Σʹ ένα χωριό στην Ανατολή ζούσε κάποτε ένας πατέρας με τρεις γιους. Μαζί μ' αυτούς όργωνε τα χωράφια, μ' αυτούς κλάδευε το αμπέλι και έκανε όλες τις άλλες δουλειές τις αγροτικές. Μάνα δεν είχαν, τους είχε αφήσει χρόνους, και έτσι τώρα μόνοι πορεύονταν στη ζωή, αυτοί με τα ζωντανά τους.
Λίγο προτού γυρίσει η χρονιά και μπει η καινούργια ο πατέρας πέθανε. Οταν κάποια στιγμή κόπασαν τα κλάματα, τα τρία αδέρφια άνοιξαν το κιτάπι που τους είχε αφήσει ο πατέρας και διάβασαν τι τους γράφει. Εδινε την ευχή να 'ναι πάντα αγαπημένοι και μονοιασμένοι, μοίραζε και στους τρεις εξίσου τη γη του, όμως παραξενεύτηκαν σαν είδαν το πώς τους παράγγελνε να μοιράσουν τα άλογα που είχαν στον στάβλο. Εγραφε ότι στον μεγάλο γιο αφήνει τα μισά, ο μεσαίος να πάρει το ένα τρίτο και το μερτικό για τον μικρότερο να είναι το ένα ένατο από τα άλογα.
Επεσαν σε μεγάλη έγνοια, σκοτούρα βαριά στο κεφάλι τους. Γιατί πώς να βρουν άκρη και πώς να μοιράσουν τα άλογα που, όσο και να τα μετρούσαν, αυτά έβγαιναν δεκαεφτά; Τρεις μέρες και τρεις νύχτες μπουκιά δεν έβαλαν στο στόμα τους. Το κοίταζαν αποδώ, το μελετούσαν αποκεί, κουβέντα κι άλλη κουβέντα, έσπαγαν το κεφάλι τους, λύση δεν έβρισκαν καμιά. Μα κόβεται το δεκαεφτά στη μέση; Φανερά δεν το μολογούσαν, όμως κρυφά μέσα τους ο καθένας κακολογούσε τον πατέρα που τους είχε βάλει σε μια τέτοια σκασίλα. Ούτε πάλι ήθελαν να παρακούσουν την εντολή του και να τα χωρίσουν παίρνοντας ο ένας περισσότερα και ο άλλος πιο λίγα. Για να το έχει πει έτσι ο πατέρας, κάποιο λόγο θα είχε. Ποιον; Δεν μπορούσε το μυαλό τους να σκεφτεί.
Κάποιο από κείνα τα δειλινά είδαν να φτάνει σπίτι τους ένας γέροντας. Τον έμπασαν μέσα, φρόντισαν την πραμάτεια και το ζώο του και ύστερα του έστρωσαν να περάσει τη νύχτα στην κάμαρα την καλή, μιας και ήταν άνθρωπος ξενομερίτης. Εκεί που έτρωγαν το βράδυ ψωμί, του εξομολογήθηκαν τη στεναχώρια που τους είχε βρει. Ο γέροντας έμεινε για ώρα σιωπηλός και δεν αποκρίθηκε. Αμίλητοι έπεσαν μετά στο στρώμα να κοιμηθούν.
Πρωί πρωί την άλλη μέρα, μόλις έφεξε το πρώτο φως, ο γέροντας ξύπνησε τα τρία αδέρφια και τους κατέβασε στον στάβλο.
Τα άλογα, που δεν νοούσαν τίποτα απ' τις σκοτούρες τις ανθρώπινες, μασούλαγαν ήρεμα τον σανό και σημασία δεν τους έδωσαν.
«Σιμώστε!» είπε ο γέροντας στα παιδιά.
Πλησίασαν και στάθηκαν δίπλα του.
«Πόσα άλογα βλέπετε εδώ;» τους είπε και έδειξε με το χέρι του προς το παχνί. «Για μετρήστε τα!»
Μέτρησαν τα τρία αδέρφια τα ζώα και βρήκαν πως, μαζί με το άλογο του γέροντα, ήταν δεκαοχτώ.
«Λοιπόν. Πάρε εσύ ο μεγαλύτερος τα μισά και εσείς οι άλλοι δύο έτσι καταπώς το παράγγειλε ο πατέρας σας».
Πήρε ο μεγάλος εννιά άλογα, ο μεσαίος, που του αναλογούσε το ένα τρίτο, άλλα έξι και ο μικρότερος το δικό του μεράδι, το ένα ένατο, δηλαδή δύο άλογα.
Προτού συνέρθουν, είδαν πως ο γέροντας είχε φορτωθεί το δισάκι, καβαλίκευε το άλογό του και απομακρυνόταν. Μονάχα τότε σκέφτηκαν να τον ρωτήσουν και να μάθουν το όνομά του.
Τους αποκρίθηκε από μακριά, δίχως να γυρίσει το κεφάλι:
«Βασίλης, παιδιά μου. Βασίλης…», και ύστερα χάθηκε μες στον καιρό.
Κώστας Ακρίβος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.