«Με την μετάνοια, υπομονή και ταπείνωση, σώζετε τις ψυχές σας:
Με την μετάνοια, επειδή εμείς αμαρτάνουμε συνεχεία.
Με την υπομονή, επειδή "ο υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται" (Μτ. 10, 22), και
Με την ταπείνωση, επειδή ο Θεός "ταπεινοίς δίδωσι χάριν" (Ίακ. 4, 6)».
(Ηγούμενος Νίκων)
Το πιο σημαντικό πράγμα είναι να μετανοούμε παντοτινά
Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν τον Χριστιανισμό. Μερικοί όμως τον έχουν καταλάβει. Κατάλαβαν ότι το πιο σημαντικό πράγμα είναι να αναγκάζουμε τον εαυτό μας και να εκτελούμε τις εντολές του Χριστού, να μετανοούμε για τα ελαττώματα μας και τις παραβάσεις των εντολών, να μετανοούμε παντοτινά, να θεωρούμε τον εαυτό μας ακατάλληλο για την βασιλεία του Θεού, να ικετεύουμε τον Κύριο να μας δώσει την χάρη Του όπως στον Τελώνη. Αυτή είναι ή εντολή μου, εντολή ανθρώπου πού σε λίγο θα πεθάνει. Να μετανοείτε, να θεωρείτε τον εαυτό σας, σαν τον Τελώνη, αμαρτωλό, να ικετεύετε τον Κύριο για να σας δώσει την χάρη και να σπλαχνίζεστε ο ένας τον άλλον.
Ηγούμενος Νικών
ΔΙΑΘΗΚΗ
Παρακαλώ πάρα πολύ όλους τους συγγενείς και φίλους μου να μένουν σταθεροί στην ορθόδοξη χριστιανική πίστη και να καταβάλλουν μέχρι το θάνατο όλες τις προσπάθειες για την σωτηρία της ψυχής τους δια μέσου της τηρήσεως των εντολών του Ευαγγελίου, της συχνής εξομολογήσεως των αμαρτιών τους και της θειας κοινωνίας.
Στη διάρκεια της ζωής μου και στις πιο δύσκολες περιπτώσεις και στους μεγάλους πειρασμούς εύρισκα παρηγοριά στην πίστη, στον Κύριων Ιησού Χριστό και στην προσευχή.
Παρακαλώ να ευσπλαχνίζεστε και να αγαπάτε ο ένας τον άλλον, να βοηθάτε ο ένας τον άλλον σε περίπτωση υλικής και πνευματικής ανάγκης. "Όπου υπάρχουν ειρήνη και αγάπη εκεί είναι ο Θεός, εκεί είναι χαρά και σωτηρία" ή έχθρα και ή ζήλια προέρχονται από τον Διάβολο. Σωθείτε.
Ηγούμενος Νίκων 13 Αυγούστου 1963
Λίγα βιογραφικά στοιχεία του πατρός Νίκωνος (1894-1963)
«Επεδίωκα πάντα ειλικρινά τον Θεό»
Ό ηγούμενος Νίκων (κοσμικό όνομα Νικολάι Νικολάεβιτσ Βορομιώφ) γεννήθηκε το 1894 στο χωριό Μίκσινο της περιφέρειας Μπέλετσκ και ήταν το δεύτερο παιδί από τα επτά αγόρια της οικογενείας. Από μικρός ο Νικόλαος διακρινόταν ιδιαίτερα για την τιμιότητα, την υπακοή προς τους μεγαλύτερους και την καταπληκτική ειλικρίνεια και ευσπλαχνία για όλους. Αυτά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ο πατήρ Νίκων τα κράτησε σε όλη του την ζωή.
Ενδιαφέρον επεισόδιο από την παιδική του ηλικία, πού αξίζει να αναφέρουμε είναι το έξης: Στο χωριό πού ζούσε ο Νικόλαος ερχόταν συχνά και έμενε για πολύ καιρό ένας εν Χριστώ σάλος πού τον έλεγαν Βάνκας ο Μικρός. Αυτόν τον φιλοξενούσαν με μεγάλη προθυμία οι γονείς του Νικολάου. Μια φορά, όταν τα παιδιά έπαιζαν στο σπίτι, ο σάλος ξαφνικά πλησίασε στον Νικόλαο και δείχνοντας προς αυτόν επανέλαβε μερικές φορές: «Αυτός είναι μοναχός, μοναχός». Εκείνη την στιγμή κανείς δεν έδωσε καμιά σημασία στα λόγια αυτά αργότερα, όμως, όταν, απ' όλα τα αδέλφια, μόνον ο Νικόλαος έγινε μοναχός, θυμήθηκαν αυτήν την προφητεία.
Αυτός ο σάλος κατά Χριστόν ήταν σοβαρός και διορατικός άνθρωπος. Ό ίδιος δύο δεκαετίες πριν προείπε στην μητέρα του πατρός Νίκωνος τον θάνατο της στην πόλη Ταγκανρόγ πού τότε δεν υπήρχε. Το 1930-40 αυτή μετοίκησε στο Ταγκανρόγ στο σπίτι του γιου της και εκεί πέθανε.
Ό πατέρας του Νικολάου τον έβαλε σε μία σχολή στην πόλη Βίσνι Βολοτσόκ. Ό Νικόλαος ήταν άριστος μαθητής. Από τα πρώτα χρόνια πού άρχισε να σπουδάζει φανέρωσε θαυμάσιες και πολύπλευρες ικανότητες. Ό Νικόλαος είχε μεγάλο μαθηματικό τάλαντο και ήταν πάρα πολύ καλός συγγραφεύς. Ό ίδιος πολλές φορές έλεγε ότι γι' αυτόν ήταν πάρα πολύ εύκολο να γράψει κάτι. Όταν ο Νικόλαος περνούσε από μία τάξη στην άλλη πάντα έπαιρνε το βραβείο της πρώτης κατηγορίας (το ενδεικτικών επαίνου και βιβλίο). Αυτός τραγουδούσε πολύ καλά, έπαιζε άλτο, ήταν μέλος ενός καλλιτεχνικού συγκροτήματος, επίσης ζωγράφιζε και σχεδίαζε πάρα πολύ καλά.
Πώς ζούσε ο Νικόλαος όταν πήγαινε στο σχολείο; Οι γονείς του τον βοήθησαν μόνο στην αρχή, δηλαδή όταν πήγε στο δημοτικό σχολείο. Όταν ο Νικόλαος αποφάσισε να συνέχιση τις σπουδές του ήξερε ότι δεν μπορούσε να περιμένει βοήθεια από το σπίτι του. Οι γονείς του δεν ήταν πλούσιοι άνθρωποι και εκτός από τον Νικόλαο είχαν και άλλα παιδιά τα όποια επίσης είχαν ανάγκη να πηγαίνουν στο σχολείο. Ό Νικόλαος δεν διέκοψε τις σπουδές του αλλά συνέχισε να σπουδάζει σε τέτοιες συνθήκες πού για τον σημερινό άνθρωπο μπορούν να θεωρηθούν απίστευτες. Αμέσως μετά τα υποχρεωτικά μαθήματα ο Νικόλαος, ακόμα παιδάκι, έπρεπε να πηγαίνει ο ίδιος να κάνη μαθήματα ή να βοηθά τους καθυστερημένους συμμαθητές του πού ήταν πιο πλούσιοι απ' αυτόν. Γι' αυτή την εργασία του έδιναν λίγα λεπτά. Μετά από μερικές ώρες, πού περνούσε εκεί, ερχόταν στο σπίτι του (το όποιο νοίκιαζε) και άρχιζε να διαβάζει τα δικά του μαθήματα.
Ή φτώχεια, ή πείνα και το κρύο ήταν οι τακτικοί συνοδοιπόροι του στην περίοδο πού πήγαινε στο σχολείο. Το χειμώνα ο Νικόλαος φορούσε ελαφρό παλτό πού ήταν μόνιμο, και τα παπούτσια χωρίς σόλες.
Ή οικογένεια από την όποια καταγόταν ο πατήρ Νικών ήταν ορθόδοξη. Τα παιδιά διαπαιδαγωγούνταν στην ορθόδοξη πίστη. Άλλα ή πίστη αυτή, την όποια είχαν οι περισσότεροι απλοί άνθρωποι, ήταν μια πίστη εξωτερική, πατροπαράδοτη πού δεν είχε το στερεό πνευματικό θεμέλιο και την ολοκάθαρη κατανόηση της ουσίας του χριστιανισμού. Τέτοια πίστη, στην καλλίτερη περίπτωση, διαπαιδαγωγούσε τους τίμιους ανθρώπους, αλλά επειδή ήταν πατροπαράδοτη και κληρονομήθηκε χωρίς κόπο και ψάξιμο και δεν επιβεβαιωνόταν από την προσωπική πείρα, θα μπορούσε να χαθεί πολύ εύκολα.
Έτσι έγινε και με τον Νικόλαο. Όταν αυτός μπήκε στο σχολείο είχε δίψα για μάθηση και άρχισε με μεγάλο ζήλο την μελέτη, πιστεύοντας πώς εκεί κρύβεται ή αλήθεια. Και ή τυφλή πίστη του στην επιστήμη έδιωξε πολύ εύκολα την πίστη του στον Θεό πού τότε, σ' εκείνη την περίοδο ήταν επίσης τυφλή. Όμως ο Νικόλαος πολύ γρήγορα είχε καταλάβει ότι οι εμπειρικές επιστήμες δεν ασχολούνται με τέτοια προβλήματα, όπως ή γνώση της αλήθειας, της αιωνίου ζωής, της υπάρξεως του Θεού. Σ' αυτές τις επιστήμες όχι μόνο δεν υπάρχει ή ερώτηση τι νόημα έχει ή ζωή του ανθρώπου, αλλά αυτή ή ερώτηση δεν προκύπτει από την φύση σ' αυτές τις επιστήμες.
Ό Νικόλαος το είχε καταλάβει όταν ήταν στις τελευταίες τάξεις του σχολείου και άρχισε με ζήλο να μελετά την ιστορία της φιλοσοφίας, και την έμαθε τόσο καλά, ώστε και οι καθηγητές του έρχονταν σ' αυτόν για να συζητούν τα φιλοσοφικά προβλήματα.
Ή δίψα του για μάθηση ήταν πολύ μεγάλη. Ό Νικόλαος συχνά δεν είχε ούτε μία φέτα ψωμί επειδή τα τελευταία χρήματα πού είχε τα έδινε για κάποιο βιβλίο. Τις νύχτες ο Νικόλαος μελετούσε την ιστορία της φιλοσοφίας και την κλασική λογοτεχνία. Είχε μόνο ένα συγκεκριμένο σκοπό -να βρει την αλήθεια και να μάθη τι νόημα έχει ή ζωή του ανθρώπου.
Όσο μεγάλωνε ο Νικόλαος τόσο καλύτερα καταλάβαινε την ματαιότητα αυτής της ζωής. Ό θάνατος είναι το τέλος όλων των ανθρώπων ανεξάρτητα από το αν καλά ή κακά ζει κάποιος. Δεν έχει νόημα να ζω για τον εαυτό μου, γιατί έτσι και αλλιώς θα πεθάνω. Να ζω για τους άλλους; Άλλα και οι άλλοι άνθρωποι είναι επίσης θνητοί και ή ζωή τους επίσης δεν έχει νόημα. Τότε γιατί ζει ο άνθρωπος αν τίποτε δεν μπορεί να τον σώσει από τον θάνατο;
Το 1914 σε ηλικία είκοσι χρονών ο Νικόλαος με άριστο βαθμό τελειώνει το σχολείο αλλά βγαίνει απ' αυτό άχαρος.
«Ή μελέτη της φιλοσοφίας, έλεγε στο τέλος της ζωής του ο πατήρ Νίκων, μου έδειξε ότι ο κάθε φιλόσοφος νόμιζε ότι βρήκε την αλήθεια. Άλλα πόσοι φιλόσοφοι υπήρχαν; Ή αλήθεια όμως είναι μία. Ή ψυχή μου έψαχνε να βρει κάτι άλλο. Ή φιλοσοφία είναι το υποκατάστατο. Είναι το ίδιο πράγμα αν δίνεις στον άνθρωπο το λάστιχο να τρώει αντί να τρώει το ψωμί; Αν τρέφεστε με το λάστιχο μπορείτε να χορτάσετε;
Εγώ κατάλαβα ότι ή επιστήμη δεν προσφέρει τίποτα περί τον Θεό και την μέλλουσα ζωή. Επίσης και ή φιλοσοφία δεν προσφέρει τίποτα. Και απ' αυτό βγήκε το συμπέρασμα ότι πρέπει να στραφώ προς την θρησκεία».
Απογοητευμένος στην επιστήμη και στην φιλοσοφία ο Νικόλαος μπαίνει στο Ψυχο-Νευρολογικό ινστιτούτο στην Πετρούπολη. Εκεί έλπιζε να βρει την απάντηση στην ερώτηση ποια είναι ή ουσία του ανθρώπου. Άλλα και εκεί του συνέβη απογοήτευση πού ήταν πιο μεγάλη από την απογοήτευση πού είχε όταν τελείωσε το σχολείο.
Ό Νικόλαος τελείωσε το πρώτο έτος και βγήκε από το ινστιτούτο. Άρχισε ή οριστική πνευματική κρίση. Ό αγώνας ήταν πολύ δύσκολος, ώσπου ο Νικόλαος άρχισε να σκέφτεται την αυτοκτονία.
Κάποτε το καλοκαίρι του 1915, όταν ο Νικόλαος βρισκόταν στο Βίσνι Βολοτσόκ και έμενε στην απόλυτη απαρηγόρητη κατάσταση, του πέρασε, σαν αστραπή, ή ανάμνηση από τα παιδικά του χρόνια, όταν είχε την πίστη. Μήπως πραγματικά υπάρχει ο Θεός; Αν ναι, τότε Αυτός πρέπει να αποκαλυφθεί. Και ο Νικόλαος, άπιστος τότε, εκ βάθους καρδίας, ανέκραξε: «Κύριε, αν Εσύ υπάρχεις, να αποκαλυφθείς σε μένα! Εγώ ψάχνω να Σε βρω όχι για τον γήινο και ιδιοτελή σκοπό. Θέλω μόνο να ξέρω υπάρχεις Εσύ ή δεν υπάρχεις;» Και ο Κύριος αποκαλύφθηκε.
«Δεν μπορώ να περιγράψω, έλεγε ο πατήρ Νίκων, την επίδραση της χάριτος πού μας πείθει ότι υπάρχει ο Θεός. Αύτη ή επίδραση είναι τόσο δυνατή και προφανής ώστε δεν αφήνει τον άνθρωπο να αμφιβάλλει. Ό Κύριος αποκαλύπτεται όπως για παράδειγμα μετά το σκοτεινό σύννεφο ξαφνικά βγαίνει ο ήλιος. Τότε δεν μπορείς να αμφιβάλλεις ότι αυτός δεν είναι ο ήλιος και όχι ένα φανάρι πού το άναψε κάποιος. Ό Κύριος μου αποκαλύφθηκε, έτσι πού εγώ έπεσα στη γη και είπα: "Κύριε δόξα Σοι, Σε ευχαριστώ! Βοήθησε με σε όλη την ζωή μου να υπηρετώ Εσένα! Ας έρθουν σε μένα όλες οι θλίψεις και όλα τα βάσανα πού υπάρχουν στον κόσμο, δώσε μου να υπομένω όλα αυτά και να μην απομακρύνομαι από Σένα, να μην Σε χάσω».
Δεν ξέρουμε πόση ώρα έμεινε ο Νικόλαος σ' αυτή την κατάσταση. Άλλα όταν σηκώθηκε άκουσε πολύ δυνατά χτυπήματα της καμπάνας της εκκλησίας τα όποια χάνονταν στο άπειρο.
Ό Νικόλαος νόμισε ότι οι καμπάνες χτυπούσαν σ' ένα μοναστήρι πού ήταν κοντά. Άλλα ή κωδωνοκρουσία ήταν ασταμάτητη και ήταν πολύ αργά, γύρω στις μία την νύχτα, δηλαδή δεν ήταν ώρα κατάλληλη για κωδωνοκρουσία...
«... Μετά ο Κύριος μου έβαλε την ιδέα να μπω στην Θεολογική Ακαδημία της Μόσχας (το 1917). Αυτό ήταν πολύ σημαντικό για μένα».
Άλλα σ' ένα χρόνο τα μαθήματα στην Ακαδημία σταμάτησαν λόγω της Οκτωβριανής επαναστάσεως.
23 Μαρτίου του 1931 ο Νικόλαος έγινε μοναχός με το όνομα Νίκων. Την κούρα την έκανε ο Επίσκοπος του Μίνσκ ο Θεοφάνης Σεμενιάκο... Στις 25 Μαρτίου την ήμερα του Ευαγγελισμού το ίδιο έτος ο πατήρ Νίκων έγινε ιεροδιάκονος και 26 Δεκεμβρίου του 1932 χειροτονήθηκε ιερομόναχος. Στις 23 Μαρτίου του 1933 ο πατήρ Νίκων συνελήφθηκε. Τον έστειλαν εξορία στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως στην Σιβηρία για πέντε χρόνια. Αποφυλακίστηκε το 1937...
Όταν άρχισαν να ανοίγουν οι εκκλησίες ο πατήρ Νίκων άρχισε να λειτουργεί. Το 1944 ο επίσκοπος της πόλης Καλούγα τον έβαλε στην εκκλησία του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου της πόλεως Κοζέλσκ οπού ο πατήρ Νίκων λειτουργούσε μέχρι το 1948.
Το 1948 τον έστειλαν σε μία ενοριακή εκκλησία της πόλεως Γζάτσκ. Στην αρχή δεν του άρεσε εκεί. Τον υποδέχτηκαν κρύα. Και ή οικονομική κατάσταση ήταν δύσκολη.
Ό πατήρ Νίκων δεν είχε ποτέ του χρήματα γιατί τα μοίραζε πάντα στους φτωχούς...
Πριν πεθάνει ο πατήρ Νίκων, σ' αυτούς πού ήταν δίπλα στο κρεβάτι του και θρηνούσαν έλεγε: «Δεν πρέπει να λυπόσαστε. Πρέπει να ευχαριστείτε τον Θεό ότι εγώ τελείωσα την γήινη μου πορεία. Ποτέ μου δεν ήθελα να ζω, δεν είδα σ' αυτήν την ζωή τίποτα ενδιαφέρον και πάντα παραξενευόμουν πώς οι άλλοι άνθρωποι βρίσκουν κάτι ενδιαφέρον σ' αυτήν την ζωή και γαντζώνονται απ' την ζωή με όλη τους την δύναμη!.
Εγώ δεν έκανα τίποτε καλό στη ζωή μου αλλά πάντα ειλικρινά αναζητούσα τον Θεό. Γι' αυτό ελπίζω με όλη την ψυχή μου στην ευσπλαχνία του Θεού. Ό Κύριος δεν μπορεί να αποκρούσει τον άνθρωπο ο όποιος με όλη την δύναμη του επεδίωκε Αυτόν. Λυπάμαι, τι σας περιμένει στο μέλλον. Οι ζωντανοί θα ζηλεύουν τους νεκρούς...».
Ό πατήρ Νικών ειρηνικά εκοιμήθη εν Κυρίω στις 7 Σεπτεμβρίου του 1963 στις 12 και 25 το μεσημέρι. Ή κηδεία του έγινε στις 9 Σεπτεμβρίου.
Το βιβλίο αυτό τυπώθηκε στην ρωσική το 1997.
Με την μετάνοια, επειδή εμείς αμαρτάνουμε συνεχεία.
Με την υπομονή, επειδή "ο υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται" (Μτ. 10, 22), και
Με την ταπείνωση, επειδή ο Θεός "ταπεινοίς δίδωσι χάριν" (Ίακ. 4, 6)».
(Ηγούμενος Νίκων)
Το πιο σημαντικό πράγμα είναι να μετανοούμε παντοτινά
Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν τον Χριστιανισμό. Μερικοί όμως τον έχουν καταλάβει. Κατάλαβαν ότι το πιο σημαντικό πράγμα είναι να αναγκάζουμε τον εαυτό μας και να εκτελούμε τις εντολές του Χριστού, να μετανοούμε για τα ελαττώματα μας και τις παραβάσεις των εντολών, να μετανοούμε παντοτινά, να θεωρούμε τον εαυτό μας ακατάλληλο για την βασιλεία του Θεού, να ικετεύουμε τον Κύριο να μας δώσει την χάρη Του όπως στον Τελώνη. Αυτή είναι ή εντολή μου, εντολή ανθρώπου πού σε λίγο θα πεθάνει. Να μετανοείτε, να θεωρείτε τον εαυτό σας, σαν τον Τελώνη, αμαρτωλό, να ικετεύετε τον Κύριο για να σας δώσει την χάρη και να σπλαχνίζεστε ο ένας τον άλλον.
Ηγούμενος Νικών
ΔΙΑΘΗΚΗ
Παρακαλώ πάρα πολύ όλους τους συγγενείς και φίλους μου να μένουν σταθεροί στην ορθόδοξη χριστιανική πίστη και να καταβάλλουν μέχρι το θάνατο όλες τις προσπάθειες για την σωτηρία της ψυχής τους δια μέσου της τηρήσεως των εντολών του Ευαγγελίου, της συχνής εξομολογήσεως των αμαρτιών τους και της θειας κοινωνίας.
Στη διάρκεια της ζωής μου και στις πιο δύσκολες περιπτώσεις και στους μεγάλους πειρασμούς εύρισκα παρηγοριά στην πίστη, στον Κύριων Ιησού Χριστό και στην προσευχή.
Παρακαλώ να ευσπλαχνίζεστε και να αγαπάτε ο ένας τον άλλον, να βοηθάτε ο ένας τον άλλον σε περίπτωση υλικής και πνευματικής ανάγκης. "Όπου υπάρχουν ειρήνη και αγάπη εκεί είναι ο Θεός, εκεί είναι χαρά και σωτηρία" ή έχθρα και ή ζήλια προέρχονται από τον Διάβολο. Σωθείτε.
Ηγούμενος Νίκων 13 Αυγούστου 1963
Λίγα βιογραφικά στοιχεία του πατρός Νίκωνος (1894-1963)
«Επεδίωκα πάντα ειλικρινά τον Θεό»
Ό ηγούμενος Νίκων (κοσμικό όνομα Νικολάι Νικολάεβιτσ Βορομιώφ) γεννήθηκε το 1894 στο χωριό Μίκσινο της περιφέρειας Μπέλετσκ και ήταν το δεύτερο παιδί από τα επτά αγόρια της οικογενείας. Από μικρός ο Νικόλαος διακρινόταν ιδιαίτερα για την τιμιότητα, την υπακοή προς τους μεγαλύτερους και την καταπληκτική ειλικρίνεια και ευσπλαχνία για όλους. Αυτά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ο πατήρ Νίκων τα κράτησε σε όλη του την ζωή.
Ενδιαφέρον επεισόδιο από την παιδική του ηλικία, πού αξίζει να αναφέρουμε είναι το έξης: Στο χωριό πού ζούσε ο Νικόλαος ερχόταν συχνά και έμενε για πολύ καιρό ένας εν Χριστώ σάλος πού τον έλεγαν Βάνκας ο Μικρός. Αυτόν τον φιλοξενούσαν με μεγάλη προθυμία οι γονείς του Νικολάου. Μια φορά, όταν τα παιδιά έπαιζαν στο σπίτι, ο σάλος ξαφνικά πλησίασε στον Νικόλαο και δείχνοντας προς αυτόν επανέλαβε μερικές φορές: «Αυτός είναι μοναχός, μοναχός». Εκείνη την στιγμή κανείς δεν έδωσε καμιά σημασία στα λόγια αυτά αργότερα, όμως, όταν, απ' όλα τα αδέλφια, μόνον ο Νικόλαος έγινε μοναχός, θυμήθηκαν αυτήν την προφητεία.
Αυτός ο σάλος κατά Χριστόν ήταν σοβαρός και διορατικός άνθρωπος. Ό ίδιος δύο δεκαετίες πριν προείπε στην μητέρα του πατρός Νίκωνος τον θάνατο της στην πόλη Ταγκανρόγ πού τότε δεν υπήρχε. Το 1930-40 αυτή μετοίκησε στο Ταγκανρόγ στο σπίτι του γιου της και εκεί πέθανε.
Ό πατέρας του Νικολάου τον έβαλε σε μία σχολή στην πόλη Βίσνι Βολοτσόκ. Ό Νικόλαος ήταν άριστος μαθητής. Από τα πρώτα χρόνια πού άρχισε να σπουδάζει φανέρωσε θαυμάσιες και πολύπλευρες ικανότητες. Ό Νικόλαος είχε μεγάλο μαθηματικό τάλαντο και ήταν πάρα πολύ καλός συγγραφεύς. Ό ίδιος πολλές φορές έλεγε ότι γι' αυτόν ήταν πάρα πολύ εύκολο να γράψει κάτι. Όταν ο Νικόλαος περνούσε από μία τάξη στην άλλη πάντα έπαιρνε το βραβείο της πρώτης κατηγορίας (το ενδεικτικών επαίνου και βιβλίο). Αυτός τραγουδούσε πολύ καλά, έπαιζε άλτο, ήταν μέλος ενός καλλιτεχνικού συγκροτήματος, επίσης ζωγράφιζε και σχεδίαζε πάρα πολύ καλά.
Πώς ζούσε ο Νικόλαος όταν πήγαινε στο σχολείο; Οι γονείς του τον βοήθησαν μόνο στην αρχή, δηλαδή όταν πήγε στο δημοτικό σχολείο. Όταν ο Νικόλαος αποφάσισε να συνέχιση τις σπουδές του ήξερε ότι δεν μπορούσε να περιμένει βοήθεια από το σπίτι του. Οι γονείς του δεν ήταν πλούσιοι άνθρωποι και εκτός από τον Νικόλαο είχαν και άλλα παιδιά τα όποια επίσης είχαν ανάγκη να πηγαίνουν στο σχολείο. Ό Νικόλαος δεν διέκοψε τις σπουδές του αλλά συνέχισε να σπουδάζει σε τέτοιες συνθήκες πού για τον σημερινό άνθρωπο μπορούν να θεωρηθούν απίστευτες. Αμέσως μετά τα υποχρεωτικά μαθήματα ο Νικόλαος, ακόμα παιδάκι, έπρεπε να πηγαίνει ο ίδιος να κάνη μαθήματα ή να βοηθά τους καθυστερημένους συμμαθητές του πού ήταν πιο πλούσιοι απ' αυτόν. Γι' αυτή την εργασία του έδιναν λίγα λεπτά. Μετά από μερικές ώρες, πού περνούσε εκεί, ερχόταν στο σπίτι του (το όποιο νοίκιαζε) και άρχιζε να διαβάζει τα δικά του μαθήματα.
Ή φτώχεια, ή πείνα και το κρύο ήταν οι τακτικοί συνοδοιπόροι του στην περίοδο πού πήγαινε στο σχολείο. Το χειμώνα ο Νικόλαος φορούσε ελαφρό παλτό πού ήταν μόνιμο, και τα παπούτσια χωρίς σόλες.
Ή οικογένεια από την όποια καταγόταν ο πατήρ Νικών ήταν ορθόδοξη. Τα παιδιά διαπαιδαγωγούνταν στην ορθόδοξη πίστη. Άλλα ή πίστη αυτή, την όποια είχαν οι περισσότεροι απλοί άνθρωποι, ήταν μια πίστη εξωτερική, πατροπαράδοτη πού δεν είχε το στερεό πνευματικό θεμέλιο και την ολοκάθαρη κατανόηση της ουσίας του χριστιανισμού. Τέτοια πίστη, στην καλλίτερη περίπτωση, διαπαιδαγωγούσε τους τίμιους ανθρώπους, αλλά επειδή ήταν πατροπαράδοτη και κληρονομήθηκε χωρίς κόπο και ψάξιμο και δεν επιβεβαιωνόταν από την προσωπική πείρα, θα μπορούσε να χαθεί πολύ εύκολα.
Έτσι έγινε και με τον Νικόλαο. Όταν αυτός μπήκε στο σχολείο είχε δίψα για μάθηση και άρχισε με μεγάλο ζήλο την μελέτη, πιστεύοντας πώς εκεί κρύβεται ή αλήθεια. Και ή τυφλή πίστη του στην επιστήμη έδιωξε πολύ εύκολα την πίστη του στον Θεό πού τότε, σ' εκείνη την περίοδο ήταν επίσης τυφλή. Όμως ο Νικόλαος πολύ γρήγορα είχε καταλάβει ότι οι εμπειρικές επιστήμες δεν ασχολούνται με τέτοια προβλήματα, όπως ή γνώση της αλήθειας, της αιωνίου ζωής, της υπάρξεως του Θεού. Σ' αυτές τις επιστήμες όχι μόνο δεν υπάρχει ή ερώτηση τι νόημα έχει ή ζωή του ανθρώπου, αλλά αυτή ή ερώτηση δεν προκύπτει από την φύση σ' αυτές τις επιστήμες.
Ό Νικόλαος το είχε καταλάβει όταν ήταν στις τελευταίες τάξεις του σχολείου και άρχισε με ζήλο να μελετά την ιστορία της φιλοσοφίας, και την έμαθε τόσο καλά, ώστε και οι καθηγητές του έρχονταν σ' αυτόν για να συζητούν τα φιλοσοφικά προβλήματα.
Ή δίψα του για μάθηση ήταν πολύ μεγάλη. Ό Νικόλαος συχνά δεν είχε ούτε μία φέτα ψωμί επειδή τα τελευταία χρήματα πού είχε τα έδινε για κάποιο βιβλίο. Τις νύχτες ο Νικόλαος μελετούσε την ιστορία της φιλοσοφίας και την κλασική λογοτεχνία. Είχε μόνο ένα συγκεκριμένο σκοπό -να βρει την αλήθεια και να μάθη τι νόημα έχει ή ζωή του ανθρώπου.
Όσο μεγάλωνε ο Νικόλαος τόσο καλύτερα καταλάβαινε την ματαιότητα αυτής της ζωής. Ό θάνατος είναι το τέλος όλων των ανθρώπων ανεξάρτητα από το αν καλά ή κακά ζει κάποιος. Δεν έχει νόημα να ζω για τον εαυτό μου, γιατί έτσι και αλλιώς θα πεθάνω. Να ζω για τους άλλους; Άλλα και οι άλλοι άνθρωποι είναι επίσης θνητοί και ή ζωή τους επίσης δεν έχει νόημα. Τότε γιατί ζει ο άνθρωπος αν τίποτε δεν μπορεί να τον σώσει από τον θάνατο;
Το 1914 σε ηλικία είκοσι χρονών ο Νικόλαος με άριστο βαθμό τελειώνει το σχολείο αλλά βγαίνει απ' αυτό άχαρος.
«Ή μελέτη της φιλοσοφίας, έλεγε στο τέλος της ζωής του ο πατήρ Νίκων, μου έδειξε ότι ο κάθε φιλόσοφος νόμιζε ότι βρήκε την αλήθεια. Άλλα πόσοι φιλόσοφοι υπήρχαν; Ή αλήθεια όμως είναι μία. Ή ψυχή μου έψαχνε να βρει κάτι άλλο. Ή φιλοσοφία είναι το υποκατάστατο. Είναι το ίδιο πράγμα αν δίνεις στον άνθρωπο το λάστιχο να τρώει αντί να τρώει το ψωμί; Αν τρέφεστε με το λάστιχο μπορείτε να χορτάσετε;
Εγώ κατάλαβα ότι ή επιστήμη δεν προσφέρει τίποτα περί τον Θεό και την μέλλουσα ζωή. Επίσης και ή φιλοσοφία δεν προσφέρει τίποτα. Και απ' αυτό βγήκε το συμπέρασμα ότι πρέπει να στραφώ προς την θρησκεία».
Απογοητευμένος στην επιστήμη και στην φιλοσοφία ο Νικόλαος μπαίνει στο Ψυχο-Νευρολογικό ινστιτούτο στην Πετρούπολη. Εκεί έλπιζε να βρει την απάντηση στην ερώτηση ποια είναι ή ουσία του ανθρώπου. Άλλα και εκεί του συνέβη απογοήτευση πού ήταν πιο μεγάλη από την απογοήτευση πού είχε όταν τελείωσε το σχολείο.
Ό Νικόλαος τελείωσε το πρώτο έτος και βγήκε από το ινστιτούτο. Άρχισε ή οριστική πνευματική κρίση. Ό αγώνας ήταν πολύ δύσκολος, ώσπου ο Νικόλαος άρχισε να σκέφτεται την αυτοκτονία.
Κάποτε το καλοκαίρι του 1915, όταν ο Νικόλαος βρισκόταν στο Βίσνι Βολοτσόκ και έμενε στην απόλυτη απαρηγόρητη κατάσταση, του πέρασε, σαν αστραπή, ή ανάμνηση από τα παιδικά του χρόνια, όταν είχε την πίστη. Μήπως πραγματικά υπάρχει ο Θεός; Αν ναι, τότε Αυτός πρέπει να αποκαλυφθεί. Και ο Νικόλαος, άπιστος τότε, εκ βάθους καρδίας, ανέκραξε: «Κύριε, αν Εσύ υπάρχεις, να αποκαλυφθείς σε μένα! Εγώ ψάχνω να Σε βρω όχι για τον γήινο και ιδιοτελή σκοπό. Θέλω μόνο να ξέρω υπάρχεις Εσύ ή δεν υπάρχεις;» Και ο Κύριος αποκαλύφθηκε.
«Δεν μπορώ να περιγράψω, έλεγε ο πατήρ Νίκων, την επίδραση της χάριτος πού μας πείθει ότι υπάρχει ο Θεός. Αύτη ή επίδραση είναι τόσο δυνατή και προφανής ώστε δεν αφήνει τον άνθρωπο να αμφιβάλλει. Ό Κύριος αποκαλύπτεται όπως για παράδειγμα μετά το σκοτεινό σύννεφο ξαφνικά βγαίνει ο ήλιος. Τότε δεν μπορείς να αμφιβάλλεις ότι αυτός δεν είναι ο ήλιος και όχι ένα φανάρι πού το άναψε κάποιος. Ό Κύριος μου αποκαλύφθηκε, έτσι πού εγώ έπεσα στη γη και είπα: "Κύριε δόξα Σοι, Σε ευχαριστώ! Βοήθησε με σε όλη την ζωή μου να υπηρετώ Εσένα! Ας έρθουν σε μένα όλες οι θλίψεις και όλα τα βάσανα πού υπάρχουν στον κόσμο, δώσε μου να υπομένω όλα αυτά και να μην απομακρύνομαι από Σένα, να μην Σε χάσω».
Δεν ξέρουμε πόση ώρα έμεινε ο Νικόλαος σ' αυτή την κατάσταση. Άλλα όταν σηκώθηκε άκουσε πολύ δυνατά χτυπήματα της καμπάνας της εκκλησίας τα όποια χάνονταν στο άπειρο.
Ό Νικόλαος νόμισε ότι οι καμπάνες χτυπούσαν σ' ένα μοναστήρι πού ήταν κοντά. Άλλα ή κωδωνοκρουσία ήταν ασταμάτητη και ήταν πολύ αργά, γύρω στις μία την νύχτα, δηλαδή δεν ήταν ώρα κατάλληλη για κωδωνοκρουσία...
«... Μετά ο Κύριος μου έβαλε την ιδέα να μπω στην Θεολογική Ακαδημία της Μόσχας (το 1917). Αυτό ήταν πολύ σημαντικό για μένα».
Άλλα σ' ένα χρόνο τα μαθήματα στην Ακαδημία σταμάτησαν λόγω της Οκτωβριανής επαναστάσεως.
23 Μαρτίου του 1931 ο Νικόλαος έγινε μοναχός με το όνομα Νίκων. Την κούρα την έκανε ο Επίσκοπος του Μίνσκ ο Θεοφάνης Σεμενιάκο... Στις 25 Μαρτίου την ήμερα του Ευαγγελισμού το ίδιο έτος ο πατήρ Νίκων έγινε ιεροδιάκονος και 26 Δεκεμβρίου του 1932 χειροτονήθηκε ιερομόναχος. Στις 23 Μαρτίου του 1933 ο πατήρ Νίκων συνελήφθηκε. Τον έστειλαν εξορία στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως στην Σιβηρία για πέντε χρόνια. Αποφυλακίστηκε το 1937...
Όταν άρχισαν να ανοίγουν οι εκκλησίες ο πατήρ Νίκων άρχισε να λειτουργεί. Το 1944 ο επίσκοπος της πόλης Καλούγα τον έβαλε στην εκκλησία του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου της πόλεως Κοζέλσκ οπού ο πατήρ Νίκων λειτουργούσε μέχρι το 1948.
Το 1948 τον έστειλαν σε μία ενοριακή εκκλησία της πόλεως Γζάτσκ. Στην αρχή δεν του άρεσε εκεί. Τον υποδέχτηκαν κρύα. Και ή οικονομική κατάσταση ήταν δύσκολη.
Ό πατήρ Νίκων δεν είχε ποτέ του χρήματα γιατί τα μοίραζε πάντα στους φτωχούς...
Πριν πεθάνει ο πατήρ Νίκων, σ' αυτούς πού ήταν δίπλα στο κρεβάτι του και θρηνούσαν έλεγε: «Δεν πρέπει να λυπόσαστε. Πρέπει να ευχαριστείτε τον Θεό ότι εγώ τελείωσα την γήινη μου πορεία. Ποτέ μου δεν ήθελα να ζω, δεν είδα σ' αυτήν την ζωή τίποτα ενδιαφέρον και πάντα παραξενευόμουν πώς οι άλλοι άνθρωποι βρίσκουν κάτι ενδιαφέρον σ' αυτήν την ζωή και γαντζώνονται απ' την ζωή με όλη τους την δύναμη!.
Εγώ δεν έκανα τίποτε καλό στη ζωή μου αλλά πάντα ειλικρινά αναζητούσα τον Θεό. Γι' αυτό ελπίζω με όλη την ψυχή μου στην ευσπλαχνία του Θεού. Ό Κύριος δεν μπορεί να αποκρούσει τον άνθρωπο ο όποιος με όλη την δύναμη του επεδίωκε Αυτόν. Λυπάμαι, τι σας περιμένει στο μέλλον. Οι ζωντανοί θα ζηλεύουν τους νεκρούς...».
Ό πατήρ Νικών ειρηνικά εκοιμήθη εν Κυρίω στις 7 Σεπτεμβρίου του 1963 στις 12 και 25 το μεσημέρι. Ή κηδεία του έγινε στις 9 Σεπτεμβρίου.
Το βιβλίο αυτό τυπώθηκε στην ρωσική το 1997.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.