρους, αγγαρείες και επιβαρύνσεις.


Με λίγα λόγια, ο Παρθενώνας υπήρξε τόσο σημαντικό προσκυνηματικό 
κέντρο κατά τον ύστερο 12ο αιώνα, ώστε ένας αυτοκρατορικός αξιωματούχος μπορούσε να επικαλεστεί την επιθυμία του να προσευχηθεί στο ναό ως θεμιτή αφορμή για να παραβιάσει ρητές αυτοκρατορικές εντολές. Ο Χωνιάτης αναφέρει τρεις φορές στο υπομνηστικόν του τη δικαιολογία που πρόβαλλε ο πραίτορας και δεν αρνείται σε καμιά περίπτωση ότι ήταν θεμιτή.  

Τούτο σημαίνει ότι το προσκύνημα στον Παρθενώνα αποτελούσε συχνό φαινόμενο. Ακόμα κι αν η απαγόρευση προερχόταν απ’ τον ίδιο τον αυτοκράτορα, ένας επαρχιακός κυβερνήτης μπορούσε κάλλιστα να θεωρήσει ότι το προσκύνημα αποτελούσε θρησκευτική ευκαιρία την οποία άδικα του αποστερούσαν. Όταν, μάλιστα, ο Αλέξιος Γ" ο Άγγελος έστειλε κατά τα έτη 1202-1203 τον κουνιάδο της γυναίκας του, τον Μέγαν Δούκα  Μιχαήλ Στρυφνό, για να ξεκαθαρίσει την κατάσταση, ο Μιχαήλ Χωνιάτης θεώρησε εκ των προτέρων στο προσφώνημά του ότι πρώτο μέλημα του Στρυφνού ήταν να εισέλθει στον Παρθενώνα και ν’ αντικρίσει όσα θαυμαστά υπήρχαν στο εσωτερικό του.  (Θα εξετάσουμε την περιγραφή όλων αυτών των θαυμάσιων πραγμάτων που απαριθμεί στο επόμενο κεφάλαιο.) Αργότερα στο λόγο ο Χωνιάτης απευθύνεται στη σύζυγο του Στρυφνού Θεοδώρα. Τη συγκρίνει με τις διάσημες γυναίκες του παρελθόντος, μεταξύ των οποίων και με την Αγία Ελένη, τη μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου:


«Βαδίζει στα χνάρια της Ελένης, της πιο μακάριας μέσα στις βασίλισσες και καλότεκνης, που γέννησε τον μεγάλο -μέσα στους βασιλιάδες- Κωνσταντίνο. Όπως κι εκείνη έφτασε στην Παλαιστίνη για να αντικρίσει τα θαυμαστά που βρίσκονται εκεί, έτσι κι αυτή ήρθε τώρα σε τούτο ’δώ τον τόπο για να δει την τερπνότητα της Παρθένου και να επισκεφθεί τον άγιο ναό της, να γεμίσει την ψυχή της με τις εδώ αντιλαμπές και να «απολαύσει τον Κύριο για να λάβει απ’ αυτόν ότι λαχτάρησε η καρδιά της».  Μια βασίλισσα του Νότου ταξίδεψε επίσης στην Ιουδαία από αγάπη για τη φρόνηση του Σολομώντα,  όμως αυτή εδώ έχει έρωτα για πράγματα πιο τρανά από τη σολομώντεια σοφία και θέλοντας να εμπορευθεί το πολύτιμο μαργαριτάρι  κατέβηκε από την πόλη του Βυζαντίου ίσαμε την Αθήνα και διένυσε όλη ετούτη την απόσταση σαν να 'χε φτερά, διασχίζοντας ποτάμια καραβοπέραστα και κακοτράχαλα βουνίσια μονοπάτια με τόση ευκολία, θαρρείς και την αλάφρωνε ο έρωτάς της για τα θεία.


Κατά τον Χωνιάτη, λοιπόν, η Θεοδώρα είχε διανύσει όλη αυτή την απόσταση απ’ την Κωνσταντινούπολη, αψηφώντας τους κινδύνους και τις δυσκολίες του ταξιδιού, μόνο και μόνο για να επισκεφθεί τον Παρθενώνα. 


Αντιπαραβάλλοντάς την με την Αγία Ελένη, συνέκρινε εμμέσως τον καθεδρικό του ναό με τον Τίμιο Σταυρό, αλλά και την Αθήνα με τους Αγίους Τόπους. Σ’ ένα προγενέστερο προσφώνημά του στον κυβερνήτη της Ελλάδας Νικηφόρο Προσούχο (το 1182), ο Χωνιάτης καμώθηκε παρομοίως ότι ο πραίτορας είχε προσπεράσει χωρίς χρονοτριβή όλες τις υπόλοιπες πόλεις στο δρόμο του απ’ τον φλογερό του πόθο να επισκεφθεί και να δει το ναό που ανήκε στη «φωτοδόχον και φωτοδότιδα Παρθένον και Θεομήτορα». 

 Το κατά πόσον αλήθευαν όλα αυτά, και στην πρώτη και στη δεύτερη περίπτωση, δεν έχει τόση σημασία όσο η διαπίστωση ότι ο μητροπολίτης της Αθήνας, σε μια δημόσια προσφώνησή του, μπορούσε να ισχυριστεί ότι κάτι τέτοιο συνέβαινε για χάρη του καθεδρικού ναού του και ταυτόχρονα περίμενε πως θα τον πάρουν στα σοβαρά οι αριστοκράτες και οι αριστοκράτισσες που έρχονταν για επίσκεψη απ’ την Κωνσταντινούπολη. Όπως και να ’χει, δε θα διέψευδαν δημόσια όσα υποστήριζε. Το γεγονός ότι ο Χωνιάτης θεωρούσε τα παραπάνω αναμενόμενα φανερώνει για μια ακόμα φορά την ευρεία και αδιάκοπη απήχηση που είχε το προσκύνημα στον Παρθενώνα στην Ελ-λάδα του 12ου αιώνα, καθώς μόνο υπό αυτή τη συνθήκη θα μπορούσε να γίνει πιστευτή η ρητορεία του Χωνιάτη. Αν μάλιστα λάβουμε υπό- ψη μας τη λαμπρή μεγαλοπρέπεια όσων ο Στρυφνός και ο Προσούχος αντίκρισαν κατόπιν μέσα στο ναό, δεν είναι απίθανο να πίστεψαν τελικά κι οι ίδιοι ότι έτσι είχαν συμβεί τα πράγματα (και οι δύο προσφωνήσεις κάνουν λόγο για το μυστηριώδες φως).


Όλα τα κείμενα που εξετάσαμε μέχρι τώρα καταγράφουν τις εντυπώσεις ξένων ή απευθύνονται σε επισκέπτες της πόλης. Τι συνέβαινε όμως με την ευσέβεια των ίδιων των Αθηναίων; Ένα διασκεδαστικό χωρίο που μας επιτρέπει να επεκτείνουμε τη συζήτηση σχετικά με τη θρησκευτική ζωή της Αθήνας κατά τον 12ο αιώνα προέρχεται από μια ακόμα ομιλία του Ευστάθιου Θεσσαλονίκης. Το 1177 ή το 1178 εξέφρασε δυσαρέσκεια για το ποίμνιό του γιατί δεν είχαν εμφανιστεί αρκετοί πιστοί στην εκκλησία την προηγούμενη μέρα: (= γιορτάζαμε χθες τη θεία σύναξη των πιστών, οι κληρικοί ήταν εδώ, ο ύμνος στον Θεό ψαλλόταν, οι προσευχές αναπέμπονταν, μα ήταν ξέπνοες κι έβγαιναν από λιγοστά στόματα). Ο Ευστάθιος ισχυρίστηκε ότι ντράπηκε πολύ, επειδή δύο φίλοι του που είχαν έρθει να τον επισκεφθούν -ο ένας απ’ την Κωνσταντινούπολη κι ο άλλος απ’ την Αθήνα- συνέκριναν την πενιχρή προσέλευση του εκκλησιάσματος με όσα συνέβαιναν στις πόλεις τους, όπου κανείς δεν έμενε στο σπίτι του. Αυτή δεν ήταν πραγματική πανήγυρις, είπε ο πρώτος, δεν ήταν δηλαδή «σύναξη όλων των πιστών», κι ο άλλος, που ήταν «πατριώτης Αθηνών», τον περιέλαβε συγκρίνοντας τις δύο πόλεις. Στην Αθήνα, κόμπασε, κανείς δεν έμενε σπίτι, ούτε καν τα παιδιά. «Μα θα δεχτούμε κάτι τέτοιο από δαύτους;» αναρωτήθηκε ο Ευστάθιος. Πώς μπορεί η Αθήνα, η οποία [= έχει απομείνει σαν σκιά της παλιάς της ευδαιμονίας (...) και την πήρανε τα χρόνια] να ανταγωνιστεί τη Θεσσαλονίκη, μια χριστιανική πόλη που τώρα ακόμη ανθίζει; 


Αυτή είναι η τρίτη φορά που μαθαίνουμε για την εξαιρετικά μεγάλη ευσέβεια των Αθηναίων - οι άλλες δύο ήταν στο Βίο του Νίκωνα και σ' αυτόν του Μελέτιου του Νέου, τον οποίο συνέγραψε ο Θεόδωρος Πρόδρομος. Είναι, όμως, καιρός να βάλουμε λίγο τα πράγματα στη θέση τους. Πόσο πιθανό είναι οι Αθηναίοι να υπήρξαν οι πιο ευσεβείς απ' όλους τους Βυζαντινούς, κατά την περίοδο τουλάχιστον που μεσολαβεί απ’ τα μέσα του 9ου ως τα τέλη του 12ου αιώνα; Το στοιχείο που συνηγορεί υπέρ αυτού του συμπεράσματος συνίσταται στο γεγονός ότι τα τρία κείμενα που προέβαλλαν τον συγκεκριμένο ισχυρισμό είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι κανείς απ’ τους τρεις συγγραφείς δεν είχε επισκεφθεί ποτέ την Αθήνα. Αυτός που συνέγραψε το Βίο του Νίκωνα τοποθετεί τον Παρθενώνα στον Πειραιά, ενώ τα επιχειρήματα του Αθηναίου φίλου του Ευστάθιου προδίδουν προκατάληψη - προκατειλημμένος, άλλωστε, ήταν κι ο ίδιος ο Ευστάθιος. Οι Βυζαντινοί ιεροκήρυκες συνήθιζαν να συγκρίνουν δυσμενώς το εκκλησίασμά τους με ξένους -είτε επρόκειτο για άλλους χριστιανούς, είτε για ειδωλολάτρες και αιρετικούς- με σκοπό να παροτρύνουν τους πιστούς να επιδείξουν μεγαλύτερη ευσέβεια ή να προσέχουν περισσότερο μέσαστην εκκλησία. 


Οι Αθηναίοι δε φαίνεται ν’ αποτελούσαν εξαίρεση, αν πιστέψουμε τουλάχιστον τον Χωνιάτη, τον μοναδικό μάρτυρα που γνώριζε τα πράγματα από πρώτο χέρι. Ακόμα κι αυτός παραπονιόταν ότι τα μέλη του ποιμνίου του δεν αρέσκονταν να πηγαίνουν στην εκκλησία και προέβαλλαν ευφάνταστες δικαιολογίες, ενώ δεν έδιναν σημασία στα κηρύγματά του. Σ' ένα από αυτά, έφτασε στο σημείο να ισχυριστεί ότι οι Κέλτες (Γάλλοι), οι Γερμανοί και οι Ιταλοί, αυτοί οι βάρβαροι, ήταν πιο κόσμιοι στην εκκλησία απ’ τους Έλληνες. Επρόκειτο, λοιπόν, για προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι επίσκοποι παντού και πάντα, και όλοι τους -μηδέ του Χωνιάτη εξαιρουμένου- προσπαθούσαν να ξυπνήσουν την αιδώ στο εκκλησίασμά τους, εγκωμιάζοντας τις καλές συνήθειες των άλλων.


Απομένουν λοιπόν τα εγκώμια για την αθηναϊκή ευσέβεια απ' το συγγραφέα του βίου του Νίκωνα και απ’ τον Πρόδρομο. Αν όμως εξετάσουμε προσεκτικότερα τις περιγραφές αυτές, ίσως αρχίσει να γεννιέται η υπόνοια ότι η αναφερόμενη ευσέβεια των Αθηναίων αποτελούσε περισσότερο προϊόν προσωπικής εκτίμησης των δύο συγγραφέων, που βασιζόταν στο γεγονός ότι οι κάτοικοι της Αθήνας είχαν στην πόλη τους μια ξακουστή χριστιανική εκκλησία: τον Παρθενώνα. Οι Αθηναίοι υπήρξαν κάποτε διαβόητοι για την αφοσίωσή τους στα είδωλα, το γεγονός, όμως, ότι συναθροίζονταν πλέον σ’ έναν τόσο σπουδαίο ναό για να δοξάσουν τη Θεομήτορα φανέρωνε ότι είχαν απαρνηθεί ολότελα τις παλιές τους συνήθειες ήταν πλέον τόσο θεοσεβούμενοι, όσο αμετανόητα ειδωλολάτρες είχαν υπάρξει στο παρελθόν. Κοντολογίς, η φήμη του Παρθενώνα στον βυζαντινό κόσμο (αλλά και πέρα απ’ αυτόν) αύξανε την εκτίμηση προς τους ίδιους τους Αθηναίους. Για την πόλη -αν μας επιτρέπεται μια σύντομη παρέκβαση-, αυτή ήταν η δεύτερη καθοριστική ειρωνική τροπή που έπαιρνε η ιστορία της. 

Ο μετέπειτα αυτοπροσδιορισμός της Αθήνας ως έδρας των φιλοσόφων -της πόλης δηλαδή που αν και είχε κάποτε καταδικάσει σε θάνατο τον Σωκράτη, ήκμασε στους ρωμαϊκούς χρόνους, εν πολλοίς χάρη στο φιλοσοφικό της κύρος- στάθηκε η πρώτη ειρωνική στιγμή της ιστορίας της. Η δεύτερη ήταν ετούτη, όταν δηλαδή το κέντρο αυτό της φιλοσοφίας των εθνικών, η πιο απαρασάλευτα ειδωλολατρική πόλη της ύστερης αυτοκρατορίας έγινε ξακουστή για τη χριστιανική της ευσέβεια και δεχόταν επισκέπτες απ’ όλα τα μέρη του γνωστού κόσμου χάρη στο χριστιανικό της ιερό - το ναό δηλαδή της πάλαι ποτέ πολιούχου θεάς της, ο οποίος είχε πλέον αποδοθεί στη νέα λατρεία. Και οι δύο αυτές μεταμορφώσεις εμπεριείχαν ένα στοιχείο παράτολμου θράσους, που ίσως εξηγεί την εκπληκτική τους επιτυχία. Ημίμετρα και απολογητικές συμπεριφορές δε θ’ αρκούσαν επ’ ουδενί. Στα μάτια ορισμένων η Αθήνα είχε μετατραπεί στη χριστιανικότερη πόλη της αυτοκρατορίας, έχοντας σφετεριστεί τη θέση της Κωνσταντινούπολης ως της προεξάρχουσας πόλης της Θεοτόκου.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Ο ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ. ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΛΔΕΛΗΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.