Στην Σκήτη της Αγίας Αννης υπήρχε μια αδελφότητα στην καλύβι του Τιμίου Σταυρού, του παπα - Ανανία. Τότε αριθμούσε γύρω στους δέκα πατέρες. Ήσαν έντεχνοι αγιογράφοι και κάπου-κάπου ψάρευαν για τις ανάγκες της αδελφότητας. Ζούσαν προσεκτική μοναχική ζωή και είχαν πολλή αγάπη και ελεημοσύνη και έλεγαν:
-Του Γέροντος Ιωσήφ ποιος θα του πάει κανένα ψαράκι; Έ, ελεημοσύνη είναι, ασκητές είναι, ας τους πάμε κανένα ψαράκι να προσεύχονται για μας.
Από την πολλή τους φιλαδελφία, λοιπόν, έστειλαν κάποτε ένα καλογέρι, τον πατέρα Ιωαννίκιο, να πάει λίγα ψαράκια στον Γέροντα. Ήταν ένας νεαρός λεβέντης, είκοσι δύο περίπου ετών. Ό Γέροντας, με τους νοερούς του οφθαλμούς, είδε ότι ήταν πολύ καλό παιδί και είπε μέσα του: «Στάσου να μάθουμε την Νοερά προσευχή σ' αυτό το καλογέρι».
Άρχισε, λοιπόν, να του λέει διάφορα πνευματικά:
-Παιδί μου πώς πάς; Λες την ευχή;
-Μπα, Γέροντα. Ποιος θα μου την διδάξει;
-Λένε οι Απόστολοι ότι πρέπει να μνημονεύουμε το όνομα του Ιησού. Και στην Κλίμακα λέει «Ιησού ονόματι μάστιζε πολεμίους». Να κάνης υπακοή στον Γέροντα σου και να λες την ευχή. Όταν ψαρεύεις, μέσα στην ησυχία της νύκτας, να προσεύχεσαι, να λες το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με» και θα πιάνεις και περισσότερα ψάρια. 'Αλλιώς θα σε ψαρέψουν οι δαίμονες.
Ό Γέροντας μίλησε με άπλα λογάκια στο απλό αυτό παιδί για την προσευχή άλλα και για τη ν υπακοή. οι συμβουλές του βρήκαν γόνιμο έδαφος μέσα στο νεαρό καλογέρι. Φούντωσε μέσα του ο ζήλος.
Ό πατήρ Ιωαννίκιος, σύμφωνα με την προτροπή του Γέροντος Ιωσήφ, ζήτησε την άδεια από τον Γέροντα του, για να ακολουθήσει αυτές τις υποδείξεις και ο παπα- Ανανίας έδωσε την συγκατάθεση του.
Έτσι όταν ο πατήρ Ίωαννίκιος ήταν στη βάρκα μόνος του, μέσα στην απομόνωση και την ησυχία της νυκτερινής θαλάσσης, φώναζε ασταμάτητα την ευχούλα. «Κύριε Ιησού Χριστέ..., Κύριε Ιησού Χριστέ...» Σε λίγο ή προσευχή άρχισε να λέγεται άνετα και να του δημιουργεί καρδιακή θέρμη, οπότε ο νέος μοναχός επιδόθηκε ολόψυχα σ' αυτήν την ευλογημένη εργασία. Έτσι αυτό το καλογέρι έμαθε και έλαβε την ευχή από τον Γέροντα Ιωσήφ, διότι ήταν καθαρό. Είχε γίνει ένας από τους πιο καλούς μοναχούς της Σκήτης και το όνομα του το θυμούνται όλοι οι παλαιοί πατέρες.
Ό πατήρ Ίωαννίκιος τόσο πολύ προσηλώθηκε στον Γέροντα Ιωσήφ, πού έλεγε:
-Γέροντα, εγώ τον Θεό δεν Τον είδα, εσένα είδα! Μία φορά ο Γέροντας είδε στον ύπνο του ότι πήγαινε σε μία πολιτεία. Και όταν έφθασε στο κάστρο της πολιτείας, ένας άνθρωπος του έδειξε μπροστά ένα περιβολάκι πολύ όμορφο πού είχε πολλά καρποφόρα δένδρα και άφθονο νεράκι και του είπε:
-Αυτό το πανέμορφο περιβολάκι προοριζόταν για σένα, άλλα δωρεάν δόθηκε στον πατέρα Ιωαννίκιο.
Όταν ο Γέροντας ξύπνησε, άρχισε να αδολεσχή μ' εκείνο το όνειρο: «Τι άραγε να σημαίνει;» Είπε δε τα έξης: «Αυτό σημαίνει δύο τινά ή ότι ο Ίωαννίκιος πήρε την προσευχή από μένα, γι' αυτό του εδόθη το περιβόλι αυτό ή ότι ο Ίωαννίκιος θα πεθάνει».
Την άλλη μέρα, ήλθε ο παπα- Ανανίας και του λέει:
-Γέροντα, ο Ίωαννίκιος έκανε εμετό αίμα.
Αυτό σήμαινε πώς το καλογέρι προσβλήθηκε από φυματίωση, από το "χτικιό", και πώς ήδη το μικρόβιο είχε προχωρήσει στους πνεύμονες και ότι ή ασθένεια το οδηγούσε πλέον με γοργά βήματα προς τον θάνατο.
Ό Γέροντας του είπε:
-Το παιδί θα πεθάνει. Αυτό κι' αυτό είδα. Μόνο να μην του πείτε λέξη για το Τι είδα.
Ό παπα-Άνανίας, σαν στοργικός πατέρας, αποκρίθηκε:
-Θα το πάω στο Βατοπαίδι, είναι ένας γιατρός εκεί.
-Όπου να το πας το παιδί, δεν πρόκειται να ζήση, αποκρίθηκε ο Γέροντας.
οι Γεροντάδες του στην αρχή πίστευσαν τον γιατρό του Βατοπαιδίου πού έκανε λανθασμένη διάγνωση. Μα τα πράγματα χειροτέρευσαν κι' έγινε φανερή ή αρρώστια του. Τότε ο Γέροντας του ξεχώρισε ένα απομονωμένο κελάκι -για να μην κολλήσουν κι' αυτοί- και του πήγαιναν λίγο ψωμάκι και ό,τι άλλο χρειαζόταν.
Το καλογέρι όμως πήγαινε κάθε νύχτα στον Γέροντα Ιωσήφ, για ν' ακούει πνευματικούς λόγους και να δυναμώνει ψυχικά. Και ο Γέροντας του έλεγε για την άλλη ζωή, για τον παράδεισο, για το πώς φεύγει ή ψυχή του ανθρώπου προς τον ουρανό, για τα τελώνια πού θα συνάντηση.
Και μ' όλα αυτά τον προετοίμαζε, γιατί σε λίγο καιρό θα πέθαινε, Αφού είχε φυματίωση.
Όταν πια βάρυνε το καλογέρι και δεν μπορούσε ν' ανέβει πάνω στον Γέροντα, στο βουνό, του λέει:
-Γέροντα, δεν μπορώ πλέον να ανεβαίνω πάνω.
-Θα κατεβαίνω εγώ, Ιωαννίκιε, να σου κάνω συντροφιά, θα κατεβαίνω την νύχτα. Θα κάνω τα κομποσχοίνια μου, θα κάνω την Νοερά προσευχή μου και μετά, όταν τελειώνω, θα κατεβαίνω κάτω και θα φεύγω πριν ξημερώσει. Λοιπόν, κατέβαινε ο Γέροντας κάτω, τον παρηγορούσε κι' όταν είδε ότι κοντεύουν τα πράγματα να τελειώσουν, του είπε:
-Ιωαννίκιε, όταν θα 'ρθει ο Άγγελος να σε πάρει, να του πεις να περάσετε να με χαιρετήσετε.
-Να 'ναι ευλογημένο, είπε το καλογέρι, θα του πω να περάσουμε. Άλλα ο Γέροντας Ιωσήφ, για να είναι σίγουρος, είπε στον Γέροντα του:
-Μόλις ξεψυχήσει ο Ίωαννίκιος, να χτυπήσετε την καμπάνα, να πάρουμε κι' εμείς είδηση πάνω στο βουνό.
Προτού πεθάνει ο Ίωαννίκιος, δύο ώρες περίπου, είδε την Παναγία! Μπήκε μέσα στο δωμάτιο ο παπα-Άνανίας και του λέγει ο πατήρ Ίωαννίκιος, σαν δήθεν παραπόνου μένος, σαν αγανακτισμένος:
-Τι θέλει αύτη ή Γυναίκα εδώ μέσα; Βγάλτε την έξω! Αλλά κατόπιν συνεστάλη και λέγει: Αφήστε την, αφήστε την, ή Παναγία είναι!!"!
Ό παπα- Ανανίας του λέγε:
-Ίωαννίκιε, από που το κατάλαβες ότι είναι ή Παναγία;
-Της είπα να ειπεί το «Θεοτόκε Παρθένε» και το είπε όλο.
-Καλά, Ίωαννίκιε, που κάθεται;
-Να, εκεί στην άκρη.
-Τι ρούχα φοράει;
-Κόκκινα.
-Ρώτησε την, «πότε θα πεθάνω;»
-Παναγία μου, πότε θα πεθάνω; ρωτά ο Ίωαννίκιος.
-Τι σου είπε; τον έρωτα ο παπα-Ανανίας.
-Όποτε ο Κύριος θέληση.
Φεύγει ο πατήρ Ανανίας και μπήκε την στιγμή εκείνη ο πατήρ Χαράλαμπος.
-Τώρα έφυγε, ψιθυρίζει ο Ίωαννίκιος.
-Ποιος έφυγε, ρωτά ο πατήρ Χαράλαμπος;
-Ή Παναγία.
- Ήταν ή Παναγία εδώ;
-Ναι, άπαντα.
Μετά από δύο ώρες εκοιμήθη.
Το όνειρο, λοιπόν, πού είδε ο Γέροντας, είναι ότι το καλογεράκι αυτό, ο Ίωαννίκιος, όχι απλώς σώθηκε, άλλα κληρονόμησε εκείνα τα άρρητα ουράνια αγαθά «ά ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν Αυτόν».
Τον πατέρα Ιωαννίκιο τον είχε ο Γέροντας σαν παιδί του, διότι και την προσευχή του πήρε, και την χάρι του, και στο τέλος ακόμη και το περιβόλι πού επρόκειτο να κληρονομήσει ο Γέροντας.
Την ημέρα της κοιμήσεως του, ενώ ο Γέροντας σκάλιζε σταυρουδάκια, ξαφνικά άρχισε να φωνάζει:
-Αρσένιε, Αρσένιε! Ό Ίωαννίκιος είναι εδώ! Έτελείωσε ο Ίωαννίκιος, με χαιρετάει τώρα!Και πράγματι σε λίγο κτύπησε ή καμπάνα από κάτω. Έκανε υπακοή και ο φύλακας Άγγελος του πατρός Ιωαννικίου! Αφού σε περιπτώσεις αγίων ασκητών, όπως του Γέροντος Ιωσήφ, υποτάσσονται και οι Άγγελοι, γιατί ή ψυχή του ανθρώπου είναι ανωτέρα στη φύση της από τους Αγγέλους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.