Τα όσα, αγαπητοί, θα διαβάσετε στο κεφάλαιο αυτό αφορούν γράμματα ορφανών παιδιών και αναφέρονται στο σεβαστό πρόσωπο του προστάτου τους αειμνήστου πατρός Χριστόφορου. Μέσα από τις αναμνήσεις των παιδιών διαζωγραφίζεται ή φωτεινή προσωπικότητα του εκλεκτού καλού πνευματικού πατρός πού σε μια χώρα εχθρική στο χριστιανισμό και με πανάθλιες συνθήκες εργάστηκε αποστολικά και έδωσε την καλή ομολογία και μαρτυρία του Χριστού στις πονηρές ήμερες μας. Ας μαθητεύσουμε και παραδειγματιστούμε, διότι έχουν την χάρι τους και στέλνουν ελπιδοφόρα μηνύματα σε όλους μας.
Αυτή την εικόνα ποτέ δεν θα την ξεχάσω.
Έψαχνα να τον βρω, τον ήθελα να τον ρωτήσω για κάτι πού μου είπε ή δασκάλα μας.
Φώναξα, ρώτησα για τον πάτερ, γύρισα σε όλο τον κήπο, στις κότες, στα δωμάτια, πουθενά ό πάτερ. Στο τέλος σκέφτηκα να πάω στην μικρή εκκλησία μας, πού τόση ηρεμία έχει. Ήταν σκοτεινά. Μόνον τα αναμμένα κανδήλια έδιναν λίγο φώς. Δεν έβλεπα τίποτε. Σκέφτηκα ότι ίσως να μην είναι. Έκανα τον σταυρό μου και έκανα να γυρίσω να φύγω. Άκουσα σαν κλάματα, ένα σιγανό βογγητό. Πρόσεξα και προχώρησα προς τα μέσα. Είδα τότε έκπληκτος τον Γέροντα π. Χριστόφορο να είναι κάτω στο πάτωμα πεσμένος μπροστά στην αγία Τράπεζα προς την ωραία Πύλη και το σώμα του να πηγαινοέρχεται, να τρέμει σαν να τον χτυπούσε ηλεκτρικό ρεύμα τον κοίταξα από το πλάι. Ήταν πολύ απορροφημένος και δεν με πρόσεξε. Τα μάτια του έτρεχαν ποτάμι από δάκρυα κάτω στο πάτωμα. Είχε μουσκέψει. Σήκωσε τα χέρια του ψηλά στον ουρανό, άνοιξε την καρδιά του και μιλούσε σε Εκείνον. Σε Εκείνον πού τον αφιέρωσε την ζωή του και πού τον υπηρετεί με όλο τον παλμό της καρδιάς Του. Τον έβλεπα, τον έβλεπα. Φυσούσε την μύτη του. Έκλαιγε. Ήταν σαν μωρό παιδί.
Αυτή την εικόνα ποτέ δεν θα την ξεχάσω από την ζωή μου, ποτέ.
Είναι αμαρτία να πετάμε το ψωμί
... Μια φορά πού εμείς παίζαμε στο προαύλιο, ήλθε ό π. Χριστόφορος. Μας χαιρέτησε ευγενικά και κάθισε να πιή ένα καφέ. Μας έβλεπε. Ρώτησε αν φάγαμε απογευματινό. Τον είπαμε ότι φάγαμε και ικανοποιήθηκε. Ζήτησε μία φέτα ψωμί. Δεν υπήρχε. Δεν πειράζει, είπε, θα φάω αυτήν ποιά του είπαμε και μας έδειξε μία δαγκαμένη φέτα ψωμί από κάποιον άλλο μας πού την πέταξε κάτω.
Σηκώθηκε, το φύσηξε το ψωμί, έκανε τον σταυρό Του και το έφαγε μπροστά στα μάτια μας. Μην με κοιτάτε, είπε, είναι πολλή μεγάλη αμαρτία να πετάμε το ψωμί κάτω. Το ψωμί αυτό πολλοί άνθρωποι το λαχταρούν, το θέλουν και δεν το έχουν και εμείς, δόξα στον Άγιο Θεό πού το έχουμε, ας προσέχουμε πολύ παιδιά μου, και άρχισε να δακρύζει. Ας ζητήσουμε συγγνώμη από τον Θεό για αυτό το κομμάτι το ψωμί πού δεν τιμήσαμε, γιατί αυτό γίνεται Σώμα του Χριστού, και μάς δίνει δύναμη, ζωή.
Το μάθημα πού μας είχε δώσει εκείνη την ήμερα ήταν σπουδαίο. Όσο το σκέφτομαι ντρέπομαι. Ακόμη ντρέπομαι, και μια ζωή θα τον ντρέπομαι.
Πηγαίνω στον τάφο του και τον δείχνω το ψωμί, πού το τρώγω όλο, όλο.
ΒΙΒΛΙΟΓ. ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ο ΟΣΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥ. ΤΕΥΧΟΣ 12
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.