Η κατά
κόσμον Μαρία Κατσάτου γεννήθηκε τό 1897 στα Βύρα Εύβοιας και ήταν τό πρώτο μέλος
της συνοδείας του Γέροντα Δανιήλ στην Μονή της Ζούρβας. Εκεί πήγε τό 1916 σε
ηλικία 18 ετών. Την ίδια χρονιά έγινε ρασοφόρος με τό όνομα «Μακαρία» και στις
26 Μαΐου 1921 μεγαλόσχημη από τον Γέροντα Δανιήλ. Πήρε μέρος στο πρώτο
ηγουμενοσυμβούλιο μαζί με την μοναχή Ελισάβετ , όταν τό 1927 αναγνωρίστηκε τό
Κολλυβαδικό ασκητήριο ως Κυρίαρχη Μονή.
Στον
κόσμο εργαζόταν από μικρή ηλικία στο πατρικό σπίτι τού Γέροντα, τον όποιο
ακολούθησε στην ερημική Ζούρβα και τον υπηρετούσε με αγάπη και αφοσίωση έως την
όσιακή κοίμησή του.
Ήταν
εντελώς αγράμματη. Όμως στην Μονή παρακολουθούσε και καταλάβαινε τις
κανονισμένες ακολουθίες όσο καμία άλλη αδελφή. Ζούσε σε βαθύ πνεύμα κατανύξεως και
γι’ αυτό τά δάκρυα έτρεχαν συνεχώς από τά μάτια της. Διακονούσε μέ σεβασμό και ευλάβεια
τον Γέροντα στο ιερό βήμα.
Τροφή
της ψυχής της ήταν οι πατερικές περικοπές και τά γεροντικά αποφθέγματα τά όποια
διάβαζε και σχολίαζε ό Γέροντας στις συνάξεις της αδελφότητας. Εξ ακοής
αποστήθιζε την διδασκαλία τού ψυχωφελούς βιβλίου «Εύεργετινός».
Όταν
ήθελε να διδάξει, να συμβουλεύσει ή να ελέγξει τις νεώτερες μοναχές,
χρησιμοποιούσε περιστατικά από τον Εύεργετινό. «Αυτά λέει ό Βεργετινός;», ρωτούσε,
ή «τί λέει γι’ αυτό ό Βεργετινός;».
Μέ
ιδιαίτερη φροντίδα και συνέπεια είχε αναλάβει τό διακόνημα τού Ξενώνα, τό όποιο
ήταν ιδιαίτερα κοπιαστικό επειδή δεν υπήρχε ούτε ηλεκτρικό ρεύμα ούτε νερό, ένώ
έλειπαν και τά πιο στοιχειώδη πράγματα. Παράλληλα μέ προθυμία συμμετείχε στα εποχιακά
διακονήματα της αγροτικής Μονής, δηλαδή σπορά, θέρο, λύχνισμα, τρύγο, όπως και
στις οικοδομικές εργασίες, δηλαδή κουβάλημα χώματος, πέτρας, νερού, σπάσιμο,
χτίσιμο κ.ά., στα όποια μέ υπεράνθρωπες δυνάμεις ακούραστα και μέ φιλοτιμία εργάζονταν
όλες οι συνασκήτριές της.
Μία
χαρακτηριστική αρετή της Γερόντισσας Μακαρίας ήταν ή απλότητα της. Γι’ αυτό και
όταν ακόμη μιλούσε κοφτά και απότομα, καμία αδελφή δεν την παρεξηγούσε. Όταν
θύμωνε ή όταν ήθελε να δείξει ότι κάτι δεν της άρεσε, έλεγε μέ τό
χαρακτηριστικό της ύφος: «Κύριε Ιησού Χρίστε», τονίζοντας μία-μία τις λέξεις.
Κατά την διάρκεια τού χειμώνα πολλές φορές έβγαινε στο βουνό για να μαζέψει
χόρτα, τα όποια
κατόπιν ευλογίας τα πουλούσε. Μέ τα χρήματα αυτά έφτιαξε τα παπλώματα του
Ξενώνα. Επίσης μάζευε και πουλούσε «σπέντζες» που μέ αφθονία φυτρώνουν τον
χειμώνα στην βορειοανατολική μάνδρα της Μονής. Μέ επιμέλεια καλλιεργούσε τις
λευκές καμέλιες που στολίζουν τους κήπους μέσα σε κτιστές ζαρντινιέρες που είχε
φτιάξει ό Γέροντας Δανιήλ μαζί με την μικρή δεξαμενή για να τις ποτίζει. Τα
λουλούδια τους τα συσκεύαζε μέ προσοχή και τα έδινε στον ταχυδρόμο για να τα
πουλάει στον Πειραιά και την Αθήνα. Μέ αυτά τά λίγα χρήματα προσπαθούσε να εξοικονομεί
κάτι για τό φτωχό μοναστήρι της μετάνοιας της. Την Ηγουμένη Καλλίνικη την
υπεραγαπούσε.
Όταν εκείνη απουσίαζε, ή Γερόντισσα Μακαρία την αντικαθιστούσε και
φρόντιζε με καλοσύνη και αγάπη τις αδελφές κατανοώντας την σοβαρότητα της αποστολής
της. Άλλαζε εντελώς• άφηνε τό αυστηρό και απότομο ύφος της και αποκτούσε τό
γλυκό και καλοσυνάτο. Βαστώντας την ρόκα της πήγαινε στο μαγειρείο ή την
τραπεζαρία και επέβλεπε τις εκεί διανοήτριες. Γνώριζε και τιμούσε τό βάρος της
μοναχικής πολιτείας, την όποια με συνέπεια βάδισε έως τό τέλος. Όταν πλέον είχε
γεράσει πολύ και της ήταν δύσκολο να πηγαίνει στις ακολουθίες καθόταν στο
κελλάκι της και προσευχόταν με το κομβοσχοίνι. Επειδή ήταν αγράμματη. είχε
μαζέψει βοτσαλάκια και με αυτά μετρούσε τον κανόνα της. Έτσι έκανε και τις
ακολουθίες της, όταν ήταν στο κρεβάτι, εκτός από τό Απόδειπνο, το όποιο ήθελε να
τό λέει στο κελί της μαζί με μοναχές γιατί δεν το γνώριζε απ’ έξω.
Απέφευγε
την χρήση νέων τεχνολογικών μέσων. Όταν τό 1970- 1972 ήρθε στο μοναστήρι τό
πρώτο μαγνητόφωνο, τό είδε σαν τον ίδιο τον πειρασμό και φώναζε στις αδελφές: «Θα
κολασθείτε! θα κολασθείτε!».
Επιτιμούσε
την παρρησία και την αυθάδεια στις νέες καλόγριες λέγοντας: «Καλόγριες είστε
εσείς η κακόγριες;» Παράλληλα τις νουθετούσε μέ παραδείγματα τού Εύεργετινού και
γι’ αυτό οι αδελφές λέγανε ότι «ή Γερόντισσα Μακαρία είναι σκέτος
Εύεργετινός!».
Κοιμήθηκε
εν Κυρίω στις 2 Ίανουαρίου 1987 σε ηλικία 90 ετών. Στην μνήμη των αδελφών
έμεινε ως άνθρωπος της αγάπης και της αυτοθυσίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.