Ένα μήνα, περίπου, προ της εκδημία του, ο π. Ιάκωβος μου ενεπιστεύθη, πρωινές ώρες έξω από το καθολικό της Μονής, το έξης σημαντικό περιστατικό-όραμα.
Έξαφνα κ. Δημήτρη μου βρέθηκα ενώπιον Αρχιερέως, ολόφωτου, καθήμενου επί μεγαλόπρεπους θρόνου και δίπλα του, σε χαμηλότερο επίπεδο, καθόταν ο γραμματεύς του. Εγώ καθόμουνα μόνος, μπροστά και χαμηλά, σε εδώλιο, Όπως κάθονται οι κατηγορούμενοι στα δικαστήρια. Τότε ο Αρχιερεύς λέγει στον γραμματέα του: «Διάβασε το βιβλίο του π. Ιακώβου από την αρχή». και ο Γραμματεύς άρχισε να διαβάζει όλες τις πράξεις μου, πού ήταν καταγεγραμμένες στο βιβλίο αυτό από την παιδική μου ηλικία. Κάποια στιγμή λέγει ο Γραμματεύς στον Αρχιερέα: «Δεν έχει τίποτε άλλο ο π. Ιάκωβος». και ο Αρχιερεύς του λέγει: «Πώς δεν έχει. Για γύρισε στην σελίδα 264 και διάβασε». Τότε γύρισε στην σελίδα αυτή και διάβασε τα έξης: «Όταν ήταν μικρό παιδί, ηλικίας 7 ετών, στο χωριό του Φαράκλα της Ευβοίας, βρήκε πεταμένο, στο δρόμο, ένα καινούργιο τενεκεδένιο γυαλιστερό κουτάκι φωτοβολίδων του στρατού, το οποίο, επειδή του άρεσε, είπε: «Δεν το πηγαίνω στον καλό ιερέα του χωρίου μας να βάζει μέσα το λιβανάκι της Εκκλησίας;» Κάτι πού έκανε. «Εσύ», λέγει ο Άρχιερεύς στον Γραμματέα του αυστηρά, «την θεωρείς ασήμαντη την πράξη αυτή και δεν την αναφέρεις;». Εγώ κ. Δημήτρη μου, πού να θυμάμαι, έπειτα από 60 χρόνια, αυτή την πράξη πού έκανα ως παιδί. Άλλα · να σου πω την αλήθεια, βασάνισα την μνήμη μου και
την θυμήθηκα. Έτσι είχε γίνει ακριβώς.
Ρώτησα, πριν λίγα χρόνια, πανεπιστημιακό καθηγητή-θεολόγο. Τόση αξία είχε ένα τενεκεδένιο κουτάκι, πεταμένο στο δρόμο; και εκείνος μου απήντησε: «Δεν έξετιμήθη από τον Αρχιερέα ή ασήμαντη χρηματική αξία του αντικειμένου, αλλά ή αγαθή προαίρεσις του δωρητού. Ας μην ξεχνάμε το δίλεπτο-κοδράντη της χήρας στο Ευαγγέλιο (Γαζοφυλάκιον)· (Μάρκ. ιβ, 42).
Μετά λίγες ήμερες από την οπτασία, ο π. Ιάκωβος, το απόγευμα της εορτής των Εισοδίων της Θεοτόκου (21.11.1991), εξεδήμησεν προς Κύριον, μέσα στο κελλί του, παρουσία πνευματικών του παιδιών, όπως είχε πει σε φίλους του προσκυνητές το πρωί της ημέρας εκείνης.
και μάλιστα, την ώρα πού ο χειροτονηθείς το πρωί στο χωριό Φύλα της Χαλκίδος, από τον τότε Μητροπολίτη Χρυσόστομο σε πρεσβύτερο, μοναχός Ιάκωβος εισήρχετο στη Μονή. Έτσι, ένας ιερομόναχος Ιάκωβος έφευγε και ένας νέος ιερομόναχος Ιάκωβος ήρχετο στη Μονή.
Μετά δύο ημέρες έγινε ή ταφή του π. Ιακώβου στην αυλή του καθολικού, στην ανατολική πλευρά, όπου υπάρχει και ο τάφος του σήμερα, παρουσία χιλιάδων προσκυνητών και πνευματικών του παιδιών. Δύο πράγματα θα μου μείνουν, από τις σκηνές εκείνες, αλησμόνητα:
α) ο πολύς κόσμος πού κρεμόταν από σκάλες, ταράτσες, παράθυρα, τοίχους, μπαλκόνια κ.λπ.
και β) ή ζωντάνια με την οποία φώναξαν όλοι μαζί, συγχρονισμένα τρεις φορές «Άγιος, Άγιος, Άγιος» την ώρα πού τον κατέβαζαν στον τάφο. Δεν υπήρξε δε ένας από τους παρόντες πού να μην έκλαψε ή δάκρυσε. Τουλάχιστον γύρω στον τάφο, πού βρισκόμουνα με όλους τους δικαστικούς λειτουργούς, πνευματικά του παιδία.
Δεν είχα την πρόνοια ή την περιέργεια να ρωτήσω τον π. Ιάκωβο: «και ή απόφαση πού έβγαλε ο επί του Θρόνου Καθήμενος Άρχιερεύς, πού προφανώς ήταν ο Κύριος, κριτής ζώντων και νεκρών, ποια ήταν;» Όμως, το πρόσωπο του ήταν ήρεμο, χαρούμενο, φωτεινό, πού σήμαιναν ότι ή απόφαση ήταν για αυτόν δικαιωματική, μισθαποδοτική και όχι καταδικαστική.
Επί πλέον τα εκ δικαστικών λειτουργών πνευματικά του παιδιά βγάλαμε τα έξης, από το όραμα, διδάγματα: α) ο π. Ιάκωβος εκρίθη εν ζωή ακόμη ων, ο Κύριος είπεν «Αμήν, Αμήν λέγω υμίν ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με έχει (όχι εξει) ζωήν αιώνιον και εις κρίσιν ουκ έρχεται αλλά μετεβέβηκεν (έχει ήδη μεταβεί) εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ίωάν. ε, 24),
β) για τον καθένα μας τηρείται ίδιον βιβλίο στους ουρανούς, στο οποίο καταγράφονται όλες οι πράξεις μας, από τις πιο σοβαρές έως τις πιο απλές και γ) άλλη αξιολόγηση- εκτίμηση των πράξεων μας γίνεται εδώ στη γη (κοσμική) και άλλη στους ουρανούς (πνευματική).
Ή νέα γυναίκα από την Μακεδονία, πού έκλαιγε με λυγμούς.
Είχα, κατ' εξαίρεση, το μεγάλο προνόμιο να επισκέπτομαι τον Γέροντα στο κελλί του, οπότε ήθελα. Το κελλί βρισκόταν στην ανατολική πτέρυγα της Μονής και ήταν ένα δωμάτιο τετράγωνο, ούτε μεγάλο, ούτε μικρό. Ταπεινό, απέριττο, φτωχικό. Ένα κρεβάτι από τέσσερις σανίδες στην ΝΑ γωνία, δύο κουβέρτες απλές, φτωχικές, μια καρέκλα, ένα τζάκι παλαιό χωριάτικο, στο περβάζι του οποίου υπήρχαν χαρτονομίσματα σε μασούρια και ένα χαρτάκι με το όνομα του πτωχού που προοριζόταν. Πολλές εικόνες στους τοίχους, απλές του Κυρίου, της Παναγίας και Αγίων. Κάποτε καθόμαστε στο πάτωμα, στρωμένο με κουρελούδες, ακουμπούσαμε δε στο κρεβάτι, κι ακούγαμε λόγους πνευματικούς.
Μια φορά ήταν εκεί και ή ανιψιά του Μαρία, κόρη της αδελφής του Τασούλας και σύζυγος του πλοιάρχου του Ε.Ν. Θεόδωρου Μ., ευσεβής, ευγενική χριστιανή, με μια οικογένεια τετραμελή, υπόδειγμα ήθους, καλοσύνης και ευγένειας. Χτύπησα την πόρτα, μπήκα και μου λέγει ο Γέροντας «κάθισε μαζί μας κύριε Δημήτρη μου». Κάθισα κι εγώ κάτω και κάναμε μια από τις ωραιότερες πνευματικές συζητήσεις με τον Γέροντα.
Βγαίνοντας, όμως, από το κελλί του, δεν ξεύρω μετά πόση ώρα, βλέπω απέναντι στον τοίχο της εκκλησίας, να στέκεται μια ευγενική, νέα γυναίκα, 35 περίπου ετών, ή οποία είχε κάτω το κεφάλι και έκλαιγε με λυγμούς. Την λυπήθηκα, αλλά έκανα να φύγω από διάκριση. Επηρεασμένος, όμως από την σεμνή εμφάνιση και την μεγάλη συγκίνηση της, την ρώτησα «τι έχετε; μήπως μπορώ να σας βοηθήσω σε κάτι;». Κι εκείνη μου απάντησε: «Κύριε, κατάγομαι από την πόλη .... της Μακεδονίας κι έρχομαι για τρίτη φορά να συναντήσω τον π. Ιάκωβο, επειδή έχω σοβαρό οικογενειακό πρόβλημα και θέλω την συμβουλή του. Άλλα οι Πατέρες μου λένε πώς δεν μπορεί να με δεχθεί, επειδή είναι άρρωστος. και το γεγονός ότι θα γυρίσω στο σπίτι μου άπρακτη, για τρίτη φορά, με σκοτώνει».
Συγκινήθηκα, κι αμέσως επέστρεψα στο κελλί του Γέροντα και του ανέφερα την περίπτωση. Κι ο Γέροντας μου είπε: «Αμέσως νάρθει κ. Δημήτρη μου».
Πήγα και την ειδοποίησα. Ανάσανε, λέγουσα χίλια ευχαριστώ.
Σε λίγο μπήκε στο κελλί του Γέροντα και εξιστόρησε την περίπτωση της. Ήταν παντρεμένη με 3 μικρά παιδιά. Ό σύζυγος της, καλός μέχρι πρότινος, ήταν βιοτέχνης και είχε οικονομική ευχέρεια. Περνούσαν καλά, αλλά τελευταία «ξελογιάστηκε» με μία μικρή υπάλληλο κι άλλαξε συμπεριφορά. Εκνευρισμοί, βρισιές, απουσίες από το σπίτί, ξενύχτια κ.λπ. Πράγματα πρωτοφανή. Δεν ήξερε πώς να τον αντιμετωπίσει. Να υπομένει, να καταφύγει στα Δικαστήρια για διαζύγιο, τι να κάνει; Γιατί και ή υπομονή έχει όρια, έλεγε.
Ό Γέροντας, αφού την άκουσε με υπομονή και προσοχή, της είπε τα έξης: «Άκουσε κυρία Μαρία, έχεις χίλια δίκαια, δυστυχώς είναι φαινόμενο της εποχής μας. Εσύ να παραμείνεις ήρεμη και να κάνεις υπομονή. Να μην αλλάξεις συμπεριφορά. Αγάπη, σαν να μην συμβαίνει τίποτε. Όχι καυγάδες, αντιδικίες, δικαστήρια. Θα διευρύνουν το χάσμα. Η καλή σου συμπεριφορά θα τον προβληματίσει, θα βαρεθεί την μικρή και θα γυρίσει στα παιδιά του. Γι' αυτό ηρεμία, υπομονή, αγάπη και προσευχή, να τον φωτίσει ο Θεός. θα προσευχηθώ κι εγώ».
Έξαφνα κ. Δημήτρη μου βρέθηκα ενώπιον Αρχιερέως, ολόφωτου, καθήμενου επί μεγαλόπρεπους θρόνου και δίπλα του, σε χαμηλότερο επίπεδο, καθόταν ο γραμματεύς του. Εγώ καθόμουνα μόνος, μπροστά και χαμηλά, σε εδώλιο, Όπως κάθονται οι κατηγορούμενοι στα δικαστήρια. Τότε ο Αρχιερεύς λέγει στον γραμματέα του: «Διάβασε το βιβλίο του π. Ιακώβου από την αρχή». και ο Γραμματεύς άρχισε να διαβάζει όλες τις πράξεις μου, πού ήταν καταγεγραμμένες στο βιβλίο αυτό από την παιδική μου ηλικία. Κάποια στιγμή λέγει ο Γραμματεύς στον Αρχιερέα: «Δεν έχει τίποτε άλλο ο π. Ιάκωβος». και ο Αρχιερεύς του λέγει: «Πώς δεν έχει. Για γύρισε στην σελίδα 264 και διάβασε». Τότε γύρισε στην σελίδα αυτή και διάβασε τα έξης: «Όταν ήταν μικρό παιδί, ηλικίας 7 ετών, στο χωριό του Φαράκλα της Ευβοίας, βρήκε πεταμένο, στο δρόμο, ένα καινούργιο τενεκεδένιο γυαλιστερό κουτάκι φωτοβολίδων του στρατού, το οποίο, επειδή του άρεσε, είπε: «Δεν το πηγαίνω στον καλό ιερέα του χωρίου μας να βάζει μέσα το λιβανάκι της Εκκλησίας;» Κάτι πού έκανε. «Εσύ», λέγει ο Άρχιερεύς στον Γραμματέα του αυστηρά, «την θεωρείς ασήμαντη την πράξη αυτή και δεν την αναφέρεις;». Εγώ κ. Δημήτρη μου, πού να θυμάμαι, έπειτα από 60 χρόνια, αυτή την πράξη πού έκανα ως παιδί. Άλλα · να σου πω την αλήθεια, βασάνισα την μνήμη μου και
την θυμήθηκα. Έτσι είχε γίνει ακριβώς.
Ρώτησα, πριν λίγα χρόνια, πανεπιστημιακό καθηγητή-θεολόγο. Τόση αξία είχε ένα τενεκεδένιο κουτάκι, πεταμένο στο δρόμο; και εκείνος μου απήντησε: «Δεν έξετιμήθη από τον Αρχιερέα ή ασήμαντη χρηματική αξία του αντικειμένου, αλλά ή αγαθή προαίρεσις του δωρητού. Ας μην ξεχνάμε το δίλεπτο-κοδράντη της χήρας στο Ευαγγέλιο (Γαζοφυλάκιον)· (Μάρκ. ιβ, 42).
Μετά λίγες ήμερες από την οπτασία, ο π. Ιάκωβος, το απόγευμα της εορτής των Εισοδίων της Θεοτόκου (21.11.1991), εξεδήμησεν προς Κύριον, μέσα στο κελλί του, παρουσία πνευματικών του παιδιών, όπως είχε πει σε φίλους του προσκυνητές το πρωί της ημέρας εκείνης.
και μάλιστα, την ώρα πού ο χειροτονηθείς το πρωί στο χωριό Φύλα της Χαλκίδος, από τον τότε Μητροπολίτη Χρυσόστομο σε πρεσβύτερο, μοναχός Ιάκωβος εισήρχετο στη Μονή. Έτσι, ένας ιερομόναχος Ιάκωβος έφευγε και ένας νέος ιερομόναχος Ιάκωβος ήρχετο στη Μονή.
Μετά δύο ημέρες έγινε ή ταφή του π. Ιακώβου στην αυλή του καθολικού, στην ανατολική πλευρά, όπου υπάρχει και ο τάφος του σήμερα, παρουσία χιλιάδων προσκυνητών και πνευματικών του παιδιών. Δύο πράγματα θα μου μείνουν, από τις σκηνές εκείνες, αλησμόνητα:
α) ο πολύς κόσμος πού κρεμόταν από σκάλες, ταράτσες, παράθυρα, τοίχους, μπαλκόνια κ.λπ.
και β) ή ζωντάνια με την οποία φώναξαν όλοι μαζί, συγχρονισμένα τρεις φορές «Άγιος, Άγιος, Άγιος» την ώρα πού τον κατέβαζαν στον τάφο. Δεν υπήρξε δε ένας από τους παρόντες πού να μην έκλαψε ή δάκρυσε. Τουλάχιστον γύρω στον τάφο, πού βρισκόμουνα με όλους τους δικαστικούς λειτουργούς, πνευματικά του παιδία.
Δεν είχα την πρόνοια ή την περιέργεια να ρωτήσω τον π. Ιάκωβο: «και ή απόφαση πού έβγαλε ο επί του Θρόνου Καθήμενος Άρχιερεύς, πού προφανώς ήταν ο Κύριος, κριτής ζώντων και νεκρών, ποια ήταν;» Όμως, το πρόσωπο του ήταν ήρεμο, χαρούμενο, φωτεινό, πού σήμαιναν ότι ή απόφαση ήταν για αυτόν δικαιωματική, μισθαποδοτική και όχι καταδικαστική.
Επί πλέον τα εκ δικαστικών λειτουργών πνευματικά του παιδιά βγάλαμε τα έξης, από το όραμα, διδάγματα: α) ο π. Ιάκωβος εκρίθη εν ζωή ακόμη ων, ο Κύριος είπεν «Αμήν, Αμήν λέγω υμίν ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με έχει (όχι εξει) ζωήν αιώνιον και εις κρίσιν ουκ έρχεται αλλά μετεβέβηκεν (έχει ήδη μεταβεί) εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ίωάν. ε, 24),
β) για τον καθένα μας τηρείται ίδιον βιβλίο στους ουρανούς, στο οποίο καταγράφονται όλες οι πράξεις μας, από τις πιο σοβαρές έως τις πιο απλές και γ) άλλη αξιολόγηση- εκτίμηση των πράξεων μας γίνεται εδώ στη γη (κοσμική) και άλλη στους ουρανούς (πνευματική).
Ή νέα γυναίκα από την Μακεδονία, πού έκλαιγε με λυγμούς.
Είχα, κατ' εξαίρεση, το μεγάλο προνόμιο να επισκέπτομαι τον Γέροντα στο κελλί του, οπότε ήθελα. Το κελλί βρισκόταν στην ανατολική πτέρυγα της Μονής και ήταν ένα δωμάτιο τετράγωνο, ούτε μεγάλο, ούτε μικρό. Ταπεινό, απέριττο, φτωχικό. Ένα κρεβάτι από τέσσερις σανίδες στην ΝΑ γωνία, δύο κουβέρτες απλές, φτωχικές, μια καρέκλα, ένα τζάκι παλαιό χωριάτικο, στο περβάζι του οποίου υπήρχαν χαρτονομίσματα σε μασούρια και ένα χαρτάκι με το όνομα του πτωχού που προοριζόταν. Πολλές εικόνες στους τοίχους, απλές του Κυρίου, της Παναγίας και Αγίων. Κάποτε καθόμαστε στο πάτωμα, στρωμένο με κουρελούδες, ακουμπούσαμε δε στο κρεβάτι, κι ακούγαμε λόγους πνευματικούς.
Μια φορά ήταν εκεί και ή ανιψιά του Μαρία, κόρη της αδελφής του Τασούλας και σύζυγος του πλοιάρχου του Ε.Ν. Θεόδωρου Μ., ευσεβής, ευγενική χριστιανή, με μια οικογένεια τετραμελή, υπόδειγμα ήθους, καλοσύνης και ευγένειας. Χτύπησα την πόρτα, μπήκα και μου λέγει ο Γέροντας «κάθισε μαζί μας κύριε Δημήτρη μου». Κάθισα κι εγώ κάτω και κάναμε μια από τις ωραιότερες πνευματικές συζητήσεις με τον Γέροντα.
Βγαίνοντας, όμως, από το κελλί του, δεν ξεύρω μετά πόση ώρα, βλέπω απέναντι στον τοίχο της εκκλησίας, να στέκεται μια ευγενική, νέα γυναίκα, 35 περίπου ετών, ή οποία είχε κάτω το κεφάλι και έκλαιγε με λυγμούς. Την λυπήθηκα, αλλά έκανα να φύγω από διάκριση. Επηρεασμένος, όμως από την σεμνή εμφάνιση και την μεγάλη συγκίνηση της, την ρώτησα «τι έχετε; μήπως μπορώ να σας βοηθήσω σε κάτι;». Κι εκείνη μου απάντησε: «Κύριε, κατάγομαι από την πόλη .... της Μακεδονίας κι έρχομαι για τρίτη φορά να συναντήσω τον π. Ιάκωβο, επειδή έχω σοβαρό οικογενειακό πρόβλημα και θέλω την συμβουλή του. Άλλα οι Πατέρες μου λένε πώς δεν μπορεί να με δεχθεί, επειδή είναι άρρωστος. και το γεγονός ότι θα γυρίσω στο σπίτι μου άπρακτη, για τρίτη φορά, με σκοτώνει».
Συγκινήθηκα, κι αμέσως επέστρεψα στο κελλί του Γέροντα και του ανέφερα την περίπτωση. Κι ο Γέροντας μου είπε: «Αμέσως νάρθει κ. Δημήτρη μου».
Πήγα και την ειδοποίησα. Ανάσανε, λέγουσα χίλια ευχαριστώ.
Σε λίγο μπήκε στο κελλί του Γέροντα και εξιστόρησε την περίπτωση της. Ήταν παντρεμένη με 3 μικρά παιδιά. Ό σύζυγος της, καλός μέχρι πρότινος, ήταν βιοτέχνης και είχε οικονομική ευχέρεια. Περνούσαν καλά, αλλά τελευταία «ξελογιάστηκε» με μία μικρή υπάλληλο κι άλλαξε συμπεριφορά. Εκνευρισμοί, βρισιές, απουσίες από το σπίτί, ξενύχτια κ.λπ. Πράγματα πρωτοφανή. Δεν ήξερε πώς να τον αντιμετωπίσει. Να υπομένει, να καταφύγει στα Δικαστήρια για διαζύγιο, τι να κάνει; Γιατί και ή υπομονή έχει όρια, έλεγε.
Ό Γέροντας, αφού την άκουσε με υπομονή και προσοχή, της είπε τα έξης: «Άκουσε κυρία Μαρία, έχεις χίλια δίκαια, δυστυχώς είναι φαινόμενο της εποχής μας. Εσύ να παραμείνεις ήρεμη και να κάνεις υπομονή. Να μην αλλάξεις συμπεριφορά. Αγάπη, σαν να μην συμβαίνει τίποτε. Όχι καυγάδες, αντιδικίες, δικαστήρια. Θα διευρύνουν το χάσμα. Η καλή σου συμπεριφορά θα τον προβληματίσει, θα βαρεθεί την μικρή και θα γυρίσει στα παιδιά του. Γι' αυτό ηρεμία, υπομονή, αγάπη και προσευχή, να τον φωτίσει ο Θεός. θα προσευχηθώ κι εγώ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.