Μια πνευματική θυγατέρα του Αγίου Ιωάννου της Κρονστάνδης
ΑΝΑΜΝΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ
ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟ ΟΡΑΜΑ
ΜΙΑ ΚΛΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ
Σύμφωνα με τους κανόνες του ινστιτούτου όλες οι μαθήτριες έπρεπε να παρακολουθούν την Θεία Λειτουργία, να εξομολογούνται και να κοινωνούν την πρώτη, την τέταρτη και την έβδομη εβδομάδα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής· αλλά όπως ανέφερα ήδη, εκείνη την χρονιά περισσότερες από τις μισές μαθήτριες ήταν στο κρεβάτι με ιλαρά, αρρώστια πού κράτησε όλη την άνοιξη. Γι' αυτό, δεν μπορέσαμε να εξομολογηθούμε και να κοινωνήσομε την Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Οι αρχές λοιπόν του σχολείου αποφάσισαν να εκπληρώσουμε αυτό το καθήκον στην περίοδο του Δεκαπενταύγουστου, στο τέλος των διακοπών, πού συνήθως διαρκούσαν μέχρι τις 16 Αυγούστου.
Ξαφνικά, άρχισα να ανυψώνομαι από το έδαφος δίχως ν' αλλάξω θέση. Εξακολουθούσα δηλαδή να είμαι γονατισμένη, τα πόδια μου δεν τέντωσαν προς τα κάτω, αν και έχανα την επαφή μου με το έδαφος. Πετούσα όλο και πιο ψηλά, αλλά όχι συνέχεια. Πότε - πότε χαμήλωνα λίγο, αλλά μετά ξανάρχιζα ν' ανεβαίνω, μέχρις ότου σταμάτησα, αφού είχα φθάσει σε μεγάλο ύψος.
Είδα τότε ότι βρισκόμουν σε κάποιον άλλο κόσμο - στον Ουρανό σκέφτηκα. Μια ανείπωτη γλυκύτητα γέμιζε την ψυχή μου. Όλα ήταν τόσο φωτεινά, τόσο υπέροχα όμορφα, πού δεν μπορώ να τα εκφράσω με λέξεις.
Σχεδόν δίπλα μου είδα τότε πάρα πολλά ανθρώπινα όντα να στέκονται σε μακρές σειρές. Ήταν τόσο πολλά, πού δεν μπορούσα να διακρίνω το τέλος αυτών των σειρών. Τα σώματα αυτών των όντων ήταν όλα όμοια χωρίς όμως να είναι τραχιά και σκληρά, όπως τα δικά μας γήινα σώματα. Ήταν λεπτά και διαφανή σαν να είχαν σχηματισθεί από σύννεφα και μάλιστα τόσο διαφανή, ώστε μπορούσε κανείς να βλέπει την μια σειρά μέσα από την άλλη και μέχρι και την τελευταία.
Μόνο τα χρώματα ή μάλλον οι σκιάσεις αυτών των διαφανών σωμάτων δεν ήταν όμοιες, όπως και τα σύννεφα στον ουρανό δεν έχουν το ίδιο χρώμα. Μερικά είχαν κίτρινες σκιάσεις, άλλα κόκκινες, γαλάζιες, λευκές κ.ο.κ. αλλά όλα ήταν ελαφρά και διαφανή.
Αφού λοιπόν ανέβηκα εκεί κατά τρόπον άγνωστο σε μένα, σταμάτησα μπροστά στην πρώτη σειρά στο δεξιό της άκρο. Ήμουν ακόμη στην ίδια στάση της προσευχής, γονατισμένη δίχως να έχω μετακινηθεί πολύ σ όλη την διάρκεια του οράματος, αλλά και άπ' αυτήν τη στάση μπορούσα να βλέπω αρκετά.
Καθώς κοίταζα τα θαυμάσια σώματα τους, άρχισα ν' αναρωτιέμαι: "Μήπως έγινα κι εγώ σαν κι αυτούς;" Αλλά όχι δεν είχα γίνει. Κοιτάζοντας τον εαυτό μου είδα ότι ούτε ή εμφάνιση μου ούτε ή θέση μου άλλαξαν. Βρισκόμουν στον εναέριο χώρο με την σχολική μου στολή και γονατισμένη.
Την στιγμή πού κοίταζα τον εαυτό μου, έριξα ασυναίσθητα μια ματιά προς τα κάτω και είδα τη γη μακριά, πολύ μακριά. Άπ' εκεί έρχονταν κάποιοι απροσδιόριστοι θόρυβοι, σαν αναφιλητά, κραυγές, γέλια κ.τ.λ. Παρ' όλο πού αυτό κράτησε μόνο μια στιγμή, όσο δηλαδή κοίταζα τον εαυτό μου, ακόμη και ή σκέψη της ζωής στην γη με τρόμαξε και έσπευσα να επιστρέψω στο εκπληκτικό ουράνιο όραμα μου.
Δεν μπορώ να ειπώ, αν αυτά τα άγια όντα πού είδα φορούσαν στολές ή όχι (αυτήν την ερώτηση μου έκαναν κάποτε). Τότε ούτε καν μου πέρασε άπ' το μυαλό μια τέτοια ερώτηση και τώρα δεν μπορώ να θυμηθώ. Το μόνο πράγμα πού μπορώ να ειπώ είναι ότι, κι αν ακόμη ήταν ντυμένα, οι στολές τους θα πρέπει να ήταν διαφανείς, γιατί μπορούσα κι έβλεπα καθαρά τις πίσω σειρές μέσα από τις πρώτες. Όλα εκεί ήταν διαφανή και καθαρά, χωρίς κανένα ίχνος τραχύτητας και γενικά χωρίς κανένα χαρακτηριστικό της ύλης.
Όλα αυτά τα άγια όντα ήταν διατεταγμένα έτσι, ώστε να σχηματίζουν δύο χορούς, οι μακριές δηλαδή σειρές τους, πού έφθαναν πέρα μακριά (όπως μου φαινόταν) ήταν χωρισμένες, ώστε να υπάρχει μεταξύ τους ένα λαμπρό κενό διάστημα σαν διάδρομος. Εγώ βρισκόμουν σε μια τέτοια θέση, ώστε μπορούσα να βλέπω και τους δύο χορούς και το κενό μεταξύ τους διάστημα.
Όλοι έψαλλαν, πότε ο κάθε χορός με την σειρά του και πότε και οι δύο χοροί μαζί. Όταν άρχισαν να ψέλνουν, βγήκε από τα στόματα τους ένα κύμα ευωδιάς σαν το θυμίαμα, πού βγαίνει άπ' το θυμιατό. Αυτό το κύμα δεν έμεινε ούτε ξαπλώθηκε εκεί κάτω, αλλά υψώθηκε και στροβιλίστηκε στον αέρα δίχως να κρύβει την θέα των αγίων εκείνων όντων. Δεν ξέρω τι ήταν αυτό πού έψαλλαν, αλλά ήταν απερίγραπτα όμορφο.
Από την θέση μου στην αρχή των δύο μπροστινών σειρών, απέναντι από τον κενό μεταξύ τους χώρο, μπορούσα να βλέπω ευδιάκριτα μέχρι πέρα. Ήταν σαν ή εικόνα να γινόταν
καθαρή, όσο πιο μακρινή ήταν ή απόσταση. (Δεν ξέρω, αν αυτό συνέβαινε πράγματι ή αν ήταν ψευδαίσθηση). Άρχισα να κάνω την σκέψη ότι εκεί πέρα ήταν ο Θρόνος του Θεού, ή
Πηγή του Φωτός, και ότι αυτός ο ίδιος κατοικούσε εκεί. Μόλις ήλθε στον νου αυτή ή σκέψη, εκείνη ακριβώς την στιγμή ένα από τα άγια εκείνα όντα να με πλησιάζει και το άκουσα να δίνη απάντηση στο ερώτημα μου «θέλεις να ιδείς τον Κύριο; Δεν είναι ανάγκη να πάς μέχρις εκεί πέρα. Ό Κύριος είναι εδώ, παντού, γύρω μας. Είναι πάντα μαζί μας και βρίσκεται στο πλευρό σου !».
Καθώς τα έλεγε αυτά, εγώ σκεφτόμουν "Ποιος είναι αυτός και πώς κατάλαβε τις σκέψεις μου, όταν αυτές δεν ήταν καν διαμορφωμένες μέσα μου ευκρινώς;". Άλλα ούτε κι αυτή ή σκέψη του ξέφυγε. 'Αφού μίλησε για την παρουσία του Θεού, συνέχισε σαν ν' απαντούσε στην τελευταία μου σκέψη. "Είμαι ο Ευαγγελιστής Ματθαίος!".
Ακόμη δεν είχε καλά-καλά τελειώσει αυτά του τα λόγια, όταν δεξιά μου είδα τον Σωτήρα μας Ιησού Χριστό να με αντικρίζει. Με τρόμο επιχειρώ να περιγράψω την θεία Του όψη. Ξέρω πώς τίποτε, κανένας λόγος, δεν μπορεί να το έκφραση και φοβούμαι, μήπως κάποια λέξη δεν είναι αρκετά δυνατή και μείωση έτσι τον Μέγα.
Είναι αδύνατο να θυμηθώ και πολύ περισσότερο να περιγράψω την Θεία και μεγαλοπρεπή εμφάνιση του γλυκύτατου Κυρίου, δίχως τρυφερή συγκίνηση και τρόμο. Έχουν περάσει εικοσαετίες από την ήμερα, πού είδα το όραμα, αλλά πάντοτε βρίσκεται στην ψυχή μου ζωντανό και ανεξίτηλο.
Ό Κύριος ήταν εκεί και στεκόταν μπροστά μου θαυμάσιος και γεμάτος μεγαλοπρέπεια. Όλη Του ή μορφή ή με άλλα λόγια όλο Του το σώμα ήταν σαν καμωμένο από τον ήλιο ή μάλλον το αντίθετο, ο ίδιος ο ήλιος είχε την μορφή ανθρωπίνου σώματος. Φορούσε ένα πορφυρό ωμοφόριο ή σινδόνι, πού ήταν ριγμένο επάνω Του από την πλάτη στον αριστερό Του ώμο, όπως φαίνεται στις εικόνες, πού δεν ήταν φτιαγμένο από ύφασμα (τίποτε το υλικό δεν υπήρχε εκεί), αλλά ήταν σαν μια πορφυρή, φλόγινη λάμψη, σαν αυτήν, πού βλέπουμε στον ορίζοντα το σούρουπο. Από τον αριστερό ώμο έπεφτε κάτω και μπροστά και σκέπαζε το αριστερό μέρος του στήθους και όλη την μορφή· έπεφτε διαγώνια προς τα πόδια πού τα κάλυπτε και μετά ανέβαινε προς την δεξιά πλευρά. Ήταν σαν να κυμάτιζε στους παλμούς του εναερίου διαστήματος, πού στο μέσον του στεκόταν ο Κύριος.
Το δεξί Του χέρι και ή δεξιά πλευρά του στήθους Του δεν καλύπτονταν από το ωμοφόριο και ήταν σαν τον ήλιο, όπως και τα πόδια Του πού ήταν ακριβώς σαν τ' ανθρώπινα και είχαν ίχνη πληγών, πού φαίνονταν καθαρά στο μέσο των πελμάτων. Το δεξί Του χέρι ήταν χαμηλωμένο και πάνω του μπορούσα να ιδώ τις ίδιες πληγές. Άπ' ότι θυμούμαι το αριστερό Του χέρι ήταν υψωμένο και μ' αυτό ακουμπούσε ή κρατούσε ένα μεγάλο ξύλινο σταυρό, πού ήταν το μόνο πράγμα φτιαγμένο από γήινο υλικό, δηλαδή από ξύλο. Ή κεφαλή Του ή μάλλον το πρόσωπο Του στεφανωνόταν από μια κόμη πού έπεφτε πους ώμους Του και πού έμοιαζε σαν καμωμένη από ακτίνες ή κάτι τέτοιο), πού κυμάτιζαν προς τα κάτω και κινούνταν ανάλαφρα στο ελαφρό ανάδεμα του αέρα.
Δεν μπορούσα να διακρίνω τα χαρακτηριστικά του πρόσωπου Του τόση ήταν ή λαμπρότητα, ώστε αυτό ήταν αδύνατο, θυμούμαι μόνο τα μάτια Του, υπέροχα ανοιχτά γαλάζια μάτια, πού φαίνονταν να αντανακλούν όλον τον γαλάζιο ουρανό. Με κοίταζαν με μια τέτοια ευσπλαχνία, μια τέτοια αγάπη !Βλέποντας τον Κύριο παρέλυσα από έκσταση και λατρεία. Δεν ένοιωθα καθόλου φόβο παρά μόνο αγάπη - μιαν ατέλειωτη και θεία αγάπη, πού κατέλαβε όλο μου το είναι.
Δεν ξέρω πόσο παρέμεινα σ' αυτήν την κατάσταση της στάσεως κοιτάζοντας την γλυκεία μορφή του Κυρίου, αλλά τελικά ρίχθηκα στα πόδια Του και άπλωσα τα χέρια μου για να αγκαλιάσω και να τα φιλήσω. Αυτό το έκανα αυθόρμητα παρακινούμενη από το αίσθημα, πού με κατείχε. Ό Κύριος όμως εν μ' άφησε ν' αγγίξω τα πόδια Του. Έσκυψε και με το δεξί του χέρι άγγιξε την κορυφή της κεφαλής μου και είπε: "Δεν ήλθε ακόμη ή ώρα". Αυτό το θαυμάσιο άγγιγμα και ή γλυκεία φωνή με διέλυσαν τελείως και, αν εν τω μεταξύ δεν τέλειωνε το όραμα, νομίζω ότι θα έβγαινε ή ψυχή μου.
Στο κεφάλι μου ένοιωθα ακόμη το θείο άγγιγμα και στα αυτιά μου αντηχούσαν ακόμη τα γλυκύτατα λόγια. Όλο το μαξιλάρι μου και το στήθος μου ήταν βρεγμένα με δάκρυα, πού πρέπει να τα' χυσα στον ύπνο μου, όσο έβλεπα το όραμα.
Ανακάθισα στην κουκέτα μου και σιγά-σιγά συνειδητοποίησα ότι είχα βρεθεί σ έναν τόπο έξω άπ' αυτόν τον κόσμο και ότι τώρα ήμουν πάλι πίσω ξυπνητή ! Ω ! τι απέχθεια ένοιωσα, αν κατάλαβα ότι είχα επιστρέψει στον συνηθισμένο ρυθμό της επίγειας ζωής!
Έχοντας στην σκέψη μου όλα όσα είχα ιδεί, προσπάθησα πάλι να ξανακοιμηθώ νομίζοντας ότι θα μπορούσα έτσι να επιστρέψω στο όραμα μου, αλλά μάταια!
Τελικά, κατάλαβα ότι το όραμα τέλειωσε και ότι, όπως μου είπε ο Κύριος, δεν ήταν ακόμη για μένα καιρός να μεταβώ σ' εκείνη την ευδαίμονα χώρα. Άνοιξα τα μάτια μου πού ήταν γεμάτα δάκρυα. Όλα μου φαινόταν τόσο μελαγχολικά, τόσο λυπητερά! Με παρηγορούσε μόνο κάπως το γεγονός ότι όλες οι άλλες μαθήτριες κοιμόταν, ότι παντού γύρω μου επικρατούσε τέλεια σιωπή, ότι κανείς δεν με είχε ιδεί και μπορούσα έτσι ελεύθερα να κλάψω και να προσευχηθώ.
Έμεινα έτσι πολλή ώρα με την ανάμνηση και με τους λογισμούς του οράματος. Με σεβασμό άγγιζα την κορυφή της κεφαλής μου, πού μου φαινόταν ότι είχε αγιαστεί. Με χαρά θυμόμουν τα λόγια του Σωτήρος "Δεν ήλθε ακόμη ή ώρα" πού τα ερμήνευα ότι οπωσδήποτε κάποτε θα ερχόταν ή ώρα, πού θα μπορούσα πάλι να Τον ιδώ, πού δεν θα μ' εμπόδιζε πια να γονατίσω μπροστά στ' άχραντα πόδια Του και να τα φιλήσω. Τέλος, γεμάτη φόβο, μήπως με αντιληφθεί κανείς, σηκώθηκα σιωπηλά, πλύθηκα, ντύθηκα και βγαίνοντας με προφύλαξη από τον κοιτώνα, κατευθύνθηκα προς τις θύρες της εκκλησίας πού ήταν διπλές! Οι εξωτερικές ήταν ξύλινες χονδρές και δεν κλειδώνονταν ποτέ. Οι εσωτερικές ήταν γυάλινες και ήταν πάντα κλειδωμένες. Το διάστημα μεταξύ τους ήταν αρκετά μεγάλο και αποτελούσε ένα ασφαλές καταφύγιο. Ήξερα ότι κανείς δεν θα μ' έβρισκε εκεί. Αν και διέσχισα μέσα στ' άγρια μεσάνυχτα ατέλειωτους διαδρόμους και σκάλες από τον τέταρτο όροφο του σχολείου μέχρι τις θύρες της εκκλησίας, δεν φοβήθηκα. Ήμουν ευχαριστημένη, πού βρήκα αυτό το καταφύγιο και το υπόλοιπο της νύχτας πέρασε γρήγορα και απαρατήρητα. 'Αλλά εντελώς ξαφνικά χτύπησε το κουδούνι για την έγερση των μαθητριών. Ήξερα ότι θα χτυπούσε κι ένα δεύτερο κουδούνι, για να καλέσει τα κορίτσια σε προσευχή και μ' έπιασε ρίγος στην σκέψη, του πώς θα έβγαινα από κει πού ήμουν, τι θα έλεγα, πώς θα ξαναγύριζα στην συνηθισμένη ρουτίνα της ζωής κ.τ.λ.
Δεν είχα άδικο. Όταν χτύπησε το δεύτερο κουδούνι, μόλις βγήκα έξω από το καταφύγιο μου, με περικύκλωσαν όλες οι μαθήτριες με μια βροχή από ερωτήσεις. Που ήσουν, τι σου συνέβη, Γιατί κλαις; κ.τ.λ. Ή σιωπή μου το μόνο πού κατάφερε ήταν να μεγαλώσει την γενική περιέργεια. Όχι μόνο τα κορίτσια, αλλά και ή δασκάλα υπηρεσίας με πλησίασε με τις ίδιες ερωτήσεις. Αντί ν' απαντήσω, ξέσπασα σε κλάματα. Αποφάσισα να μην αποκαλύψω το μυστικό μου σε κανένα, παρά μόνο στον ιερέα μας. Δεν μπόρεσα ν' αποφύγω τα ψέματα κι εκτός τούτου δεν ένοιωθα αρκετά δυνατή για να μιλήσω. Στο τέλος μ' άφησαν ήσυχη. Όταν μπήκαν στην τάξη όλα τα κορίτσια μετά την προσευχή και το πρόγευμα, ζήτησα την άδεια από την δασκάλα μου να παραμείνω στον διάδρομο και να περιμένω τον ιερέα, για να του ειπώ λίγα λόγια, κι αυτή δέχθηκε. Όταν τα διηγήθηκα όλα στον ιερέα, αυτός με φίλησε στο μέτωπο και είπε «Αυτή είναι ή κλήση σου. Κράτησε το μυστικό σου και ο ίδιος ο Κύριος θα τελείωση το έργο Του».
Μετά άπ' αυτό μου ήταν πιο εύκολο να συναναστρέφομαι με τους ανθρώπους. Είχα κάνει όμως την εκλογή της ζωής μου. Ένοιωθα στην ψυχή μου μια ένταση. Συνειδητοποίησα ότι μου ήταν αδύνατο να ζήσω μια συμβατική ζωή. Αντίθετα όλα με απωθούσαν όλο και πιο πολύ. Μόνο χάρη στις εξαιρετικές μου ικανότητες κατόρθωνα να συνεχίζω τις σπουδές μου και μάλιστα να είμαι πάντα μεταξύ των καλυτέρων μαθητριών. Όμως ή αγάπη μου και ή προσοχή μου ήταν συγκεντρωμένες στο Άγιο Ευαγγέλιο. Μερικές φορές έπαιρνα μέρος σε διασκεδάσεις, αν και δεν έβρισκα σ' αυτές καμιά ευχαρίστηση· απλώς συμμετείχα παρά την θέληση μου, επειδή δεν μπορούσα ν' αποφύγω το κοινό πρόγραμμα ψυχαγωγίας. Τότε όμως συγχυζόμουν και ντρεπόμουν τόσο τον εαυτό μου με την ανάμνηση αυτής της ουράνιας ομορφιάς, πού είχα ιδεί, αισθανόμενη την αληθινή γλύκα των πνευματικών απολαύσεων, ώστε μου ήταν αδύνατο να χορέψω, να συμμετάσχω σε παιγνίδια ή να κάνω οτιδήποτε παρόμοιο. Τα έχανα, σάστιζα και μερικές φορές μου ερχόταν δάκρυα, πράγμα πού προκαλούσε την γενική κατάπληξη κι ακόμη και το γέλιο. στις μεγαλύτερες τάξεις αυτές οι διασκεδάσεις ήταν πιο συχνές, αλλά τότε ο ίδιος ο Κύριος άρχισε να με προστατεύει και να με κρατά μακριά άπ' αυτές. Μόλις άρχιζε ο χορός, ζαλιζόμουν, γινόμουν ωχρή και τρίκλιζα, ώστε αναγκάζονταν να με απομακρύνουν. Τελικά, μου έδωσαν την άδεια να μην πηγαίνω στα πάρτι κι ακόμη ούτε και στα μαθήματα χορού. Όταν έμενα μόνη μέσα στην τάξη, ενώ όλες οι συμμαθήτριες μου ήταν μαζεμένες στην αίθουσα δεξιώσεων για το πάρτι, διάβαζα πνευματικά βιβλία ή προσευχόμουν για τις συμμαθήτριες μου, πού, όπως μου φαινόταν, δεν ήταν εντελώς αναμάρτητες με την λαχτάρα και την αγάπη, πού είχαν για διασκέδαση. Δεν ξέρω πώς μου έρχονταν αυτές οι σκέψεις και οι γνώμες· κανείς δεν μου τις ενέπνευσε. Αντίθετα σ' εμένα έριξαν το φταίξιμο για την συμπεριφορά μου, και με ονόμασαν " Ή παράξενη".
Δεν είχα ποτέ μου διαβάσει τίποτε σχετικά μ' αυτά τα θέματα, ή μόρφωση μου ήταν καθαρά κοσμική, όχι πνευματική. Όμως λαχταρούσα μόνο να προσεύχομαι και να νηστεύω. Όταν συνέβαινε να παραβαίνω τους κανόνες, πού εγώ ή ίδια έθετα στον εαυτό μου, είτε λόγω της νεαράς μου ηλικίας ή από κάποια εξωτερική επίδραση, τρομοκρατούμουν άπ' αυτήν την εκτροπή, σαν να είχα διαπράξει κάποια μεγάλη αμαρτία και διπλασίαζα τον αγώνα μου για προσευχή και νηστεία. Φυσικά, δεν μπορούσα να κρατήσω αυστηρή νηστεία, αλλά κατανοώντας ότι ή νηστεία συνίσταται περισσότερο στην ποιότητα της τροφής, παρά στην ποσότητα, στερούσα τον εαυτό μου από τα περισσότερα θρεπτικά και νόστιμα φαγητά. Αυτά τα φαγητά τα έδινα σ' εκείνες από τις φίλες μου, πού δεν είχαν συγγενείς και στερούνταν έτσι την χαρά να δέχονται άπ' αυτούς δώρα και γλυκά. Μερικές φορές συνέβαινε να θέλω κι εγώ να φάω κάτι νόστιμο. Τότε, για να μην πέφτω στον πειρασμό να παραβώ τους κανόνες, πού είχα θέσει στον εαυτό μου και να διακόψω την νηστεία μου καθώς επίσης και για να μου δίνεται ή ευκαιρία να δείχνω αγάπη στα φτωχά ορφανά, υποσχόμουν σκόπιμα να τους δίνω τα καλά και νόστιμα φαγητά λέγοντας τους να μου το υπενθυμίζουν, όταν αυτά τα φαγητά θα εμφανίζονταν στην τραπεζαρία. Παρά το ότι προσπαθούσα πάντοτε να δικαιολογώ τις ενέργειες μουαυτές λέγοντας "δεν μ' αρέσει αυτό" ή "είναι βλαβερό για την υγεία μου" τα πραγματικά μου κίνητρα, κατά κάποιον τρόπο, γινόταν πάντοτε γνωστά…………………………………..
ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟ ΟΡΑΜΑ
ΜΙΑ ΚΛΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ
Σύμφωνα με τους κανόνες του ινστιτούτου όλες οι μαθήτριες έπρεπε να παρακολουθούν την Θεία Λειτουργία, να εξομολογούνται και να κοινωνούν την πρώτη, την τέταρτη και την έβδομη εβδομάδα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής· αλλά όπως ανέφερα ήδη, εκείνη την χρονιά περισσότερες από τις μισές μαθήτριες ήταν στο κρεβάτι με ιλαρά, αρρώστια πού κράτησε όλη την άνοιξη. Γι' αυτό, δεν μπορέσαμε να εξομολογηθούμε και να κοινωνήσομε την Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Οι αρχές λοιπόν του σχολείου αποφάσισαν να εκπληρώσουμε αυτό το καθήκον στην περίοδο του Δεκαπενταύγουστου, στο τέλος των διακοπών, πού συνήθως διαρκούσαν μέχρι τις 16 Αυγούστου.
Ξαφνικά, άρχισα να ανυψώνομαι από το έδαφος δίχως ν' αλλάξω θέση. Εξακολουθούσα δηλαδή να είμαι γονατισμένη, τα πόδια μου δεν τέντωσαν προς τα κάτω, αν και έχανα την επαφή μου με το έδαφος. Πετούσα όλο και πιο ψηλά, αλλά όχι συνέχεια. Πότε - πότε χαμήλωνα λίγο, αλλά μετά ξανάρχιζα ν' ανεβαίνω, μέχρις ότου σταμάτησα, αφού είχα φθάσει σε μεγάλο ύψος.
Είδα τότε ότι βρισκόμουν σε κάποιον άλλο κόσμο - στον Ουρανό σκέφτηκα. Μια ανείπωτη γλυκύτητα γέμιζε την ψυχή μου. Όλα ήταν τόσο φωτεινά, τόσο υπέροχα όμορφα, πού δεν μπορώ να τα εκφράσω με λέξεις.
Σχεδόν δίπλα μου είδα τότε πάρα πολλά ανθρώπινα όντα να στέκονται σε μακρές σειρές. Ήταν τόσο πολλά, πού δεν μπορούσα να διακρίνω το τέλος αυτών των σειρών. Τα σώματα αυτών των όντων ήταν όλα όμοια χωρίς όμως να είναι τραχιά και σκληρά, όπως τα δικά μας γήινα σώματα. Ήταν λεπτά και διαφανή σαν να είχαν σχηματισθεί από σύννεφα και μάλιστα τόσο διαφανή, ώστε μπορούσε κανείς να βλέπει την μια σειρά μέσα από την άλλη και μέχρι και την τελευταία.
Μόνο τα χρώματα ή μάλλον οι σκιάσεις αυτών των διαφανών σωμάτων δεν ήταν όμοιες, όπως και τα σύννεφα στον ουρανό δεν έχουν το ίδιο χρώμα. Μερικά είχαν κίτρινες σκιάσεις, άλλα κόκκινες, γαλάζιες, λευκές κ.ο.κ. αλλά όλα ήταν ελαφρά και διαφανή.
Αφού λοιπόν ανέβηκα εκεί κατά τρόπον άγνωστο σε μένα, σταμάτησα μπροστά στην πρώτη σειρά στο δεξιό της άκρο. Ήμουν ακόμη στην ίδια στάση της προσευχής, γονατισμένη δίχως να έχω μετακινηθεί πολύ σ όλη την διάρκεια του οράματος, αλλά και άπ' αυτήν τη στάση μπορούσα να βλέπω αρκετά.
Καθώς κοίταζα τα θαυμάσια σώματα τους, άρχισα ν' αναρωτιέμαι: "Μήπως έγινα κι εγώ σαν κι αυτούς;" Αλλά όχι δεν είχα γίνει. Κοιτάζοντας τον εαυτό μου είδα ότι ούτε ή εμφάνιση μου ούτε ή θέση μου άλλαξαν. Βρισκόμουν στον εναέριο χώρο με την σχολική μου στολή και γονατισμένη.
Την στιγμή πού κοίταζα τον εαυτό μου, έριξα ασυναίσθητα μια ματιά προς τα κάτω και είδα τη γη μακριά, πολύ μακριά. Άπ' εκεί έρχονταν κάποιοι απροσδιόριστοι θόρυβοι, σαν αναφιλητά, κραυγές, γέλια κ.τ.λ. Παρ' όλο πού αυτό κράτησε μόνο μια στιγμή, όσο δηλαδή κοίταζα τον εαυτό μου, ακόμη και ή σκέψη της ζωής στην γη με τρόμαξε και έσπευσα να επιστρέψω στο εκπληκτικό ουράνιο όραμα μου.
Δεν μπορώ να ειπώ, αν αυτά τα άγια όντα πού είδα φορούσαν στολές ή όχι (αυτήν την ερώτηση μου έκαναν κάποτε). Τότε ούτε καν μου πέρασε άπ' το μυαλό μια τέτοια ερώτηση και τώρα δεν μπορώ να θυμηθώ. Το μόνο πράγμα πού μπορώ να ειπώ είναι ότι, κι αν ακόμη ήταν ντυμένα, οι στολές τους θα πρέπει να ήταν διαφανείς, γιατί μπορούσα κι έβλεπα καθαρά τις πίσω σειρές μέσα από τις πρώτες. Όλα εκεί ήταν διαφανή και καθαρά, χωρίς κανένα ίχνος τραχύτητας και γενικά χωρίς κανένα χαρακτηριστικό της ύλης.
Όλα αυτά τα άγια όντα ήταν διατεταγμένα έτσι, ώστε να σχηματίζουν δύο χορούς, οι μακριές δηλαδή σειρές τους, πού έφθαναν πέρα μακριά (όπως μου φαινόταν) ήταν χωρισμένες, ώστε να υπάρχει μεταξύ τους ένα λαμπρό κενό διάστημα σαν διάδρομος. Εγώ βρισκόμουν σε μια τέτοια θέση, ώστε μπορούσα να βλέπω και τους δύο χορούς και το κενό μεταξύ τους διάστημα.
Όλοι έψαλλαν, πότε ο κάθε χορός με την σειρά του και πότε και οι δύο χοροί μαζί. Όταν άρχισαν να ψέλνουν, βγήκε από τα στόματα τους ένα κύμα ευωδιάς σαν το θυμίαμα, πού βγαίνει άπ' το θυμιατό. Αυτό το κύμα δεν έμεινε ούτε ξαπλώθηκε εκεί κάτω, αλλά υψώθηκε και στροβιλίστηκε στον αέρα δίχως να κρύβει την θέα των αγίων εκείνων όντων. Δεν ξέρω τι ήταν αυτό πού έψαλλαν, αλλά ήταν απερίγραπτα όμορφο.
Από την θέση μου στην αρχή των δύο μπροστινών σειρών, απέναντι από τον κενό μεταξύ τους χώρο, μπορούσα να βλέπω ευδιάκριτα μέχρι πέρα. Ήταν σαν ή εικόνα να γινόταν
καθαρή, όσο πιο μακρινή ήταν ή απόσταση. (Δεν ξέρω, αν αυτό συνέβαινε πράγματι ή αν ήταν ψευδαίσθηση). Άρχισα να κάνω την σκέψη ότι εκεί πέρα ήταν ο Θρόνος του Θεού, ή
Πηγή του Φωτός, και ότι αυτός ο ίδιος κατοικούσε εκεί. Μόλις ήλθε στον νου αυτή ή σκέψη, εκείνη ακριβώς την στιγμή ένα από τα άγια εκείνα όντα να με πλησιάζει και το άκουσα να δίνη απάντηση στο ερώτημα μου «θέλεις να ιδείς τον Κύριο; Δεν είναι ανάγκη να πάς μέχρις εκεί πέρα. Ό Κύριος είναι εδώ, παντού, γύρω μας. Είναι πάντα μαζί μας και βρίσκεται στο πλευρό σου !».
Καθώς τα έλεγε αυτά, εγώ σκεφτόμουν "Ποιος είναι αυτός και πώς κατάλαβε τις σκέψεις μου, όταν αυτές δεν ήταν καν διαμορφωμένες μέσα μου ευκρινώς;". Άλλα ούτε κι αυτή ή σκέψη του ξέφυγε. 'Αφού μίλησε για την παρουσία του Θεού, συνέχισε σαν ν' απαντούσε στην τελευταία μου σκέψη. "Είμαι ο Ευαγγελιστής Ματθαίος!".
Ακόμη δεν είχε καλά-καλά τελειώσει αυτά του τα λόγια, όταν δεξιά μου είδα τον Σωτήρα μας Ιησού Χριστό να με αντικρίζει. Με τρόμο επιχειρώ να περιγράψω την θεία Του όψη. Ξέρω πώς τίποτε, κανένας λόγος, δεν μπορεί να το έκφραση και φοβούμαι, μήπως κάποια λέξη δεν είναι αρκετά δυνατή και μείωση έτσι τον Μέγα.
Είναι αδύνατο να θυμηθώ και πολύ περισσότερο να περιγράψω την Θεία και μεγαλοπρεπή εμφάνιση του γλυκύτατου Κυρίου, δίχως τρυφερή συγκίνηση και τρόμο. Έχουν περάσει εικοσαετίες από την ήμερα, πού είδα το όραμα, αλλά πάντοτε βρίσκεται στην ψυχή μου ζωντανό και ανεξίτηλο.
Ό Κύριος ήταν εκεί και στεκόταν μπροστά μου θαυμάσιος και γεμάτος μεγαλοπρέπεια. Όλη Του ή μορφή ή με άλλα λόγια όλο Του το σώμα ήταν σαν καμωμένο από τον ήλιο ή μάλλον το αντίθετο, ο ίδιος ο ήλιος είχε την μορφή ανθρωπίνου σώματος. Φορούσε ένα πορφυρό ωμοφόριο ή σινδόνι, πού ήταν ριγμένο επάνω Του από την πλάτη στον αριστερό Του ώμο, όπως φαίνεται στις εικόνες, πού δεν ήταν φτιαγμένο από ύφασμα (τίποτε το υλικό δεν υπήρχε εκεί), αλλά ήταν σαν μια πορφυρή, φλόγινη λάμψη, σαν αυτήν, πού βλέπουμε στον ορίζοντα το σούρουπο. Από τον αριστερό ώμο έπεφτε κάτω και μπροστά και σκέπαζε το αριστερό μέρος του στήθους και όλη την μορφή· έπεφτε διαγώνια προς τα πόδια πού τα κάλυπτε και μετά ανέβαινε προς την δεξιά πλευρά. Ήταν σαν να κυμάτιζε στους παλμούς του εναερίου διαστήματος, πού στο μέσον του στεκόταν ο Κύριος.
Το δεξί Του χέρι και ή δεξιά πλευρά του στήθους Του δεν καλύπτονταν από το ωμοφόριο και ήταν σαν τον ήλιο, όπως και τα πόδια Του πού ήταν ακριβώς σαν τ' ανθρώπινα και είχαν ίχνη πληγών, πού φαίνονταν καθαρά στο μέσο των πελμάτων. Το δεξί Του χέρι ήταν χαμηλωμένο και πάνω του μπορούσα να ιδώ τις ίδιες πληγές. Άπ' ότι θυμούμαι το αριστερό Του χέρι ήταν υψωμένο και μ' αυτό ακουμπούσε ή κρατούσε ένα μεγάλο ξύλινο σταυρό, πού ήταν το μόνο πράγμα φτιαγμένο από γήινο υλικό, δηλαδή από ξύλο. Ή κεφαλή Του ή μάλλον το πρόσωπο Του στεφανωνόταν από μια κόμη πού έπεφτε πους ώμους Του και πού έμοιαζε σαν καμωμένη από ακτίνες ή κάτι τέτοιο), πού κυμάτιζαν προς τα κάτω και κινούνταν ανάλαφρα στο ελαφρό ανάδεμα του αέρα.
Δεν μπορούσα να διακρίνω τα χαρακτηριστικά του πρόσωπου Του τόση ήταν ή λαμπρότητα, ώστε αυτό ήταν αδύνατο, θυμούμαι μόνο τα μάτια Του, υπέροχα ανοιχτά γαλάζια μάτια, πού φαίνονταν να αντανακλούν όλον τον γαλάζιο ουρανό. Με κοίταζαν με μια τέτοια ευσπλαχνία, μια τέτοια αγάπη !Βλέποντας τον Κύριο παρέλυσα από έκσταση και λατρεία. Δεν ένοιωθα καθόλου φόβο παρά μόνο αγάπη - μιαν ατέλειωτη και θεία αγάπη, πού κατέλαβε όλο μου το είναι.
Δεν ξέρω πόσο παρέμεινα σ' αυτήν την κατάσταση της στάσεως κοιτάζοντας την γλυκεία μορφή του Κυρίου, αλλά τελικά ρίχθηκα στα πόδια Του και άπλωσα τα χέρια μου για να αγκαλιάσω και να τα φιλήσω. Αυτό το έκανα αυθόρμητα παρακινούμενη από το αίσθημα, πού με κατείχε. Ό Κύριος όμως εν μ' άφησε ν' αγγίξω τα πόδια Του. Έσκυψε και με το δεξί του χέρι άγγιξε την κορυφή της κεφαλής μου και είπε: "Δεν ήλθε ακόμη ή ώρα". Αυτό το θαυμάσιο άγγιγμα και ή γλυκεία φωνή με διέλυσαν τελείως και, αν εν τω μεταξύ δεν τέλειωνε το όραμα, νομίζω ότι θα έβγαινε ή ψυχή μου.
Στο κεφάλι μου ένοιωθα ακόμη το θείο άγγιγμα και στα αυτιά μου αντηχούσαν ακόμη τα γλυκύτατα λόγια. Όλο το μαξιλάρι μου και το στήθος μου ήταν βρεγμένα με δάκρυα, πού πρέπει να τα' χυσα στον ύπνο μου, όσο έβλεπα το όραμα.
Ανακάθισα στην κουκέτα μου και σιγά-σιγά συνειδητοποίησα ότι είχα βρεθεί σ έναν τόπο έξω άπ' αυτόν τον κόσμο και ότι τώρα ήμουν πάλι πίσω ξυπνητή ! Ω ! τι απέχθεια ένοιωσα, αν κατάλαβα ότι είχα επιστρέψει στον συνηθισμένο ρυθμό της επίγειας ζωής!
Έχοντας στην σκέψη μου όλα όσα είχα ιδεί, προσπάθησα πάλι να ξανακοιμηθώ νομίζοντας ότι θα μπορούσα έτσι να επιστρέψω στο όραμα μου, αλλά μάταια!
Τελικά, κατάλαβα ότι το όραμα τέλειωσε και ότι, όπως μου είπε ο Κύριος, δεν ήταν ακόμη για μένα καιρός να μεταβώ σ' εκείνη την ευδαίμονα χώρα. Άνοιξα τα μάτια μου πού ήταν γεμάτα δάκρυα. Όλα μου φαινόταν τόσο μελαγχολικά, τόσο λυπητερά! Με παρηγορούσε μόνο κάπως το γεγονός ότι όλες οι άλλες μαθήτριες κοιμόταν, ότι παντού γύρω μου επικρατούσε τέλεια σιωπή, ότι κανείς δεν με είχε ιδεί και μπορούσα έτσι ελεύθερα να κλάψω και να προσευχηθώ.
Έμεινα έτσι πολλή ώρα με την ανάμνηση και με τους λογισμούς του οράματος. Με σεβασμό άγγιζα την κορυφή της κεφαλής μου, πού μου φαινόταν ότι είχε αγιαστεί. Με χαρά θυμόμουν τα λόγια του Σωτήρος "Δεν ήλθε ακόμη ή ώρα" πού τα ερμήνευα ότι οπωσδήποτε κάποτε θα ερχόταν ή ώρα, πού θα μπορούσα πάλι να Τον ιδώ, πού δεν θα μ' εμπόδιζε πια να γονατίσω μπροστά στ' άχραντα πόδια Του και να τα φιλήσω. Τέλος, γεμάτη φόβο, μήπως με αντιληφθεί κανείς, σηκώθηκα σιωπηλά, πλύθηκα, ντύθηκα και βγαίνοντας με προφύλαξη από τον κοιτώνα, κατευθύνθηκα προς τις θύρες της εκκλησίας πού ήταν διπλές! Οι εξωτερικές ήταν ξύλινες χονδρές και δεν κλειδώνονταν ποτέ. Οι εσωτερικές ήταν γυάλινες και ήταν πάντα κλειδωμένες. Το διάστημα μεταξύ τους ήταν αρκετά μεγάλο και αποτελούσε ένα ασφαλές καταφύγιο. Ήξερα ότι κανείς δεν θα μ' έβρισκε εκεί. Αν και διέσχισα μέσα στ' άγρια μεσάνυχτα ατέλειωτους διαδρόμους και σκάλες από τον τέταρτο όροφο του σχολείου μέχρι τις θύρες της εκκλησίας, δεν φοβήθηκα. Ήμουν ευχαριστημένη, πού βρήκα αυτό το καταφύγιο και το υπόλοιπο της νύχτας πέρασε γρήγορα και απαρατήρητα. 'Αλλά εντελώς ξαφνικά χτύπησε το κουδούνι για την έγερση των μαθητριών. Ήξερα ότι θα χτυπούσε κι ένα δεύτερο κουδούνι, για να καλέσει τα κορίτσια σε προσευχή και μ' έπιασε ρίγος στην σκέψη, του πώς θα έβγαινα από κει πού ήμουν, τι θα έλεγα, πώς θα ξαναγύριζα στην συνηθισμένη ρουτίνα της ζωής κ.τ.λ.
Δεν είχα άδικο. Όταν χτύπησε το δεύτερο κουδούνι, μόλις βγήκα έξω από το καταφύγιο μου, με περικύκλωσαν όλες οι μαθήτριες με μια βροχή από ερωτήσεις. Που ήσουν, τι σου συνέβη, Γιατί κλαις; κ.τ.λ. Ή σιωπή μου το μόνο πού κατάφερε ήταν να μεγαλώσει την γενική περιέργεια. Όχι μόνο τα κορίτσια, αλλά και ή δασκάλα υπηρεσίας με πλησίασε με τις ίδιες ερωτήσεις. Αντί ν' απαντήσω, ξέσπασα σε κλάματα. Αποφάσισα να μην αποκαλύψω το μυστικό μου σε κανένα, παρά μόνο στον ιερέα μας. Δεν μπόρεσα ν' αποφύγω τα ψέματα κι εκτός τούτου δεν ένοιωθα αρκετά δυνατή για να μιλήσω. Στο τέλος μ' άφησαν ήσυχη. Όταν μπήκαν στην τάξη όλα τα κορίτσια μετά την προσευχή και το πρόγευμα, ζήτησα την άδεια από την δασκάλα μου να παραμείνω στον διάδρομο και να περιμένω τον ιερέα, για να του ειπώ λίγα λόγια, κι αυτή δέχθηκε. Όταν τα διηγήθηκα όλα στον ιερέα, αυτός με φίλησε στο μέτωπο και είπε «Αυτή είναι ή κλήση σου. Κράτησε το μυστικό σου και ο ίδιος ο Κύριος θα τελείωση το έργο Του».
Μετά άπ' αυτό μου ήταν πιο εύκολο να συναναστρέφομαι με τους ανθρώπους. Είχα κάνει όμως την εκλογή της ζωής μου. Ένοιωθα στην ψυχή μου μια ένταση. Συνειδητοποίησα ότι μου ήταν αδύνατο να ζήσω μια συμβατική ζωή. Αντίθετα όλα με απωθούσαν όλο και πιο πολύ. Μόνο χάρη στις εξαιρετικές μου ικανότητες κατόρθωνα να συνεχίζω τις σπουδές μου και μάλιστα να είμαι πάντα μεταξύ των καλυτέρων μαθητριών. Όμως ή αγάπη μου και ή προσοχή μου ήταν συγκεντρωμένες στο Άγιο Ευαγγέλιο. Μερικές φορές έπαιρνα μέρος σε διασκεδάσεις, αν και δεν έβρισκα σ' αυτές καμιά ευχαρίστηση· απλώς συμμετείχα παρά την θέληση μου, επειδή δεν μπορούσα ν' αποφύγω το κοινό πρόγραμμα ψυχαγωγίας. Τότε όμως συγχυζόμουν και ντρεπόμουν τόσο τον εαυτό μου με την ανάμνηση αυτής της ουράνιας ομορφιάς, πού είχα ιδεί, αισθανόμενη την αληθινή γλύκα των πνευματικών απολαύσεων, ώστε μου ήταν αδύνατο να χορέψω, να συμμετάσχω σε παιγνίδια ή να κάνω οτιδήποτε παρόμοιο. Τα έχανα, σάστιζα και μερικές φορές μου ερχόταν δάκρυα, πράγμα πού προκαλούσε την γενική κατάπληξη κι ακόμη και το γέλιο. στις μεγαλύτερες τάξεις αυτές οι διασκεδάσεις ήταν πιο συχνές, αλλά τότε ο ίδιος ο Κύριος άρχισε να με προστατεύει και να με κρατά μακριά άπ' αυτές. Μόλις άρχιζε ο χορός, ζαλιζόμουν, γινόμουν ωχρή και τρίκλιζα, ώστε αναγκάζονταν να με απομακρύνουν. Τελικά, μου έδωσαν την άδεια να μην πηγαίνω στα πάρτι κι ακόμη ούτε και στα μαθήματα χορού. Όταν έμενα μόνη μέσα στην τάξη, ενώ όλες οι συμμαθήτριες μου ήταν μαζεμένες στην αίθουσα δεξιώσεων για το πάρτι, διάβαζα πνευματικά βιβλία ή προσευχόμουν για τις συμμαθήτριες μου, πού, όπως μου φαινόταν, δεν ήταν εντελώς αναμάρτητες με την λαχτάρα και την αγάπη, πού είχαν για διασκέδαση. Δεν ξέρω πώς μου έρχονταν αυτές οι σκέψεις και οι γνώμες· κανείς δεν μου τις ενέπνευσε. Αντίθετα σ' εμένα έριξαν το φταίξιμο για την συμπεριφορά μου, και με ονόμασαν " Ή παράξενη".
Δεν είχα ποτέ μου διαβάσει τίποτε σχετικά μ' αυτά τα θέματα, ή μόρφωση μου ήταν καθαρά κοσμική, όχι πνευματική. Όμως λαχταρούσα μόνο να προσεύχομαι και να νηστεύω. Όταν συνέβαινε να παραβαίνω τους κανόνες, πού εγώ ή ίδια έθετα στον εαυτό μου, είτε λόγω της νεαράς μου ηλικίας ή από κάποια εξωτερική επίδραση, τρομοκρατούμουν άπ' αυτήν την εκτροπή, σαν να είχα διαπράξει κάποια μεγάλη αμαρτία και διπλασίαζα τον αγώνα μου για προσευχή και νηστεία. Φυσικά, δεν μπορούσα να κρατήσω αυστηρή νηστεία, αλλά κατανοώντας ότι ή νηστεία συνίσταται περισσότερο στην ποιότητα της τροφής, παρά στην ποσότητα, στερούσα τον εαυτό μου από τα περισσότερα θρεπτικά και νόστιμα φαγητά. Αυτά τα φαγητά τα έδινα σ' εκείνες από τις φίλες μου, πού δεν είχαν συγγενείς και στερούνταν έτσι την χαρά να δέχονται άπ' αυτούς δώρα και γλυκά. Μερικές φορές συνέβαινε να θέλω κι εγώ να φάω κάτι νόστιμο. Τότε, για να μην πέφτω στον πειρασμό να παραβώ τους κανόνες, πού είχα θέσει στον εαυτό μου και να διακόψω την νηστεία μου καθώς επίσης και για να μου δίνεται ή ευκαιρία να δείχνω αγάπη στα φτωχά ορφανά, υποσχόμουν σκόπιμα να τους δίνω τα καλά και νόστιμα φαγητά λέγοντας τους να μου το υπενθυμίζουν, όταν αυτά τα φαγητά θα εμφανίζονταν στην τραπεζαρία. Παρά το ότι προσπαθούσα πάντοτε να δικαιολογώ τις ενέργειες μουαυτές λέγοντας "δεν μ' αρέσει αυτό" ή "είναι βλαβερό για την υγεία μου" τα πραγματικά μου κίνητρα, κατά κάποιον τρόπο, γινόταν πάντοτε γνωστά…………………………………..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.