Ομιλίες, Βυζαντινοί ύμνοι, Παρακλήσεις, Απολυτίκια, Βιβλία, Βίντεο, Λειτουργικές Κατηχήσεις, Φωτογραφίες, Αγιογραφίες....
Σάββατο 30 Απριλίου 2016
Παρασκευή 29 Απριλίου 2016
ΣΥΓΚΙΝΗΜΕΝΟΙ ΘΕΑΤΕΣ. ΠΑΤΗΡ ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΝΑΝΟΣ.
ΣΥΓΚΙΝΗΜΕΝΟΙ ΘΕΑΤΕΣ
Τα Πάθη του Χριστού,
κανείς να νιώσει
δεν μπορεί.
Είναι ο Χριστός!
Και ποιος μπορεί
να πει
ότι Τον νιώθει;
Μονάχα όσοι πονούν,
μόνο αυτοί, κάπως,
λίγο,
μπορούν να μπουν
στα μέτρα Του,
και να συντονιστούν
σ’ ένα βαθμό
μαζί Του.
Όσοι αδικούνται,
συκοφαντούνται,
δέχονται προσβολές,
βρισιές,
χαστούκια ή ξύλο,
ή διωγμούς, κατατρεγμούς,
φτώχεια, πείνα,
εξορίες, χωρισμούς,
και θάνατο...
Μονάχα αυτοί.
Εμείς οι άλλοι,
απλά έναν οίκτο
νιώθουμε
για τον Ιησού,
τον ¨καημένο¨,
όπως στα σήριαλ,
που στάζει
κανα δάκρυ
πότε πότε.
Οι πονεμένοι
αυτών των ημερών,
που νιώθουν
την Αγάπη Του,
ας ευχηθούνε
και για μας,
τους «συγκινημένους θεατές»
του πεντάλεπτου.
ΜΙΚΡΟΙ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΘΑΝΑΤΟΙ. ΠΑΤΗΡ ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΝΑΝΟΣ.
ΜΙΚΡΟΙ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΘΑΝΑΤΟΙ
Όλες αυτές τις μέρες
του Πάθους Σου, Κύριε,
με συγκινεί πολύ
η αφοβία Σου
μπροστά
στον όποιο θάνατο.
Γιατί, νιώθω,
ότι δεν πέθανες
μονάχα στο Σταυρό,
Χριστέ μου.
Έζησες και σε δόσεις
την πίκρα του θανάτου
σ’ όλη σου τη ζωή.
Θάνατος ήταν κι όταν δεν σε καταλάβαιναν.
Και τ’ άγια λόγια Σου παρανοούσαν.
Κι όταν ¨αγύρτη¨ σε καλούσαν.
Κι όταν ως πλάνο σ’ έδιωχναν.
Κι όταν ¨δαιμονισμένο¨
Εσένα (!) έλεγαν.
Κι όταν οι μαθητές Σου ζήταγαν πρωτεία.
Κι όταν φωτιά να πέσει πρότειναν,
σ’ αυτούς που σε απέρριπταν.
Κι όταν ο Ιούδας έχασε το ζήλο του
και πάγωσε.
Κι ο Πέτρος σε αρνήθηκε.
Ενώ πριν λίγο έδινε όρκους αιώνιας αγάπης.
Κι ο κόσμος όλος φώναζε λόγια σκληρά εναντίον Σου.
Τη μια στα ουράνια Σε ανέβαζαν.
Την άλλη αλύπητα
να Σε σταυρώσουν ήθελαν.
Όλα αυτά,
θάνατοι μικροί,
να σου ξεσκίζουν
την ψυχή.
†. Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ Αὐτοτελές διήγημα ἀπό: τό σταυροδρόμι τῆς καρδιᾶς μου.
Ὁ Μάριος ὁ Σεβντάς δέν ἐνδιαφερόταν βέβαια τόσο γιά τά χελιδόνια, ἀλλοῦ ἦταν στραμμένα τά ἐνδιαφέροντά του. Ὁπωσδήποτε, ὅμως, χάρηκε φέτος γιά τό Πάσχα πού γιορταζόταν μαγιάτικα. Ὁ Μάριος δέν ἦταν κάποια ἔκτακτη προσωπικότητα πού θά ἔκανε κάποιον νά ἀσχοληθεῖ μαζί του. Ἀλλά χωρίς νά τό καταλάβει εἶχε κάνει ὅλο τό Νιχώρι νά ἀσχολεῖται μαζί του. Σ᾿ αὐτό τό χωριό τοῦ ἄνω Βοσπόρου, ὁ Μάριος κατεῖχε μιά θέση δική του. Μιά θέση μοναδική. Ἦταν ὁ γελωτοποιός τοῦ χωριοῦ. Χωρίς νά τό θέλει. Χωρίς νά τό ἐπιδιώκει. Ὅλοι γελοῦσαν μαζί του καί μόνο πού τόν ἔβλεπαν. Τόν εἶχαν λίγο γιά χαζό, λίγο γιά κουτό καί λίγο γιά τεμπελάκο, ἀφοῦ δέν ἔκανε μιά συγκεκριμένη ἐργασία. Ἄλλοτε καθάριζε ἕναν κῆπο, ἄλλοτε ἔκανε τά ψώνια κάποιας κυρᾶς. Δουλειές ὅλες τοῦ ποδαριοῦ. Φτωχοζοῦσε. Δέν τόν ἔνοιαζε ὅμως. Ὅλοι γελοῦσαν μαζί του. Τόν πείραζαν. Ἐκεῖνος ποτέ δέν θιγόταν. Πάντα εἶχε καί μιά ἀπάντηση εὐτράπελη, χαριτωμένη.
- Μάριε, θά πᾶς σήμερα γιά ψώνια;
- Ὁ Μάριος δέν πάει ἁπλῶς γιά ψώνια, εἶναι ψώνιο, ἀπαντοῦσε ἐκεῖνος. Τόν ρωτοῦσαν:
- Μάριε, πόσα χρόνια πῆγες σχολεῖο;
- Πηγαίνω κάθε μέρα ἀφοῦ σχολάζω ἀπό κάθε δουλειά, ἔλεγε ἐκεῖνος. Ἄλλοτε τοῦ ὑπέβαλαν τό δύσκολο ἐρώτημα:
- Ποιός εἶναι ὁ πιό σπουδαῖος στό χωριό;
- Ὅποιος κάνει τά πιό σπουδαῖα πράγματα χωρίς νά τόν βλέπει κανείς, ἀπαντοῦσε ἐκεῖνος.
Εἶναι ἀλήθεια πώς αὐτά πού ἔλεγε δέν ἦταν πάντα ἀστεῖα. Ἀλλά τό χωριό εἶχε συνηθίσει νά γελάει. Μόνο ὁ παπά Ἀντώνης, ἐφημέριος τοῦ Ἁγίου Νικολάου, τόν ἄκουε μέ προσοχή. Μερικές φορές, μάλιστα, ἔλεγε ὁ εὐλογημένος αὐτός ἱερέας:
- Αὐτός δέν εἶναι ἠλίθιος. Λέει ἀλήθειες. Ὁ Θεός, βέβαια, γνωρίζει πιό καλά.
Πράγματι, μόνο ὁ Θεός πρέπει νά γνώριζε τήν ἀρετή τοῦ Μάριου. Μιά ἀρετή πού φωλιάζει μέσα στήν καρδιά μερικῶν ἀνθρώπων καί κανείς δέν τήν ἀναγνωρίζει. Μιά ἀρετή πού ἔχει ἀπαίτηση νά πεῖ στόν ἄλλο ἀλήθειες χωρίς νά τόν θίξει. Προτιμᾶς τότε νά σέ θεωρήσει ὁ ἄλλος τρελό, παρά νά τόν τρελάνεις.
Ἐκείνη, λοιπόν, τή χρονιά, ὁ Μάριος εἶχε χαρά μεγάλη γιά τό καθυστερημένο Πάσχα. Τό ἔλεγε, ἐξάλλου, παντοῦ.
- Γιατί Μάριε χαίρεσαι γιά τό καθυστερημένο Πάσχα;
- Μά ἐπειδή κεντάω. Πρέπει νά τελειώσω τό κέντημα.
Κι ὅλα τά παιδιά γύρω ἔσκαγαν στό γέλιο.
- Τί σχέση ἔχει τό κέντημα μέ τό Πάσχα; ρώτησε ὁ Μανώλης ὁ μανάβης, πού ἦταν γνωστός γιά τό ἀντιεκκλησιαστικό του φρόνημα.
- Ὅση σχέση ἔχεις καί σύ μέ τήν Ἐκκλησία, τοῦ ἔλεγε ὁ Μάριος, καμιά καί μεγάλη.
Τή σχέση, βέβαια, πού εἶχε τό κέντημα μέ τό Πάσχα τή γνώριζε καλά ὁ Μάριος. Πρίν τρία χρόνια, στήν περιφορά τοῦ ἐπιταφίου, μερικά ἀπρόσεκτα παιδιά εἶχαν κάψει, παίζοντας, μιά μεγάλη ἄκρη τοῦ ἐπιταφίου. Εἶχε στενοχωρηθεῖ πολύ κι ὁ παπά Ἀντώνης. Πῶς θ᾿ ἀγόραζε καινούργιο ἐπιτάφιο; Τά ἔσοδα τοῦ ναοῦ ἦταν μετρημένα. Μόλις καί κάλυπταν τίς βασικές ἀνάγκες. Στό τέλος τό ξεπέρασε. Δέν πειράζει, μιά φορά τό χρόνο ἦταν. Θά κάλυπτε μέ λουλούδια τό καμμένο μέρος. Κανείς δέν θά τό ᾿βλεπε. Ὁ Μάριος, ὅμως, τό τόνισε:
- Δέν μπορεῖ νά εἶναι τρύπιος ὁ ἐπιτάφιος. Ἀρκετά ὅσα ἔκαναν οἱ ἑβραῖοι στό Χριστό.
Ἔπρεπε κάτι νά γίνει. Χρήματα δέν εἶχε. Ἀλλά εἶχε χέρια. Κάποτε δούλευε στό Πέρα πλάι σ᾿ ἕναν τεχνίτη κεντημάτων. Θά προσπαθοῦσε. Γιά τό Χριστό θά τό ἔκανε. Δέν μποροῦμε κι ἐμεῖς νά μαρτυροῦμε γιά τό Χριστό; Θά εἶχε κόπο αὐτή ἱστορία. Ὑπολόγιζε τρία χρόνια. Ἔπρεπε νά γίνει τέλειος. Ἐπιτάφιος θά ἦταν. Μεράκι χρειαζόταν. Ἀγάπη καί σεβντάς μέ μεράκι.
Γιά Ἐκεῖνον ὅμως θά τό ᾿κανε. Τρία χρόνια. Δέν πειράζει. Ἐκεῖνος εἶχε κατέβει τρεῖς μέρες στόν Ἅδη. Τί εἶναι τρία χρόνια δουλειᾶς γιά τό Χριστό; Σ᾿ ὅλη τή ζωή μας ἔπρεπε νά δουλεύουμε γι᾿ Αὐτόν. Τρία χρόνια λίγα ἦταν.
- Βρέ Μάριε, πῶς πάει τό κέντημα; τόν ρωτοῦσαν στό χωριό, χωρίς καί οἱ ἴδιοι νά γνωρίζουν γιά ποιό κέντημα ἦταν ὁ λόγος.
- Θά καταλάβεις πῶς πάει ἄν κεντήσεις στήν καρδιά, στό νοῦ καί στό σῶμα σου τό Χριστό, ἀπαντοῦσε ὁ Μάριος.
- Πῶς θά Τόν κεντήσω;
- Τί εἶμαι ἐγώ; Ἐκκλησία; Τί μέ ρωτᾶς; Νά πᾶς σέ κανένα πνευματικό νά δεῖς καί τό κεντητό τό πετραχήλι του καί θά καταλάβεις τί ἐννοῶ, ἀπαντοῦσε ὁ Μάριος.
Ὅλο τό χωριό γελοῦσε μέ τό μυστήριο αὐτό κέντημα. Τί τρέλα ἦταν πάλι κι αὐτή; Τά παιδιά στό δρόμο τοῦ χωριοῦ τό γλεντοῦσαν μέ τό κέντημα. Τήν ἔπαθε, βέβαια, μέσα σ᾿ αὐτή τήν ἔξαψη τῆς φαντασίας, κι ἡ κυρά Κούλα ἡ Πρίφταινα. Κεντοῦσε μιά μέρα, στήν πόρτα τῆς αὐλῆς τοῦ σπιτιοῦ της, κάτι τσεβρέδες. Μόλις τά παιδιά τήν εἶδαν, ἄρχισαν νά φωνάζουν.
- Τό κέντημα, τό κέντημα. Ἔχει ἀπό τήν τρέλα τοῦ Μάριου.
Εἶχε γίνει πολύ ἀναξιοπρεπές τό νά κεντᾶς. Ὅλοι, μόλις ἔβλεπαν ἕνα κέντημα, ἔφερναν στό νοῦ τους τό Μάριο. Καί τότε, ἀμέσως, σέ κατέτασσαν στή συνομοταξία τῶν τρελῶν. Καί τρελός δέν θά ᾿θελε κανείς νά εἶναι.
Τρία χρόνια ὁ Μάριος δεινοπάθησε ἀπό τίς κοροϊδίες. Τρία χρόνια δούλεψε σκληρά. Ἀσκήθηκε. Ξεπέρασε τόν ἑαυτό του. Ἄς γελοῦσαν ὅλοι μαζί του. Δέν τόν πείραζε. Αὐτός δούλευε μυστική ἐργασία γιά τό Χριστό. Γιά τόν τάφο Του. Τί πιό μεγάλο μποροῦσε νά κάνει; Ὅταν μιά μέρα θά πέθαινε, θά ᾿βλεπε μπροστά του, μέσα στόν τάφο του, τό Χριστό. Τί θά Τοῦ ἔλεγε; Πῶς θά Τόν ἔβλεπε; Ἔπρεπε νά προετοιμαστεῖ γιά τόν τάφο του. Ἔπρεπε νά τόν κεντήσει ἀπό τώρα στή ζωή του. Τήν ἡμέρα ὅλοι γελοῦσαν μ᾿ αὐτόν. Καί τό βράδυ ἐκεῖνος, πάνω ἀπό τόν ἐπιτάφιο, ἔκλαιγε γιά ὅλους. Γιά ὅλα. Κάθε βελονιά καί δάκρυ. Κάθε βελονιά καί ἕνας τάφος. Αὐτός ὁ ἐπιτάφιος ἦταν πραγματικός ἐπιτάφιος. Δουλεμένος μέ δάκρυα, γιά τόν κόσμο, γιά τίς ἁμαρτίες του.
- Πῶς πάει τό κέντημα, Μάριε; ρωτοῦσαν οἱ φίλοι του.
- Βρεγμένο εἶναι, ἀπαντοῦσε ἐκεῖνος, καί τά γέλια τράνταζαν τό γύρω χῶρο.
Τρία χρόνια κεντοῦσε ὁ Μάριος. Κι ἔγινε σάν τίς μυροφόρες, τή Μαρία τή Μαγδαληνή, τή Μαρία τοῦ Κλωπᾶ, τήν ἄλλη Μαρία. Καί ᾿κεῖνος Μάριος λεγόταν. Μύρα δέν εἶχε νά γίνει μυροφόρος. Τό κέντημα, ὅμως, φέτος θά τό τελείωνε. Εὐτυχῶς καί τό Πάσχα ἦταν καλοκαιρινό. Εὐτυχῶς καί τά χελιδόνια ἦρθαν πρίν ἀπό τό Πάσχα.
Ἦρθε ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Ὅλα ἦταν φωτεινά. Ἡ ἄνοιξη στό ἀποκορύφωμά της. Κι ὁ Μάριος ἕτοιμος. Ἕτοιμος γιά νά καταθέσει τόν ἐπιτάφιο ἐκεῖ πού ἔπρεπε. Τρία χρόνια καί ἡ ζωή του εἶχε γίνει τάφος. Γιά τό Χριστό δούλευε. Ὁ κόσμος πιό πολύ τόν κορόιδευε. Ὁ τρελός, ὁ ἠλίθιος, ὁ κουτός. Ναί, αὐτός ἦταν. Δέν μποροῦσε ἕνα χωριό νά ἔχει ἕναν καμμένο ἐπιτάφιο. Γιά τό χωριό δούλευε. Γιά νά ἔχουν τό Χριστό.
Τή Μεγάλη Παρασκευή τό πρωί ὁ Μάριος πῆρε τόν ἐπιτάφιο στήν πλάτη του. Καί βγῆκε στό δρόμο. Ἄρχισε νά γυρνάει γύρω γύρω στίς πλατεῖες καί στούς δρόμους ψάλλοντας τό «ἡ ζωή ἐν τάφῳ». Τό χωριό σηκώθηκε στό πόδι. Τί τρέλα ἦταν πάλι κι αὐτή;
- Μάριε, τό βράδυ θά βγεῖ ὁ ἐπιτάφιος, τί κάνεις ἐκεῖ;
- Ἀνοίγω δρόμο στό Χριστό. Γιά νά μήν σᾶς ἔρθει ξαφνικά τό βράδυ καί δέν τόν προλάβετε. Γιά νά ἑτοιμάζεστε ἀπό τώρα. Τάφος θά περάσει ἀπό δῶ τό βράδυ. Πρέπει νά προετοιμαστεῖς γιά νά τόν ἀντέξεις.
Ἡ «ζωή ἐν τάφῳ», καί πάλι καί ξανά. Μέχρι πού ἔφτασε στήν ἐκκλησία. Μπῆκε στό ἱερό τήν ὥρα πού ἀνεγιγνώσκοντο οἱ μεγάλες Ὧρες. Στάθηκε μπροστά στόν παπά Ἀντώνη.
- Πάρε αὐτό ἀπό ἕναν τρελό καί χαζό. Ἕνας τάφος ὅπως πρέπει γιά τό Χριστό. Ὅσο τόν ἔφτιαχνα τόσο πιό πολύ ξεκουραζόμουν. Μήν πεῖς σέ κανένα πώς ἐγώ τόν ἔφτιαξα. Στόν τάφο του ὁ καθένας εἶναι μόνος μπροστά στό Χριστό. Οὔτε οἱ ἔπαινοι τῶν ἀνθρώπων, μά οὔτε καί ἡ κοροϊδία τους ἔχουν σημασία. Σημασία ἔχει νά κεντήσεις κάτι γιά τό Χριστό στή ζωή. Συγχώρα με τόν τρελό, χρονιάρα μέρα καί σέ διδάσκω. Ἐγώ ὁ ἀγράμματος. Ἐγώ ὁ ἠλίθιος, ὁ χαμένος. Κάνε μιά προσευχή γιά μένα.
Ἐκεῖνο τό βράδυ ἡ περιφορά τοῦ ἐπιταφίου ἔγινε μέ λαμπρότητα. Ὁ καινούργιος ἐπιτάφιος φάνταζε μέ μεγαλοπρέπεια. Ὁ πατήρ Ἀντώνιος κατά τή διάρκεια τῆς περιφορᾶς, ἔνιωσε πολλές φορές εὐωδία ἀνέκφραστη νά τόν περιτυλίγει. Ὁ ἐπιτάφιος εἶχε πάνω του λουλούδια. Μά ποτέ λουλούδια δέν μύρισαν τόσο ὡραῖα, τόσο οὐράνια. Στό τέλος τῆς πομπῆς κι ὁ Μάριος, ὁ μυροφόρος, ὁ Σεβντάς.
- Μάριε, τί κεντᾶς;
- Οὔ, τώρα πιά τελείωσε, τό πῆρε τό κέντημα ὁ Χριστός στόν τάφο Του. Μήν τά ρωτᾶς. Κάνε καμιά προσευχή καί γιά μένα τόν τρελό. Κάνε μιά προσευχή γιά νά ᾿χουμε καλή ζωή «ἐν τάφῳ».
† π.Κ.Σ.
Πηγή: Αὐτοτελές ἀπόσπασμα μέσα ἀπό το βιβλίο «Τό σταυροδρόμι τῆς καρδιᾶς μου», Σελίδες 41-48, ἐκδόσεις «Φιλοκαλία», Μάϊος 2002
Οι Όσιοι Παρθένιος και Ευμένιος του Κουδουμά.
Από τον πρόλογο του Πάπα και Πατριάρχου Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής Θεοδώρου του Β΄
……… Οι Άγιοι αυτάδελφοι Παρθένιος και Ευμένιος ξεχωρίζουν μεταξύ των Κρητών ασκητών και Οσίων της Πίστεως μας. Όλη τους η επί της γης βιωτή υπήρξε «ηγιασμένη Θεώ», δηλαδή εντελώς αφιερωμένη στο Θεό, στη λατρεία Του, αλλά και τη παραμυθία των αδελφών. Ο μοναχικός τους βίος, κάθε φορά που αναγιγνώσκεται, συγκινεί και κατευφραίνει τις φιλόθεες ψυχές. Αναδύει ένα ιδιαίτερο πνευματικό άρωμα, το οποίο αποτελεί πηγή ιαμάτων, αγιασμού και ευωδίας της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. ……
Πέμπτη 28 Απριλίου 2016
Μαθητεία στον σταυρό. π. Αντώνιος Ρωμαίος
"Οι περισσότεροι από τους χριστιανούς, αν και είμαστε μέλη της Εκκλησίας, βιώνουμε την πίστη μας θρησκευτικά. Δοξάζοντας τον Θεό και λατρεύοντάς Τον, επιδιώκουμε να καρπωνόμαστε προφύλαξη από τον θάνατο, την αρρώστια, τη φτώχεια, την κοσμική αποτυχία και όλα τα σχετικά δεινά που απειλούν την επίγεια ευδαιμονία μας. Είμαστε χρήστες του Χριστού και όχι ομόζυγοι Χριστού. Κάθε φορά πού νομίζουμε ότι Εκείνος δεν φροντίζει για τη διατήρηση της επίγειας ευτυχίας μας, Τον αφήνουμε και αναζητούμε επικερδή υποκατάστατα πού θα μας βοηθήσουν να κτίσουμε τον επίγειο παράδεισό μας. Προσκυνούμε τον σταυρωμένο Κύριο και Του ζητούμε να μας απαλλάξει από τον προσωπικό σταυρό μας, δηλαδή να μην επιτρέψει να επιτύχουμε τη χριστοποίησή μας.
Αλλά αν δεν περάσουμε χριστοειδώς την προσωπική δοκιμασία μας, στην προσωπική μας Γεθσημανή, αν αυτοπροαίρετα δεν επιλέξουμε να πληρώσουμε με τον υπαρξιακό αφανισμό μας την εν Χριστώ υπόστασή μας, δεν είναι δυνατό να έχουμε σωτήρια ζωή και σωτήριο θάνατο".
Ο θεός δεν θέλει τον πόνο των ανθρώπων. Ζαν Κλωντ Λαρσέ.
Ο Θεός δεν είναι αίτιος του πόνου ούτε θέλει οι άνθρωποι να πονάνε. Επίσης ο πόνος δεν είναι η τιμωρία με την οποία ο Θεός τιμωρεί τον άνθρωπο για την αμαρτία του. Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής τονίζει ότι ο Θεός έπλασε το σώμα, αλλά όχι την ασθένεια. «Την εσωτερική μεταβολή της φύσης προς το πάθος, τη φθορά και τον θάνατο δεν την δέχθηκε ο άνθρωπος από τον Θεό». Η αυτονόμηση του ανθρώπου από τον Θεό, η αμαρτία δηλαδή, είναι η αρχή της φθοράς, του πόνου και του θανάτου. Στην κατάσταση της αρχέγονης δικαιοσύνης, στην προ της πτώσεως εποχή, δεν υπάρχει, ούτε φθορά, ούτε πόνος, ούτε θάνατος, αλλά ζωή και περίσσευμα ζωής και προς αυτή την πραγματικότητα έρχεται ο Θεός με την ενανθρώπισή Του να θεραπεύσει και να οδηγήσει τον άνθρωπο "ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος".
Με το πρόβλημα του πόνου, την προέλευσή του, τις συνέπειές του και το νόημά του μέσα στη ζωή του ανθρώπου ασχολείται το πολύ ενδιαφέρον αυτό βιβλίο του Ζαν Κλωντ Λαρσέ. Ο εκλεκτός Γάλλος Ορθόδοξος Πατρολόγος με μια εκπληκτική ενάργεια εισδύει σε όλο το πρόβλημα του πόνου, σε κάθε πλευρά του, σε όλο το βάθος του, λες και δεν θέλει να αφήσει γωνιά του ανεξερεύνητη, στην προσπάθειά του να απαντήσει στο ερώτημα "γιατί υπάρχει ο πόνος στη ζωή μας;", να αναζητήσει το νόημά του και να καταδείξει από πότε αρχίζει η συμπόρευση του πόνου με την ανθρώπινη βιοτή.
Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΣΕΡΓΙΟΣ ΣΜΥΡΝΩΦ (1893- 1937) ."- Αυτό δεν θα το κάνω ποτέ. Ποτέ! Είμαι ιερέας, γιός ιερέα και δισέγγονος ιερέα. Θα παραμείνω ιερέας! "
Ο
Ίερομάρτυς Σέργιος (Σμυρνώφ)
ΣΤΙΣ
15 Ιουνίου του 1893 και στο χωριό Μπορόκ της επαρχίας Γιαροσλάβλ γεννήθηκε ό
ίερομάρτυς Σέργιος. Ήταν γιός του Ιερέα π. Ίωάννου Σμυρνώφ. Τελείωσε την Παιδαγωγική
Σχολή Ριμπίνσκι και διορίστηκε δάσκαλος στο χωριό του.
Δύο
χρόνια αργότερα, αποφασίζοντας ν’ αφιερώσει τη ζωή του στη διακονία τού Θεού και
του λαού Του, γράφτηκε στο Εκκλησιαστικό Σεμινάριο του Γιαροσλάβλ.
Σε
ηλικία είκοσι έξι ετών, αφού είχε ήδη αποφοιτήσει από το Σεμινάριο, νυμφεύθηκε μια
ευσεβή νεαρή χωρική, την Ελπίδα, και αμέσως μετά χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Διορίστηκε εφημέριος σε μια φτωχή ενορία, στο χωριό Σανίκοβο, σαράντα
χιλιόμετρα μακριά από το δικό του χωριό. Ό ναός δεν διέθετε οίκημα για τον
ιερέα. Ό π. Σέργιος μέ τη βοήθεια του πεθερού του Ματθαίου αγόρασε ένα μικρό
σπίτι, όπου έμεινε για δεκαπέντε περίπου χρόνια. Στο διάστημα αυτό απέκτησε τέσσερα
παιδιά. Αποδείχθηκε λαμπρός ποιμένας και διακρίθηκε για την απέραντη φιλοπτωχία
του. Συχνά έμενε νηστικός, δίνοντας σε κάποιον πεινασμένο ακόμα και το τελευταίο
κομμάτι ψωμί πού του είχε απομείνει, αφού πρώτα είχε μοιράσει στούς φτωχούς τά
λίγα τρόφιμά του.
Το
1935 οι σοβιετικές αρχές του επέβαλαν βαρύ φόρο, τον όποιο, λόγω της φτώχειας
του, δεν μπορούσε να πληρώσει. Γι' αυτό του πήραν το σπίτι και τον πέταξαν στον
δρόμο μέ την οικογένεια του. Άρχισαν να περιπλανιούνται από το ένα σπίτι στο
άλλο, καθώς οι χωρικοί, πού τούς παρείχαν στέγη, δεν τούς κρατούσαν για πολύν
καιρό, από φόβο μήπως περιπέσουν στη δυσμένεια των αρχών.
Κάποια
μέρα ένας ενορίτης πρόσφερε στον πάμφτωχο π. Σέργιο τρία κιλά σίκαλη, κι εκείνος
δανείστηκε ένα γουδί για να την κοπανίσει. Ένας άθεος χωρικός, πού το έμαθε,
έσπευσε να καταγγείλει στις αρχές πώς ό Ιερέας του χωριού παράγει και εμπορεύεται
κρυφά αλεύρι από σίκαλη! Έτσι, ό π. Σέργιος συνελήφθη και καταδικάστηκε σε
εγκλεισμό ενός έτους σε Σωφρονιστικό Στρατόπεδο Εργασίας .
'Όσο
ήταν στη φυλακή, το Σανίκοβο εκκενώθηκε από τούς κατοίκους του, οι όποιοι
μεταφέρθηκαν από τά όργανα τού κράτους σε άλλα χωριά της περιφέρειας. Στη θέση
τού χωριού υψώθηκε μια τεράστια δεξαμενή νερού. Έτσι, όταν τον Αύγουστο τού
1936 απολύθηκε από το στρατόπεδο, ό π. Σέργιος έφυγε για το Τβέρ. Ό ιεράρχης
της επαρχίας Θαδδαίος τον διόρισε εφημέριο στον Ναό της Υψώσεως του Τίμιου
Σταυρού του χωριού Τέμπλισι, όπου τον Απρίλιο του 1937 ήρθε και ή οικογένεια
του. Εκεί, σ’ ένα σπιτάκι πού τούς παραχώρησε ή ενορία, έστησαν και πάλι το πενιχρό
τους νοικοκυριό, ελπίζοντας να ζήσουν στο έξης ειρηνικά. Δυστυχώς, όμως, ή
γαλήνη και ή ηρεμία δεν κράτησαν παρά μόνο έξι μήνες.
Στις
μαζικές συλλήψεις, στις όποιες προέβη το καθεστώς την περίοδο εκείνη,
συμπεριλήφθηκε και ό π. Σέργιος. Συνελήφθη στις 11 Οκτωβρίου του 1937 και
οδηγήθηκε στις φυλακές πού υπήρχαν στο Κεβερίτσι, κεφαλοχώρι της περιφέρειας.
Κατά
την εξονυχιστική έρευνα, πού διενεργήθηκε την ίδια μέρα στο σπίτι του, αφαιρέθηκαν
όλα τά προσωπικά του είδη, ακόμα κι ένα παλιό, τριμμένο ζωστικό.
Την
επομένη ή πρεσβυτέρα μέ τη μεγαλύτερη κόρη της, τη Μαρία, πνιγμένες στον πόνο
πήγαν εσπευσμένα στο Κεβερίτσι. Πλησιάζοντας στη φυλακή, διέκριναν τον π.
Σέργιο να στέκεται πίσω από τά κάγκελα ενός παραθύρου. ’Έτρεξαν προς τά εκεί
κλαίγοντας.
- Ελπίδα, κουράγιο! ενθάρρυνε την
πρεσβυτέρα ό π. Σέργιος. Μην κλαις! Τά παιδιά κρέμονται από σένα. Πρέπει να σταθείς
όρθια και να τά αναθρέψεις όπως θέλει ό Θεός. Δεν θα μάς αφήσει ή χάρη Του...
'Ύστερα
στράφηκε στην κόρη του.
- Μαρία, τη συμβούλεψε, ν’ ακούς τη μητέρα
σου και να τη βοηθάς.
ΟΙ
δύστυχες γυναίκες δεν μπορούσαν να σταματήσουν το
κλάμα.
Σύντομα έγιναν αντιληπτές από έναν φρουρό, πού τις πλησίασε. Αρπάζοντας τη
Μαρία από τον γιακά, την πέταξε μακριά από το παράθυρο, γρυλίζοντας απειλητικά:
- Φύγετε αμέσως από ’δώ, αλλιώς θα πάτε κι εσείς
εκεί μέσα!
Τσακισμένες
από τη θλίψη γύρισαν στο Τέμπλισι, όπου τις περίμενε καινούργια συμφορά: Το
σπίτι τους είχε δημευθεϊ και σφραγιστεί από τις αρχές. Έτσι, όλη ή οικογένεια
βρέθηκε στον δρόμο. Ό Θεός, ωστόσο, τούς έδειξε το έλεος Του. Ό διευθυντής ενός
κοντινού εργοστασίου λινών υφασμάτων, μολονότι κομμουνιστής, λυπήθηκε την
οικογένεια του φυλακισμένου ιερέα. Προσέλαβε, λοιπόν, την πρεσβυτέρα Ελπίδα ως
μαγείρισσα στο εργοστάσιο και της παραχώρησε ένα μεγάλο δωμάτιο, όπου εγκαταστάθηκαν
ή Ίδια και τά τέσσερα παιδιά της.
Στο
μεταξύ ό προϊστάμενος της τοπικής ΝιΚαΒεΝτε διέταξε να οδηγηθεί στο γραφείο του
ό π. Σέργιος. Όταν του τον έφεραν, του είπε χωρίς περιστροφές:
- Αρνηθείτε την ιεροσύνη σας! ’Αν το κάνετε,
όχι μόνο θα σάς αποφυλακίσουμε, αλλά και θα σάς δώσουμε δουλειά. Θα διοριστείτε
δάσκαλος στο Τέμπλισι.
Ό
π. Σέργιος αρνήθηκε μέ τον πιο κατηγορηματικό τρόπο:
- Αυτό δεν θα το κάνω ποτέ. Ποτέ! Είμαι
ιερέας, γιός ιερέα και δισέγγονος ιερέα. Θα παραμείνω ιερέας!
Μία
εβδομάδα αργότερα τον μετέφεραν στις φυλακές της πόλης Μπέζετσκ, όπου άρχισαν να
τον ανακρίνουν.
Κατά
τις ανακρίσεις ό π. Σέργιος δεν λιποψύχησε. Έχοντας ακλόνητη πεποίθηση στον Κύριο,
δεν υπέγραψε καμιά ομολογία ενοχής, συμβάλλοντας έτσι στη δυσφήμηση της Εκκλησίας,
ούτε απαρνήθηκε την πίστη του, προκειμένου να σώσει τη ζωή του και ν’ αποκτήσει
επίγεια αγαθά.
Στις
20 Οκτωβρίου του 1937 συντάχθηκε το ενοχοποιητικό ανακριτικό πόρισμα και
στάλθηκε στην τρόικα της ΝιΚαΒεΝτε, ή όποια την 1η Νοεμβρίου τον καταδίκασε σε
θάνατο μέ τουφεκισμό. Δύο ημέρες αργότερα ό π. Σέργιος Σμυρνώφ εκτελέστηκε, και
ή άγια του ψυχή, κοσμημένη μέ το στεφάνι του μαρτυρίου, ανήλθε στα ουράνια
σκηνώματα.