Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ Η ΜΙΚΡΗ ΘΕΟΓΝΩΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΝΔΡΕΑ.








ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΓΝΩΣΙΑΣ


Ή Θεογνωσία γεννήθηκε, καθώς προανέφερα, στις 5 Ιουνίου του 1923. Οι ευλαβείς γονείς της ονομάζονταν Τιμόθεος καί Ευγενία. Ή Θεογνωσία ήταν ή έκτη από τά έφτά τέκνα πού έφεραν στον κόσμο οι γονείς της. Από μικρή διακρινόταν για το ήθος, τήν αρετή καί την εξυπνάδα της. Τον καιρό εκείνο πολλοί γονείς άφηναν στο δημοτικό τά παιδιά τους δυο, τρία χρόνια, ίσα να μάθουν να διαβάζουν καί να γράφουν, καί έλεγαν αυτό είναι αρκετό• μετά τούς έβγαζαν έξω στις αγροτικές εργασίες. 'Η Θεογνωσία από τήν πρώτη τάξη ήταν άριστοί  εν συνδυασμό δέ καί με το σπάνιο ήθος κέρδισαν τήν αγάπη της τότε δασκάλας, όπου τήν ευνοούσε ιδιαιτέρως καί σκόπευε να συστήσει στους γονείς, οπωσδήποτε να στείλουν σέ ανώτερο σχολείο- όμως, όμως παραδόξως, μόλις τελείωσε τήν Πέμπτη τάξη με άριστα, αποφάσισαν οι γονείς να διακόψει, για να τούς βοήθα στις αγροτικές ασχολίες. Ή δασκάλα, μόλις το έμαθε, έπεσε από τά σύννεφα, τρέχει αμέσως, παρακαλεί, θυμώνει, φωνάζει, όμως τίποτε. Ή απόφαση των γονέων ήταν αμετάκλητη. Μάλιστα δεν τούς έκρυψε ότι σκόπευε με πρωτοβουλία δική της να τήν εγγράψει σέ μία φημισμένη σχολή, μόλις τελειώσει στην Λευκωσία. Καί όμως τίποτε.


Ή μικρή  Θεογνωσία. βοηθοί τούς γονείς της


Μόλις λοιπόν έντεκα χρόνων ή Θεογνωσία βγαίνει με τούς γονείς έξω στα χωράφια. Οι γονείς της είχαν χαρουπόδενδρα, ελαιόδεντρα καί έσπερναν σιτηρά. Κυρίως όμως διακρινόταν ένα περιβόλι τους μόλις στους πρόποδας του χωρίου με εσπεριδοειδή (λεμονιές, πορτοκαλιές) όπου τότε ήταν το στολίδι του χωριού, όπως το έφτασα, αλλά καί στο σπίτι, σαν μοναχοκόρη, είχε μάθει από μικρή όλες τις εργασίες, μαγείρεμα, σκούπισμα, πλύσιμο κλπ. Δεν έφτανε αυτό, είχε καί τήν φροντίδα των ζώων, να ταΐσει, να ποτίσει τήν κατσίκα, το μοσχάρι, τις κότες. Όμως αν καί είχε τήν προαίρεση δεν άντεξε. ’Αν προσθέσουμε ότι σαν ευαίσθητος χαρακτήρας στενοχωριόταν πολύ εύκολα καί προπάντων όταν άκουε στο σπίτι να λογοφέρνουν, όπως συνήθως συμβαίνει σε πολυμελείς οικογένειες, δεν άργησε ή μικρή να πάθει ψυχοσωματική υπερκόπωση. Το σώμα αδυνάτησε καί τά πόδια παρέλυσαν από πάνω μέχρι κάτω.

Η ΠΡΩΤΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΝΔΡΕΑ


Ήταν μία ανοιξιάτικη ωραία ημέρα καί ή Θεογνωσία βρισκόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι του πόνου κατά το έτος 1934 σέ ηλικία μόλις έντεκα ετών. Εκεί πού έφαίνοντο όλα σκοτεινά, ξαφνικά φάνηκε μέσα στο δωμάτιο μία λάμψη. Εμφανίστηκε μπροστά της ένας κατάλευκος γέροντας. Το πρόσωπο του έλαμπε καί ήταν τόσο γλυκύ, ώστε από τήν πρώτη στιγμή προ-διέθεσε τήν κόρη όχι μόνο να φοβηθεί, αλλά τουναντίον μέσα της αισθάνθηκε χαρά. Σημειωτέον ότι, κατά τούς Αγίους πατέρες, ένα ση-μείο ότι είναι θεϊκή μία οπτασία, είναι όταν κάποιος δει έναν Άγιον, μέσα του αισθάνεται γαλήνη καί χαρά- ενώ αν είναι δαιμονική, σύγχυση καί ταραχή. Γι’ αυτό καί ή μικρή έλαβε αμέσως το θάρρος καί τον ρώτησε:
—     Παππού, γιατί είσαι λυπημένος; Μήπως θέλεις τίποτε;
—     Όχι, κόρη μου, εγώ για σένα ήρθα. Πες μου που πονάς.
Κι εκείνη του έδειξε τά πόδια.
—     Να, αποδώ πάνω μέχρι κάτω δεν υποφέρω απ’ τούς πόνους.
Τής λέει ό γέροντας προστακτικά.
—     Σήκω πάνω στην άκρη του κρεβατιού.
Εκείνη χωρίς δισταγμό, αν καί μέχρι εκείνη
τήν στιγμή δυσκολευόταν, παραδόξως σηκώθηκε αμέσως. Εν συνεχεία ό γέροντας επικαλέσθηκε το όνομα του Ιησού Χριστού.
—     «Εν τώ ονόματι του Ιησού Χριστού... κλπ» καί έβαλε τά χέρια του πάνω στα πόδια. Εκείνη χωρίς να φοβηθεί τον άφησε να τήν σταυρώσει καί αμέσως αισθάνθηκε μία μεγάλη ζεστασιά. Κατόπιν της λέει ό παππούλης.
—     Τώρα πώς αισθάνεσαι;
Του λέει,
—     Τώρα αισθάνομαι ένα μούδιασμα στα πόδια.
—     Καλά, καλά κόρη μου, δόξασε τον Χριστό. Τώρα έγιανες.
Πραγματικά τήν ίδια ώρα αισθανόταν στο σώμα της ότι δεν είχε τίποτε. Μάλιστα δεν χάνει το θάρρος ή μικρή να ρωτήσει ευθέως.
—     Παππού, εσύ ποιός είσαι;
Καί ό παππούς της άπαντά.
—     Είμαι παιδί μου ό Ανδρέας, ένας από τούς Αποστόλους του Χριστού. Καί τώρα έλα να κάνουμε μαζί προσευχή, να ευχαριστήσουμε
τον Κύριο πού σ’ έκανε χαλά.. Αφού ευχαρίστησαν μαζί τον Κύριο, της λέει.
—     Τώρα θα φύγω, αλλά θα ξανάρθω, αλλά μην το πεις σέ κανένα.
Κατόπιν ό 'Άγιος τήν ασπάστηκε στο μετωπάκι καί βγήκε από τήν κύρια είσοδο, όπου καί έγινε άφαντος. Φανταστείτε τώρα υστέρα απ’ αυτήν τήν θαυμαστή επίσκεψη του Αποστόλου καί τήν θαυματουργική θεραπεία τί συγκίνηση, τί χαρά στην μικρή Θεογνωσία. Έμεινε ώρα πολλή στο δωμάτιο καί συνεχώς με δάκρυα ψέλλιζε με τήν αθώα φωνή της.
—     Σ’ ευχαριστώ παππού μου, καί πάλι• παππού μου σέ ευχαριστώ, σέ ευχαριστώ κλπ.


ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΝΔΡΕΑ,

Ή μικρή Θεογνωσία έγινε καλά, αλλά ή ζωή συνεχίζεται με τον ίδιο ρυθμό στους αγρούς, στα ζώα, στο σπίτι της. Αποτέλεσμα ήταν να ξαναπάθει καί πάλι υπερκόπωση. Μια μέρα του Αύγουστου του ιδίου έτους, ενώ ήταν ξαπλωμένη από τήν πολλή κούραση, να, καί πάλι έρχεται ό ουράνιος επισκέπτης. Για μία στιγμή ή μικρή Θεογνωσία βλέπει να ανοίγει ή πόρτα καί εμφανίζεται ξανά μπροστά της ό Μέγας Απόστολος του Χρίστου Ανδρέας. Το τί τόνωση καί τί χαρά αισθάνθηκε ή κόρη δεν περιγράφεται. Εν συνεχεία συνομίλησε μαζί της λίγη ώρα, αλλά της συνέστησε ή συνομιλία τους να μείνει μυστική, πράγμα πού ή Θεογνωσία το σεβάστηκε. Μετά κι απ’ αυτήν τήν συνομιλία ό Απόστολος βγήκε από τήν πόρτα καί έγινε άφαντος.
Σημειωτέον ότι οι δύο πρώτες εμφανίσεις του Αποστόλου Ανδρέου σέ πολλούς ήταν άγνωστες. Ό λόγος είναι καθώς προείπα ότι από ταπείνωση δεν ήθελε επαίνους. Από ενδιαφέρον ερωτώσα τον γιό της Ανδρέα, πώς έγιναν τά θαύματα αυτά γνωστά, καί μου απάντησε από το πολύ στενό περιβάλλον καί προπάντων από τήν γιαγιά μου Ευγενία (τήν μητέρα της) όπου καί αυτή της τά ’ βγάζε λίγα-λίγα. Γι’ αυτό μπορεί να υπάρχουν καί μερικές λεπτομέρειες πού έμειναν άγνωστες. Μία από τις λεπτομέρειες πού είπε μετά τον γάμο της ήταν κι αυτή. Τής λέει ό Άγιος.
—     Θεογνωσία μου, το ξέρω ότι εσύ θέλεις να γίνεις μοναχή, όμως δυστυχώς οι γονείς σου θα σέ παντρέψουν, αλλά μην ανησυχείς• θα είναι ένας πολύ καλός χριστιανός καί μαζί του θα κάνεις καί ένα παιδί. Πράγματι καί έτσι έγινε.


ΤΡΙΤΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΝΔΡΕΑ.

Το σπίτι των γονέων της Θεογνωσίας είναι στο κέντρο του χωρίου- περνά ό κεντρικός δρόμος προς την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Το σπίτι είναι δεξιά με μία ξύλινη παραδοσιακή πόρτα. Μπαίνοντας υπάρχει μία μακρόστενη αυλή καί από τά δεξιά είναι ή κατοικία με το ανώγι της. Βρισκόμαστε ακριβώς στην ημέρα του Αγίου, 30 Νοεμβρίου του ιδίου έτους. Ή Θεογνωσία βρίσκεται μόνη της στο σπίτι καί παρά τήν εξάντληση πού είχε ασχολείτο με οικιακές εργασίες. Μάλιστα ετοίμασε πατάτες καί άρχισε να τηγανίζει να φάνε οι γονείς όταν γυρίσουν σπίτι. Για μία στιγμή βλέπει ότι άνοιξε μόνη της ή εξώπορτα καί να καί μπαίνει μέσα ό Απ. Ανδρέας με ένα άσπρο γαϊδουράκι. Μόλις μπήκε έδεσε το γαϊδουράκι καί μετά χαιρέτισε καί τήν Θεογνωσία. Μετά τήν έκπληξη, με μεγάλη χαρά καλωσόρισε τον 'Άγιο, επειδή τον γνώριζε από τις άλλες επισκέψεις. Εκείνος αφού τήν ευλόγησε της λέει αμέσως.
—     Θεογνωσία θα πάμε κάπου με το γαϊδουράκι, αλλά μην φοβηθείς.
Κι εκείνη με θάρρος,
—     Παππού, μαγειρεύω πατάτες, αν αργήσουμε θα καούν.
Καί ό Άγιος.
—     Έλα μαζί μου θα πάμε σέ διάφορα μέρη καί στο μοναστήρι μου στην άκρη της Κύπρου πού γιορτάζει σήμερα, μόνο μην φοβηθείς. Όσο για τις πατάτες μην έχεις έννοια δεν παθαίνουν τίποτε- καί συνεχίζει.
-       Μου έχεις εμπιστοσύνη Θεογνωσία μου, μ’ αγαπάς;
—     Ναι, παππού, σου έχω εμπιστοσύνη, σέ αγαπώ.
Ξανά ό 'Άγιος.


-       Εσύ θα βλέπεις τον κόσμο, αλλά ό κόσμος δεν θα σέ βλέπει. Να ξέρεις ότι θα σου δείξω καί μερικά άσχημα πράγματα, αλλά μην φοβηθείς.
Δεν χάνουν καιρό κάθονται στο γαϊδουράκι καί, ώ του θαύματος, ό 'Άγιος μπροστά καί ή μικρή πίσω, υψώνεται το γαϊδουράκι στον αέρα όπως ακριβώς ανεβαίνουν σήμερα τά ελικόπτερα καί με ιλιγγιώδη ταχύτητα φεύγει μακριά. Γύρω στα πενήντα μέτρα από το σπίτι ήταν το δημοτικό σχολείο του χωρίου καί στην μεγάλη αυλή ήταν ένας πελώριος ευκάλυπτος καθώς το θυμάμαι ό ίδιος. Ανεβαίνοντας το ιπτάμενο όχημα πέρασε ξυστά απ’ το πανύψηλο δένδρο το άγγιξε λίγο το γαϊδουράκι καί ή Θεογνωσία έκοψε λίγα φυλλαράκια.
Ή εποχή εκείνη ήταν εμπόλεμος. Ήταν τά προοίμια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Εν ριπή οφθαλμού παρευρέθηκαν στην πρώτη γραμμή ενός πραγματικού πολέμου, δεν γνωρίζω ακριβώς που ήταν. "Όταν είδε μάχες καί ανθρώπους να σκοτώνονται ή μικρή τρόμαξε. Τότε της λέει ό Άγιος.


—     Αχ παιδί μου, αυτό δεν είναι τίποτε. Έλα να σου δείξω το τί θα γίνει υστέρα από μερικά χρόνια, εννοώντας τον πόλεμο του ’40.
Τότε της έδειξε εν πνεύματι εκατοντάδες χιλιάδες να σκοτώνονται, ν’ ανοίγουν με τά μηχανήματα ομαδικούς τάφους καί να σπρώχνουν μέσα ανθρώπινα πτώματα. Εκεί ή Θεογνωσία φοβήθηκε πάρα πολύ γι’ αυτό τήν πήρε από το χέρι ό Άγιος καί αφού της έδειξε μερικές άλλες εικόνες του Β' παγκοσμίου πολέμου, μετά της είπε.



—     Αχ παιδί μου, αυτά δυστυχώς θα γίνουν σέ λίγα χρόνια, αλλά τώρα θα πάμε να δούμε τ’ αδέλφια σου πού ζουν στο εξωτερικό’ μόνο πρόσεξε μην τούς μιλήσεις. Αν γελαστείς καί μιλήσεις να ξέρεις ότι θα μείνεις εκεί. Πρώτα πέρασαν από τον αδελφό της τον Γιάννη, πού ζούσε στην Αγγλία. Ήταν μέσα στο κατάστημα μαζί με τήν γυναίκα του Μίνι (ήταν αγγλίδα καθολική). Μετά πέρασε καί από άλλα δύο αδέλφια της, αλλά δεν μίλησε σέ κανένα. Εν συνεχεία της είπε- «τώρα θα πάμε στο μοναστήρι μου πού γιορτάζει». Καί πάλι σαν αστραπή το γαϊδουράκι βρέθηκε στο μοναστήρι, στο ακρωτήρια της σκλαβωμένης σήμερα Καρπασίας. Κατέβηκαν κάτω καί ό Άγιος έδεσε το γαϊδουράκι κοντά στο άγιασμα. Μπήκαν, βγήκαν στον ναό από τήν πίσω πόρτα, κόσμος μέσα- έξω, κατάμεστη ή εκκλησία- όμως κανένας δεν τούς είδε. Παρακολούθησαν λίγη ώρα μέσα στην εκκλησία καί κατόπιν της λέει ό Άγιος.



—     Αρκετά Θεογνωσία, τώρα πάμε πίσω.
Το άγιασμα, ώς γνωστό, είναι πίσω από
τον ναό, κοντά στην θάλασσα. Εκείνη τήν ώρα ή θάλασσα ήταν φουρτουνιασμένη καί τά κύματα κτυπούσαν έξω. Μόλις ή μικρή πήγε να καβαλήσει, ένα μεγάλο κύμα βγήκε καί της μούσκεψε το φουστάνι. Ήταν αργά, νύχτα 30 Νοεμβρίου, ημέρα της γιορτής του Αγίου, καί εν ριπή οφθαλμού το ουράνιο όχημα επιστρέφει καί πάλι ξανά στο σπίτι της Θεογνωσίας. Λίγο πριν τήν αφήσει ό 'Άγιος της είπε.
—     Θεογνωσία, θα σου αφήσω ένα σημάδι, για να δουν καί να πιστέψουν καί οι άλλοι.
Βγάζει λοιπόν μία σφραγίδα καί τήν σφράγισε πάνω στο γόνατο. Το χρώμα ήταν περίπου καφέ καί της λέει.
—     Αυτή ή σφραγίδα θα μείνει πάνω σου μέχρι να αρραβωνιαστείς- όπως πράγματι έτσι καί έγινε. Απ’ ό,τι άκουσα από αυτόπτες, ή  σφραγίδα απεικόνιζε ένα σταυρό καί αριστερά έγραφε ένα κεφαλαίο Α καί δεξιά Π δηλαδή τά αρχικά Ανδρέας Πρωτόκλητος.

Κατόπιν της είπε- «πριν φύγω θα σου πω μερικά πράγματα πού αφορούν προσωπικά μόνον εσένα- αυτά δεν θα τά πεις σέ κανένα μέχρι να πεθάνεις». Πράγματι, καθώς μάς διαβεβαιώνει καί ό γιός της Ανδρέας, ενώ τούς είπε ότι κάποια μυστικά της είπε ό Άγιος όμως κατόρθωσε να τά κρατήσει μέχρι τον τάφο.


Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΘΕΟΓΝΩΣΙΑΣ



Ή επιστήμη ανακάλυψε διαστημόπλοια καί αεροπλάνα πού μπορεί να τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα πού ξεπερνούν καί τήν ταχύτητα του ήχου. Όμως το ιπτάμενο όχημα του Αποστόλου Ανδρέα πού ήταν ένα γαϊδουράκι, φανταστείτε πόσο ταχύτερο ήταν, ώστε σέ λίγες ώρες μόνο να κάνει τον γύρο του κόσμου, να περάσει από το μοναστήρι του στην άκρη της Κύπρου καί να επιστρέψει αυθημερόν. Ήτανε ή 30ή Νοεμβρίου του 1934 καί όλη ή Κύπρος εορτάζει τον μεγάλο προστάτη της Απόστολο Ανδρέα. Οι γονείς της Θεογνωσίας τήν άφησαν σπίτι, κάπου πήγαν καί επέστρεψαν λίγο πριν το μεσημέρι• όταν όμως γύρισαν ή Θεογνωσία δεν φάνηκε. Τήν φωνάζουν οι γονείς της.



—     Θεογνωσία, παιδί μου, που είσαι;



Όμως καμιά απάντηση. Παραξενεμένοι οι γονείς διότι αυτό δεν το ξανάκανε ή κόρη τους έτρεξαν στο κρεβάτι, μήπως κοιμάται. Ερευνούν το σπίτι πάνω κάτω μην τυχόν έπαθε τίποτε, όμως τίποτε. Αρχίζουν να ανησυχούν, βγαίνουν έξω, ρωτούν στενούς συγγενείς μην τυχόν καί φάνηκε ή κόρη, όμως κανένας δεν ξέρει τίποτε. Αρχίζει, λοιπόν, τότε αγωνία, κλάματα καί προβληματισμός. Εκεί φαίνεται ό 'Άγιος ότι έβαλε καλούς λογισμούς τόσο στους γονείς, όσο καί στους συγγενείς της. Ήδη οι δύο πρώτες εμφανίσεις του Αποστόλου Ανδρέα δεν μπόρεσαν να μείνουν μυστικές όσο κι αν τόκρυβε ή κόρη στον κόσμο, διότι ή μητέρα της έστω καί λίγα-λίγα, κατόρθωνε να μαθαίνει τά μυστικά της. Εκείνη με τήν σειρά της τά έλεγε στο στενό περιβάλλον, αδέλφια, ξαδέλφια, συγγενείς καί τέλος κατέληξε ή υπόθεση κοινό μυστικό για όλους. Δεν άργησε σέ λίγα λεπτά να γεμίσει το σπίτι από στενούς συγγενείς καί προκρίτους του χωριού, όπως ή αδελφή της μητέρας της, Ρεβέκκα, ό Μιλτιάδης Γιασεμίδης με τήν γυναίκα του Ελένη, ή Χατζιηκακουλλού, κρατώντας από το χέρι το μικρό εγγονάκι της τήν Γιωργούλλα καί πολλά άλλα μικρά παιδιά- απ’ αυτούς άλλοι κοιμήθηκαν καί άλλοι ζουν, αλλά είναι υπερήλικες, μεταξύ αυτών ήταν καί μία θεία μου, αδελφή του πατέρα μου, ή Παρασκευή, ή οποία μετανάστευσε στην Αγγλία, αλλά έρχεται πολύ συχνά για διακοπές στην Κύπρο. Αφού συν- διασκέφτηκαν όλοι αυτοί μεταξύ τους καί εν συνδυασμό ότι τήν ημέρα εκείνη γιόρταζε ό 'Άγιος, όλοι από κοινού συμπέραναν, ότι τήν Θεογνωσία ήρθε καί τήν πήρε κάπου ό Απόστολος Ανδρέας. Δεν άργησε να γίνει γνωστό το γεγονός καί ή αυλή του σπιτιού γέμισε κόσμο όπου με αγωνία όλοι περίμεναν τί θα γίνει.



ΟΙ ΤΗΓΑΝΙΤΕΣ ΠΑΤΑΤΕΣ



Θυμάστε όταν ήρθε ό 'Άγιος, ή μικρή τηγάνιζε πατάτες καί της είπε- άστες πατάτες καί δεν θα πάθουν τίποτε; Τον καιρό εκείνο μόνο με ξύλα μαγείρευε ό κόσμος. "Όταν ήρθε ό 'Άγιος ή νηστιά (κάτι σαν τζάκι πού μαγείρευαν) ήταν από κάτω γεμάτο ξύλα άναμμένα. Οι πατάτες σέ 5-10 λεπτά έπρεπε να τηγανιστούν. Αν έμεναν παραπάνω θα καίοντο. Επίσης ή φωτιά λογικά μπορούσε να κρατήσει το πολύ μία ώρα χωρίς να ανανέωνε κανείς τά ξύλα, θα έσβηνε. Καί ναι μεν ήρθαν οι γονείς πριν αρκετή ώρα, όταν όμως είδαν ότι λείπει ή κόρη τους, ούτε κοίταξαν να δουν τήν φωτιά. Κι όμως τί νομίζετε ότι έγινε; Ή φωτιά άναβε κανονικά μέχρι πού γύρισε ή Θεογνωσία. Οι πατάτες έβραζαν στο τηγάνι καί όταν τις κατέβασαν ήτανε τηγανισμένες φρέσκες της ώρας.



ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΘΕΟΓΝΩΣΙΑ



Εκεί στην ανησυχία, τήν αναμονή καί τήν αγωνία των γονιών καί του κόσμου αργά τήν νύχτα, φτάνει το πρώτο μήνυμα, ένας μικρός τοπικός σεισμός συγκλόνισε μόνο το χωριό. 'Ο κόσμος αναστατώθηκε, σταυροκοπήθηκε αλλά στην συνέχεια ηρέμησαν με τήν σκέψη ότι κάποιο σημείο θα δείξει ό Θεός. Δεν περνούν όμως λίγα λεπτά, άλλο θαυμαστό σημείο. Ή καμπάνα της εκκλησίας του χωριού κρούει μόνη της χαρμόσυνα προϋπαντώντας τον 'Άγιο. Τρέχουν αμέσως οι χωριανοί να δουν ποιός κτυπά τήν καμπάνα καί για ποιό λόγο τέτοια ώρα. Παραδόξως «ώ τών θαυμάσιων σου Χριστέ βασιλεύ», βλέπουν τήν καμπάνα να κρούει μόνη της. Αμέσως μετά ανοίγει μόνη της διά-πλατα ή πόρτα του σπιτιού της Θεογνωσίας καί μπήκε ξανά μέσα ό Άγιος με το γαϊδουράκι. Όμως αυτήν τήν φορά άοράτως. 


Μόνο τήν πόρτα είδε ό κόσμος να ανοίγει καί ή μικρή Θεογνωσία ξαφνικά βρέθηκε στο μέσο του κόσμου. Σκεφτείτε τώρα τί συγκίνηση, τί χαρά, τί δάκρυα, όχι μόνο τών γονιών καί τών συγγενών αλλά καί όλου του κόσμου. Δεν χάνουν καιρό, πέφτουν πάνω της ώς άλλοι δημοσιογράφοι να υποβάλουν ερωτήσεις. Αυτήν τήν φορά ό 'Άγιος της είπε να διηγείται τά θαυμαστά αυτά γεγονότα προς δόξα του Τριαδικού Θεού, αλλά καί προς ωφελείαν του κόσμου. Μάλιστα της συνέστησε να δείχνει καί τήν σφραγίδα πάνω στο δεξί της πόδι. Επειδή όμως ήταν βρεγμένη από το κύμα πού τήν κτύπησε στην ακροθαλασσιά της μονής του Αποστόλου ό κόσμος ρωτούσε να μάθει γιατί είναι βρεγμένη καί εκείνη τούς εξήγησε τί ακριβώς έγινε.


 Αλλά αν καί από τούς αποστόλους βρέθηκε ένας, ό Θωμάς, να ζητάει αποδείξεις για να πιστέψει ότι αναστήθηκε ό Χριστός, κατά παρόμοιο τρόπο βρέθηκε τότε εκεί καί ό μικρός Χαράλαμπος (ό Παμπής του Άλκηδή, όπως όλοι τον ήξεραν) πού όταν αχούσε ότι το νερό είναι από τήν θάλασσα του Αποστόλου Ανδρέα πήγε κρυφά καί έβαλε στο στόμα τά βρεγμένα ρούχα της καί καθώς διηγείτο ό ίδιος σέ πολλούς καί μάλιστα στον γιό της Θεογνωσίας «Πιστέψετε με το νερόν ήταν αλμυρό λύσσα». ΤΟ Έλεγε καί μάλιστα συγκινημένος, δεν μπορούσε να κρατήσει τά δάκρυά του. Έδώ αξίζει να προσέξουμε ότι για να είναι τόσο πολύ μουσκεμένη σημαίνει ότι σε λίγα λεπτά ή καί δευτερόλεπτα να έφτασε στο χωριό.
Ύστερα απ’ όλη τήν συγκινητική ατμόσφαιρα τελευταίο απ’ όλα σκεφτήκαν τις πατάτες όπου κατά θαυμαστό τρόπον ήταν έτοιμες να τις κατεβάσουν από τήν φωτιά καί νόστιμες όσο ποτέ άλλοτε.

ΤΟ ΚΥΜΑ ΓΙΝΕΤΕ ΓΝΩΣΤΟ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ.

Παρόλο ότι τά μαζικά μέσα ενημερώσεως εκείνη τήν εποχή ήσαν πενιχρά, εν τούτοις, αστραπιαία το θαύμα έγινε γνωστό σ’ όλη τήν Κύπρο. Ασχολήθηκε ό τύπος καί μάλιστα είχε γραφτεί καί ένα λαϊκό ποίημα. Επειδή έγινε γνωστό παντού, πολλοί ενδιαφέροντα, όχι μόνο ν’ ακούσουν, αλλά να δουν καί αυτοπροσώπως γι’ αυτό οι προεστώτες του χωριού κατόπιν προσκλήσεως των επιτρόπων τής εκκλησίας τού χωριού Κάτω Δρύς έπεισαν τούς γονείς της Θεογνωσίας, να τήν πάνε εκεί κατά τήν εορτή τού Αγίου Χαραλάμπους, 10 Φεβρουάριου 1935 όπου γίνεται μεγάλη πανήγυρις. Πήγανε λοιπόν καί βάλαν τήν μικρή να καθίσει σέ μία καρέκλα καί να δείχνει τήν σφραγίδα πάνω στο πόδι. Χιλιάδες κόσμος
απ’ όλη τήν Κύπρο, ιδίως από τά γύρω χωριά, πέρασαν. Έβλεπαν, σταυροκοπιούντο καί δόξαζαν τον Θεόν καί τον Απόστολο, τον μεγάλο προστάτη της Κύπρου. Όμως καί δω δεν έλειψε ό άπιστος Θωμάς. "Ένας γιατρός δερματολόγος, μετέβη μετά σπουδής σίγουρος να αποδείξει ότι επρόκειτο περί απάτης για να μαζέψει ή εκκλησία χρήματα, μάλιστα, δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν μία ανήλικη κοπελίτσα. υπό τήν ιδιότητά του ώς γιατρός δερματολόγος, εξετάζει πρώτα τήν σφραγίδα, εν συνεχεία με ένα αιχμηρό εργαλείο τολμά να ξύση τήν σφραγίδα, νομίζοντας ότι είναι μπογιά. Αποτέλεσμα ήταν να μπει το εργαλείο στο δέρμα της κόρης καί να της ματώσει το πόδι. 

Το καημένο από τον πόνο έκλαψε, αλλά δεν διαμαρτυρήθηκε, ούτε μίλησε. Το γεγονός αυτό συγκλόνισε τον γιατρό, ώστε κι αυτός με τήν σειρά του επίστεψε, εζήτησε δημοσίως συγγνώμη καί στο έξης διαλαλούσε παντού ότι επρόκειτο για μεγάλο θαύμα. Στο χωριό αυτό ένας στενός φίλος καί συνεργάτης μου, ό αγαπητός μου Λουκάς Λουκά, ό όποιος υπηρετεί για χρόνια στο ραδιοφωνικό σταθμό της 'Ιεράς Μητροπόλεως Λεμεσού, συνέπεσε ή νονά του κυρία Ουρανία Αντωνίου, να κατάγεται καί να διαμένει στο χωριό. 


Γι’ αυτό με παρακίνησε να τήν επισκεφτούμε, να μάς φέρει σέ επαφή με τούς ελαχίστους υπερήλικες τού χωριού προς περαιτέρω ζωντανή μαρτυρία. Πράγματι, ή κυρία Ουρανία, προσεφέρθη με πολλή Αγάπη καί έτσι συναντηθήκαμε με ορισμένους, μεταξύ των οποίων τον κύριο Άγγελή Κυριάκου, έναν αξιόλογο ύπερήλικα, ό όποιος υπηρέτησε πιστά σαν κοινοτάρχης επί σαράντα χρόνια (1961- 2001), αλλά καί ώς καλλίφωνος ψάλτης πέρα των πενήντα χρόνων μέχρι σήμερα. Ό ανωτέρω μάς διαβεβαίωσε ότι θυμόταν πολύ καλά το περιστατικό χωρίς όμως ακριβή χρονολογία, όμως ήταν ή πανήγυρης τού Αγίου Χαραλάμπους καί έφεραν από το Μαρώνι ένα κοριτσάκι πού της εμφανίστηκε ό Απ. Ανδρέας καί της έβαλε στο πόδι καί μία σφραγίδα με σταυρό, τήν οποία έδειχνε στον κόσμο.


Επίσης δύο ευλαβείς κυρίες από το χωριό, αλλά χρόνια τώρα μετανάστες στην Αγγλία, ή μεν κυρία Στέλλα Γαβριηλάτσου στο COVERTY καί ή κυρία Στέλλα Ζήνωνος στο ενθυμούνται πολύ καθαρά σαν μικρά παιδιά ότι τήν ημέρα τού Άγ. Χαραλάμπους έφεραν από το Μαρώνι ένα κοριτσάκι πού είχε μία σφραγίδα πάνω στο πόδι, πού τήν έβαλε ό Απ. Ανδρέας καί μία άλλη κάτοικος τού χωριού, ή κ. Ειρήνη Στυλιανού ενθυμείται πολύ καλά το γεγονός όμως δέ μπόρεσε να συγκρατήσει λεπτομέρειες.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Η ΜΙΚΡΗ ΘΕΟΓΝΩΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΝΔΡΕΑ.

ΜΙΑ ΖΩΗ ΘΥΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΑΓΑΠΗΣ. Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΔΑΧΕΣ ΤΟΥ Π. ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΑΡΒΟΥ.





Α'


Στις 3/16 Ιουνίου τοΰ 2013 άναπαύθηκε εν Κυρίω ένας από τους τελευταίους Ρουμάνους γέροντες πού υπέφεραν μέσα στις κομμουνιστικές φυλακές. Γεννημένος στο τέλος τοΰ Α' παγκοσμίου πολέμου ό αρχιμανδρίτης Ιουστίνος Πάρβου έγινε για πολλούς, τόσο στη Ρουμανία όσο καί σ’ όλο τον κόσμο, φάρος πού τούς οδήγησε στο Χριστό καί στη βασιλεία Του. Υπέμεινε φοβερούς διωγμούς καί ομολόγησε τήν Ορθόδοξη Πίστη μέσα στις κομμουνιστικές φυλακές τής 'Ρουμανίας.
Οι εμπειρίες του από τη μοναχική ζωή τοΰ δίδαξαν να πάσχει για τούς πάσχοντες, να τούς δίνη ελπίδα και παρηγοριά, καί να ζει μια θυσιαστική ζωή γεμάτη Αγάπη για το συνάνθρωπο. Καί όλα αυτά τά έπραττε ακόμη καί όταν ήταν μέσα στις φυλακές.


Ό π. Ιουστίνος Πάρβου γεννήθηκε στις 10 Φεβρουάριου τοΰ 1919 στο χωριό ΡETRU VODA μέσα σέ μια πολύ πιστή ορθόδοξη οικογένεια. Ήταν ένα από τά πέντε παιδιά τους καί πήρε κατά τήν ημέρα τής βαπτίσεώς του το όνομα Ιωσήφ. Ο! γονείς του Γεώργιος και Άννα ήταν πιστοί άνθρωποι. Ή μητέρα του έζησε μια ζωή με υπακοή καί Αγάπη προς το Θεό. Αυτή ήταν πού τοΰ ενστάλαξε τήν πίστη στο Χριστό, τήν Αγάπη προς τούς συνανθρώπους του καί το ζήλο για τήν Εκκλησία. Ή ίδια ήταν άνθρωπος τής προσευχής καί αντιμετώπιζε όλες τις δυσκολίες προσευχόμενη μπροστά στην εικόνα τής Παναγίας. Ό π. Ιουστίνος λέει


Ή μητέρα μου πάντα με φρόντιζε με τις προσευχές της και ιδίως στα δύσκολα χρόνια τής φυλακίσεως. Ή μητρική στοργή, πού βρήκα στα πρόσωπα τής Παναγίας καί τής μητέρας μου, με βοήθησε να ξεπεράσω τις δυσκολίες τής ζωής. Αυτή είναι ή Ορθόδοξη παράδοση τοΰ έθνους μας. Έτσι χτίζεται ή υπάρξω μας, ώστε ν’ αντιμετωπίζουμε κάθε κίνδυνο και αγώνα.
Στην οικογένεια τους, όταν τά παιδιά επέστρεφαν από το σχολείο, είχαν τήν ευλογημένη συνήθεια να προσκυνούν το εικονοστάσι τοΰ σπιτιού, να λένε το «Πάτερ ήμών» και μετά να χαιρετούν τούς γονείς τους.


Ό π. Ιουστίνος θυμάται με νοσταλγία τήν παιδική του ηλικία, τότε πού ή γέννηση ενός παιδιού ήταν χαρά καί ευλογία για τήν οικογένεια καί όχι ασήκωτο βάρος.



Στην οικογένεια τοΰ π. Ιουστίνου υπήρχε βαθειά ριζωμένο καί το πνεύμα τοΰ μοναχισμού, επειδή τις Κυριακές καί τις μεγάλες εορτές όλη ή οικογένεια πήγαινε στα κοντινά μοναστήρια διανύοντας μια απόσταση 9 μίλια αλλά και οι μοναχοί επισκέπτονταν το σπίτι τους πολλές φορές . έτσι ο π. Ιουστίνος μεγάλωσε με βαθιά πίστη μέσα σε μια ορθόδοξη οικογένεια που βίωνε την αρετή και τον σεβασμό στην Ιερά παράδοση.
Το σχολείο δεν ήταν κάτι πού τον ενθουσίαζε, αλλά έμαθε πολλά κατά τη διάρκεια τής εξαετούς φοιτήσεώς του στο σχολείο τοΰ χωρίου, προσέχοντας πάντα όταν οι δάσκαλοί του παρέδιδαν το μάθημα. Επί πλέον, επειδή το σχολείο ήταν πολύ αυστηρό και οι ποινές καί οι τιμωρίες ήταν μεγάλες, αυτό τον βοήθησε να προετοιμαστεί για τά μελλοντικά ασκητικά του παλαίσματα.



Ό π. Ιουστίνος έλεγε• Τά σημερινά σχολεία έχουν μετατροπή σέ τόπους αθεΐας. Τά παιδιά δεν διδάσκονται τίποτε για το Θεό, και μόνο ή οικογένεια πλέον μπορεί να εμφυσήσει τήν πίστη στα σημερινά παιδιά.
Μεγαλώνοντας μέσα στη φύση, μακριά από το θόρυβο τής πόλεως, ό π. Ιουστίνος σκληραγωγήθηκε- και αυτό τον βοήθησε μετέπειτα, όταν ήταν φυλακισμένος. Ό ίδιος έλεγε αργότερα-
Παρατήρησα στις φυλακές πώς αυτοί πού είχαν μεγαλώσει στην επαρχία, και ιδιαίτερα στις ορεινές περιοχές, άντεξαν πιο πολύ στα βασανιστήρια τών φυλακών. Αυτοί πού μεγάλωσαν στις πόλεις, γρήγορα κατέρρευσαν και κοιμήθηκαν.



Προσπαθούσε να νηστεύει Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή ακόμη και όταν έβοσκε τά πρόβατα τής οικογένειας το• κι αν καμιά φορά κατέλυε τη νηστεία, περίμενε από το Θεό να άρη τήν προστασία Του και να τον τιμωρήσει για τήν παράβαση τής εντολής τής νηστείας.

Είσοδος στον μοναχισμό



Ή επιθυμία τοΰ π. Ιουστίνου να γίνει μοναχός υπήρχε από τά χρόνια τής νεότητάς του. Αγαπούσε τήν Εκκλησία καί ήθελε ν’ ακολουθήσει το μοναχικό βίο, για να βρίσκεται πιο κοντά στο Χριστό. Έλεγε ό π. Ιουστίνος
Ό καθένας, το δώρο πού τοΰ χαρίζει ό Θεός, ή το καλλιεργεί ή το παραμελεί Άλλα είναι επίσης σημαντικό και το περιβάλλον, μέσα στο όποιο μεγαλώνει κανείς. Ιδιαίτερα ό ρόλος τής μητέρας είναι καθοριστικός στη ζωή μιας οικογένειας και μιας κοινωνίας αλλά και ενός ολόκληρου λαού.
Έξι ολόκληρους μήνες έκανε προσπάθειες να πείσει τη μητέρα του να τοΰ δώση τήν ευχή της να γίνει μοναχός. Ούτε ή αυστηρή άρνηση τοΰ πατέρα του δεν τοΰ έκαμψε τον πόθο. Έτσι το 1936, όταν ό Ιωσήφ ήταν 17 χρόνων, ό πατέρας του τον πήγε τελικά στο μοναστήρι τοΰ DURAU, όπου τον παρέδωσε στα χέρια τοΰ γέροντος Διονυσίου. Όταν αποχαιρετίστηκαν, ό πατέρας του έκλαιγε σαν μικρό παιδί. Από τότε δεν ξανασυναντηθήκαν, γιατί μετά από λίγο καιρό οι κομμουνιστές συνέλαβαν τον πατέρα κατά τον εμφύλιο πόλεμο.



Στο μοναστήρι ό Ιωσήφ αισθανόταν ότι ζει ουράνιες καταστάσεις. Ήταν για ’κείνον ένα πνευματικό σχολείο κ’ έμαθε να ζει δίπλα σέ πατέρες με ασκητικό φρόνημα καί ουράνιο ζήλο. Διάβαζε πολλά πατερικά βιβλία και βίους αγίων, τά όποια τον επηρέασαν στη διαμόρφωση τής πνευματικής του παιδείας. Ό ηγούμενος τής μονής ενάμισι χρόνο αργότερα τον έστειλε να σπουδάσει στο θεολογικό σεμινάριο στην CERNICA για τέσσερα χρόνια. Το 1939 κατά τη διάρκεια τών σπουδών του έγινε μοναχός και το 1941 ιερέας. Το 1942 υπηρέτησε ώς στρατιωτικός Ιερέας, κατά τη διάρκεια τοΰ β' παγκοσμίου πολέμου, μέχρι τον Αύγουστο τοΰ 1944 οπότε καί επέστρεφε στο μοναστήρι. Το 1946 συνέχισε τις σπουδές του στην πόλη ROMAN απ’ όπου και απεφοίτησε ολοκληρώνοντας 8 χρόνια σπουδών.




Έρχονται δύσκολες ήμερες


Όταν ό κομμουνιστικός στρατός εισέβαλε στη Ρουμανία, οι ορθόδοξοι πολίτες της άρχισαν να ζουν στιγμές τρόμου καί αγωνίας. Ή νεολαία τής 'Ρουμανίας, στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν το ορθόδοξο φρόνημα καί να σώσουν το έθνος από τον επερχόμενο κίνδυνο, επαναστάτησαν εναντίον τών μπολσεβίκων. Σύντομα ξεκίνησαν συλλήψεις και ανακρίσεις. Το 1947 ήταν μια χρονιά πού ό π. Ιουστίνος πάλευε με τήν κατάθλιψη. Ομολογεί ό ίδιος, ότι για δύο μήνες δεν είχε καμιά επιθυμία να ζήση άλλο- ούτε να σπουδάσει, να μελετήσει ή να προσευχηθεί. Έτσι αποφάσισε να επισκεφθεί το διορατικό γέροντα Γερβάσιο, ό οποίος καί τοΰ προείπε ότι θα έρθει αντιμέτωπος με στιγμές ζωής καί θανάτου καί μετά θα δικαστή. Επιστρέφοντας στο μοναστήρι, το γυαλί πού κάλυπτε τήν θαυματουργική εικόνα τής Παναγίας τοΰ durau έσπασε ξαφνικά καί χωρίς λόγο• καί ό ηγούμενός του είπε, ότι αυτό Ίσως να ήταν ένα σημείο από το Θεό. Πράγματι, δύο εβδομάδες αργότερα, συλλαμβάνεται καί δεν θα ξαναεπιστρέψη στο μοναστήρι για 17 ολόκληρα χρόνια.


[από το περιοδικό ORTHODOX WORD 3, τ. 292/Σεπτ,-Όκτ.

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ ΜΑΡΤΙΟΣ ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2015


ΑΡΧΙΚΗΦΩΝΗ ΙΕΡΑΡΧΩΝΕικόνα του Αρχαγγέλλου Μιχαήλ αναβλύζει λάδι! Εικόνα του Αρχαγγέλλου Μιχαήλ αναβλύζει λάδι!





Λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη των Τρικάλων, στη σκιά των ιερών βράχων των Μετεώρων, συμβαίνει ένα συγκλονιστικό γεγονός: Από το ξύλο της ιερής εικόνας του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, που φιλοτέχνησε πριν από περίπου πέντε χρόνια ο αγιογράφος πατήρ Παναγιώτης Πεύκης, αναβλύζουν μυστηριωδώς σταγόνες λαδιού, οι οποίες, κατά περίεργο τρόπο, δεν αλλοιώνουν την αγιογραφία!

Ο ιερέας αγιογράφος ένιωσε να τον κυριεύει δέος, όταν για πρώτη φορά είδε τις σταγόνες. Αμέσως προσευχήθηκε στον Θεό. Απέφυγε να διαδώσει στον κόσμο το γεγονός, φοβούμενος ότι οι άνθρωποι μπορεί να παρεξηγήσουν το «μήνυμα», όπως λέει, του Κυρίου.

«Η ιερή εικόνα του Αρχαγγέλλου Μιχαήλ που φιλοτέχνησα αποτελεί πιστό αντίγραφο εικόνας της σχολής του Χρυσολωρά. Ολοκλήρωσα την αγιογραφία πριν από περίπου πέντε χρόνια. Με έκπληξη διαπίστωσα κάποια στιγμή ότι από το ξύλο της εικόνας άρχισε να αναβλύζει λάδι. Εκανα τον σταυρό μου και σκούπισα τις σταγόνες με βαμβάκι. Φοβήθηκα ότι θα καταστραφεί η αγιογραφία. Τότε δεν σκέφτηκα κάτι άλλο. Το λάδι, όμως, κατά περίεργο τρόπο συνέχισε να αναβλύζει. Μυρίζει σαν το λάδι καντήλας που ανάβει και έχει κεχριμπαρένιο χρώμα. Είναι αξιοπερίεργο το ότι, ενώ κυλά, δεν καταστρέφει τα χρώματα της εικόνας» αποκαλύπτει στην «Ορθόδοξη Αλήθεια» ο πατήρ Παναγιώτης Πεύκης.

Οπως εξηγεί, οι σταγόνες λαδιού αναβλύζουν από διάφορα σημεία της εικόνας. «Αλλοτε από το πρόσωπο του αρχαγγέλλου, άλλοτε από τα χέρια, το λάδι κάθε φορά αναβλύζει από διαφορετικό σημείο. Αδυνατώ να εξηγήσω πώς μπορεί να συμβαίνει αυτό το μυστήριο φαινόμενο και το εκλαμβάνω ως μήνυμα του Θεού. Ζήτησα από έναν χημικό να μου πει τη γνώμη του. Δεν μπόρεσε να δώσει συγκεκριμένη απάντηση» λέει ο ιερέας αγιογράφος.

Διευκρινίζει ότι το ξύλο που χρησιμοποίησε για να δημιουργήσει την αγιογραφία έγινε αντικείμενο επεξεργασίας πρώτη φορά πριν από τουλάχιστον 200 χρόνια.

«Πρόκειται για ξύλο ξερού πλατάνου, που χρησιμοποιήθηκε σαν καπάκι. Δεν είναι ξύλο το οποίο μπορεί να βγάλει ρετσίνι, όπως για παράδειγμα το πεύκο, δεν έχει ρητίνες, και για τον λόγο αυτόν δεν μπορώ να εξηγήσω πώς γίνεται να αναβλύζει λάδι» προσθέτει ο πατήρ Παναγιώτης.

Εφόσον εξακολουθήσει να αναβλύζει λάδι από την ιερή εικόνα και τα επόμενα χρόνια, ο ιερέας αγιογράφος σκέφτεται να ζητήσει τη γνώμη ειδικών. Δεν κάνει λόγο για θαύμα, αλλά μιλά για μήνυμα του Θεού, που στόχο έχει να ενδυναμώσει την πίστη των ανθρώπων.

Μαθητής του Βράνου στην Αθωνιάδα

Ο πατήρ Παναγιώτης Πεύκης γεννήθηκε στη Νέα Πεύκη Τρικάλων πριν από 61 χρόνια. Παιδί πολυμελούς οικογένειας ιερέα, έζησε τα παιδικά χρόνια του μέσα στην ελληνική παράδοση και τη χριστιανική πίστη.

Πνευματικά ανήσυχος βρέθηκε στο Αγιον Ορος. Από το 1972 ως το 1975 φοίτησε στην Αθωνιάδα Εκκλησιαστική Ακαδημία.

«Εκεί διδάχθηκα την τέχνη της αγιογραφίας από τον μοναχό και καθηγητή Ιωάννη Βράνο, έναν από τους πιο διακεκριμένους και άριστους γνώστες της βυζαντινής εικονογραφίας» τονίζει στην «Ορθόδοξη Αλήθεια».

Στη συνέχεια σπούδασε στην Ανωτέρα Εκκλησιαστική Ακαδημία Θεσσαλονίκης και το 1979, αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του, επέστρεψε στη γενέτειρά του, τα Τρίκαλα.

Παντρεύτηκε και απέκτησε τρεις γιους. Το 1980 χειροτονήθηκε διάκονος και το 1982 πρεσβύτερος στην ενορία του Αγίου Αντωνίου, στο χωριό Παραπόταμος, όπου μέχρι σήμερα υπηρετεί ως εφημέριος.

Το 1980 ίδρυσε το εργαστήριο βυζαντινή εικονογραφίας «Πεύκης», όπου μέχρι σήμερα συνεχίζει να ασκεί και να διδάσκει στους νέους την ιερή τέχνη της αγιογραφίας.

Θεωρείται ένας από τους καλύτερους σύγχρονους αγιογράφους - εικονογράφους. Φιλοτεχνεί με πιστό τρόπο ιερές εικόνες που βρίσκονται σε διάφορους ναούς, μοναστήρια, μουσεία και ιδιωτικές συλλογές.

«Με τον τρόπο αυτόν συμβάλλω στη διατήρηση και την ευρύτερη κατά το δυνατόν διάδοση της συγκεκριμένης πολιτιστικής κληρονομιάς μας» τονίζει.

Κύρια χαρακτηριστικά της τέχνης του πατέρα Παναγιώτη Πεύκη αποτελούν οι ασκητικές μορφές, η πραότητα της έκφρασης των αγίων, η αγαθότητα και η ταπείνωση, που προσελκύουν την ανθρώπινη ψυχή και την οδηγούν στην αναζήτηση του Θεού.


«Κάθε εικόνα» σημειώνει ο ιερέας αγιογράφος «αποτελεί ελπίδα και στήριγμα για κάθε πιστό και οδηγεί προς τον Θεό, διατηρώντας τη φλόγα της πίστης άσβεστη».


Τετάρτη 25 Μαρτίου 2015

PROPHECIES ABOUT RUSSIA AND VLADIMIR PUTIN- THIS IS THE PROPHECY ABOUT RUSSIA GIVEN TO ST. JOHN OF KRONSTADT



PROPHECIES ABOUT RUSSIA AND VLADIMIR PUTIN


The first people to believe in prophecies and study 
them are people who occupy positions of authority

PATRIARCH CYRIL WITH PUTIN

This is about the unexplainable and spontaneous pilgrimage of Vladimir Putin to the Shrine of Saint John of Kronstadt in Kronstadt, Russia. On May 25, 2014, the Russian president visited unexpectedly the City of Kronstadt.  The president was mainly interested in visiting two holy places in this city: the Cathedral Church of St. Nicholas that is dedicated to the Russian Navy and the house and museum of Saint John of Kronstadt.  The president spent a total of one hour in the home and museum of the Saint.  A nun present noted that the president did not only take a simple tour but he also spent time praying intensely to the Saint.  It was the same day that elections were being held in the Ukraine.  The president requested that the nuns pray for not only the neighboring country of Ukraine but also for all of Russia.

What prompted this public display of the Russian’s emphasis on the Orthodox Church?  Is it possible it has been prompted by the prophecy that he himself is now fulfilling?  Read with great attention the prophecy of Saint John of Kronstadt about the future of Russia.  The Saint tells us: “A large bell was ringing over my head.  I heard the sound and got up from my bed saying: Lord, bless me and help me through prayers of my Elder.  You have enlightened me, your sinful servant, the priest John of Kronstadt.  I see that Russia will become a powerful nation.  It will become more powerful than before.  It will be built upon the bones of the martyrs of communism.  These bones will form the firm foundation upon which New Russia will be built.  It will become like Old Russia was.

It will be powerful in its faith in Jesus Christ and the Holy Trinity.  It will be built upon that which Saint Prince Vladimir had established, one united Church.  The Russians have stopped understanding what Russia is.  It is the footstool of the Throne of the Lord.  The Russians must come to understand this and thank God that they are Russians.  The Church will remain immutable until the end of the world and the monarchy of Russia, if it remains faithful to the Orthodox Faith  will be established on the Throne of Russia until the end of the world.”

THIS IS THE PROPHECY ABOUT RUSSIA GIVEN TO 
ST. JOHN OF KRONSTADT

SAINT JOHN OF KRONSTADT

St. John of Kronstadt tells us about the following vision that he had in the month of January 1901.  “Saintly people would not forsake their faith with even one word.”  This is the vision of the Saint.  “Following my evening prayers, I laid down to rest in my dimly lit cell, since I was very tired.  My candle was hanging before the icon of the Holy Mother.  A half hour had not passed when I heard a noise.  Someone was leaning on my right shoulder and then I heard a soft voice say: ‘get up slave of God John and observe the will of God.’  I got up and saw a brilliantly shining Elder with grey hair wearing a black cloak and holding a staff in his hand.  He was looking at me tenderly and I had to keep myself from falling down because I was frightened.  My hands and my feet were trembling.  I wanted to speak but my tongue would not move.  The Elder blessed me with the sign of the Cross and I was suddenly filled with a sense of peace and joy.  

The Elder then directed my attention with his staff toward the west wall of my cell.  He did this in order to call my attention to a specific area of the wall.  The Elder had drawn on the wall the following dates, 1913, 1914, 1917, 1922, and 1934.  The wall suddenly disappeared and I was walking with the Elder in a green meadow and I saw thousands of crosses that were like grave markers.  These crosses were made of wood, clay and gold.  I asked the Elder why the crosses had been placed there.  He answered me peacefully; those crosses are for those who have suffered and were killed for their faith in Christ and for the Word of God.  They are the martyrs.  We continued to walk along.  I suddenly saw a whole river flowing with blood and I asked the Elder what was the meaning of that blood and how much of it had been spilt.  The Elder looked around and said; ‘That is the blood of true Christians.’  The Elder then showed me some dark clouds and saw lit candles whose flames were white.  These candles started falling to the ground, one after the other, in the hundreds and the thousands.  As they fell their flames went out and they became ashes.  

The Elder then said to me, ‘Look,’ I saw a cloud with seven burning votive lights.  I asked the Elder what was the meaning of the burning votive lights and he said to me: ‘Those are the Churches of God which have fallen into heresy.  But the seven burning votive lights in the clouds are the Churches of the One, Holy, Catholic and Apostolic Church that will remain until the end of time.’  

The Elder then directed my attention high up in the sky and I saw Angels chanting: Holy, Holy, Holy, and Lord God of Shabaoth. A whole host of people with lit candles passed us by.  Their joy was brilliantly etched on their faces.  These people were archbishops, monks, nuns, groups of lay people, elderly people, young people, and there were even children and babies.  I asked the miraculous Elder who these people were and he answered: ‘Those are all the people who have suffered for the Holy, Catholic, and Apostolic Church.  They are like holy icons that were in the hands of evil people who were destroyers of icons.’  I then asked the great Elder if I could possibly sit next to these people.  The Elder responded: ‘It is too early for you to suffer; for if you sit with them, it will not be blessed by God.’  I again saw a large gathering of newly born people who suffered at the hands of Herod and who received the crowns of the Heavenly King.

We proceeded ahead and entered a big Church.  I wanted to make the sign of the Cross but the Elder forbid me: ‘There is no need for you to make the sign of the Cross since this place is the abomination of desolation.  The Church was dark and oppressive.  There was a star on the Altar Table along with a star on a book of the Gospels.  The candles were made of tar and they were sputtering like burning wood.  There was also a chalice that was covered with unbelievable filth.  There was also a loaf of altar bread with stars.  A priest was standing in front of the Altar Table with a person who was black as tar.  There was also a woman under the Altar Table dressed in red with a star on her lips and she was screaming and laughing at everyone in Church saying:  ‘I am free.’  I thought: “My God, how horrible this is.”

The people started running around the Altar Table like crazies yelling, whistling and clapping.  Then they began singing immoral songs.  Suddenly, a lightning bolt flashed from above followed by a fearful thunder clap.  The earth shook and the Church collapsed sending the women, the people, the priest and the rest of those present into the abyss.  I then thought: “My dear God how horrible, save us!”  The Elder was seeing everything that I had been watching.  I asked the Elder: “Father, tell me, what the meaning of that fearful Church was? “ He responded: “Those people that you saw are worldly people; they are heretics that have abandoned the One, Holy, Catholic, and Apostolic Church and have accepted the contemporary Church that God has not blessed.  In this Church, the people do not fast, they do not have traditional services and they do not receive Holy Communion.”  I became frightened and I said: “Our God is a merciful God but He also banishes these people to death.” The Elder interrupted me saying: “Do not weep, just pray.”

I then saw a large gathering of people.  Each one of them had a star on their lips and they were terribly exhausted and thirsty. They were walking around helter skelta.  They saw us and they called out to us loudly:  “Holy Fathers, pray for us.  It is very difficult for us because we ourselves cannot help ourselves.   Our fathers and mothers did not teach us the Law of God.  We do not even know the name of Christ and we do not have peace in our lives.  We rejected the Holy Spirit and the sign of the Cross.”  They began to cry.  

I followed the Elder. “Look,” he said to me pointing at something with his finger.  I saw a mountain of human bodies drenched in blood.  I became very frightened and I asked the Elder what was the meaning of these dead bodies.  He answered me: “Those are the people who lived monastic lives, denied the Antichrist and refused the mark of the beast.  They suffered for their faith in Christ and for the Apostolic Church and they have received the crowns of martyrdom in dying for Christ.  You are to pray for these servants of God.”  Without warning the Elder turned toward the north and pointed at something with his hand.  I saw an imperial palace around which dogs were running.  Wild beasts and scorpions were screaming baring their teeth while attacking.  I saw the Tsar sitting on a throne. His face was ashen but resolute.  He was saying The Jesus Prayer.  He suddenly fell like a dead man.  He crown fell from his head.  The wild beasts, the dogs and the scorpions were trampling upon the king.  I was frightened and cried bitterly.  The Elder then grabbed me by my right shoulder.  I saw a sign with white letters—it read Nicholas 11.  He had a crown made of green leaves and his face was white and bloodied.   He was wearing a gold Cross around his neck and he was quietly whispering a prayer.  And then he said to me with tears: “Pray for me, Father John.  Tell all the Orthodox Christians that I am the Tsar, a martyr; I died bravely for my faith in Christ and for the Orthodox Church.  Tell the Holy Fathers that we must have a memorial service for me the sinner.  But there will not be a grave for me.” (My note: There is no doubt that what the Elder is showing Fr. John is the suffering of the Russian people under communist brutality).

Suddenly everything disappeared in a fog.  I cried bitterly praying for the martyred Tsar.   My hands and my feet were trembling from fear.  The Elder said: “Look.”  I then saw a whole host of people scattered about the earth who had died from starvation while others ate grass and plants.  The dogs were eating the bodies of the dead people while the stench was horrible.  I thought: “Lord, those people did not have faith.”  Blasphemies were coming out of their mouths and that is why they became the victims of the wrath of the Lord.  I also saw a whole mountain of books amongst which worms were crawling and emitting a horrible stench.  I asked the Elder what was the meaning of those books.  He said: “Those books are the disrespect and the blasphemies which will pollute all Christians that have heretical teachings.  The Elder then leaned his staff on some of the books and they started to burn and then the wind scattered the ashes.  

I then saw a Church around which was a pile of prayer petitions for the dead.   I bent down because I wanted to read the petitions but the Elder said: “Those petitions for the dead have been here for many years and the priests have forgotten them.  They will never read them but the dead themselves will ask someone to read them.”  I asked the Elder: “Who will read the petitions for them?”  The Elder said: “The Angels will pray for them.”

We proceeded further on and the Elder started walking so fast that I had a hard time keeping up with him.  “Look.”  He said to me.  I saw a big crowd of people being chased by demons who were hitting them with sticks, pitchforks and hooks.  I asked the Elder what was the meaning of these people.  He responded: “Those are the people who have denied their faith and left the One, Holy, Catholic, and Apostolic Church and accepted the contemporary Church. (My note: I wonder what these modern day contemporary Churches the Elder is referring to). That group of people represents the priests, the monks, the nuns, and the laymen who denied their oaths of faith or their marriages and became addicted to drinking, to immorality and all types of blasphemies and diabolical activity.  All these people have fearful looking faces and a horrible stench comes from their mouths.  The demons were beating them directing them into the horrible abyss from which came the flames of hell.  I was very frightened.   I was making the sign of Cross while praying that the Lord would protect us from such a fate.

I then looked upon a group of people, young and old alike, who were all dressed badly and they were holding up a large star with five points.  On each point of the star were twelve demons and in the middle was Satan himself with horns and a straw head.  An injurious froth for humans came forth from his mouth.  He proclaimed the following words: “Get up you cursed people who bear my mark.”  Suddenly there appeared many demons with metal seals and they placed these seals on all the people; on their lips, on their elbows and on their right hands.  I asked the Elder: “What does that mean?”  He responded: “That is the seal of the Antichrist.” (My note: We hear a great deal today about the seal of the beast. Is this in reference to the electronic chip that all people will be required to wear?)   I made the sign of the Cross and then followed the Elder.

The Elder suddenly stopped and directed my attention toward the East with his hand.  I saw a large gathering of people with happy faces carrying Crosses with candles in their hands.  In the midst of them was an Altar Table as white as snow. On the Alter Table were a Cross and the Book of Gospels.  On the Altar Table was also an altar cloth (άντιμήνσιον) engraved with a golden imperial crown upon which was written in gold letters “For the immediate future.”  Patriarchs, bishops, priests, monks, nuns, and lay people were standing around the Altar Table.   They all chanted: “Glory to God in the highest and peace open earth.”  With great joy I made the sign of the Cross and glorified God.     

Suddenly the Elder waved his Cross over his head three times and I saw a mountain covered with human blood and Angels were flying above it.  They were carrying the souls of those who had been killed defending the Word of God and lifting them up to heaven while chanting “Alleluia.”   I looked upon this scene and I cried bitterly. The Elder then took me by the hand and forbid me from crying anymore.  The Elder said: “That which pleases God is that the Lord Jesus Christ suffered and spilled His precious blood for us.  People like them will become martyrs because they will not accept the seal of the beast of the Antichrist.   All these people who spill their blood will receive heavenly crowns.”  The Elder then prayed for these servants of God and then turned toward the East because the words of the Prophet Daniel were being fulfilled: “the abomination of desolation.”

Finally I saw the dome of the Church of Jerusalem.  On the top of it was a star.  In this Church were millions of people milling around and many more were trying to enter the Church.  I felt like making the sign of the Cross but the Elder grabbed my hand and said: “Here is the abomination of desolation.” (My note: Not only is the Elder telling us about the terrible slaughter of Orthodox Christians in communist Russia but he is now talking about the abomination of desolation of the antichrist in the Holy of Holies in Jerusalem). We entered the Church which was full of people.  I saw an Altar Table which had burning candles that were made of animal fat.  On the Altar Table there was a king dressed in flaming red and purple.  There was a crown on his head with a star.  I asked the Elder: “who is that?” He answered: “The Antichrist.” He was very tall with flaming eyes, black eyebrows, and a shaved face that appeared beastly, cunning, and diabolical.  He was standing alone at the Holy Altar and he stretched out his hands to the people.  He had long finger nails that looked like a tiger’s claws and he yelled out: “I am the king, I am God.  I am the Leader.  He who does not have my seal will be killed.”

All the people fell down and worshipped him and he began to place his seal on their lips and their hands so that they could purchase a little bread and not die of starvation and thirst.  Around the Antichrist were servants directing the many people whose hands were tied and who had not fallen down to worship him.  These people said: “We are Christians and we all believe in our Lord Jesus Christ.”  The Antichrist then cut off their heads swiftly and the Christian blood began to flow.  A child was led to the Altar Table of the Antichrist presumably to worship him but he dared to proclaim: “I am a Christian and I believe in our Lord Jesus Christ but you are the servant of Satan.”  The Antichrist yelled out “death to him.”  Others who had received the seal fell down and worshipped him.  

Suddenly a sound from a multitude of people was heard and thousands of shafts of light started to flash about.  Spears started to strike the servants of the Antichrist.  Then a large flaming and flashing spear struck the Antichrist himself in the head.  As he was moving his hand, his crown fell from his head and broke in pieces on the ground.  After this millions of birds flew and perched on the heads of the servants of the Antichrist.  I then felt the Elder grabbing me by the hand.  We moved further on and I again saw a lot of Christian blood.  It was here that I remembered the words of Saint John the Theologian in the Book of Revelation that said “the blood of Christians would be so deep that it would reach up to the bridle of a horse.”  I thought: “My God save us.” At that moment I saw Angels flying and singing “Holy, Holy, Holy Lord God of Sabaoth.” The Elder looked back and begin saying: “Don’t grieve, for soon the end of the world will come.  Pray to the Lord.  God is merciful to His servants.  The time has come for the end.”  He looked to the East; fell on his knees and began to pray.  And I prayed with him.  The Elder then started to lift up quickly from the earth toward the heavenly mansions.  As he was ascending, I remembered that I did not know his name and I called out to him: “Father what is your name?”  He tenderly answered: “Seraphim of Sarov.”  

A large bell rang above my head, I heard the sound and I got up from my bed.  “Lord, bless and help me through the prayers of the Holy Elder.  You enlightened your sinful servant, the priest of Kronstadt.” 
GLORY TO GOD IN HIS HOLY SAINTS
Translated from the Greek by:

+Fr. Constantine (Charles) J. Simones, Waterford, CT, USA, March 17, 2015, 860-460-9089, cjsimones300@gmail.com