Τί όμορφο πού είναι το σπιτάκι μας. Άλλοι το λένε ορφανοτροφείο... Τα ορφανά. Μόνο ορφανά πού δεν είμαστε. Νιώθουμε την αγάπη του Χριστού και των ανθρώπων, όλων των ανθρώπων. Όσοι έρχονται μας αγαπάνε. Από τότε πού βρεθήκαμε εκεί μέσα, γνωρίσαμε την αγάπη, γνωρίσαμε την ευγένεια και την καλοσύνη, σ' όλο της το μεγαλείο. Γνωρίσαμε τί θα πει τάξη, τί θα πει ευγνωμοσύνη. Μάθαμε τί πρέπει να κάνουμε για να μην πικραίνουμε κανέναν. Επίσης μάθαμε τί θα πει ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή. Ζωή, πού ποτέ δεν γνωρίσαμε, ή δεν θα γνωρίζαμε όσο κι αν προσπαθούσαμε.
Όμως, πιο πάνω απ' όλα αυτά, γνωρίσαμε κάτι μοναδικό κι ανεπανάληπτο. Κάτι πού σίγουρα το κάθε παιδί ξεχωριστά κι όλοι μαζί θα το έχουμε στην καλύτερη θέση της καρδιάς μας. Γνωρίσαμε έναν υπέροχο άνθρωπο. Έναν υπέροχο πατέρα. Ένα σεβάσμιο γέροντα, κληρικό, παπά μ' όλη την σημασία της λέξεως, έναν ταλαιπωρημένο άνθρωπο, πού ακόμη και ή φυλακή δεν τον ταλαιπώρησε, δεν τον κούρασε, άλλα τον έκανε να λάμψει, ν' αγιάσει. Να χαίρεται.
Έναν πατέρα πού έκλαιγε στην λύπη μας και γελούσε στην χαρά μας. Δεν θα ξεχάσω, είχα σπάσει το χέρι μου και το είχα στον γύψο.
Πονούσα, υπέφερα, έκλαιγα. Μια μέρα μετά, ήλθε, έχοντας τυλιγμένο το χέρι του με γάζα. «Τί έπαθες παππούλη μου;» «Να παιδί μου, παραπάτησα και το στραμπούλιξα και ό γιατρός είπε να το δέσω...». Έτσι έκανε για να μου συμπαρασταθεί.
Μία φορά πού του είπα ότι ξέχασα κι έφαγα τυρί την Τετάρτη και του ζήτησα συγγνώμη, εκείνος μου είπε: «Δεν πειράζει. Θα κρατήσω εγώ δεκαπέντε μέρες νηστεία. Κοινώνησε εσύ. Εγώ, σαν πατέρας σου, θα τακτοποιήσω το θέμα με τον Θεό, άλλα να μην επαναληφθεί. Δεν είσαι μικρό παιδί».
Μου λείπει ή γνώριμη φωνή του, όταν έμπαινε μέσα στο σπίτι, φώναζε. «Πού είστε, παιδιά μου; Πού μου κρύβεστε;» Τρέχαμε πάνω του, τον αγκαλιάζαμε και του φιλούσαμε το χέρι.
Ας τον αναπαύσει ό Θεός εκεί πού είναι. Πιστεύω τον έχει κοντά Του. Δίπλα Του.
Πάνω από τις δυνάμεις μας υπάρχει Εκείνος, ό Κύριος μας, τον παρακάλεσες...;
Καθόμουνα και διάβαζα μαθηματικά. Δυσκολευόμουν πάρα πολύ. Ήταν δύσκολα και δεν τα κατάφερνα...
Έτσι σκυθρωπό και στεναχωρημένο με βρήκε ό π. Χριστόφορος και ήλθε κοντά μου. Τί έχεις, νεαρέ μου, τί συμβαίνει; Τί είναι αυτό πού σε στενοχώρησε και είσαι έτσι;
Να, πάτερ, μου συμβαίνει αυτό. Δεν ξέρω την λύση από αυτά τα προβλήματα. Προσπαθώ, άλλα δεν τα καταφέρνω. Δεν μπορώ.
Κατέβασε λυπημένος το κεφάλι του. Έδειχνε πάρα πολύ στενοχωρημένος. Άκου, παιδί μου, εγώ γράμματα δεν ξέρω πολλά. Μαθηματικά έκτος από τα πολύ λίγα για να μετρώ, δεν ξέρω. Ξέρω όμως, ότι τα μαθηματικά είναι απλή σκέψη. Δεν είναι ούτε φιλοσοφία ούτε θεωρία. Είναι σκέψη. Όπως επίσης ξέρω και κάτι άλλο. Ότι πάνω από εμάς, πάνω από τις δυνάμεις μας, πάνω από τις σκέψεις μας υπάρχει Εκείνος, ό Κύριος μας. Προσευχήθηκες; Τον ρώτησες; Τον παρακάλεσες να σε βοηθήσει; και έφυγε.
Έτσι και έγινε. Πήγα μέσα, έκανα λίγη προσευχή, παρακάλεσα τον Θεό να με βοηθήσει, να με ξεθολώσει το μυαλό. Πήγα στρώθηκα, έβαλα απλή λογική και ή δύσκολη λύση, έγινε τόση απλή πού ούτε το φαντάστηκα καθόλου.
Έτσι απλά αντιμετώπιζε ό μακάριος παππούλης μας τα καθημερινά μας. Με τόση αγνή σκέψη, διάθεση και μυαλό.
ΒΙΒΛΙΟΓ. ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ο ΟΣΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥ. ΤΕΥΧΟΣ 12
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.