Πέμπτη 8 Ιουνίου 2017

Η ΘΗΒΑΙΔΑ ΤΗΣ ΓΑΛΑΤΕΙΑΣ. ΟΙ ΆΓΙΟΙ ΡΩΜΑΝΟΣ ΚΑΙ ΛΟΥΠΙΣΙΝΟΣ. ΟΙ ΟΙΚΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ ΤΗΣ ΓΙΟΥΡΑ . ΓΑΛΛΙΚΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ. 1




Η ΘΗΒΑΙΔΑ ΤΗΣ ΓΑΛΑΤΕΙΑΣ. ΟΙ ΆΓΙΟΙ ΡΩΜΑΝΟΣ ΚΑΙ ΛΟΥΠΙΣΙΝΟΣ. ΟΙ ΟΙΚΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ ΤΗΣ ΓΙΟΥΡΑ

 

Η ΓΑΛΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΤΕΤΑΡΤΟΥ ΑΙΩΝΑ είχε τόν 'Άγ. Μαρτίνο με τά άσκητικά του θαύματα καί τά κοινόβια των αναχωρητών ή στροφή του νέου αιώνα είδε τήν ίδρυση τής νησιωτικής μονής του Λερόν, ή όποια έφερε τήν παράδοση των Πατέρων της Αίγυπτου στήν Γαλατία καί παρήγαγε πολλούς επισκόπους καί μοναστικούς ιδρυτές· οί πρώτες δεκαετίες του 5ου αιώνα είδαν την ίδρυση πολυάριθμων μοναστικών κοινοτήτων στά νότια τής Γαλατίας, συνήθως κοντά σέ πόλεις πού συχνά είχαν ιδρυθεί άπό έπισκόπους, και τήν έξάπλωση τού Ανατολικού μοναστικού κανόνα καθώς καί την διδασκαλία μέσα άπό τά συγγράμματα του Αγ. Κασσιανού. Μέχρι το τέλος τής ζωής του Αγ. Κασσιανού (434). ό Ορθόδοξος μοναχισμός ήταν ήδη μέ αύτόν τόν τρόπο καλά έδραιωμένος στήν Γαλατία.

Τότε συνέβη ένα φαινόμενο, τό όποιο μάς είναι οικείο άπό την μεταγενέστερη ιστορία τής «Βόρειας Θηβάΐδας» τής Ρωσίας άπό τον 14ο μέχρι τόν Ι7ο αιώνα: ή φυγή τών μοναχών καί τών υποψηφίων μοναχών, όχι μόνο άπό τίς πόλεις καί τά άλλα κατοικημένα κέντρα, αλλά άκόμη καί άπό καθιερωμένα μοναστήρια στήν άπόλυτη άπομόνωση της δασώδους ερήμου τής Γαλατίας. Αναμφισβήτητα, βιβλία όπως ό Ύμνος της Έρημου του Αγ. Εύχερίου έπηρέασαν αύτό τό κίνημα· άλλά ή κύρια παρόρμηση ήταν ή ίδια πού είχε παράγει τήν άρχική φυγή στήν έρημο τής Αίγύπτου έναν αιώνα νωρίτερα: ή στοιχειώδης Χριστιανική έμπνευση νά παραδώσει κανείς τά πάντα στόν Θεό, νά έγκαταλείψει όλα τα πράγματα καί τίς επιρροές αυτού του κόσμου γιά νά προετοιμάσει καλύτερα τόν έαυτό του γιά τήν Ούράνια Βασιλεία.

Μεταξύ τών πρώτων άπό αύτούς τούς οικιστές τής έρήμου, πού στην κυριολεξία μετέτρεψαν τίς «ερήμους» τής Γαλατίας σέ πόλεις κατοικημένες άπό στρατιές μοναχών, ήταν οί Άγιοι Ρωμανός και Λουπισίνος. Δέν είναι τυχαίο ότι ό Άγ. Γρηγόριος άρχίζει τόν Βίο τών

ΠΑΤΈΡΩΝ του μέ αύτούς· διότι ήδη πρίν άπό τήν έποχή του οί άθλοι τους είχαν γίνει μυθικοί στήν Γαλατία, καί θεωρούνταν ώς τά άγνότερα παραδείγματα μοναστικής έρημιτικής ζωής. Οί Βίοι τους, μαζί μέ τόν Βίο του μαθητή τους Αγ. Εύγένδου, είχαν γραφεί από έναν άνώνυμο μαθητή του τελευταίου, γύρω στό έτος 520. Τό έγγραφο αυτό, ό Βίος των Πάτερων

τής Γιούρα δίνει όχι μόνο μία πολύ πιό λεπτομερή άφήγηση των Βίων των Αγίων Ρωμανού καί Λουπισίνου από ό,τι ό 'Άγ.Γρηγόριος, άλλά επιπλέον παρέχει άνεκτίμητες πληροφορίες γύρω από τήν μοναστική διδασκαλία αύτών των Πατέρών, τήν έν γένει μοναστική ζωή τής Γαλατίας του 5 ου αιώνα, καί τήν καθημερινή ζωή καί ανάπτυξη των μοναστηριών τής Πούρα στήν διάρκεια των πρώτων 75 περίπου χρόνων τής ύπαρξής τους. Οί ακόλουθες σελίδες αποτελούν περίληψη των τμημάτων αυτού του εγγράφου, τά όποια επεξηγούν μέ τόν καλύτερο τρόπο τά σημεία αυτά, μέ παραπομπές κατά κεφάλαιο, ώς συμπλήρωμα στό πρώτο κεφάλαιο του Βίου των Πατέρων Λατινικό καί Γαλλικό κείμενο μέ άφθονες σημειώσεις* άλλες πληροφορίες, καί σχεδόν όλες οί εικόνες, έχουν ληφθεί από τό πλήρες ιστορικό έργο του Πώλ Μπενουά: HISTOIRE DE L`  ABBAYE ET DE LA TERRE DE SAINT CLAUDE  ΜΟΝΤΡΕΙΓ ΣΥΡ ΜΕΡ 1890 2 ΤΟΜΟΙ.




Η ΓΙΟΥΡΑ είναι μία οροσειρά στό άνατολικό τμήμα τής Γαλλίας, κοντά στά Ελβετικά σύνορα, έκτεινόμενη σέ μήκος περίπου έκατό μιλίων καί πλάτος είκοσι ή τριάντα μίλια. Ένώ δεν είναι τόσο θεαματική όσο οί Αλπεις, πού είναι ορατές σάν κουκίδες πρός τά άνατολικό, τά όρη αυτά έχουν μιά δική τους τραχεία ομορφιά. Ξεκινούν από τά δυτικά προς τά ανατολικό σέ τρία «επίπεδα», πού τό καθένα είναι σχεδόν 1000 πόδια ψηλότερα από εκείνο πού βρίσκεται πιό κάτω, από τούς κάμπους μέχρι τήν «ύψηλή Γιούρα», ή όποια είναι ορεινή πεδιάδα μέ κορυφές καί φαράγγια, μέ ύψόμετρο μέχρι τά 5500 πόδια. Ακόμη και σήμερα τά όρη καλύπτονται από δάση μέ έλατα, μέ πολυάριθμους καταρράκτες, λίμνες καί ύπουλα ρεύματα. Οί πόλεις πού τώρα καταλαμβάνουν τήν θέση των άρχικών μοναστικών καταυλισμών είναι τουριστικά κέντρα γιά δραστηριότητες όπως τό ψάρεμα καί τό κάμπινγκ τό καλοκαίρι, καί τό σκί τόν χειμώνα, όταν τά όρη καλύπτονται από πυκνά χιόνια.

Στά πρώτα Ρωμαϊκά χρόνια τά χαμηλότερα τμήματα τής Γιούρα είχαν κατοικημένες πόλεις, άλλά ή «υψηλή Γιοϋρα»—τήν όποια ό Ιούλιος Καίσαρας περιέγραψε ώς ήταν τελείως άκατοίκητη.

Μέ τήν εξασθένηση τής Ρωμαϊκής έξουσίας καί τίς έπιδρομές τών βαρβάρων, ό πληθυσμός αυτής τής περιοχής ελαττώθηκε, καί τά δάση γρήγορα σκέπασαν μεγάλο μέρος τής χώρας πού είχαν χάσει μέ την πρόοδο του Ρωμαϊκού πολιτισμού. Μέχρι τόν 5ο αιώνα, όταν οί άγριοι Βουργουνδοί καί Φράγκοι περιπλανήθηκαν σε αυτό τό τμήμα της Γαλατίας, είχαν απομείνει λίγες μόνον από τίς παλιές πόλεις· κατά τό μεγαλύτερο μέρος τους ήταν Χριστιανικές, ένώ οί παλαιοί ειδωλολατρικοί ναοί έδώ βρίσκονταν ήδη σε ερείπια.



Κοντά σε μία άπό αύτές τίς πόλεις ήταν πού γεννήθηκαν καί οί τρεις Πατέρες τής Γιούρα. Ό 'Άγ. Εύγενδος, όπως αναφέρει ό Βίος (κεφ. 119), γεννήθηκε όχι μακριά άπό τό ’Ίζερνορ, τοποθεσία ενός σπουδαίου είδωλολατρικού ναού άφιερωμένου στόν θεό Έρμη, ό όποιος ήταν εν μέρει κατεστραμμένος (τά έρείπιά του ύπάρχουν άκόμη καί σήμερα)· και ήταν συμπολίτης των Αγίων Ρωμανού καί Λουπισίνου, οί όποιοι λοιπόν γεννήθηκαν είτε έδώ είτε σε γειτονικό χωριό.

Ό 'Άγ. Ρωμανός ήταν ό μεγαλύτερος άδελφός τού Άγ. Λουπισίνου καί ήταν ό πρώτος πού ήρθε στήν έρημο (ή άφήγηση τού 'Αγ. Γρηγορίου είναι πολύ πιό γενική καί παραλείπει λεπτομέρειες όπως αύτή). Γεννήθηκε πιθανόν τήν τελευταία δεκαετία τού 4ου αιώνα, τήν δεκαετία τού θανάτου τού 'Αγ. Μαρτίνου. «Πρίν άπό αύτόν στήν περιοχή κανένα είδος μοναχού δέν είχε αφιερωθεί είτε στήν έρημιτική είτε στην κοινοβιακή ζωή» (κεφ. 5)· "Οσον άφορά τήν μοναστική του προπαρασκευή, ό Βίος άφιερώνει μία μόνο πρόταση: «Προτού εναγκαλιστεί τήν θρησκευτική ζωή, είχε γνωρίσει τόν όσιο Σαβίνο, Άββά τής (Μονής τής) Κονφλουάνς τής Λυών, καθώς καί τόν σκληρό του κανονισμό καί τήν ζωή τών μοναχών του· κατόπιν, σάν τήν μέλισσα πού άναζητά τήν λεία, άφού συγκέντρωσε άπό καθένα άπό αύτούς τά άνθη τών τελειοτήτων τους, έπέστρεφε εκεί άπό όπου είχε φύγει» (κεφ. II).Τίποτε περισσότερο δέν γνωρίζουμε γιά αύτόν τόν Αββά Σαβίνο, ούτε είναι γνωστό σε ποιό άπό τά άρκετά νησιωτικά μοναστήρια τής Λυών (το όποιο βρίσκεται στήν συμβολή των ποταμών Σαόν καί Ρήνου ήταν Άββάς.



 Είναι γνωστό, όμως, ότι ή Λυών, 200 περίπου μίλια προς τό έσωτερικό τής χώρας άπό την Μασσαλία, ήταν ήδη μοναστικό κέντρο στίς άρχές τού 5 ου αιώνα· ένας μαθητής τού Άγ. Μαρτίνου τής Τουρ, ό 'Άγ. Μάξιμος (τού όποιου ό σύντομος Βίος έχει δοθεί άπό τόν Άγ. Γρηγόριο στό βιβλίο του Ή Δόξα τών 'Ομολογητών, κεφ. 22), βρισκόταν κάποτε σε ένα από τά νησιωτικά μοναστήρια· καί ό Άγ. Εύχέριος, συγγραφέας τού Ύμνον τής Έρημον, έγινε έπίσκοπος τής Λυών γύρω στό έτος 434 καί ήταν γνωστό ότι πέρασε τό διάστημα τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής σε ένα από αύτά τα μοναστήρια μέ προσευχή, νηστεία καί τήν συγγραφή βιβλίων. Κρίνοντας από τίς πληροφορίες πού δίνονται στον Βίο, είναι πιθανόν ότι ό "Αγ. Ρωμανός είχε βρεθεί στήν Λυών όταν ήταν έπίσκοπος ό 'Άγ. Εύχέριος, αν καί είναι περισσότερο πιθανόν ότι βρισκόταν εκεί λίγα χρόνια πριν* εν πόση περιπτώσει, είναι πιθανόν ότι είχε διαβάσει τόν Ύμνο τής Ερήμου, πού γράφτηκε κατά τό έτος 418, πριν φύγει καί ό ίδιος γιά τήν έρημο. 'Ο λόγος τής μετάβασής του στήν Λυών είναι μάλλον απλός: πιθανότατα υπήρχε εκεί μοναστήρι, πολύ κοντά στήν πατρίδα του, πού δεν απείχε περισσότερο από εκατό μίλια από τά όρη Γιούρα καί πού συνδεόταν με αυτά από τόν ποταμό Ρήνο καί τούς παραποτάμους του.

Δεν αναφέρεται ότι ό Λγ. Ρωμανός έγινε μοναχός σε αυτό το μοναστήρι, άλλά μόνον ότι εκεί πήρε τίς γνώσεις γύρω από τον μοναχισμό . Καί έπειτα, «από αυτήν τήν μονή, χωρίς να φανερώσει τίποτε γιά τίς πιό άγιες φιλοδοξίες του, πήρε τό βιβλίο τού Βίου των Αγίων Πατέρων καί τούς άξιοσημείωτους κανόνες τών Αββάδων» (κεφ. II). Τό πρώτο βιβλίο ήταν άναμφίβολα μία από τίς διηγήσεις των Πατέρων τής Αίγύπτου, πού κυκλοφορούσαν τότε στά Λατινικά· το δεύτερο βιβλίο ήταν σίγουρα οί Κανόνες τού Λγ. Κασσιανού. Μέ αυτά, καί μέ τήν έκθεσή του στήν πράξη του μοναχισμού, κάτω από την καθοδήγηση του Άββά Σαβίνου, είχε όλη τήν θεωρητική βάση πού χρειαζόταν γιά τήν μοναστική ζωή.


Ξεκίνησε, όχι γιά κάποιο μακρινό μέρος, άλλά γιά τήν έρημο πού βρισκόταν κοντά στό σπίτι του. Τί έλπιζε να πετύχει μέ αυτό; Γιατί δεν έμεινε σε μία καθιερωμένη μοναστική κοινότητα, ή δέν άναζήτησε κάποια μέ πιό φημισμένους γέροντες, όπως ή Λερόν; Τά πάντα στόν Βίο του 'Αγ. Ρωμανού φαίνεται να δηλώνουν πώς δέν είχε γενικώς κανένα θρησκευτικό «ρομαντισμό»: δέν ονειρευόταν μακρινές χώρες, «ιδανικά μοναστήρια», ή «άγιους γέροντες». Σκεφτόταν μόνο ένα: πώς, πάνω στο σταθερό θεμέλιο του άλφάβητου τής πνευματικής ζωής καί τής αύστηρής μοναστικής πράξης, να σώσει τήν ψυχή του καί να προετοιμαστεί γιά την ουράνια βασιλεία. Τόν είχε προετοιμάσει γιά αυτό ή άπλή Χριστιανική του άνατροφή: «Δέν ήταν ιδιαίτερα μορφωμένος, άλλά, πιό σπάνια άξια, ήταν προικισμένος μέ άγνότητα, μέ άπαράμιλλη στοργή, σε τέτοιο βαθμό ώστε στήν παιδική του ήλικία να μήν τόν βλέπει κανείς να παραδίδει τον έαυτό του σε παιδικές ζαβολιές, ούτε στήν ώριμη ήλικία να γίνεται σκλάβος τών ανθρωπίνων παθών καί τών δεσμών του γάμου» (κεφ. 5)·

Αυτό τό άπλό χωριατόπαιδο τών ορεινών περιοχών, μόλις ή καρδιά του φλογίσθηκε στήν ώριμη ήλικία μέ τό ιδανικό τής Χριστιανικής τελειότητας καί έμαθε τίς βασικές αρχές τής μοναστικής ζωής, δέν είχε καμιά άλλη σκέψη από τό να πάει καί να άσκήσει ό,τι είχε μάθει στον πλησιέστερο άρμόδιο τόπο. Καί έτσι έγινε, «στό 35ο περίπου έτος του, έλκυόμενος από τίς μοναξιές τής έρήμου, αφού άφησε τήν μητέρα του, τήν αδελφή του καί τόν αδελφό του, εισχώρησε στά δάση τής Γιοΰρα πού βρίσκονται κοντά στό σπίτι του» (κεφ. 5)· Στήν πραγματικότητα, ό τόπος όπου τελικά εγκαταστάθηκε άπέχει περίπου 20 μίλια σε άπόσταση εύθείας γραμμής από τήν πατρίδα του, τό ’Ίζερνορ—άρκετά κοντά γιά να ανακαλυφθεί αργότερα από ριψοκίνδυνα πνεύματα όπως ό ίδιος, αλλά αρκετά μακριά ώστε να είναι αρκετά απομακρυσμένος από τόν κόσμο και απρόσιτος σε αυτόν.

«Περιερχόμενος προς κάθε κατεύθυνση μέσα από αυτά τά δάση, πού ήταν κατάλληλα καί ευνοϊκά γιά τόν τρόπο ζωής του, κατέληξε να βρει, σε μεγαλύτερη απόσταση, ανάμεσα σε κοιλάδες πού περιβάλλονταν από βράχους, μία ακάλυπτη τοποθεσία κατάλληλη γιά καλλιέργεια. Εκεί, οι απότομες πλευρές τριών βουνών απομακρύνονται λιγάκι ή μία από την άλλη, αφήνοντας ανάμεσα τους μία επίπεδη επιφάνεια κάποιας έκτασης.

Επειδή οί κοίτες δύο ροών νερού ενώνονται σ ε αυτό τό σημείο, ή τοποθεσία ή όποια μέ τόν τρόπο αυτό συνιστούσε μία μοναδική όχθη ποταμού σύντομα ονομάσθηκε μέ τόν λαϊκό όρο Κονταντίσκο

Ή Κονταντίσκο( CONDADISCO) (στά Γαλλικά ή λέξη «CONDAT» προέρχεται από Κελτική λέξη πού σημαίνει «CONFLYENCE»:

συμβολή) είναι ή σημερινή πόλη Σάν Κλώντ (πού πήρε τό όνομά τη από έναν ήγούμενο-έπίσκοπο τής μονής τού 7ου αιώνα), πού βρίσκεται στήν συμβολή τών ποταμών Μπιέν καί Τακόν (παραπόταμων του Ρήνου)· ώς μοναστική κοινότητα διήρκεσε μέχρι τόν 18ο αιώνα.


«'Ο νέος ένοικος, άναζητώντας κατοικία πού να άνταποκρίνεται στήν φλογερή του επιθυμία, βρήκε στήν άνατολική πλευρά, στούς πρόποδες ένός βραχώδους όρους, ένα πολύ πυκνό έλατο, τό όποιο τακτοποιώντας τά κλαδιά του σε σχήμα κύκλου, κάλυψε τόν μαθητή τού Παύλου όπως πρίν ό φοίνικας είχε καλύψει τόν ίδιο τόν Παύλο» (κεφ. 7). Φέρνοντας στόν νού τόν φοίνικα, ό όποιος στόν Βίο τον Παύλον τον Πρώτον Ερημίτη, τού Αγίου Ιερωνύμου, (κεφ. 5), ήταν ό τόπος τής κατοικίας τού πρώτου μοναχού τής Αίγύπτου, καί άποκαλώντας τόν 'Άγ. Ρωμανό «μαθητή τού Παύλου», ό συγγραφέας τού Βίου τών Πατέρων τής ΓΙΟΥΡΑ  δείχνει τίς Ανατολικές ρίζες τών οικιστών τής ερήμου τής Γαλατίας· καί τό έλατο τού δάσους, άντίθετα μέ τόν φοίνικα τής έρήμου, άποκαλύπτει τό διαφορετικό Δυτικό σκηνικό τού ίδιου μοναστικού άγώνα. Τό«βραχώδες όρος» είναι αυτό πού τώρα είναι γνωστό ώς «Λε Μπαγιάρ»,πού δεσπόζει στήν πόλη Σάν Κλώντ.


«Έτσι, τό έλατο τόν εφόδιαζε, ενάντια στόν καύσωνα τού μεσοκαλόκαιρου καί στό ψύχος τών βροχών, μέ μία στέγη διαρκώς πράσινη... Έπί πλέον, ύπήρχαν άρκετοί άγριοι θάμνοι πού παρείχαν τά μούρα τους, ξυνά γιά όσους άγαπούν τίς άπολαύσεις, άναμφίβολα, άλλά γλυκά γιά έκείνους πού οί αισθήσεις τους βρίσκονται σε ειρήνη... ’Άν τύχαινε να άποφασίσει κανείς, μέ μία παράτολμη γενναιότητα, να διασχίσει αυτές τίς απάτητες έρημιές, γιά να μήν αναφέρουμε τήν πυκνότητα του δάσους καί τούς σωρούς των πεσμένων δένδρων του, οί πανύψηλες κορυφογραμμές όπου ζούσαν τά ζαρκάδια καί οί απότομες ρεματιές των έλαφιών σπάνια θά έπέτρεπαν σε έναν τέτοιο άνθρωπο, άκόμη καί αν ήταν ρωμαλέος καί εύκίνητος, να κάνει αυτό τό ταξίδι» (κεφάλαια 8, 9)·

Σε αυτόν τόν έρημο καί άπρόσιτο τόπο έγκαταστάθηκε ό 'Άγ. Ρωμανός γιά τήν μοναχική ζωή του άγώνα, άποφασισμένος να μήν φύγει ποτέ. Επειδή ήταν πρακτικός καί όχι «όνειροπόλος», δέν έλπιζε να κερδίζει τήν έπιούσια τροφή του έντελώς από ό,τι θά μπορούσε να του παρέχει τό δάσος, άλλά έφερε μαζί του τά πλέον άπαραίτητα γιά έναν μικρό κήπο. «Αφού έφερε σπόρους καί μία άξίνα, άρχισε ό μακάριος σέ αύτόν τόν τόπο, ενώ άφιερωνόταν άσταμάτητα στήν προσευχή καί τήν άνάγνωση, νά ικανοποιεί τίς άνάγκες ενός μετριοπαθούς άνθρώπου μέ τόν χειρωνακτικό κόπο, σύμφωνα μέ τόν μοναστικό κανονισμό. Είχε μεγάλη άφθονία, διότι δέν είχε άνάγκη άπό τίποτε· έδινε άρκετά, διότι δέν είχε τίποτε γιά νά βάλει στήν άκρη γιά τούς φτωχούς* δέν άπομακρυνόταν άπό τό ερημητήριό του· δέν έπέστρεψε ποτέ στό σπίτι του· ως άληθινός έρημίτης, εργαζόταν τόσο όσο νά εξασφαλίζει τά πρός τό ζην» (κεφ. 10).

Τί μάθημα καί τί πλούτος έμπνευσης γιά τούς ύποψήφιους μοναχούς τού 20ού αιώνα! Μέ τά σύγχρονα μέσα έπικοινωνίας, ή ίδια ή ίδέα τού νά χαθεί κανείς άπό τά βλέμματα τον κόσμου έχει ξεχαστεί σχεδόν εντελώς, καί τό νά ζει κανείς σέ έναν τόπο γιά όλη του τήν ζωή είναι σχεδόν άνήκουστο.

Αργότερα ό 'Άγ. Ρωμανός όντως ταξίδεψε, γιά ύποθέσεις τού μοναστηριού, μέσα άπό τά Όρη Γιούρα μέχρι τήν Γενεύη καί πέρα (ταξίδια τών έκατό μιλίων τό πολύ)· άλλά ό μαθητής του, Άγ. Εύγενδος, έδωσε ένα τέλειο παράδειγμα μοναχικής σταθερότητας: άπό τόν καιρό πού έφτασε στό Κονταντίσκο σέ ήλικία έπτά έτών, μέχρι τόν θάνατό του, περισσότερο άπό πενήντα χρόνια άργότερα, δέν έφυγε ποτέ άπό τό μοναστήρι ούτε μία φορά (κεφ. 126). Έάν είναι άδύνατον νά μιμηθούμε τέτοια σταθερότητα σήμερα, άς κατανοήσουμε τουλάχιστον τήν σημασία της: ό Χριστιανισμός στήν πράξη, καί ό μοναχισμός πάνω άπ’ όλα, είναι θέμα τού νά παραμείνει κανείς σέ ένα τόπο καί νά αγωνιστεί μέ όλη τον τήν καρδιά γιά τήν Ούράνια Βασιλεία. Μπορεί κανείς νά κληθεί νά κάνει τό έργο τού Θεού άλλού, ή μπορεί νά μετακινείται σέ διάφορα μέρη άπό άναπόφευκτες συνθήκες· άλλά δίχως τήν βασική καί βαθειά έπιθυμία νά ύπομείνει τά πάντα γιά τόν Θεό σε ένα τόπο χωρίς νά φεύγει, δύσκολα θά μπορέσει νά θέσει τίς ρίζες πού απαιτούνται γιά νά παράγει πνευματικούς καρπούς. Δυστυχώς, με τήν εύκολία των σύγχρονων επικοινωνιών μπορεί κανείς νά παραμένει σέ ένα σημείο, καί όμως νά ένδιαφέρεται γιά τά πάντα έκτος άπό τό ένα πού χρειάζεται—μέ τίς υποθέσεις όλων τών άλλων, μέ όλες τίς εκκλησιαστικές κοσμικές ειδήσεις καί τά κουτσομπολιά, καί όχι μέ τόν συγκεντρωμένο άγώνα πού χρειάζεται γιά νά σώσει κανείς τήν ψυχή του σέ αύτόν τόν κόσμο τοϋ κακού.



Σέ ένα περίφημο κείμενο τών Κανόνων, ό "Αγ. Κασσιανός προειδοποιεί τούς μοναχούς τού καιρού του νά «άποφεύγουν τίς γυναίκες καί τούς επισκόπους, διότι κανένα άπό αύτά τά δύο δέν θά έπιτρέφει σέ κάποιον νά έχει πλέον άνάπαυση στό κελλί του, ή νά απασχολείται μέ τήν σκέψη τού Θεού, νά βλέπει τά ιερά πράγματα μέ άγνά μάτια» (II, 17). Οί γυναίκες, βεβαίως, βάζουν κάποιον σέ δοκιμασία μέσω τής σάρκας, καί οί έπίσκοποι μέσω τής χειροτονίας στήν ίερωσύνη, καί γενικά μέ τήν ματαιοδοξία τής γνωριμίας μέ εκείνους πού βρίσκονται σέ ύψηλές θέσεις. Σήμερα ή προειδοποίηση αύτή παραμένει επίκαιρη, άλλά γιά τούς μοναχούς τού 20ού αιώνα μπορεί νά προσθέσει κανείς καί μία περαιτέρω προειδοποίηση: Φύγετε μακριά άπό τά τηλέφωνα, τά ταξίδια καί τίς κοσμικές ειδήσεις καί τά κουτσομπολιά— αύτές τίς μορφές επικοινωνίας πού περισσότερο άπό όλα δένουν τόν άνθρωπο μέ τόν κόσμο—διότι θά ψυχράνουν τήν φλόγα σας καί θά σάς κάνουν, άκόμη καί στό μοναχικό σας κελλί, παιχνίδι τών κοσμικών επιθυμιών καί επιδράσεων!



«Στόν τόπο αύτό, ό μιμητής τού Αντωνίου, τού άρχαίου ερημίτη, άπόλαυσε γιά πολύ καιρό τήν άγγελική ζωή καί, εκτός άπό ουράνιες οπτασίες, δέν άπολάμβανε τήν θέα κανενός άλλου πράγματος έκτος τών άγριων θηρίων καί, σπάνια, τών κυνηγών. Άλλά τότε ό όσιος άδελφός του Λουπισίνος, νεότερος άπό αύτόν στήν ήλικία άλλά σύντομα ίσος μέ αύτόν στήν άγιότητα, άφού πληροφορήθηκε τήν νύχτα άπό τόν άδελφό του σέ όνειρο, έγκατέλειψε γιά τήν άγάπη τού Χριστού έκείνους πού εΐχε ήδη έγκαταλείψει ό μακάριος Ρωμανός, τήν άδελφή του καί τήν μητέρα του, καί μέ θερμή έπιθυμία έφθασε στήν κατοικία τού άδελφού του καί υιοθέτησε τόν τρόπο ζωής του... Σέ αύτήν τήν ταπεινή φωλιά, στήν άπόμακρη αύτή γωνιά τής έρήμου, οί δύο εκείνοι συνέλαβαν, μέ τήν έμπνευση τού Θείου Λόγου, μία πνευματική γενιά άπογόνων καί διένειμαν κάπως πρός κάθε κατεύθυνση, στά μοναστήρια καί στίς εκκλησίες του Χριστού, τόν καρπό της άγνής τεκνοποιίας τους» (κεφ 12).

 



Έτσι, μέ τήν άφιξη τού δεύτερου αδελφού, σχηματίσθηκε μια κοινότητα, ή είδηση της όποιας άρχισε νά έλκύει καί άλλους. Οί πρώτο πού έφθασαν γιά νά ζήσουν μαζί τους ήταν δύο νεαροί κληρικό (πιθανόν της κατώτερης ιερατικής τάξης, Αναγνώστες ή Υποδιάκονο άπό τήν Νυόν (κοντά στην Γενεύη), καί καθώς ήταν ήδη τό «λίκνο τάή άγιων», τό έλατο βρέθηκε νά είναι πολύ μικρό γιά τήν ζωή τους καί γιά τήν προσευχή, καί έπρεπε νά ανεγερθούν τά πρώτα κτίρια.



«Εγκαταστάθηκαν όχι μακριά από τό δένδρο, σέ ένα είδος μικρού λόφου μέ μιά ομαλή πλαγιά όπου τώρα βρίσκεται, ώς άναμνηστικό, τό παρεκκλήσιο πού ύπήρχε γιά τήν προσευχή τών μοναχών άφού πελέκησαν μέ ένα τσεκούρι καί γυάλισαν μέ τήν μεγαλύτερη φροντίδα ορισμένα κομμάτια ξύλου, κατασκεύασαν καλύβες γιά τόν έαυτό τους καί έτοίμασαν άλλες γιά έκείνους πού έπρόκειτο νά έρθουν» (κεφ. 13)· Ή θέση αύτού τού παρεκκλησίου καταλαμβάνεται τώρα από τόν καθεδρικό ναό τού Ι4ου αιώνα στήν πόλη τού Σάν-Κλώντ.



Από εκείνο τόν καιρό τό κοινόβιο άρχισε νά μεγαλώνει γρήγορα, καί σέ αύτό άρχισαν, επίσης, νά έρχονται καί άνθρωποι κοσμικοί ώς προσκυνητές. «Πλήθη πιστών έφευγαν από τόν κόσμο γιά νά άκολουθήσουν, γιά τόν Κύριο, τήν κλίση τής άπάρνησης καί τής τελειότητας. Μερικοί έρχονταν εκεί γιά νά δούν τά θαύματα τού νέου θεσμού καί νά άναφέρουν, όταν έπέστρεφαν στό σπίτι, τήν καλή δωρεά τού παραδείγματος του. Άλλοι έφερναν εκεί άνθρώπους πού βασανίζονταν από δαιμόνια, έτσι ώστε ή προσευχή τών άγιων, ενωμένη μέ τήν δική τους πίστη, νά μπορέσει νά τούς θεραπεύσει* έφερναν άκόμη καί τούς ψυχασθενείς καί τούς παραλυτικούς. Οί περισσότεροι από αύτούς τούς ασθενείς, αφού άναλάμβαναν τήν ύγεία τους, έπέστρεφαν στό σπίτι* άλλά άλλοι παρέμεναν στό μοναστήρι... Καθώς προερχόταν από τούς δύο ιδρυτές, ή άγια κοινότητα... άναπτυσσόταν μέ τήν ένότητα τής πίστης καί τής άγάπης. Δέν ήταν μόνον οί άπόμακρες περιοχές τής επαρχίας τής Σεκουανί (περιοχής τής Γιούρα), άλλά έπίσης καί πολλές μακρινές χώρες πού γέμιζαν από τήν άγια διασπορά αύτής τής θείας φυλής, μέ μοναστήρια καί ναούς» (κεφ. 14-16). Γνωρίζουμε γιά έναν από τούς προσκυνητές τής Γιούρα από τίς έπιστολές τού όνομαστού επισκόπου τής Κλερμόν (γενέτειρας τού Άγ. Γρηγορίου τής Τούρ), τού Σιδώνιου Άπολλινάριου. Γράφοντας πρός κάποιον Δομνίλο, κατά τό έτος 470, δηλώνει σέ μία περαστική παραπομπή τήν φήμη πού άπολάμβανε τότε ή μονή Γιοϋρα στην Γαλατία: «Καί τώρα, εκτός καί αν σε κρατήσουν τά μοναστήρια τής Γιοϋρα, όπου άγαπάς νά άνεβαίνεις, σάν πρόγευση μιας ούράνιας κατοικίας, αύτό τό γράμμα πρέπει νά φτάσει σε εσένα...» (Ο. Μ. Ντάλτον, Οί Επιστολές τον Σιδώνιον, ’Οξφόρδη, 1^X0, Βιβλίο Δ', 25).

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΕ.....

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΙΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ



Vita Patrum-Ο Βίος των Πατέρων, του Αγ. Γρηγορίου της Τούρ [Πατερικό της Γαλατίας του 5ου αιώνα]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.