Αντιµετώπιση των πειρασµών
Γέροντος Έφραίµ Άγιορείτου
Πατέρες µου,
Κάθε άνθρωπος, κάθε Χριστιανός Ορθόδοξος προσέρχεται στον Θεό και Τον πλησιάζει, αφού πρώτα δοκιµαστή δια «πυρός καί ύδατος». Εάν δεν πέραση ό Χριστιανός από καµίνι, στην αναψυχή δεν έρχεται. Γι' αυτό ό καλός Θεός, ό όποιος «ετάζει καρδίας καί νεφρούς» (Ψαλµ. 7, 9) γνωρίζει πολύ καλά τι κρύβει ό καθένας µας µέσα στο βάθος της καρδιάς του από πλευράς
εµπάθειας, από πλευράς χαρισµάτων καί προθέσεων καί ανάλογα επεµβαίνει, συνήθως µε πικρά φάρµακα πολλές φορές καί µε σταύρωση πραγµατική, προκειµένου να µας ανόρθωση ψυχικά, να µας κάνη ψυχικά υγιείς και άξίους, για να περάσουµε εύκολα τα τελώνια καί να φθάσουµε στον Θρόνο της Χάριτος. Σαν καλός Πατέρας, για να δώσει την πραγµατική υιοθεσία στο παιδί Του καί να γίνει κληρονόµος Θεού καί συγκληρονόµος Χριστού, θα το πέραση από το καµίνι της σκληράς δοκιµής. Άλλος έτσι, άλλος αλλιώς, όλοι θα περάσουν από δοκιµασία, ανάλογα µε την κρίση του Θεού.
Ξεσηκώνει ό Θεός έναν πόλεµο καί δη σε µας τους µοναχούς. Επιτρέπει στον δαίµονα καί µας βάζει στη µάχη, αλλά δεν µας αφήνει χωρίς Χάρι. Συγχρόνως έρχεται καί συµπαραστέκεται αοράτος καί δυναµώνει την ψυχή, φωτίζει τον άνθρωπο, του διδάσκει τον πόλεµο κι έτσι δίνει τη µάχη. Εκεί ή θα στεφανωθεί ή θα ήττηθή.
Ό ύπ' αριθµόν «ένα» πόλεµος είναι ό σαρκικός. 'Αρχίζει από την νεότητα. Επιτρέπει στον δαίµονα της πορνείας, να πολεµήση τον άνθρωπο µε πόλεµο, πού ενδεχοµένως έξω στον κόσµο του ήταν άγνωστος, δηλαδή µπορεί έξω να ήταν ή ζωή του καθαρή, να µην έµπλεξε µε την αµαρτία καί να ήταν σε οµαλή κατάσταση. Ήξερε ό Θεός ότι έξω στον κόσµο, εάν επέτρεπε στον δαίµονα αυτόν να τον πειράξει, δεν επρόκειτο να τα βγάλει πέρα ό άνθρωπος. Τον φωτίζει, του δίνει την προκαταρκτική χάρι, του δίνει τον ενθουσιασµό, του δίνει την θέληση, την δύναµη, αποτάσσεται τον κόσµο καί έρχεται εδώ. Μπαίνει στο πεδίον της µάχης καί κατόπιν εξαπολύει τον δαίµονα της πορνείας. Του λέει: «Πολέµησε τώρα». Καί έρχεται ό µοναχός καί λέει: «Πώς εγώ δεν είχα αυτόν τον πόλεµο; Πώς θα απαλλαγώ τώρα;». Ή του δίνει άλλου είδους πόλεµο καί νοιώθει ότι έγινε χειρότερος εδώ, πού είναι στο Μοναστήρι, ενώ στον κόσµο δεν είχε πόλεµο, δεν είχε τόσους πειρασµούς. Του λέει ό λογισµός ότι ήταν καλύτερα εκεί παρά εδώ. Κι όµως δεν είναι έτσι. Εδώ εξαπέλυσε τον δαίµονα, εδώ τον άφησε ελεύθερο να σε πολεµήση. Γιατί; Για να ανάδειξη µάρτυρα, αγωνιστή και δικαιωµατικά να πάρεις το στεφάνι. Γι' αυτό λέγεται ότι, αν ήξεραν οί άνθρωποι ότι ο µοναχός έχει πολλούς πειρασµούς, δεν θα γινόντουσαν µοναχοί. Άλλα καί τανάπαλιν, εάν ήξεραν την δόξα των µοναχών στον άλλο κόσµο, όλοι τους θα γινόντουσαν µοναχοί. Κατά τον Άγιο Ισαάκ τον Σύρο ό Θεός δεν θέλει για την άλλη ζωή «βόδια», άµυαλους, απείραχτους, άσοφους, αλλά σοφούς όχι σοφούς κατά την κοσµική έννοια, αλλά σοφούς στον πόλεµο κατά του δαίµονος, κατά του κόσµου καί κατά του εαυτού τους. Ό άνθρωπος πρέπει να γίνει αγωνιστής καί πάνω σ' αυτόν τον πόλεµο τον περίπλοκο γίνεται σοφός καί πτυχιούχος πλέον της κατά Θεόν σοφίας, διότι µαθαίνει την τέχνη των τεχνών καί την επιστήµη των επιστηµών. Έτσι ανεβαίνει καί γίνεται κληρονόµος. Ποίας βασιλείας; Όχι επιγείου, όχι φθειρόµενης αλλά της αιωνίου άφθαρτου Βασιλείας.
Βλέπεις απλούς ανθρώπους, καί κατά τα χρόνια των Πατέρων, πού δεν έβγαζαν πανεπιστήµια καί σχολές ό Μέγας Αντώνιος, πού δεν ήξερε να διάβαση, ήταν ό ταλαντούχος καί πτυχιούχος πνευµατικός καί πήρε την πρώτη θέση µεταξύ των ασκητών, γιατί έγινε κατά Θεόν σοφός. Για να γίνουµε, λοιπόν, πτυχιούχοι του Θεού, πρέπει να δώσουµε ποικίλες µάχες, να πάρουµε πολλά µαθήµατα. Όπως τα παιδιά στο σχολείο έχουν πολλά µαθήµατα καί µαθηµατικά καί χηµεία καί φυσική κ.ά., καί σε όλα πρέπει να δώσουν την µάχη των εξετάσεων, για να περάσουν, έτσι κι εµείς δίνουµε εξετάσεις ό καθένας µας εις το
πώς θα πάρη το πτυχίο καί τον καλό βαθµό.
Εµείς οι µοναχοί δεν θέλουµε φιλοσοφίες κοσµικές, δεν θέλουµε διδάγµατα. Θέλουµε σαν µοναχοί να γνωρίσουµε τον πόλεµο πού έχουµε να κάνουµε. Το θέµα είναι πώς θα πολεµήσουµε τους λογισµούς, την φαντασία, τίς εικόνες καί πώς θα τηρήσουµε όσο το δυνατόν καλύτερα το Ιερόν Εύαγγέλιον. Ερχόµαστε εδώ. Ή σάρκα έχει την ανάγκη της τροφής, την ανάγκη του ύπνου, την ανάγκη του ενδύµατος.
Κοντά σ' αυτά έχει καί την φυσική περίπτωση της αυξήσεως του ανθρωπίνου γένους, όπως την έχουν καί όλα τα ζώα «Αυξάνεστε καί πληθύνεσθε», λέγει ή Γραφή. Έτσι ξεσηκώνεται ή φύσις καί ζητεί τα εαυτής, ζητά τα δικά της, την ικανοποίηση της. Ό πόλεµος είναι φυσικός. Είναι σπαρµένος µέσα στην φύση το πάθος. Έρχεται κι ό δαίµονας από την άλλη καί σκληρύνει το πράγµα. Καί µπαίνει τιµονιέρης στην σκέψη, στην φαντασία, µας φέρνει εικόνες, εξωθεί την κατάσταση, µας στριµώχνει. τι πρέπει να κάνουµε εδώ; Ή καρδιά πρέπει να καθαριστή. Μας διδάσκει ό Χριστός, µας διδάσκουν καί οί Πατέρες «Εκ της καρδίας εξέρχονται οι πονηροί διαλογισµοί» (Ματθ. 15, 19). Εκ της καρδίας, λέει, ξεπηδούν όλα τα άσχηµα. Ή καρδιά µας είναι γεµάτη από ρίζες, ακανθώδη ριζίδια, λέγει ό Άββάς Ποιµήν' «Καί ό θέλων άνασπάσαι αυτά τα ακανθώδη ριζίδια, αιµορραγεί καί πονεί». Αν δεν αιµορραγήσει κι αν δεν πόνεση σύµφωνα µε την διδασκαλία των Πατέρων, ό άνθρωπος δεν θεραπεύεται.
Παίρνει την τσιµπίδα ό γιατρός, ό Θεός, τρόπον τινά, καί τραβάει τίς ρίζες αυτές µία - µία. Κι όταν τίς ξεριζώνει, ή καρδιά νοιώθει πόνο καί χύνει αίµα. Καί αυτός, ό όποιος θα κάνη υποµονή σ' αυτόν τον πόνο, σ' αυτήν την επέµβαση του Θεού, µία µέρα θα γίνει υγιής. Ή καρδιά του έτσι, µε την προσπάθεια την ανθρωπινή καί µε την βοήθεια της χάριτος, δεν θα επιθυµεί αυτά τα πράγµατα, τα βρώµικα καί τα άσχηµα. Από τη στιγµή όµως πού δεν θα δεχθεί αυτήν την ιατρική επέµβαση, πού θα αντίδραση στον πόνο καί στο ξερίζωµα των ριζών αυτών καί δεν θα κάνη την ανάλογη υποµονή, στην καθηλώσει, εκεί στην ιατρική επέµβαση, θα µείνει εµπαθής.
Ποιος µπορεί να καυχηθεί, κατά τους Πατέρες, ότι τήρησε την καρδιά του αµόλυντη;
Κανείς!
Ό Μέγας Βασίλειος έλεγε: «Γυναίκα ουκ έγνων καί παρθένος ουκ ειµί». Εννοούσε βέβαια τον πόλεµο της σαρκός, τον ενήδονο πόλεµο της φαντασίας, τους ενυπνιασµούς κ.λ.π. Όλα αυτά είναι µία αισθήσεις σαρκική στην καρδιά, οπότε ή καρδιά, άσχετα εάν δεν γνώριζε τι θα πει «έτερον φύλον», δεν ήταν παρθενική.
Έτσι από τη µία πλευρά αγωνιζόµεθα εναντίον των κακών φαντασιών, µαχόµενοι να τίς σβήσουµε, γιατί αυτές γεννούν τους βρώµικους λογισµούς. Από την άλλη πλευρά µε την νηστεία κατά δύναµιν καί την εγκράτεια, τίς µετάνοιες, τον κανόνα, τον µόχθο καί τον κόπο επά¬νω στη δουλειά καί την αγρυπνία, δείχνουµε την προαίρεση µας ενώπιον του Θεού, ότι θέλουµε να καθαρισθού¬µε, να αγνιστούµε καί να γίνουµε άγιοι. Όχι, ότι οί προ¬σπάθειες αυτές θα φέρουν το αποτέλεσµα της αγιότητας, αλλά µε όλα αυτά συµβάλλουµε στο έργο της καθάρσεώς µας µετά του Θεού. «Συνεργοί Θεού έσµεν» (1 Κόρινθο. 3, 9). Συνεργαζόµεθα µετά του Θεού στην κάθαρση της καρδίας µας.
Όταν ή καρδιά µας είναι βρώµικη, βρώµικα θα είναι καί τα έργα µας καί τα µάτια µας καί οί σκέψεις µας καί οί κινήσεις µας καί τα πάντα. Όλα τα µέλη µας έχουν την αφετηρία τους στην καρδιά. Ανάλογα µε ότι έχει ή καρδιά µέσα της, το εξωτερικεύει δια των µελών. Γι' αυτό έχουµε τους ενυπνιασµούς, πού έρχεται ό διάβολος καί πιάνει δουλειά. Μας φέρνει φαντασίες καθ' ύπνο, ώστε ξυπνώντας, να µας τίς παρουσίαση στην µνήµη, για να µας προκαλέσει καί την ηµέρα τον πόλεµο. Εµείς τι πρέπει να κάνουµε εδώ; Να αδιαφορήσουµε για την περίπτωση του ενυπνιασµού, ως τίποτε, µε την πρόνοια να µην ενθυµούµεθα το τι µας παρουσίασε εκεί µε όλη την ελευθερία της βρωµιάς του δαίµονος καί να πούµε στον εαυτό µας: «Τελείωσε, είναι ή φυσική πορεία του θέµατος». Να αγωνιζώµεθα ανάλογα σ' αυτήν την περίπτωση των φαντασιών. Μας έρχονται εικόνες; Με ένα σφουγγάρι να τίς σβήνουµε. Ξαναέρχονται τολµηρά; Ξανά σβήσιµο. Άφ' ης στιγµής όµως δεν αγωνισθούµε ανάλογα κι αρχίζουν να µας επηρεάζουν, να µας κατακτούν, µετά αποκτούν ισχύ καί κάθε φορά µας έρχεται ή φαντασία, σαν νικητής της προηγούµενης καί της προπροηγούµενης φοράς καί µας λέει: «Εδώ είµαι! Τώρα θα σε βάλω κάτω!». Όπως ένα παιδάκι παλεύει µία, δύο, τρεις, πέντε καί µόλις βλέπει τον αντίπαλο του «λακίζει», δεν µπορεί να τον αντιµετώπιση, διότι από τίς ήττες πού έπάθε προηγουµένως, του έσπασε το ηθικό. Όταν συµβεί κάτι τέτοιο, ή ψυχή αµέσως µε την εικόνα της κακής φαντασίας παραλύει, παραδίνεται καί µετά σκέπτεται άλλα άντ' άλλων.
Γι' αυτό χρειάζεται να είµεθα πάνοπλοι, νηφάλιοι, έξυπνοι, να είµεθα επίσκοποι, ώστε µε την
εµφάνιση της εικόνας, «τακ» εµείς να τη σβήνουµε. Μια, δυο, τρεις θα αρχίσει ό εχθρός να
παθαίνει ήττα στην περίπτωση πού έρχεται πάλι να κάνη την αντιπαράσταση του καί τον πόλεµο. Έτσι όταν το εσωτερικό του ποτηριού γίνει καθαρό, καί το έξω θα γίνει καθαρό, κατά το Ιερόν Εύαγγέλιον.
Ένας γέροντας έβγαζε εύκολα δαιµόνια καί ηγετικά δαιµόνια, «αξιωµατικούς», καί τους αφόπλιζε µε ευκολία. Του λέγει ό υποτακτικός του εν απορία:
-Γέροντα, γιατί τα δαιµόνια σε φοβούνται καί φεύγουν; Λέει:
-Παιδί µου, δεν έκανα τίποτα σπουδαίο γίνεται αυτό από την Χάρι του Θεού. Εκείνο µόνον πού έχω να πω, είναι ότι όλα µου τα χρόνια επολεµούµην στην φαντασία από κακούς λογισµούς, αλλά µε την Χάρι του Θεού ουδέποτε ίσχυσε, ουδέποτε µε νίκησε ή φαντασία. Όχι συγκατάθεση δεν έκανα, αλλά µήτε συνδυασµό! Καί επειδή ουδέποτε νίκησαν οί δαίµονες, γι' αυτό τώρα ηττώνται, φοβούνται, αφοπλίζονται αµέσως καί απελαύνονται από τους ανθρώπους. Άρα, ήταν αριστούχος σε όλα του καί µπήκε στο πανεπιστήµιο άνευ εξετάσεων. Έτσι γίνεται καί µε τα διάφορα άλλα πάθη µας, τον φθόνο, την ζήλια, την υπερηφάνεια, τον εγωισµό, την κατάκριση, την άργολογία κ.λ.π. τι χρειάζεται εδώ; Νίψη. Μας λέει ό λογισµός: «Να πιάσω αυτόν τον αδελφό να του πω κάτι να ξεσκάσω». Όταν τον πιάσω καί του µιλήσω, θα πω κάτι πού δεν πρέπει, θα ακούσω κάτι, πού δεν πρέπει να ακούσω, κι έτσι θα πάθω την ζηµιά µέσα µου. Καί δεν θα είναι ξέσκασµα αυτό, αλλά σκάσιµο, διότι εγώ θα πάθω την δουλειά µε την υποχώρηση. Όταν όµως αντιδράσω καί πω: «Ποιο είναι το όφελος να καθίσω να µιλήσω; Καί εγώ πού πάω µ' αυτήν την διάθεση, θα του κάνω ζηµιά». Κι όταν σκεφθώ έτσι καί φρενάρω καί δεν το κάνω, λέω πέντε ευχές καλύτερα. Με το να µην πάω, νίκησα, ενώ αν πήγαινα καί του µιλούσα, θα ήταν ήττα. Σήµερα αυτή ή ήττα, αύριο ή άλλη, καί γίνεται ό άνθρωπος πιο εµπαθής. Το ίδιο συµβαίνει καί µε το άλλο πάθος της υπερηφάνειας. Μας λέει ό λογισµός ότι κάτι είµαι, έχω αυτό το χάρισµα κ.λ.π. Φουντώνει µέσα ό λογισµός καί πρέπει να αντιδράσω, να πω ότι εγώ δεν είµαι τίποτε άλλο παρά χώµα καί πηλός. Αυτή είναι ή φύση µου κι αυτή είναι ή τιµή µου. Ό πηλός τι γίνεται καί το χώµα; Το πατάνε όλοι, καί τα ζώα καί οί άνθρωποι. Αυτός είσαι, µη µιλάς. «τι έχεις ο ουκ έλαβες; ει δε καί έλαβες, τι καυχάσαι ως µη λαβών;» (1 Κορ. 4, 7). Ό,τι έχεις από που το έλαβες; Από τον εαυτόν σου καί νοµίζεις ότι είσαι κάτι; Τίποτα δεν είσαι. Δεν σου το απέδειξε ή πείρα, πού καί τότε, εκεί κι εκεί την πάτησες κι έπαθες δουλειές! Καί τώρα σου έδωσε µία «σταλίτσα» Χάρι ό Θεός καί σκέφθηκες κάτι όµορφο καί µίλησες δυο πράγµατα, ή έκανες ένα έργο φιλάνθρωπο, µια ελεηµοσύνη, ξεκούρασες κάποιον άλλον καί τι το σπουδαίο υπάρχει σ' αυτό; Ό Χριστός τι έκανε για σένα; Ό Θεός κατέβηκε από τους ουρανούς στην γη καί έγινε άνθρωπος «Έκλινε ουρανούς καί κατέβει», έλαβε σάρκα, ταπεινώθηκε καί υπέµεινε τον ονειδισµό καί την κακία των ανθρώπων.
-Παιδί µου, τον Χριστό, ποιος Τον σταύρωσε; ερώτησε ένας Γέροντας τον υποτακτικό του. -Οί Εβραίοι, απάντησε ό υποτακτικός.
-Όχι οί Εβραίοι.
-Ποιος Γέροντα;
-Ό φθόνος καί ή κακία σταύρωσαν τον Χριστό! Επειδή ό Χριστός έκανε θαύµατα κι όλος ό κόσµος πήγαινε κοντά Του, σκέφθηκαν οί γραµµατείς καί οί φαρισαίοι ότι πρέπει να Τον βγάλουν από την µέση, γιατί Αυτός θα τους κατακτούσε. Έτσι ενήργησαν θανάσιµος.
Βλέπουµε από την άλλη πλευρά τον Ιούδα, τον ένα από τους δώδεκα µαθητές, να γίνεται προδότης του διδασκάλου του. Δεν άκουγε τις διδασκαλίες του Χριστού; Τίς άκουγε, αλλά είχε το πάθος της φιλαργυρίας καί δεν το πολέµησε. Εάν το είχε πολεµήσει, δεν θα εγίνετο προδότης. Ό Θεός γνώριζε το πάθος καί γι' αυτό του έδωσε το πορτοφόλι, τον κορβανά, πού είχε από τίς συνεισφορές των ανθρώπων πού βοηθούσαν στο έργο της διατροφής των Αποστόλων. Κυρίως διακονούσαν εκεί οί γυναίκες καί οί ασθενείς πού θεραπεύθηκαν. Γιατί του έδωσε το ταµείο; Για να µην πει ότι αναγκάσθηκα να γίνω φιλάργυρος, επειδή δεν µου έδινε ό διδάσκαλος κι ήµουν απένταρος. Εάν το κάναµε εµείς, θα λέγαµε ότι βοηθήσαµε τη φιλαργυρία, γι' αυτό έγινε έτσι. Κρίσης ανθρώπινη. Ό Χριστός του είπε: «Να το πάρεις να το έχεις, να µην λες ότι δεν το είχες, καί γι' αυτό έγινες φιλάργυρος». Καί ιδού αυτός κακώς το εκµεταλλεύθηκε. Αµέσως είπε στους φαρισαίους: «Τι θα µου δώσετε, για να σας Τον παραδώσω!». Κι αυτοί είπαν: «Πάρε τριάκοντα αργύρια». Έτσι έγινε ή υποχώρησης, πού κατέληξε στην προδοσία.
Προδίδουµε κι εµείς την ψυχή µας στον διάβολο, όταν δεν αντιστεκόµαστε στο κακό. Εµείς οί µοναχοί εδώ δεν έχουµε τίποτε άλλο, παρά να µαχόµεθα κατά των παθών. Γι' αυτό οί µοναχοί αυτοί πού προοδεύουν, στεφανώνονται καί γίνονται µεγάλοι. Έχουµε εκατοµµύρια ασκητές καί µοναχούς επιτυχηµένους, γιατί µαθήτευσαν κοντά στους Γέροντες, πώς πολεµείται το ένα και το άλλο πάθος.
Είπε ένας υποτακτικός:
-Πάτερ, τι να πρωτοπολεµήσω; Ξεσηκώθηκαν όλα τα πάθη, καί κείνο καί κείνο καί τα έχω χάσει. Άπαντα ό γέροντας:
-Όχι, παιδί µου, έτσι. Τα πάθη δεν ξεσηκώνονται έτσι απλά µαζί' ένα - ένα ξεσηκώνεται. Σήµερα σε πολεµάει αυτό; Χτύπα το. Αύριο θα σε πολεµήση εκείνο; Χτύπα εκείνο. Καί σιγά - σιγά χτυπώντας, χτυπώντας γίνεται ή καταστολή των παθών κι εσύ θα αναχθείς πνευµατικά. Καί εµείς οί σηµερινοί άνθρωποι έχουµε τους ίδιους πολέµους, γιατί είναι ίδια τα δαιµόνια, δεν έχουν αλλάξει. Έρχονται, λοιπόν, καί µας πολεµούν, όπως τους πατέρες τους παλαιούς. Μα εκείνοι ήταν λεβέντες, γιατί νικούσαν καί γινόντουσαν µεγάλοι. Εµείς την πατάµε. Μας φέρνουν λογισµούς π.χ. εναντίον του αδελφού µας καί δεν τους πολεµούµε καθόµαστε καί τους δεχόµαστε. Γιατί µου είπε ένα λόγο, γιατί µε στραβοκοίταξε, γιατί δεν µε εξυπηρέτησε πλέκουµε καί πλέκουµε λογισµούς καί λογισµούς. Και µετά τι γίνεται; Πάµε από το κακό στο χειρότερο. Χάνουµε καί τον καιρό µας κι ό διάβολος πού είναι πάρα πολύ τεχνίτης, χαίρεται. «Ας τον, λέει, τον χαζεύω τώρα». Ό χρόνος περνάει καί το κάθε τι άσχηµο στεριώνει µέσα µας. Θα µεγαλώσει, θα µεγαλώσει καί από µυρµηγκάκι θα γίνει λιονταράκι! Μετά θα γίνει λέοντας µεγάλος καί όταν αντιληφθούµε, ότι πια µας έφερε βόλτα καί µας έχει τυλίξει για τα καλά, θα σηκώσουµε το ανάστηµα, δήθεν για να αντικρούσουµε, αλλά θα συναντήσουµε ισχύ λέοντος. Καί λέγει ό Όσιος Έφραίµ: «Με λέοντα καταπιάστηκες να πολεµήσεις; Πρόσεξε να µη σου σύντριψη τα κόκαλα!». Λέγει ό Αββάς Δωρόθεος: «Καί τι είναι ένας λόγος, πού θα πω ή µία σκέψη να την σκεφθώ; Ναι, αλλά ή µία σκέψης θα φέρει την άλλη καί ό ένας λογισµός τον άλλο ή µία υποχώρησης την άλλη κι έτσι ,σιγά σιγά γίνεται ό άνθρωπος εµπαθής».
Κι εµείς, παιδιά, πολεµούµεθα από τα 'ίδια δαιµόνια, αλλά υποχωρούµε ων πρώτος ειµί εγώ.
Υποχωρούµε µας έρχεται µία υπόνοια για τον αδελφό κι εµείς την πιστεύουµε. Μα, στάσου, είναι κι έτσι; Μα, αφού τον είδα, µα αφού µου το είπε ό τάδε κ.λπ. Ναι, εντάξει αλλά από στόµα σε στόµα καί από σκέψη σε σκέψη το πράγµα αλλοιώνεται. Ξέρεις ότι υπάρχει καί πνεύµα υπόνοιας κι ότι δεν είναι έτσι τα πράγµατα;
Βλέπουµε καί στην περίπτωση του διακόνου στο Γεροντικό. Ήταν δύο αδελφοί σ' ένα µοναστήρι. Ό ένας ήταν διάκονος, ό άλλος µοναχός. Ίσως να διακονούσαν καί µαζί. Μια µέρα ό µοναχός είδε το διάκο να είναι σκυθρωπός, να µην είναι ευχάριστος, να µη µιλάει ωραία κ.λπ., όπως τίς προηγούµενες µέρες.
-Διάκο, γιατί είσαι έτσι, σου έκανα τίποτε; τον ερωτα.
-Ναι, έκανες εκείνο το πράγµα καί µε σκανδάλισες, απαντά εκείνος.
Έτσι από τη µία πλευρά αγωνιζόµεθα εναντίον των κακών φαντασιών, µαχόµενοι να τίς σβήσουµε, γιατί αυτές γεννούν τους βρώµικους λογισµούς. Από την άλλη πλευρά µε την νηστεία κατά δύναµιν καί την εγκράτεια, τίς µετάνοιες, τον κανόνα, τον µόχθο καί τον κόπο επά¬νω στη δουλειά καί την αγρυπνία, δείχνουµε την προαίρεση µας ενώπιον του Θεού, ότι θέλουµε να καθαρισθού¬µε, να αγνιστούµε καί να γίνουµε άγιοι. Όχι, ότι οί προ¬σπάθειες αυτές θα φέρουν το αποτέλεσµα της αγιότητας, αλλά µε όλα αυτά συµβάλλουµε στο έργο της καθάρσεώς µας µετά του Θεού. «Συνεργοί Θεού έσµεν» (1 Κόρινθο. 3, 9). Συνεργαζόµεθα µετά του Θεού στην κάθαρση της καρδίας µας.
Όταν ή καρδιά µας είναι βρώµικη, βρώµικα θα είναι καί τα έργα µας καί τα µάτια µας καί οί σκέψεις µας καί οί κινήσεις µας καί τα πάντα. Όλα τα µέλη µας έχουν την αφετηρία τους στην καρδιά. Ανάλογα µε ότι έχει ή καρδιά µέσα της, το εξωτερικεύει δια των µελών. Γι' αυτό έχουµε τους ενυπνιασµούς, πού έρχεται ό διάβολος καί πιάνει δουλειά. Μας φέρνει φαντασίες καθ' ύπνο, ώστε ξυπνώντας, να µας τίς παρουσίαση στην µνήµη, για να µας προκαλέσει καί την ηµέρα τον πόλεµο. Εµείς τι πρέπει να κάνουµε εδώ; Να αδιαφορήσουµε για την περίπτωση του ενυπνιασµού, ως τίποτε, µε την πρόνοια να µην ενθυµούµεθα το τι µας παρουσίασε εκεί µε όλη την ελευθερία της βρωµιάς του δαίµονος καί να πούµε στον εαυτό µας: «Τελείωσε, είναι ή φυσική πορεία του θέµατος». Να αγωνιζώµεθα ανάλογα σ' αυτήν την περίπτωση των φαντασιών. Μας έρχονται εικόνες; Με ένα σφουγγάρι να τίς σβήνουµε. Ξαναέρχονται τολµηρά; Ξανά σβήσιµο. Άφ' ης στιγµής όµως δεν αγωνισθούµε ανάλογα κι αρχίζουν να µας επηρεάζουν, να µας κατακτούν, µετά αποκτούν ισχύ καί κάθε φορά µας έρχεται ή φαντασία, σαν νικητής της προηγούµενης καί της προπροηγούµενης φοράς καί µας λέει: «Εδώ είµαι! Τώρα θα σε βάλω κάτω!». Όπως ένα παιδάκι παλεύει µία, δύο, τρεις, πέντε καί µόλις βλέπει τον αντίπαλο του «λακίζει», δεν µπορεί να τον αντιµετώπιση, διότι από τίς ήττες πού έπάθε προηγουµένως, του έσπασε το ηθικό. Όταν συµβεί κάτι τέτοιο, ή ψυχή αµέσως µε την εικόνα της κακής φαντασίας παραλύει, παραδίνεται καί µετά σκέπτεται άλλα άντ' άλλων.
Γι' αυτό χρειάζεται να είµεθα πάνοπλοι, νηφάλιοι, έξυπνοι, να είµεθα επίσκοποι, ώστε µε την
εµφάνιση της εικόνας, «τακ» εµείς να τη σβήνουµε. Μια, δυο, τρεις θα αρχίσει ό εχθρός να
παθαίνει ήττα στην περίπτωση πού έρχεται πάλι να κάνη την αντιπαράσταση του καί τον πόλεµο. Έτσι όταν το εσωτερικό του ποτηριού γίνει καθαρό, καί το έξω θα γίνει καθαρό, κατά το Ιερόν Εύαγγέλιον.
Ένας γέροντας έβγαζε εύκολα δαιµόνια καί ηγετικά δαιµόνια, «αξιωµατικούς», καί τους αφόπλιζε µε ευκολία. Του λέγει ό υποτακτικός του εν απορία:
-Γέροντα, γιατί τα δαιµόνια σε φοβούνται καί φεύγουν; Λέει:
-Παιδί µου, δεν έκανα τίποτα σπουδαίο γίνεται αυτό από την Χάρι του Θεού. Εκείνο µόνον πού έχω να πω, είναι ότι όλα µου τα χρόνια επολεµούµην στην φαντασία από κακούς λογισµούς, αλλά µε την Χάρι του Θεού ουδέποτε ίσχυσε, ουδέποτε µε νίκησε ή φαντασία. Όχι συγκατάθεση δεν έκανα, αλλά µήτε συνδυασµό! Καί επειδή ουδέποτε νίκησαν οί δαίµονες, γι' αυτό τώρα ηττώνται, φοβούνται, αφοπλίζονται αµέσως καί απελαύνονται από τους ανθρώπους. Άρα, ήταν αριστούχος σε όλα του καί µπήκε στο πανεπιστήµιο άνευ εξετάσεων. Έτσι γίνεται καί µε τα διάφορα άλλα πάθη µας, τον φθόνο, την ζήλια, την υπερηφάνεια, τον εγωισµό, την κατάκριση, την άργολογία κ.λ.π. τι χρειάζεται εδώ; Νίψη. Μας λέει ό λογισµός: «Να πιάσω αυτόν τον αδελφό να του πω κάτι να ξεσκάσω». Όταν τον πιάσω καί του µιλήσω, θα πω κάτι πού δεν πρέπει, θα ακούσω κάτι, πού δεν πρέπει να ακούσω, κι έτσι θα πάθω την ζηµιά µέσα µου. Καί δεν θα είναι ξέσκασµα αυτό, αλλά σκάσιµο, διότι εγώ θα πάθω την δουλειά µε την υποχώρηση. Όταν όµως αντιδράσω καί πω: «Ποιο είναι το όφελος να καθίσω να µιλήσω; Καί εγώ πού πάω µ' αυτήν την διάθεση, θα του κάνω ζηµιά». Κι όταν σκεφθώ έτσι καί φρενάρω καί δεν το κάνω, λέω πέντε ευχές καλύτερα. Με το να µην πάω, νίκησα, ενώ αν πήγαινα καί του µιλούσα, θα ήταν ήττα. Σήµερα αυτή ή ήττα, αύριο ή άλλη, καί γίνεται ό άνθρωπος πιο εµπαθής. Το ίδιο συµβαίνει καί µε το άλλο πάθος της υπερηφάνειας. Μας λέει ό λογισµός ότι κάτι είµαι, έχω αυτό το χάρισµα κ.λ.π. Φουντώνει µέσα ό λογισµός καί πρέπει να αντιδράσω, να πω ότι εγώ δεν είµαι τίποτε άλλο παρά χώµα καί πηλός. Αυτή είναι ή φύση µου κι αυτή είναι ή τιµή µου. Ό πηλός τι γίνεται καί το χώµα; Το πατάνε όλοι, καί τα ζώα καί οί άνθρωποι. Αυτός είσαι, µη µιλάς. «τι έχεις ο ουκ έλαβες; ει δε καί έλαβες, τι καυχάσαι ως µη λαβών;» (1 Κορ. 4, 7). Ό,τι έχεις από που το έλαβες; Από τον εαυτόν σου καί νοµίζεις ότι είσαι κάτι; Τίποτα δεν είσαι. Δεν σου το απέδειξε ή πείρα, πού καί τότε, εκεί κι εκεί την πάτησες κι έπαθες δουλειές! Καί τώρα σου έδωσε µία «σταλίτσα» Χάρι ό Θεός καί σκέφθηκες κάτι όµορφο καί µίλησες δυο πράγµατα, ή έκανες ένα έργο φιλάνθρωπο, µια ελεηµοσύνη, ξεκούρασες κάποιον άλλον καί τι το σπουδαίο υπάρχει σ' αυτό; Ό Χριστός τι έκανε για σένα; Ό Θεός κατέβηκε από τους ουρανούς στην γη καί έγινε άνθρωπος «Έκλινε ουρανούς καί κατέβει», έλαβε σάρκα, ταπεινώθηκε καί υπέµεινε τον ονειδισµό καί την κακία των ανθρώπων.
-Παιδί µου, τον Χριστό, ποιος Τον σταύρωσε; ερώτησε ένας Γέροντας τον υποτακτικό του. -Οί Εβραίοι, απάντησε ό υποτακτικός.
-Όχι οί Εβραίοι.
-Ποιος Γέροντα;
-Ό φθόνος καί ή κακία σταύρωσαν τον Χριστό! Επειδή ό Χριστός έκανε θαύµατα κι όλος ό κόσµος πήγαινε κοντά Του, σκέφθηκαν οί γραµµατείς καί οί φαρισαίοι ότι πρέπει να Τον βγάλουν από την µέση, γιατί Αυτός θα τους κατακτούσε. Έτσι ενήργησαν θανάσιµος.
Βλέπουµε από την άλλη πλευρά τον Ιούδα, τον ένα από τους δώδεκα µαθητές, να γίνεται προδότης του διδασκάλου του. Δεν άκουγε τις διδασκαλίες του Χριστού; Τίς άκουγε, αλλά είχε το πάθος της φιλαργυρίας καί δεν το πολέµησε. Εάν το είχε πολεµήσει, δεν θα εγίνετο προδότης. Ό Θεός γνώριζε το πάθος καί γι' αυτό του έδωσε το πορτοφόλι, τον κορβανά, πού είχε από τίς συνεισφορές των ανθρώπων πού βοηθούσαν στο έργο της διατροφής των Αποστόλων. Κυρίως διακονούσαν εκεί οί γυναίκες καί οί ασθενείς πού θεραπεύθηκαν. Γιατί του έδωσε το ταµείο; Για να µην πει ότι αναγκάσθηκα να γίνω φιλάργυρος, επειδή δεν µου έδινε ό διδάσκαλος κι ήµουν απένταρος. Εάν το κάναµε εµείς, θα λέγαµε ότι βοηθήσαµε τη φιλαργυρία, γι' αυτό έγινε έτσι. Κρίσης ανθρώπινη. Ό Χριστός του είπε: «Να το πάρεις να το έχεις, να µην λες ότι δεν το είχες, καί γι' αυτό έγινες φιλάργυρος». Καί ιδού αυτός κακώς το εκµεταλλεύθηκε. Αµέσως είπε στους φαρισαίους: «Τι θα µου δώσετε, για να σας Τον παραδώσω!». Κι αυτοί είπαν: «Πάρε τριάκοντα αργύρια». Έτσι έγινε ή υποχώρησης, πού κατέληξε στην προδοσία.
Προδίδουµε κι εµείς την ψυχή µας στον διάβολο, όταν δεν αντιστεκόµαστε στο κακό. Εµείς οί µοναχοί εδώ δεν έχουµε τίποτε άλλο, παρά να µαχόµεθα κατά των παθών. Γι' αυτό οί µοναχοί αυτοί πού προοδεύουν, στεφανώνονται καί γίνονται µεγάλοι. Έχουµε εκατοµµύρια ασκητές καί µοναχούς επιτυχηµένους, γιατί µαθήτευσαν κοντά στους Γέροντες, πώς πολεµείται το ένα και το άλλο πάθος.
Είπε ένας υποτακτικός:
-Πάτερ, τι να πρωτοπολεµήσω; Ξεσηκώθηκαν όλα τα πάθη, καί κείνο καί κείνο καί τα έχω χάσει. Άπαντα ό γέροντας:
-Όχι, παιδί µου, έτσι. Τα πάθη δεν ξεσηκώνονται έτσι απλά µαζί' ένα - ένα ξεσηκώνεται. Σήµερα σε πολεµάει αυτό; Χτύπα το. Αύριο θα σε πολεµήση εκείνο; Χτύπα εκείνο. Καί σιγά - σιγά χτυπώντας, χτυπώντας γίνεται ή καταστολή των παθών κι εσύ θα αναχθείς πνευµατικά. Καί εµείς οί σηµερινοί άνθρωποι έχουµε τους ίδιους πολέµους, γιατί είναι ίδια τα δαιµόνια, δεν έχουν αλλάξει. Έρχονται, λοιπόν, καί µας πολεµούν, όπως τους πατέρες τους παλαιούς. Μα εκείνοι ήταν λεβέντες, γιατί νικούσαν καί γινόντουσαν µεγάλοι. Εµείς την πατάµε. Μας φέρνουν λογισµούς π.χ. εναντίον του αδελφού µας καί δεν τους πολεµούµε καθόµαστε καί τους δεχόµαστε. Γιατί µου είπε ένα λόγο, γιατί µε στραβοκοίταξε, γιατί δεν µε εξυπηρέτησε πλέκουµε καί πλέκουµε λογισµούς καί λογισµούς. Και µετά τι γίνεται; Πάµε από το κακό στο χειρότερο. Χάνουµε καί τον καιρό µας κι ό διάβολος πού είναι πάρα πολύ τεχνίτης, χαίρεται. «Ας τον, λέει, τον χαζεύω τώρα». Ό χρόνος περνάει καί το κάθε τι άσχηµο στεριώνει µέσα µας. Θα µεγαλώσει, θα µεγαλώσει καί από µυρµηγκάκι θα γίνει λιονταράκι! Μετά θα γίνει λέοντας µεγάλος καί όταν αντιληφθούµε, ότι πια µας έφερε βόλτα καί µας έχει τυλίξει για τα καλά, θα σηκώσουµε το ανάστηµα, δήθεν για να αντικρούσουµε, αλλά θα συναντήσουµε ισχύ λέοντος. Καί λέγει ό Όσιος Έφραίµ: «Με λέοντα καταπιάστηκες να πολεµήσεις; Πρόσεξε να µη σου σύντριψη τα κόκαλα!». Λέγει ό Αββάς Δωρόθεος: «Καί τι είναι ένας λόγος, πού θα πω ή µία σκέψη να την σκεφθώ; Ναι, αλλά ή µία σκέψης θα φέρει την άλλη καί ό ένας λογισµός τον άλλο ή µία υποχώρησης την άλλη κι έτσι ,σιγά σιγά γίνεται ό άνθρωπος εµπαθής».
Κι εµείς, παιδιά, πολεµούµεθα από τα 'ίδια δαιµόνια, αλλά υποχωρούµε ων πρώτος ειµί εγώ.
Υποχωρούµε µας έρχεται µία υπόνοια για τον αδελφό κι εµείς την πιστεύουµε. Μα, στάσου, είναι κι έτσι; Μα, αφού τον είδα, µα αφού µου το είπε ό τάδε κ.λπ. Ναι, εντάξει αλλά από στόµα σε στόµα καί από σκέψη σε σκέψη το πράγµα αλλοιώνεται. Ξέρεις ότι υπάρχει καί πνεύµα υπόνοιας κι ότι δεν είναι έτσι τα πράγµατα;
Βλέπουµε καί στην περίπτωση του διακόνου στο Γεροντικό. Ήταν δύο αδελφοί σ' ένα µοναστήρι. Ό ένας ήταν διάκονος, ό άλλος µοναχός. Ίσως να διακονούσαν καί µαζί. Μια µέρα ό µοναχός είδε το διάκο να είναι σκυθρωπός, να µην είναι ευχάριστος, να µη µιλάει ωραία κ.λπ., όπως τίς προηγούµενες µέρες.
-Διάκο, γιατί είσαι έτσι, σου έκανα τίποτε; τον ερωτα.
-Ναι, έκανες εκείνο το πράγµα καί µε σκανδάλισες, απαντά εκείνος.
-Δεν το έκανα, όχι, δεν το έκανα.
Πάει κατ' ιδίαν, σκέπτεται.
-Που το βρήκε αυτό τώρα ό διάκος, γιατί µου το είπε; Πράγµατι δεν το είχε κάνει. Πάει καί του λέει:
-Σε παρακαλώ, Διάκο, πίστεψε µε, γαλήνεψε, έλα στον εαυτό σου γιατί το λες αυτό, αφού δεν το έχω κάνει; Μα θα σου πω ψέµατα;
Ό άλλος επέµενε:
-Το έκανες.
Τότε ό µοναχός είπε µε τον λογισµό του σαν φωτισµένος από τον Θεό: «Για στάσου εσύ έκανες
του κόσµου τα σφάλµατα καί τα έχεις ξεχάσει. Μήπως κι αυτό το έκανες, αλλά σου λανθάνει, όπως καί τόσα άλλα, πού έχεις κάνει; Το έκανες, τελείωσε ή υπόθεση. Διάβολος διάβολο δεν βγάζει! Νίκα το κακό µε το καλό, την υπερηφάνεια του αλλού µε την ταπείνωση την δική σου. Έτσι ωφελείς τον εαυτό σου, κι εκείνον θα διόρθωσης. Πήγαινε να ζήτησης συγγνώµη, ταλαίπωρε, από τον διάκο». Καί πηγαίνει, χτυπάει την πόρτα του διάκου:
-Δι' ευχών των Αγίων Πατέρων.
Ανοίγει ό διάκος. Του λέει ό µοναχός:-Διάκο, θα το έκανα πάει τελείωσε και θα το 'χω ξεχάσει. Έχεις δίκιο, Διάκο, συγγνώµη!
Πάει να του βάλει µετάνοια.
-Όχι, όχι, λέει ό Διάκος φωτίσθηκα από τον Θεό καί πληροφορήθηκα ότι δεν το έκανες, αδελφέ µου. Εγώ πλανήθηκα!
Μόλις ταπεινώθηκε ό ένας, αµέσως έπεσε καί ό άλλος. Όσο καί οι δύο κρατούσαν την θέση τους, ωφέλεια δεν γινόταν.
Εµείς οί σηµερινοί, επειδή έχουµε τον εγωισµό αχτύπητο, δεν τον πολεµήσαµε για να σπάσει λίγο, τώρα µας φουντώνει ποικιλοτρόπως καί σκανδαλιζόµεθα ό ένας µε τον άλλον. Χίλια δυο µας βάζει στο µυαλό µας καί γινόµεθα εµπαθείς καί αρχίζουµε να αποκλαιόµεθα όλοι µας καί να λέµε ότι δεν πάµε καλά. Δεν έχουµε αγάπη, δεν έχουµε φιλαδελφία τι καλόγεροι είµεθα εµείς; Που θα καταλήξουµε; Καί ή θεραπεία είναι µπροστά µας. Έχουµε φαρµακεία, αλλά θα πρέπει να πάρουµε φάρµακα για να γίνουµε καλά. Το ένα φάρµακο είναι πικρό, το άλλο ξινό, το άλλο νυστέρι καί κόβει, το άλλο πονάει! Ναι, αλλά έτσι θα γίνεις καλά, παιδάκι µου!
Βλέπουµε τους γεροντάδες µας, τους παππούδες µας. Έβλεπα τον δικό µου τον Γέροντα. Τι αγώνα έκανε ό καηµένος! Όταν ήταν στην σπηλιά, ένας µοναχός έχασε την υποµονή του καί του πέταξε στο πρόσωπο το πιάτο µε το φαΐ. Ό Γέροντας κατέβασε το κεφάλι κάτω «Εύλόγησον, Πάτερ» καί του έβαλε µετάνοια, ενώ δεν έφταιγε. Να 'τος ό νικητής!
Μια µέρα πάλι στα Κατουνάκια τι έγινε; Κοντά στο κελί, πού έµενε ό Γέροντας ως αρχάριος -καί είχε Γέροντα τον Γέρο-Έφραίµ, πού ήταν άπλούτσικος- ήταν ένας άλλος µοναχός, εκεί δίπλα, πολύ θυµώδης καί σκανδαλώδης. Μία φορά, δεν ξέρω τι είχε συµβεί, για κάτι πραγµατάκια, για κάποιο οροθέσιο, καµιά έλίτσα, ποιος ξέρει τι ήταν εκεί, άρχισε να φωνάζει τον Γέρο-Έφραίµ, τον Γέροντα του π. Ιωσήφ, καί να τον βρίζει:
«Είσαι παλιόγερος, είσαι τέτοιος, είσαι τέτοιος!» Ό Γέροντας µου ήταν τότε παλικάρι, υποτακτικός. Βλέποντας τον Γέροντα του να τον κάνη έτσι ό άλλος, φούντωσε µέσα του ό εγωισµός κι ό θυµός. Πόσο αγρίεψε ό θυµός να βλέπει τον παππούλη, τον Γέροντα του να τον τυραννάει εκείνος! Καί είχε δίκιο ό γέρο-Έφραίµ, αλλά εκείνος ήταν άλλος άνθρωπος. Σκέφθηκε από µέσα του: «Έτσι και βγω έξω τώρα, δεν µου γλιτώνει, τελείωσε ή υπόθεσης». Πάει καί πέφτει µέσα στην Εκκλησία καί αρχίζει να βάζει κάτω τον θυµό. Ό θυµός του έλεγε: «Βγές έξω καί βουτά τον». Έπεσε κάτω καί άρχισε να κλαίει: «Βοήθα µε, Χριστέ µου, βοήθα µε τώρα. Κύριε Ιησού Χριστέ, σώσε µε. Σώσε µε, να µη βγω έξω. Βοήθησε µε, Θεέ µου άλλαξε µου τον λογισµό καί την καρδιά µου» καί τα δάκρυα έβρεχαν το πάτωµα. αφού έβρεξε µε τα δάκρυα το πάτωµα, όπ, κατευνάσθηκε ό θυµός καί ή οργή, βγήκε έξω καί του µίλησε µε ένα γλυκό τρόπο:
-Παππούλη µου, γιατί φέρεσαι έτσι στον Γέροντα; Δεν είναι τίποτα το σπουδαίο. Δεν ήρθαµε εδώ να κληρονοµήσουµε καλύβες, ελιές καί βράχια. Εδώ ήρθαµε για την ψυχή µας, ήρθαµε για την αγάπη. Αν χάσουµε την αγάπη, χάσαµε τον Θεό. Αυτά θα τα αφήσουµε, αλλά την αγάπη θα την πάρουµε θα πάρουµε όµως καί το µίσος. Καί τι βγαίνει, γέροντα, µ' αυτό; Εµείς αφήσαµε γονείς καί τόσα καί τόσα καί ήρθαµε εδώ, καί τώρα θα µαλώσουµε γι' αυτά; Θα γίνουµε ρεζίλι σ' όλη την κτίση! Κι έτσι κατεύνασε το πάθος.
Μας έλεγε:
-Παιδιά, αν έβγαινα την ώρα πού ήµουν θυµωµένος, τι θα έκανα; Θα τον σκότωνα στο ξύλο. Καί τι θα έβγαινε; Εγώ θα ήµουν ένας κακός άνθρωπος καί όλα τα δαιµόνια εκεί της ερήµου θα πανηγύριζαν! Τώρα όµως, πού έπεσα κάτω καί αντιστάθηκα καί προσευχήθηκα και έπνιξα µέσα µου τον θυµό, βγήκα νικητής.
Το πάθος θέλει αντιµετώπιση. Έτσι, ούτος ή άλλως θα υποχώρηση. Αρκεί, εκεί επάνω στο
στρίµωγµα και στην πίεση, εσύ να µην υποχώρησης. Αντιστάσου καί θα υποχώρηση το πάθος, γιατί αυτός πού σε πολεµάει είναι δαίµονας, είναι προσωπικό όν, έχει µία άλφα δύναµη καί την άδεια από το Θεό να σε πολεµήση. Μόλις το εξάντληση αυτό το όριο πού του έδωσε ό Θεός, θα υποχώρηση ούτως ή άλλως. Καί µετά τι γίνεται; Στεφανώνεσαι! Μόλις υποχώρηση ό πόλεµος, έρχεται καί ή Χάρις του Θεού.
Έτσι επολεµούµην κι εγώ στο ένα πάθος, στο άλλο κι άµα σταµατούσε ό πόλεµος καί ειρήνευα µερικές µέρες, έβλεπα ότι δεν έχω ανύψωση πνευµατική. Καί όπ! ερχόταν άλλος πόλεµος. Μάχη! Μόλις υποχωρούσε ό πόλεµος, ή Χάρις του Θεού ερχόταν.
Θέλω να πω, ότι εµείς οί µοναχοί πρέπει να µάθουµε την φιλοσοφία να πολεµούµε τα πάθη καί τους δαίµονες. Αν αυτό δεν το αποκτήσουµε, ότι κι αν µάθουµε, µεγάλοι να γίνουµε, πτυχία αν πάρουµε, τέχνες αν µάθουµε, αν δεν γίνουµε έτσι µέσα µας έναντι των παθών καί των δαιµόνων, θα είµεθα πολύ µικροί απέναντι στον Θεό. Καί τα χρόνια περνάνε καί φεύγουµε από την ζωή. Λέµε ότι θα γεράσουµε καί θα πεθάνουµε. Μπορεί όµως να µη γεράσουµε καί να φύγουµε νεώτεροι. Γι' αυτό χρειάζεται από µέρους µας να είµεθα πάντα προσεκτικοί, να βιαζώµεθα, να καθαριζώµεθα, καί έτσι σιγά - σιγά να πλησιάζουµε τον Θεό.
Ό γέροντας όταν αγρυπνούσε, καθόταν ώρες στην προσευχή. Ερχόταν ό ύπνος, ό κακός δαίµονας όπως τον έλεγε - καί λόγω ασθενείας ήταν καί βαρύς καί δεν ήταν εύκολο σαν καί µένα, πού ήµουν παιδί, να τρέχει καί να φτιάχνει. τι έκανε, όταν ερχόταν ό ύπνος ή όταν δεν έβρισκε από την ευχή Χάρι; Άρχιζε κι έψελνε «τροπαριάκια» νεκρώσιµα καί του ερχόταν ή µνήµη του θανάτου, ή µνήµη της εξόδου, ή µνήµη της κολάσεως καί καθόταν κι έκλαιγε. Καί αφού περνούσε ό ύπνος καί ξυπνούσε έτσι, γύριζε το φύλλο καί έπιανε πάλι την ευχή µέσ' την καρδιά, καί έβγαινε µετά από επτά-οκτώ ώρες προσευχή! Αυτό γινόταν κάθε µέρα! Μου έλεγε:
-Παιδί µου, ξέρεις τι κάνω εγώ;
-Τι κάνεις, Πατέρα µου;
-Κάθοµαι καί κάνω ταµείο κάθε µέρα.
-τι ταµείο, Γέροντα;
-Να, κάθοµαι καί εξετάζω τον εαυτό µου, καί βλέπω που είµαι εµπαθής, που υποχωρώ, ποιο πάθος µε νικάει ή συνείδηση µου το δείχνει. Ή πυξίδα µου το δείχνει ότι εδώ είσαι αδύνατος. Καί παίρνω απόφαση την άλλη µέρα να το πολεµήσω αυτό το πάθος. Την άλλη µέρα µου δείχνει κάπου άλλου. Πολέµα κι εκείνο, µου λέει. Καί πολεµώντας το ένα, πολεµώντας το άλλο, σιγά - σιγά βλέπω καλυτέρευση στον εαυτό µου. Λέγανε τότε οί παππούδες µας: «Εργασαι στα νιάτα σου, να έχεις στα γεράµατα σου».
-Καί τι θα πει, Γέροντα, αυτό;
-Να, παιδί µου' τώρα πού είσαι νέος, πολέµησε τα πάθη, πολέµησε την σκέψη, πολέµησε την
φαντασία, κοπίασε στην υπακοή σου, κοπίασε στον κόπο, ίδρωσε, άγρυπνα καί όλοι αυτοί οί κόποι, όλος αυτός ό αγώνας είναι εργασία, είναι εργάσιµα χρόνια. Όταν θα πέση το σώµα καί δεν θάχη την δύναµη να µάχεται µε το ένα, µε το άλλο, όταν θα περάσουν τα χρόνια καί ήδη εσύ θα έχεις δουλέψει τα χρόνια αυτά, πού προβλέπει ό Θεός να εργασθείς, κατόπιν θα σου δώσει σύνταξη. Καί ανάλογα την τέχνη, ανάλογα την θέση, θα πάρεις την ανάλογη σύνταξη. τι είναι ή σύνταξη; Είναι ή Χάρις του Θεού.
Να εµένα τώρα, αν µε ρωτήσεις, θα σου απαντήσω: Μέσα µου νοιώθω, παιδί µου, παράδεισο. Ή ευχή ρολόι, ή Χάρις πλούσια πάθος δεν βλέπω, δεν κινείται κανένα, δεν αισθάνοµαι πόλεµο, δεν έχω λογισµούς, δεν έχω επαναστάσεις. Όλα αυτά δεν είναι σηµερινά κατορθώµατα, είναι από την νεότητα. Τότε έγιναν τα πάντα. Τώρα ήρθε ή αξιοµισθία. Ένας νεώτερος είχε πόλεµο καί παρακάλεσε , τον Θεό: «Θεέ µου, ελάφρωσέ µε άπ' αυτόν τον πόλεµο». Καί ό Θεός άκουσε την προσευχή του και του έδωσε ελευθερία. Και κάποτε πήγε σ' ένα µεγάλο γέροντα, έµπειρο, πού πέρασε πολλά, «θαλασσόλυκο» πού λέµε, καί του λέει:
-Γέροντα αναπαύθηκα εκ των παθών.
-Τι είπες;
-Να, ξεκουράστηκα δεν µε πολεµάει εκείνο, εκείνο. Τον κοίταξε «βλοσυρό τω οµµάτιο», µε ένα µάτι, ας πούµε καρφωτό, καί του είπε:
-Από τώρα ανάπαυσις, από τώρα σύνταξης µειωµένη; Λάθος! Πρώτα παρεκάλεσες µόνος σου τον Θεό να έρθει αυτή ή ανάπαυσις. Τώρα πήγαινε στους πατέρες να τους πεις να κάνουν προσευχή για σένα να παρακαλέσουν τον Θεό να γυρίσουν πίσω τα πάθη να πολεµήσεις, να αναχθείς πνευµατικός καί να πάρεις σύνταξη µεγάλη µεθαύριο. Όχι από τώρα σύνταξη! Καταλάβατε; τι θέλει να µας πει ό πατερούλης αυτός; Ότι δεν µας συµφέρει από τώρα ή ανάπαυσις. Την στιγµή, πού έχουµε νεότητα, µας χρειάζονται οί πόλεµοι, τα πάθη, για να τα χτυπήσουµε. Αυτά επιµένουν κι εµείς να τα χτυπάµε. Καί επιτρέπει ό Θεός, λέει ό Άββας Ισαάκ, να µην εισακούεται ή προσευχή πού κάνουµε για τον άλφα - βήτα πόλεµο, διότι πολεµώντας καί µνηµονεύοντας το όνοµα του Θεού, αγιάζεται ό νους, το στόµα καί ή καρδιά µε το όνοµα του Χριστού. Έχοντας τον πόλεµο αναγκάζεσαι να κάνης προσευχή: «Βοήθα µε, Χριστέ µου, βοήθα µε Παναγία µου», καί αυτό το όνοµα πού φωνάζεις, αυτό φέρνει και την αγιότητα. Ένας αδελφός είχε πόλεµο σαρκικό, µεγάλο, κι από τον πόλεµο πού είχε καί τους λογισµούς έκοβε βόλτες έξω συνέχεια και φώναζε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Κύριε Ιησού Χριστέ». Του λέγει ό γέροντας του, ό όποιος ήταν παλαίµαχος καί γενναίος:
-Παιδί µου, βλέπω έχεις πόλεµο θέλεις να κάνω προσευχή, να σου φυγή ό πόλεµος; -Όχι, γέροντα, σε παρακαλώ, µην κάνεις προσευχή άσε µε, ωφελούµαι.
-Θεός συγχωρήσει σε, παιδάκι µου, βρήκες τον δρόµο σου! Αυτός είναι ό δρόµος του Θεού. Αυτό ήθελα να ακούσω από σένα. Διότι αν µου έλεγες «Ναι, Γέροντα, κάνε προσευχή να φυγή ό πόλεµος» ήταν σαν να σταµατούσες να πλέκεις τον στέφανο σου. Το στεφάνι πρέπει να γίνει ολόκληρο, µ' όλα τα λουλούδια καί γαρύφαλλα και τριαντάφυλλα καί άλλα. τι, µε τα λίγα λουλουδάκια, άντε τελείωσε ή υπόθεσης; Δειλός είναι ό άνθρωπος αυτός. Λοιπόν, θέλω να πω, παιδιά, πώς εάν δεν µάθουµε πώς γίνονται οι πόλεµοι, δεν πρόκειται να κάνουµε πρόοδο. Κι αν µάθουµε γράµµατα, κι αν διαβάζουµε, κι αν µελετούµε, τίποτε δεν κάνουµε, αν δεν µάθουµε να πολεµούµε τον λογισµό καί την φαντασία. Να έχουµε µεταξύ µας αγάπη καί να θυσιαζώµεθα ό ένας για τον άλλον. «Εσύ να µη µου κάνης, εγώ θα σου κάνω εξυπηρέτηση». Αυτός είναι ό Ευαγγελικός νόµος. Αν δεν κάνης έτσι, µην περιµένεις να εφαρµόσεις το Ευαγγέλιο σωστά. «Με εξυπηρέτησες; Μου έκανες κάτι; Κι εγώ θα ανταποκριθώ. Στο κάνω αυτό, για να µου κάνης εκείνο». Δεν είναι καλογερική αυτή! Νίκα το κακό µε το καλό. Αυτός σε κατέκρινε, δεν σε εξυπηρέτησε; Εσύ ευκόλυνε τον, εσύ κάνε του καλό. Εσύ απέναντι στον Θεό τι θα κάνης. Τον λογαριασµό του δεν τον πληρώνεις εσύ. Εσύ τον δικό σου θα πλήρωσης. Πλήρωσε τώρα, κάνε το Ευαγγέλιο στην πράξη καί µεθαύριο ό Χριστός, αυτό το Ευαγγέλιο θα σε δικαίωση. τι είπε ό Κύριος;
«Ό λόγος ον λελάληκα, αυτός Θα σε κρίνει εν ήµερα Κρίσεως». Το άκουσες το Ευαγγέλιο, το
ξέρεις, αλλά υποχωρείς στην επιθυµία καί δεν κάνεις αυτό το πράγµα. Λοιπόν εάν εφαρµόσετε το Ευαγγέλιο, τότε θα µπορέσετε να περάσετε στην ελευθερία των τέκνων του Θεού. Αυτά έλεγε καί ό δικός µου ό καηµένος ό Γέροντας. Ό Γέροντας είχε βέβαια πολλή φυλακή στο στόµα και ήταν αγιασµένος. Σάς τα είπα κι άλλη φορά. Μέσα στην συνοδεία ήµασταν άνθρωποι ζωντανοί καί βλέπαµε καί ακούγαµε. Μόλις πηγαίναµε να πούµε µια κουβέντα για κάτι έξω από την συνοδεία µας
-«Ξέρεις, Γέροντα εκείνο έγινε», ξύλο!
-Εδώ µέσα, έλεγε, δεν θα φέρετε κουβέντες έξω από την συνοδεία. Εδώ µέσα θα κοιτάξουµε τα δικά µας. Δεν έχετε καµία δουλειά να ασχολείστε µε το τι κάνει ό κάθε πατέρας. Ιδίως ό καηµένος ό πατήρ Αρσένιος, πού ήταν απλούστατος καί αγιασµένος, έλεγε καµιά κουβεντούλα:
-Ξέρεις, Γέροντα, αυτός είναι αµελής, αργόσχολος. Αµέσως του έβαζε κανόνα
-Αρσένιε, τον Αρσένιο κοίταξε καί άσε εκείνον εκείνος ξέρει πώς θα σωθεί. Εσύ δεν ξέρεις πώς θα σωθείς, πού ανοίγεις το στόµα σου καί µιλάς.
Έτσι µας είχε ό Γέροντας, και δεν µιλούσε ό ευλογηµένος ποτέ. Δεν τον άκουσα ποτέ να πει µια κουβέντα για τον άλφα ή βήτα µοναχό. Εµείς χίλια δυο λέµε, ων πρώτος εγώ. Εδώ τόσα ακούσαµε καί είµεθα έτσι. Σκέψου να µην ακούσης κιόλας, τι θα λες.
Θέλω να πω ότι έτσι βίαζαν τον εαυτόν τους οί Άγιοι Πατέρες, καί προχώρησαν καί έφθασαν στον ουρανό. Καί τώρα τα δαιµόνια φωνάζουν για τον Γέροντα Ιωσήφ, ότι γυρνάει στα µοναστήρια και βοηθάει. Καί πράγµατι µας βοηθάει ό πάππους τώρα πού είναι εκεί επάνω. Ό πάππους νοµίζετε ότι στέκεται; Εδώ δεν στεκόταν καί θα σταθεί τώρα εκεί επάνω, πού βλέπει τα πράγµατα, ποιος είναι ό παράδεισος καί ποια ή κόλαση, και βλέπει κι εµάς εδώ κάτω τι κάνουµε! Εδώ κυκλοφορεί ό πάππους καί µας βοηθάει. Πόσες φορές µας έχει γλιτώσει από µεγάλα κακά κι εµείς δεν ξέρουµε από που έρχεται ή βοήθεια. Έχουµε τέτοιο µεσίτη στον ουρανό!
Γι' αυτό να ζητάµε, την ευχή του πάππου, διότι µεριµνάει για µας. Όσο µπορούµε, παιδιά, να
τηρούµε αυτά πού µας διδάσκουν οί πατέρες µας δηλαδή να µαχόµεθα εναντίον των φαντασιών, εναντίον των λογισµών να έχουµε µεταξύ µας αγάπη, προσοχή, να µην κατακρίνουµε ό ένας τον άλλον, να µην σπρώχνουµε ό ένας τον άλλον στην πτώση, να κάνουµε τον κανόνα µας καί τα καθήκοντα µας, γιατί αύριο θα πεθάνουµε. Κι ότι έχουµε στον «τουρβά» µας, αυτά θα πάρουµε µαζί µας στον ανήφορο. Βάλτε καλά πράγµατα µαζί σας βάλτε ψωµάκι, βάλτε τυράκι, βάλτε φρούτα. Μην βάζετε σκουπίδια καί σκύβαλα καί παλιοντενεκέδες καί παλιοκούτια µέσα. Βάλτε καλά πράγµατα, διότι µ' αυτά θα περάσετε στον άλλο κόσµο.
Εδώ πέρασαν τόσα χρόνια. Τι καταλάβαµε; Εγώ κοντεύω τα 60, άλλος τα 30, άλλος τα 20. Τι
καταλάβαµε; Σαν να ήρθαµε χθες στον κόσµο καί τώρα φεύγουµε για τον άλλο κόσµο. Να οί
ασθένειες, να οί καρκίνοι, κι ό ένας µετά τον άλλον φεύγουµε. Να, ό πατήρ Έφραίµ, ό µακαρίτης, έφυγε στα σαράντα του χρόνια. Εγώ τον προετοίµαζα, του έλεγα διάφορα για πείρα ότι εγώ θα φύγω, θα κάνω αυτό καί εκείνο. Να µην κάνη αυτό, να διόρθωση εκείνο καί το άλλο' τον συµβούλευα. Εδώ µέσα ήτανε' να εκεί κάτω καθόταν. Εδώ µέσα δεν ήτανε; Δεν µας έψελνε, δεν γύριζε, δεν µας λειτουργούσε; Είναι τώρα εδώ; Όχι. Πάει. Τώρα στον τάφο λειώνει κι ή ψυχούλα του είναι στον ουρανό. Όπως τα λέω εγώ, έτσι τα έλεγε κι εκείνος. Κι όµως έφυγε. Αυτή είναι ή αλήθεια. Ό παπάς έφυγε κι εγώ έµεινα πίσω. Καί τώρα νοµίζετε ότι δεν µας βοηθάει ό παπάς; Μας βοηθάει, όπως καί όλοι οί πατέρες πού έχουν φύγει. Είδατε πόσα τροχαία γίνονται καί πόσοι µοναχοί µας γλίτωσαν! Καί ό δικός µας πατέρας γλίτωσε, καί της Ξηροποτάµου ό πατέρας γλίτωσε. Ποιος ξέρει ποια προσευχή έπιασε καί ποιος Άγιος βοήθησε καί γλιτώσανε!
Βλέπετε πόσα νέα παιδιά φεύγουν από την ζωή; Έτσι κι εµείς. Περπατάµε στις σκάλες ξαφνικά γλιστράς, πέφτεις µε το κεφάλι καί µένεις στον τόπο. Τελείωσε ή υπόθεσης. Βγαίνουµε έξω. Ξέρουµε, αν θα γυρίσουµε;
Μπαίνεις µέσα στο αυτοκίνητο, συγκρούεσαι καί µένεις στον τόπο. Να, ένας Εισαγγελέας Εφετών προχθές µε την γυναίκα του, πέσανε µέσα στη θάλασσα µε το αυτοκίνητο από 20 µέτρα ύψος, καί τους πήγανε βαρεία στο νοσοκοµείο. Μπορεί να πήγαιναν σε κάποια διασκέδαση καί που βρέθηκαν; Ή ζωή τελειώνει. Τι θα πει νέος, Τι θα πει γέρος; "Άπαξ καί αποφασίσει ό Θεός να σε πάρη, θά σε πάρη! Πάρε οσα µέτρα θέλεις. Θα σε πάρη στο «άψε - σβήσε». Άλλοι παθαίνουν τροχαία σοβαρά καί βγαίνουν σώοι καί άλλοι όχι. Να, ό πατέρας Έφραίµ. Άµα θα δείτε το αυτοκίνητο, θα πείτε
«Μπορεί να σκοτώθηκε άνθρωπος εδώ µέσα;». Καί σκοτώθηκε κατά τον χειρότερο τρόπο. Κι άλλου έγινε «τρίο - καρώ» το αυτοκίνητο, καί βγήκε σώος. Τι σηµαίνει αυτό; Ότι δεν ήρθε ακόµη ή ώρα του. Αν δεν στείλει τον Στρατηγό ό Θεός από πάνω, αν δεν έλθει ό Αρχάγγελος, δεν φεύγει ό άνθρωπος µε τίποτε. Αρα, λοιπόν, στο χέρι του Θεού είναι ή ζωή µας. Δεν είναι το θέµα της ηλικίας είναι το θέµα της αποφάσεως του Θεού.
Επειδή δεν ξέρουµε πότε θα παρθεί ή απόφαση, να την έχουµε στο µυαλό µας. Θα πεθάνουµε. Που θα πάµε; Απορώ καί µε τον εαυτό µου. Βρε, ταλαίπωρε άνθρωπε, δεν µπορείς να συνειδητοποίησης, ότι µέσα σε λίγα λεπτά θα φυγής; Έφυγες. Που θα πάς; Στην άλλη ζωή. Θα γυρίσεις εδώ; Όχι. Τελειώνει εκείνη; Όχι. Θα πέρασης από το δικαστήριο; Ναι. Γιατί δεν τακτοποιείσαι τώρα να προπαρασκευασθείς, για να πέρασης σωστά στον άλλο κόσµο πού θα ζήσης αιώνια; Εδώ φροντίζεις για όλα για την υγεία σου, για εκείνο, για το άλλο, για όλα φροντίζεις, αλλά για την ψυχή σου δεν φροντίζεις. Ναι, δεν φροντίζω. Γιατί; Γιατί είναι ή ανθρώπινη αδυναµία, είναι καί ό διάβολος µας παρασύρουν καί οί επιθυµίες µας, καί δεν προετοιµαζόµεθα γενναία. Πίστεψε το ότι φεύγεις από την ζωή κι αφήνεις πίσω τον κόσµο. Σταµάτησε ή καρδιά σου; Τέρµα, µέσα σε λεπτά φεύγεις από τον κόσµο αναχώρησες, τέρµα! Δεν ήξερα ότι θα φύγω τόσο σύντοµα δεν ήξερες; Δεν τα διάβαζες; Δεν έβλεπες τους πεθαµένους πώς πηγαίνουν; Τα τροχαία δεν τα άκουγες; Κι όµως αυτή είναι ή αλήθεια, παιδιά.
Ό Θεός θα µας καταδικάσει, καί πρώτον εµένα, γιατί τα λέω αυτά καί δεν τα εφαρµόζω. Τα λέµε, τα πιστεύουµε, καί ζούµε σαν να µην είναι αλήθεια αυτά πού λέµε, σαν να είναι µια θεωρία, µια φιλοσοφία ενός φιλοσόφου, στον αέρα λόγια. Καί όµως είναι αλήθεια. Θα γίνουν αυτά. Μπορούµε να την χωνέψουµε αυτήν την αλήθεια; Τότε να δεις πώς αλλάζει ή ζωή µας! Τότε να δεις Τι προσοχή θα έχουµε καί Τι ενδιαφέρον!
Αυτό πρέπει να συνειδητοποιήσουµε να προσέχουµε τον εαυτό µας καί να λέµε: «Μήπως δεν θα ξηµερώσω;». Ξηµέρωσε. «Θα νυκτώσω; Τουλάχιστον την τελευταία ήµερα ας κάνω κάτι». Μου ήρθε ένας κακός λογισµός; Αµέσως να τον διώξω. Γιατί να τον αφήσω; Να τον µειώσω. "Έρχεται ό λογισµός" «πες αυτόν τον λόγο». Γιατί να τον πω; Εκεί πού θα κάνω πέντε άργολογίες, να πω πέντε ευχές.
Άµα σε ξαπλώσει ό Θεός στο κρεβάτι, θα έρθουν τα δαιµόνια καί τότε θα δεις Τι έχεις κάνει. Πάει όµως τελείωσε ή υπόθεσης σε πήρε ό Θεός. Το ψέµα τελείωσε εδώ. Είσαι στον ύπνο καί κοιµάσαι καί βλέπεις όνειρο ότι είσαι στρατηγός, σκοτώνεις, ρηµάζεις, φωνάζεις, φτιάχνεις, κηρύττεις κι άµα ξυπνήσεις Τι είσαι; Ένας απλός καλόγερος. Έτσι καί τότε θα µας συµβεί. Θα ξυπνήσουµε στην άλλη ζωή καί θα περάσουµε στον άλλο κόσµο. Τέρµα. Ή ζωή τελειώνει. Δεν µπορούµε να το βάλουµε στο µυαλό µας. «Πας άνθρωπος ψεύτης» λέγει ή Γραφή. Όχι ότι λέει ψέµατα, αλλά ό ίδιος είναι ένα ψέµα.
Ας µας ελεήσει ό Θεός, ας µας συγχώρεση για οσα κάνουµε. Να παρακαλούµε τον Θεό νύχτα -
µέρα, να φωνάζουµε «ήµαρτον». Καί όταν σφάλλουµε σε κάτι να σηκώνουµε τα µάτια καί να λέµε: «Συγγνώµη, έσφαλα». Καί µετά να τρέχουµε στον πνευµατικό, να το εξοµολογούµεθα, να φεύγει, να µην το έχουµε µέσα µας. Καί εάν ξαναπέφτουµε, να το ξανάλεµε, να το ξεκαθαρίζουµε. Κι αν κάνουµε έτσι, τότε θα περάσουµε στην Βασιλεία του Θεού. Καί εκεί επάνω είναι ανάπαυσις «Ουκ εστί θλίψις, ουκ εστί πόνος, ου στεναγµός, αλλά ζωή ατελεύτητος. Αφαιρέσει Κύριος ό Θεός παν δάκρυο από των οφθαλµών ηµών». Αιώνια ζωή, ανάπαυσις µέσα στο φως του Θεού. Μέσα στο άκτιστον φως του Θεού, ως άγγελος θα ψέλνεις τον Τρισάγιο ύµνον. Εκεί επάνω είναι τα πάντα εν ειρήνη καί µόνο, πού ξέρεις ότι πέρασες στην Βασιλεία του Θεού καί δεν πρόκειται πλέον να δεις θλίψη καί στενοχώριες στους αιώνες των αιώνων, είναι αρκετό.
Λοιπόν, έφ' όσον εµείς ήρθαµε εδώ, για να περάσουµε σ' αυτόν τον Παράδεισο καί σ' αυτήν την ανάπαυση, εκεί να τείνουµε τώρα. Άνθρωποι είµαστε. Θα πέσουµε, θα σηκωθούµε. Όχι απελπισία, όχι απόγνωση. Αυτά είναι του διαβόλου. Εµείς µε ελπίδα κάποια µέρα θα τον φέρουµε «βόλτα» τον διάβολο καί θα περάσουµε µέσα στην Βασιλεία του Θεού.
Αύτω ή δόξα καί το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αµήν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΦΙΛΟΘΕΟΥ.2004 ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ο ΌΣΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥ. ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2004
Πάει κατ' ιδίαν, σκέπτεται.
-Που το βρήκε αυτό τώρα ό διάκος, γιατί µου το είπε; Πράγµατι δεν το είχε κάνει. Πάει καί του λέει:
-Σε παρακαλώ, Διάκο, πίστεψε µε, γαλήνεψε, έλα στον εαυτό σου γιατί το λες αυτό, αφού δεν το έχω κάνει; Μα θα σου πω ψέµατα;
Ό άλλος επέµενε:
-Το έκανες.
Τότε ό µοναχός είπε µε τον λογισµό του σαν φωτισµένος από τον Θεό: «Για στάσου εσύ έκανες
του κόσµου τα σφάλµατα καί τα έχεις ξεχάσει. Μήπως κι αυτό το έκανες, αλλά σου λανθάνει, όπως καί τόσα άλλα, πού έχεις κάνει; Το έκανες, τελείωσε ή υπόθεση. Διάβολος διάβολο δεν βγάζει! Νίκα το κακό µε το καλό, την υπερηφάνεια του αλλού µε την ταπείνωση την δική σου. Έτσι ωφελείς τον εαυτό σου, κι εκείνον θα διόρθωσης. Πήγαινε να ζήτησης συγγνώµη, ταλαίπωρε, από τον διάκο». Καί πηγαίνει, χτυπάει την πόρτα του διάκου:
-Δι' ευχών των Αγίων Πατέρων.
Ανοίγει ό διάκος. Του λέει ό µοναχός:-Διάκο, θα το έκανα πάει τελείωσε και θα το 'χω ξεχάσει. Έχεις δίκιο, Διάκο, συγγνώµη!
Πάει να του βάλει µετάνοια.
-Όχι, όχι, λέει ό Διάκος φωτίσθηκα από τον Θεό καί πληροφορήθηκα ότι δεν το έκανες, αδελφέ µου. Εγώ πλανήθηκα!
Μόλις ταπεινώθηκε ό ένας, αµέσως έπεσε καί ό άλλος. Όσο καί οι δύο κρατούσαν την θέση τους, ωφέλεια δεν γινόταν.
Εµείς οί σηµερινοί, επειδή έχουµε τον εγωισµό αχτύπητο, δεν τον πολεµήσαµε για να σπάσει λίγο, τώρα µας φουντώνει ποικιλοτρόπως καί σκανδαλιζόµεθα ό ένας µε τον άλλον. Χίλια δυο µας βάζει στο µυαλό µας καί γινόµεθα εµπαθείς καί αρχίζουµε να αποκλαιόµεθα όλοι µας καί να λέµε ότι δεν πάµε καλά. Δεν έχουµε αγάπη, δεν έχουµε φιλαδελφία τι καλόγεροι είµεθα εµείς; Που θα καταλήξουµε; Καί ή θεραπεία είναι µπροστά µας. Έχουµε φαρµακεία, αλλά θα πρέπει να πάρουµε φάρµακα για να γίνουµε καλά. Το ένα φάρµακο είναι πικρό, το άλλο ξινό, το άλλο νυστέρι καί κόβει, το άλλο πονάει! Ναι, αλλά έτσι θα γίνεις καλά, παιδάκι µου!
Βλέπουµε τους γεροντάδες µας, τους παππούδες µας. Έβλεπα τον δικό µου τον Γέροντα. Τι αγώνα έκανε ό καηµένος! Όταν ήταν στην σπηλιά, ένας µοναχός έχασε την υποµονή του καί του πέταξε στο πρόσωπο το πιάτο µε το φαΐ. Ό Γέροντας κατέβασε το κεφάλι κάτω «Εύλόγησον, Πάτερ» καί του έβαλε µετάνοια, ενώ δεν έφταιγε. Να 'τος ό νικητής!
Μια µέρα πάλι στα Κατουνάκια τι έγινε; Κοντά στο κελί, πού έµενε ό Γέροντας ως αρχάριος -καί είχε Γέροντα τον Γέρο-Έφραίµ, πού ήταν άπλούτσικος- ήταν ένας άλλος µοναχός, εκεί δίπλα, πολύ θυµώδης καί σκανδαλώδης. Μία φορά, δεν ξέρω τι είχε συµβεί, για κάτι πραγµατάκια, για κάποιο οροθέσιο, καµιά έλίτσα, ποιος ξέρει τι ήταν εκεί, άρχισε να φωνάζει τον Γέρο-Έφραίµ, τον Γέροντα του π. Ιωσήφ, καί να τον βρίζει:
«Είσαι παλιόγερος, είσαι τέτοιος, είσαι τέτοιος!» Ό Γέροντας µου ήταν τότε παλικάρι, υποτακτικός. Βλέποντας τον Γέροντα του να τον κάνη έτσι ό άλλος, φούντωσε µέσα του ό εγωισµός κι ό θυµός. Πόσο αγρίεψε ό θυµός να βλέπει τον παππούλη, τον Γέροντα του να τον τυραννάει εκείνος! Καί είχε δίκιο ό γέρο-Έφραίµ, αλλά εκείνος ήταν άλλος άνθρωπος. Σκέφθηκε από µέσα του: «Έτσι και βγω έξω τώρα, δεν µου γλιτώνει, τελείωσε ή υπόθεσης». Πάει καί πέφτει µέσα στην Εκκλησία καί αρχίζει να βάζει κάτω τον θυµό. Ό θυµός του έλεγε: «Βγές έξω καί βουτά τον». Έπεσε κάτω καί άρχισε να κλαίει: «Βοήθα µε, Χριστέ µου, βοήθα µε τώρα. Κύριε Ιησού Χριστέ, σώσε µε. Σώσε µε, να µη βγω έξω. Βοήθησε µε, Θεέ µου άλλαξε µου τον λογισµό καί την καρδιά µου» καί τα δάκρυα έβρεχαν το πάτωµα. αφού έβρεξε µε τα δάκρυα το πάτωµα, όπ, κατευνάσθηκε ό θυµός καί ή οργή, βγήκε έξω καί του µίλησε µε ένα γλυκό τρόπο:
-Παππούλη µου, γιατί φέρεσαι έτσι στον Γέροντα; Δεν είναι τίποτα το σπουδαίο. Δεν ήρθαµε εδώ να κληρονοµήσουµε καλύβες, ελιές καί βράχια. Εδώ ήρθαµε για την ψυχή µας, ήρθαµε για την αγάπη. Αν χάσουµε την αγάπη, χάσαµε τον Θεό. Αυτά θα τα αφήσουµε, αλλά την αγάπη θα την πάρουµε θα πάρουµε όµως καί το µίσος. Καί τι βγαίνει, γέροντα, µ' αυτό; Εµείς αφήσαµε γονείς καί τόσα καί τόσα καί ήρθαµε εδώ, καί τώρα θα µαλώσουµε γι' αυτά; Θα γίνουµε ρεζίλι σ' όλη την κτίση! Κι έτσι κατεύνασε το πάθος.
Μας έλεγε:
-Παιδιά, αν έβγαινα την ώρα πού ήµουν θυµωµένος, τι θα έκανα; Θα τον σκότωνα στο ξύλο. Καί τι θα έβγαινε; Εγώ θα ήµουν ένας κακός άνθρωπος καί όλα τα δαιµόνια εκεί της ερήµου θα πανηγύριζαν! Τώρα όµως, πού έπεσα κάτω καί αντιστάθηκα καί προσευχήθηκα και έπνιξα µέσα µου τον θυµό, βγήκα νικητής.
Το πάθος θέλει αντιµετώπιση. Έτσι, ούτος ή άλλως θα υποχώρηση. Αρκεί, εκεί επάνω στο
στρίµωγµα και στην πίεση, εσύ να µην υποχώρησης. Αντιστάσου καί θα υποχώρηση το πάθος, γιατί αυτός πού σε πολεµάει είναι δαίµονας, είναι προσωπικό όν, έχει µία άλφα δύναµη καί την άδεια από το Θεό να σε πολεµήση. Μόλις το εξάντληση αυτό το όριο πού του έδωσε ό Θεός, θα υποχώρηση ούτως ή άλλως. Καί µετά τι γίνεται; Στεφανώνεσαι! Μόλις υποχώρηση ό πόλεµος, έρχεται καί ή Χάρις του Θεού.
Έτσι επολεµούµην κι εγώ στο ένα πάθος, στο άλλο κι άµα σταµατούσε ό πόλεµος καί ειρήνευα µερικές µέρες, έβλεπα ότι δεν έχω ανύψωση πνευµατική. Καί όπ! ερχόταν άλλος πόλεµος. Μάχη! Μόλις υποχωρούσε ό πόλεµος, ή Χάρις του Θεού ερχόταν.
Θέλω να πω, ότι εµείς οί µοναχοί πρέπει να µάθουµε την φιλοσοφία να πολεµούµε τα πάθη καί τους δαίµονες. Αν αυτό δεν το αποκτήσουµε, ότι κι αν µάθουµε, µεγάλοι να γίνουµε, πτυχία αν πάρουµε, τέχνες αν µάθουµε, αν δεν γίνουµε έτσι µέσα µας έναντι των παθών καί των δαιµόνων, θα είµεθα πολύ µικροί απέναντι στον Θεό. Καί τα χρόνια περνάνε καί φεύγουµε από την ζωή. Λέµε ότι θα γεράσουµε καί θα πεθάνουµε. Μπορεί όµως να µη γεράσουµε καί να φύγουµε νεώτεροι. Γι' αυτό χρειάζεται από µέρους µας να είµεθα πάντα προσεκτικοί, να βιαζώµεθα, να καθαριζώµεθα, καί έτσι σιγά - σιγά να πλησιάζουµε τον Θεό.
Ό γέροντας όταν αγρυπνούσε, καθόταν ώρες στην προσευχή. Ερχόταν ό ύπνος, ό κακός δαίµονας όπως τον έλεγε - καί λόγω ασθενείας ήταν καί βαρύς καί δεν ήταν εύκολο σαν καί µένα, πού ήµουν παιδί, να τρέχει καί να φτιάχνει. τι έκανε, όταν ερχόταν ό ύπνος ή όταν δεν έβρισκε από την ευχή Χάρι; Άρχιζε κι έψελνε «τροπαριάκια» νεκρώσιµα καί του ερχόταν ή µνήµη του θανάτου, ή µνήµη της εξόδου, ή µνήµη της κολάσεως καί καθόταν κι έκλαιγε. Καί αφού περνούσε ό ύπνος καί ξυπνούσε έτσι, γύριζε το φύλλο καί έπιανε πάλι την ευχή µέσ' την καρδιά, καί έβγαινε µετά από επτά-οκτώ ώρες προσευχή! Αυτό γινόταν κάθε µέρα! Μου έλεγε:
-Παιδί µου, ξέρεις τι κάνω εγώ;
-Τι κάνεις, Πατέρα µου;
-Κάθοµαι καί κάνω ταµείο κάθε µέρα.
-τι ταµείο, Γέροντα;
-Να, κάθοµαι καί εξετάζω τον εαυτό µου, καί βλέπω που είµαι εµπαθής, που υποχωρώ, ποιο πάθος µε νικάει ή συνείδηση µου το δείχνει. Ή πυξίδα µου το δείχνει ότι εδώ είσαι αδύνατος. Καί παίρνω απόφαση την άλλη µέρα να το πολεµήσω αυτό το πάθος. Την άλλη µέρα µου δείχνει κάπου άλλου. Πολέµα κι εκείνο, µου λέει. Καί πολεµώντας το ένα, πολεµώντας το άλλο, σιγά - σιγά βλέπω καλυτέρευση στον εαυτό µου. Λέγανε τότε οί παππούδες µας: «Εργασαι στα νιάτα σου, να έχεις στα γεράµατα σου».
-Καί τι θα πει, Γέροντα, αυτό;
-Να, παιδί µου' τώρα πού είσαι νέος, πολέµησε τα πάθη, πολέµησε την σκέψη, πολέµησε την
φαντασία, κοπίασε στην υπακοή σου, κοπίασε στον κόπο, ίδρωσε, άγρυπνα καί όλοι αυτοί οί κόποι, όλος αυτός ό αγώνας είναι εργασία, είναι εργάσιµα χρόνια. Όταν θα πέση το σώµα καί δεν θάχη την δύναµη να µάχεται µε το ένα, µε το άλλο, όταν θα περάσουν τα χρόνια καί ήδη εσύ θα έχεις δουλέψει τα χρόνια αυτά, πού προβλέπει ό Θεός να εργασθείς, κατόπιν θα σου δώσει σύνταξη. Καί ανάλογα την τέχνη, ανάλογα την θέση, θα πάρεις την ανάλογη σύνταξη. τι είναι ή σύνταξη; Είναι ή Χάρις του Θεού.
Να εµένα τώρα, αν µε ρωτήσεις, θα σου απαντήσω: Μέσα µου νοιώθω, παιδί µου, παράδεισο. Ή ευχή ρολόι, ή Χάρις πλούσια πάθος δεν βλέπω, δεν κινείται κανένα, δεν αισθάνοµαι πόλεµο, δεν έχω λογισµούς, δεν έχω επαναστάσεις. Όλα αυτά δεν είναι σηµερινά κατορθώµατα, είναι από την νεότητα. Τότε έγιναν τα πάντα. Τώρα ήρθε ή αξιοµισθία. Ένας νεώτερος είχε πόλεµο καί παρακάλεσε , τον Θεό: «Θεέ µου, ελάφρωσέ µε άπ' αυτόν τον πόλεµο». Καί ό Θεός άκουσε την προσευχή του και του έδωσε ελευθερία. Και κάποτε πήγε σ' ένα µεγάλο γέροντα, έµπειρο, πού πέρασε πολλά, «θαλασσόλυκο» πού λέµε, καί του λέει:
-Γέροντα αναπαύθηκα εκ των παθών.
-Τι είπες;
-Να, ξεκουράστηκα δεν µε πολεµάει εκείνο, εκείνο. Τον κοίταξε «βλοσυρό τω οµµάτιο», µε ένα µάτι, ας πούµε καρφωτό, καί του είπε:
-Από τώρα ανάπαυσις, από τώρα σύνταξης µειωµένη; Λάθος! Πρώτα παρεκάλεσες µόνος σου τον Θεό να έρθει αυτή ή ανάπαυσις. Τώρα πήγαινε στους πατέρες να τους πεις να κάνουν προσευχή για σένα να παρακαλέσουν τον Θεό να γυρίσουν πίσω τα πάθη να πολεµήσεις, να αναχθείς πνευµατικός καί να πάρεις σύνταξη µεγάλη µεθαύριο. Όχι από τώρα σύνταξη! Καταλάβατε; τι θέλει να µας πει ό πατερούλης αυτός; Ότι δεν µας συµφέρει από τώρα ή ανάπαυσις. Την στιγµή, πού έχουµε νεότητα, µας χρειάζονται οί πόλεµοι, τα πάθη, για να τα χτυπήσουµε. Αυτά επιµένουν κι εµείς να τα χτυπάµε. Καί επιτρέπει ό Θεός, λέει ό Άββας Ισαάκ, να µην εισακούεται ή προσευχή πού κάνουµε για τον άλφα - βήτα πόλεµο, διότι πολεµώντας καί µνηµονεύοντας το όνοµα του Θεού, αγιάζεται ό νους, το στόµα καί ή καρδιά µε το όνοµα του Χριστού. Έχοντας τον πόλεµο αναγκάζεσαι να κάνης προσευχή: «Βοήθα µε, Χριστέ µου, βοήθα µε Παναγία µου», καί αυτό το όνοµα πού φωνάζεις, αυτό φέρνει και την αγιότητα. Ένας αδελφός είχε πόλεµο σαρκικό, µεγάλο, κι από τον πόλεµο πού είχε καί τους λογισµούς έκοβε βόλτες έξω συνέχεια και φώναζε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Κύριε Ιησού Χριστέ». Του λέγει ό γέροντας του, ό όποιος ήταν παλαίµαχος καί γενναίος:
-Παιδί µου, βλέπω έχεις πόλεµο θέλεις να κάνω προσευχή, να σου φυγή ό πόλεµος; -Όχι, γέροντα, σε παρακαλώ, µην κάνεις προσευχή άσε µε, ωφελούµαι.
-Θεός συγχωρήσει σε, παιδάκι µου, βρήκες τον δρόµο σου! Αυτός είναι ό δρόµος του Θεού. Αυτό ήθελα να ακούσω από σένα. Διότι αν µου έλεγες «Ναι, Γέροντα, κάνε προσευχή να φυγή ό πόλεµος» ήταν σαν να σταµατούσες να πλέκεις τον στέφανο σου. Το στεφάνι πρέπει να γίνει ολόκληρο, µ' όλα τα λουλούδια καί γαρύφαλλα και τριαντάφυλλα καί άλλα. τι, µε τα λίγα λουλουδάκια, άντε τελείωσε ή υπόθεσης; Δειλός είναι ό άνθρωπος αυτός. Λοιπόν, θέλω να πω, παιδιά, πώς εάν δεν µάθουµε πώς γίνονται οι πόλεµοι, δεν πρόκειται να κάνουµε πρόοδο. Κι αν µάθουµε γράµµατα, κι αν διαβάζουµε, κι αν µελετούµε, τίποτε δεν κάνουµε, αν δεν µάθουµε να πολεµούµε τον λογισµό καί την φαντασία. Να έχουµε µεταξύ µας αγάπη καί να θυσιαζώµεθα ό ένας για τον άλλον. «Εσύ να µη µου κάνης, εγώ θα σου κάνω εξυπηρέτηση». Αυτός είναι ό Ευαγγελικός νόµος. Αν δεν κάνης έτσι, µην περιµένεις να εφαρµόσεις το Ευαγγέλιο σωστά. «Με εξυπηρέτησες; Μου έκανες κάτι; Κι εγώ θα ανταποκριθώ. Στο κάνω αυτό, για να µου κάνης εκείνο». Δεν είναι καλογερική αυτή! Νίκα το κακό µε το καλό. Αυτός σε κατέκρινε, δεν σε εξυπηρέτησε; Εσύ ευκόλυνε τον, εσύ κάνε του καλό. Εσύ απέναντι στον Θεό τι θα κάνης. Τον λογαριασµό του δεν τον πληρώνεις εσύ. Εσύ τον δικό σου θα πλήρωσης. Πλήρωσε τώρα, κάνε το Ευαγγέλιο στην πράξη καί µεθαύριο ό Χριστός, αυτό το Ευαγγέλιο θα σε δικαίωση. τι είπε ό Κύριος;
«Ό λόγος ον λελάληκα, αυτός Θα σε κρίνει εν ήµερα Κρίσεως». Το άκουσες το Ευαγγέλιο, το
ξέρεις, αλλά υποχωρείς στην επιθυµία καί δεν κάνεις αυτό το πράγµα. Λοιπόν εάν εφαρµόσετε το Ευαγγέλιο, τότε θα µπορέσετε να περάσετε στην ελευθερία των τέκνων του Θεού. Αυτά έλεγε καί ό δικός µου ό καηµένος ό Γέροντας. Ό Γέροντας είχε βέβαια πολλή φυλακή στο στόµα και ήταν αγιασµένος. Σάς τα είπα κι άλλη φορά. Μέσα στην συνοδεία ήµασταν άνθρωποι ζωντανοί καί βλέπαµε καί ακούγαµε. Μόλις πηγαίναµε να πούµε µια κουβέντα για κάτι έξω από την συνοδεία µας
-«Ξέρεις, Γέροντα εκείνο έγινε», ξύλο!
-Εδώ µέσα, έλεγε, δεν θα φέρετε κουβέντες έξω από την συνοδεία. Εδώ µέσα θα κοιτάξουµε τα δικά µας. Δεν έχετε καµία δουλειά να ασχολείστε µε το τι κάνει ό κάθε πατέρας. Ιδίως ό καηµένος ό πατήρ Αρσένιος, πού ήταν απλούστατος καί αγιασµένος, έλεγε καµιά κουβεντούλα:
-Ξέρεις, Γέροντα, αυτός είναι αµελής, αργόσχολος. Αµέσως του έβαζε κανόνα
-Αρσένιε, τον Αρσένιο κοίταξε καί άσε εκείνον εκείνος ξέρει πώς θα σωθεί. Εσύ δεν ξέρεις πώς θα σωθείς, πού ανοίγεις το στόµα σου καί µιλάς.
Έτσι µας είχε ό Γέροντας, και δεν µιλούσε ό ευλογηµένος ποτέ. Δεν τον άκουσα ποτέ να πει µια κουβέντα για τον άλφα ή βήτα µοναχό. Εµείς χίλια δυο λέµε, ων πρώτος εγώ. Εδώ τόσα ακούσαµε καί είµεθα έτσι. Σκέψου να µην ακούσης κιόλας, τι θα λες.
Θέλω να πω ότι έτσι βίαζαν τον εαυτόν τους οί Άγιοι Πατέρες, καί προχώρησαν καί έφθασαν στον ουρανό. Καί τώρα τα δαιµόνια φωνάζουν για τον Γέροντα Ιωσήφ, ότι γυρνάει στα µοναστήρια και βοηθάει. Καί πράγµατι µας βοηθάει ό πάππους τώρα πού είναι εκεί επάνω. Ό πάππους νοµίζετε ότι στέκεται; Εδώ δεν στεκόταν καί θα σταθεί τώρα εκεί επάνω, πού βλέπει τα πράγµατα, ποιος είναι ό παράδεισος καί ποια ή κόλαση, και βλέπει κι εµάς εδώ κάτω τι κάνουµε! Εδώ κυκλοφορεί ό πάππους καί µας βοηθάει. Πόσες φορές µας έχει γλιτώσει από µεγάλα κακά κι εµείς δεν ξέρουµε από που έρχεται ή βοήθεια. Έχουµε τέτοιο µεσίτη στον ουρανό!
Γι' αυτό να ζητάµε, την ευχή του πάππου, διότι µεριµνάει για µας. Όσο µπορούµε, παιδιά, να
τηρούµε αυτά πού µας διδάσκουν οί πατέρες µας δηλαδή να µαχόµεθα εναντίον των φαντασιών, εναντίον των λογισµών να έχουµε µεταξύ µας αγάπη, προσοχή, να µην κατακρίνουµε ό ένας τον άλλον, να µην σπρώχνουµε ό ένας τον άλλον στην πτώση, να κάνουµε τον κανόνα µας καί τα καθήκοντα µας, γιατί αύριο θα πεθάνουµε. Κι ότι έχουµε στον «τουρβά» µας, αυτά θα πάρουµε µαζί µας στον ανήφορο. Βάλτε καλά πράγµατα µαζί σας βάλτε ψωµάκι, βάλτε τυράκι, βάλτε φρούτα. Μην βάζετε σκουπίδια καί σκύβαλα καί παλιοντενεκέδες καί παλιοκούτια µέσα. Βάλτε καλά πράγµατα, διότι µ' αυτά θα περάσετε στον άλλο κόσµο.
Εδώ πέρασαν τόσα χρόνια. Τι καταλάβαµε; Εγώ κοντεύω τα 60, άλλος τα 30, άλλος τα 20. Τι
καταλάβαµε; Σαν να ήρθαµε χθες στον κόσµο καί τώρα φεύγουµε για τον άλλο κόσµο. Να οί
ασθένειες, να οί καρκίνοι, κι ό ένας µετά τον άλλον φεύγουµε. Να, ό πατήρ Έφραίµ, ό µακαρίτης, έφυγε στα σαράντα του χρόνια. Εγώ τον προετοίµαζα, του έλεγα διάφορα για πείρα ότι εγώ θα φύγω, θα κάνω αυτό καί εκείνο. Να µην κάνη αυτό, να διόρθωση εκείνο καί το άλλο' τον συµβούλευα. Εδώ µέσα ήτανε' να εκεί κάτω καθόταν. Εδώ µέσα δεν ήτανε; Δεν µας έψελνε, δεν γύριζε, δεν µας λειτουργούσε; Είναι τώρα εδώ; Όχι. Πάει. Τώρα στον τάφο λειώνει κι ή ψυχούλα του είναι στον ουρανό. Όπως τα λέω εγώ, έτσι τα έλεγε κι εκείνος. Κι όµως έφυγε. Αυτή είναι ή αλήθεια. Ό παπάς έφυγε κι εγώ έµεινα πίσω. Καί τώρα νοµίζετε ότι δεν µας βοηθάει ό παπάς; Μας βοηθάει, όπως καί όλοι οί πατέρες πού έχουν φύγει. Είδατε πόσα τροχαία γίνονται καί πόσοι µοναχοί µας γλίτωσαν! Καί ό δικός µας πατέρας γλίτωσε, καί της Ξηροποτάµου ό πατέρας γλίτωσε. Ποιος ξέρει ποια προσευχή έπιασε καί ποιος Άγιος βοήθησε καί γλιτώσανε!
Βλέπετε πόσα νέα παιδιά φεύγουν από την ζωή; Έτσι κι εµείς. Περπατάµε στις σκάλες ξαφνικά γλιστράς, πέφτεις µε το κεφάλι καί µένεις στον τόπο. Τελείωσε ή υπόθεσης. Βγαίνουµε έξω. Ξέρουµε, αν θα γυρίσουµε;
Μπαίνεις µέσα στο αυτοκίνητο, συγκρούεσαι καί µένεις στον τόπο. Να, ένας Εισαγγελέας Εφετών προχθές µε την γυναίκα του, πέσανε µέσα στη θάλασσα µε το αυτοκίνητο από 20 µέτρα ύψος, καί τους πήγανε βαρεία στο νοσοκοµείο. Μπορεί να πήγαιναν σε κάποια διασκέδαση καί που βρέθηκαν; Ή ζωή τελειώνει. Τι θα πει νέος, Τι θα πει γέρος; "Άπαξ καί αποφασίσει ό Θεός να σε πάρη, θά σε πάρη! Πάρε οσα µέτρα θέλεις. Θα σε πάρη στο «άψε - σβήσε». Άλλοι παθαίνουν τροχαία σοβαρά καί βγαίνουν σώοι καί άλλοι όχι. Να, ό πατέρας Έφραίµ. Άµα θα δείτε το αυτοκίνητο, θα πείτε
«Μπορεί να σκοτώθηκε άνθρωπος εδώ µέσα;». Καί σκοτώθηκε κατά τον χειρότερο τρόπο. Κι άλλου έγινε «τρίο - καρώ» το αυτοκίνητο, καί βγήκε σώος. Τι σηµαίνει αυτό; Ότι δεν ήρθε ακόµη ή ώρα του. Αν δεν στείλει τον Στρατηγό ό Θεός από πάνω, αν δεν έλθει ό Αρχάγγελος, δεν φεύγει ό άνθρωπος µε τίποτε. Αρα, λοιπόν, στο χέρι του Θεού είναι ή ζωή µας. Δεν είναι το θέµα της ηλικίας είναι το θέµα της αποφάσεως του Θεού.
Επειδή δεν ξέρουµε πότε θα παρθεί ή απόφαση, να την έχουµε στο µυαλό µας. Θα πεθάνουµε. Που θα πάµε; Απορώ καί µε τον εαυτό µου. Βρε, ταλαίπωρε άνθρωπε, δεν µπορείς να συνειδητοποίησης, ότι µέσα σε λίγα λεπτά θα φυγής; Έφυγες. Που θα πάς; Στην άλλη ζωή. Θα γυρίσεις εδώ; Όχι. Τελειώνει εκείνη; Όχι. Θα πέρασης από το δικαστήριο; Ναι. Γιατί δεν τακτοποιείσαι τώρα να προπαρασκευασθείς, για να πέρασης σωστά στον άλλο κόσµο πού θα ζήσης αιώνια; Εδώ φροντίζεις για όλα για την υγεία σου, για εκείνο, για το άλλο, για όλα φροντίζεις, αλλά για την ψυχή σου δεν φροντίζεις. Ναι, δεν φροντίζω. Γιατί; Γιατί είναι ή ανθρώπινη αδυναµία, είναι καί ό διάβολος µας παρασύρουν καί οί επιθυµίες µας, καί δεν προετοιµαζόµεθα γενναία. Πίστεψε το ότι φεύγεις από την ζωή κι αφήνεις πίσω τον κόσµο. Σταµάτησε ή καρδιά σου; Τέρµα, µέσα σε λεπτά φεύγεις από τον κόσµο αναχώρησες, τέρµα! Δεν ήξερα ότι θα φύγω τόσο σύντοµα δεν ήξερες; Δεν τα διάβαζες; Δεν έβλεπες τους πεθαµένους πώς πηγαίνουν; Τα τροχαία δεν τα άκουγες; Κι όµως αυτή είναι ή αλήθεια, παιδιά.
Ό Θεός θα µας καταδικάσει, καί πρώτον εµένα, γιατί τα λέω αυτά καί δεν τα εφαρµόζω. Τα λέµε, τα πιστεύουµε, καί ζούµε σαν να µην είναι αλήθεια αυτά πού λέµε, σαν να είναι µια θεωρία, µια φιλοσοφία ενός φιλοσόφου, στον αέρα λόγια. Καί όµως είναι αλήθεια. Θα γίνουν αυτά. Μπορούµε να την χωνέψουµε αυτήν την αλήθεια; Τότε να δεις πώς αλλάζει ή ζωή µας! Τότε να δεις Τι προσοχή θα έχουµε καί Τι ενδιαφέρον!
Αυτό πρέπει να συνειδητοποιήσουµε να προσέχουµε τον εαυτό µας καί να λέµε: «Μήπως δεν θα ξηµερώσω;». Ξηµέρωσε. «Θα νυκτώσω; Τουλάχιστον την τελευταία ήµερα ας κάνω κάτι». Μου ήρθε ένας κακός λογισµός; Αµέσως να τον διώξω. Γιατί να τον αφήσω; Να τον µειώσω. "Έρχεται ό λογισµός" «πες αυτόν τον λόγο». Γιατί να τον πω; Εκεί πού θα κάνω πέντε άργολογίες, να πω πέντε ευχές.
Άµα σε ξαπλώσει ό Θεός στο κρεβάτι, θα έρθουν τα δαιµόνια καί τότε θα δεις Τι έχεις κάνει. Πάει όµως τελείωσε ή υπόθεσης σε πήρε ό Θεός. Το ψέµα τελείωσε εδώ. Είσαι στον ύπνο καί κοιµάσαι καί βλέπεις όνειρο ότι είσαι στρατηγός, σκοτώνεις, ρηµάζεις, φωνάζεις, φτιάχνεις, κηρύττεις κι άµα ξυπνήσεις Τι είσαι; Ένας απλός καλόγερος. Έτσι καί τότε θα µας συµβεί. Θα ξυπνήσουµε στην άλλη ζωή καί θα περάσουµε στον άλλο κόσµο. Τέρµα. Ή ζωή τελειώνει. Δεν µπορούµε να το βάλουµε στο µυαλό µας. «Πας άνθρωπος ψεύτης» λέγει ή Γραφή. Όχι ότι λέει ψέµατα, αλλά ό ίδιος είναι ένα ψέµα.
Ας µας ελεήσει ό Θεός, ας µας συγχώρεση για οσα κάνουµε. Να παρακαλούµε τον Θεό νύχτα -
µέρα, να φωνάζουµε «ήµαρτον». Καί όταν σφάλλουµε σε κάτι να σηκώνουµε τα µάτια καί να λέµε: «Συγγνώµη, έσφαλα». Καί µετά να τρέχουµε στον πνευµατικό, να το εξοµολογούµεθα, να φεύγει, να µην το έχουµε µέσα µας. Καί εάν ξαναπέφτουµε, να το ξανάλεµε, να το ξεκαθαρίζουµε. Κι αν κάνουµε έτσι, τότε θα περάσουµε στην Βασιλεία του Θεού. Καί εκεί επάνω είναι ανάπαυσις «Ουκ εστί θλίψις, ουκ εστί πόνος, ου στεναγµός, αλλά ζωή ατελεύτητος. Αφαιρέσει Κύριος ό Θεός παν δάκρυο από των οφθαλµών ηµών». Αιώνια ζωή, ανάπαυσις µέσα στο φως του Θεού. Μέσα στο άκτιστον φως του Θεού, ως άγγελος θα ψέλνεις τον Τρισάγιο ύµνον. Εκεί επάνω είναι τα πάντα εν ειρήνη καί µόνο, πού ξέρεις ότι πέρασες στην Βασιλεία του Θεού καί δεν πρόκειται πλέον να δεις θλίψη καί στενοχώριες στους αιώνες των αιώνων, είναι αρκετό.
Λοιπόν, έφ' όσον εµείς ήρθαµε εδώ, για να περάσουµε σ' αυτόν τον Παράδεισο καί σ' αυτήν την ανάπαυση, εκεί να τείνουµε τώρα. Άνθρωποι είµαστε. Θα πέσουµε, θα σηκωθούµε. Όχι απελπισία, όχι απόγνωση. Αυτά είναι του διαβόλου. Εµείς µε ελπίδα κάποια µέρα θα τον φέρουµε «βόλτα» τον διάβολο καί θα περάσουµε µέσα στην Βασιλεία του Θεού.
Αύτω ή δόξα καί το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αµήν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΦΙΛΟΘΕΟΥ.2004 ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ο ΌΣΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥ. ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.