Παρασκευή 16 Ιουλίου 2010

Αξιοπρόσεκτα πρακτικά πνευματικά μαθήματα 4

Όλες οι αισθήσεις μας πρέπει να είναι σε επιφυλακή.


Προσέχετε! Πάρα πολύ να προσέχετε, παιδιά μου. Ό Θεός, ό καλός μας πλάστης, μάς έδωσε και νου και σκέψη και μυαλό.

Όλες οι αισθήσεις μας πρέπει να είναι σε επιφυλακή. Περπατάμε στον δρόμο, περνάμε από το περίπτερο, πού έχει άσεμνες φωτογραφίες, κατεβάζουμε το κεφάλι μας, λέμε «Κύριε Ιησού Χριστέ, βοήθησε με» και προχωράμε χωρίς να σταματήσουμε ούτε δευτερόλεπτο. Ακούμε λόγια σαχλά, αηδίες..., δεν ακούμε τίποτε, προχωράμε.

Βλέπουμε κάποιες κινήσεις άσεμνες, ή σε τηλεόραση ή σε ανθρώπους, φεύγουμε αμέσως. Δεν γινόμαστε, παιδιά μου, οπισθοδρομικοί, όχι. Γινόμαστε σωστά παιδιά του Θεού, σωστοί άνθρωποι Του.

Σε καμιά περίπτωση μην σκέπτεσθαι ότι είστε πίσω από τον κόσμο, παιδιά μου... Άλλα και πίσω από τον κόσμο να είμαστε, καλύτερα, γιατί έτσι είμαστε στα μάτια του Θεού, κοντά στην παρουσία Του, στην ευλογία Του. Κοντά Του και αυτό για μάς είναι έπαινος. Είναι χαρά και ευλογία, παιδιά μου...

Πώς να τον ξεχάσω αυτόν τον άνθρωπο; Πώς; Πέστε μου.

Εμείς εδώ θέλουμε σωστούς ανθρώπους

Πέρασαν ακριβώς 27 ολόκληρα χρόνια. Πήγαινα τότε στο νηπιαγωγείο. Εμένα στο σπίτι του π. Χριστόφορου. Ορφανό, κατατρεγμένο με βρήκαν σε άσχημη κατάσταση και με συμμάζεψαν από τον δρόμο. Με φρόντισαν μ' όλη τους την αγάπη. Με στείλανε και στο νηπιαγωγείο.

Στο διάλειμμα πού παίζαμε είδα έναν φίλο, το……. ,να παίζει με μια όμορφη μπουλντόζα. Να σηκώνει την φαγάνα, να μαζεύει το χώμα και να περπατά. Ήταν ένα πολύ θαυμάσιο παιχνίδι. Το ήθελα πολύ. Ζήτησα να το δώ λίγο και να παίξω και εγώ λίγο. Όχι ήταν ή απάντηση του. Ζήλια και πίκρα με κυρίεψε. Ήθελα και εγώ ένα τέτοιο παιχνίδι.

Έτσι λοιπόν σε κάποια στιγμή πού ό φίλος αφαιρέθηκε εγώ πήρα την μπουλντόζα και την έκρυψα. Μετά το σχολείο την πήρα μαζί μου στο σπίτι. Πέταξα την τσάντα στο κρεβάτι και σηκώθηκα να πάω έξω να παίξω.

Κάποια στιγμή άκουσα τον γέροντα να φωνάζει όλα τα παιδάκια για φαγητό. Πήγα, έπλυνα τα χέρια μου και έτρεξα να φάω τις νοστιμιές πού μάς έκαναν οι γυναίκες νταντάδες. Έκπληκτος, όταν πήγα στην θέση μου, δεν βρήκα φαγητό. Το πιάτο μου ήταν εντελώς άδειο.

...Δεν έφτασε παιδί μου το φαγητό, το δώσαμε στα άλλα παιδάκια. Εσύ άλλωστε δεν πεινούσες, μου είπε. Γιατί; ρώτησα έκπληκτος. Γιατί είχες άλλη ασχολία, παιδί μου.

Άρχισα να κλαίω. Δεν με αγαπάτε. Δεν με σκέφτεστε, δεν με θέλετε.

Χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι ό γέροντας, και ορθά κοφτά μου είπε: Όχι, όχι, δεν σε θέλουμε. Εμείς εδώ θέλουμε σωστούς ανθρώπους. Δεν θέλουμε κλέφτες. Οι κλέφτες έξω από εδώ. Εμείς εδώ ανατρέφουμε τα παιδιά μας μόνο με αγάπη, συμπαράσταση και αλληλεγγύη.

Εσύ εδώ και ό κάθε κλέφτης δεν έχει καμία θέση. Εσύ, παιδί μου, σήμερα έδειξες ποιος είσαι. Έδειξες ότι τίποτε δεν έμαθες από εμάς, γι' αυτό δεν έχεις θέση ούτε στο σπίτι ούτε στο τραπέζι. Ό Κύριος δεν σε θέλει γιατί έδειξες ποιος είσαι.

Βούρκωσα, εκείνη την ώρα κατάλαβα το σφάλμα μου, ζήτησα συγγνώμη για την πράξη μου απ' όλους. Και από το σχολείο, την δασκάλα και τον συμμαθητή μου, ό όποιος μου χάρισε εκείνο το παιχνίδι.

Το έχω μέχρι σήμερα, για να μου θυμίζει την απαίσια πράξη μου και την συμπεριφορά μου. Νιώθω πολύ άσχημα μέχρι σήμερα. Ή στάση ή απόλυτη του γέροντα με συνέφερε αμέσως...

Κύριε μου, εγώ φταίω πού δεν τα έδωσα γερές βάσεις

Ήταν τότε πού σαν παιδί και εγώ, ζήλεψα να αγοράσω κάτι. Όμως δεν μπορούσα, ούτε ό γέροντας μου έδινε χρήματα, διότι δεν είχε. Πείσμωσα και εγώ πολύ επειδή νόμιζα ότι δεν μου έδινε κανένας σημασία, δεν με αγαπούσαν και δεν μου έδιναν λίγη χαρά. Τί ζήτησα; ένα παντελόνι καινούριο να φορέσω και εγώ σαν νέος άνθρωπος. Τόσο δύσκολο ήταν; Αφού δεν με έδιναν χρήματα θα το αγόραζα μόνος μου' πώς όμως; καθόμουν σκεφτικός στο κρεβάτι μου στεναχωρημένος και θλιμμένος.

Τί έχεις φιλαράκο; ακούω μια φωνή. Ήταν του διπλανού μου, του Παναγιώτη.

Άσε, δεν μου το παίρνουν. Βαρέθηκα, όλο δεν έχουν και δεν έχουν.

Άσε και εμένα το ίδιο μου είπαν όταν τούς είπα να μου πάρουν αθλητικά παπούτσια. Βαρέθηκα την ζωή μου εδώ μέσα, όλο τα παλιά, τα χαλασμένα, τα τρύπια. Είσαι φιλαράκο να τα πάρουμε μόνοι μας;

Πώς; του απάντησα. Τί θα κάνουμε; Να στο γραφείο, εκεί πού βάζει ό γέροντας τα χρήματα... Δεν μπορεί, όλο και κάτι θα έχουν. "Ας μην τα κρατάνε όλα γι' αυτούς. "Ας μάς δώσουν και εμάς' και εξ άλλου ούτε θα το καταλάβουν τόσοι πού είμαστε, που να ξέρουν ποιος τα πήρε; Άλλωστε θα πάρουμε λίγα. "Έτσι και έγινε. Βρήκαμε το συρτάρι κλειδωμένο με ένα λουκέτο το όποιο ανοίξαμε με ένα μαχαίρι. Ανοίξαμε και εκείνη την ώρα, παγώσαμε. Στην πόρτα του γραφείου ό γέροντας, με σκυμμένο το κεφάλι του έκανε δίπλα μας ένα βήμα και επήγε στον εσταυρωμένο και στο κανδήλι πού είχε αναμμένο.

Κύριε, Κύριε μου, είπε, συγχώρεσε τα παιδιά. Δεν φταίνε. Εγώ φταίω πού δεν τα έδωσα γερές βάσεις. Εγώ φταίω, Κύριε μου, γιατί ήμουν ανάξιος για σωστός πατέρας. Εγώ έκλεψα το ταμείο σου, Κύριε μου, και έμενα να τιμωρήσεις. Γιατί αυτά τα παιδιά ήταν κοντά μου από μικρά. Εγώ τα έπλασα και τα έκαμα ολόκληρους άνδρες. Για το σημερινό κατάντημα εγώ φταίω. Σου ζητώ συγγνώμη, Κύριε μου.

Έκλεγε γονατισμένος στον εσταυρωμένο για πολλή ώρα. Μέχρι πού λυγήσαμε. Πήγαμε κοντά του, πέσαμε στην αγκαλιά του, κατεβάσαμε τα κεφάλια μας και του ζητήσαμε να μάς συγχώρηση....

Δεν θα ξεχάσω ποτέ στην ζωή μου την συγκλονιστική εκείνη στιγμή, και φυσικά όχι μόνο δεν μάς μάλωσε, άλλα με την στάση του μάς έκανε να νιώσουμε τα λάθη μας.


Καμιά ασπιρίνη δεν θα μπορούσε να κάνη αυτό πού έκανε ό Κύριος

..."Ένα φθινοπωρινό απόγευμα 11 Οκτωβρίου, πού το κρύο ήταν δυνατό, εγώ έτρεμα σύγκορμος από πυρετό, από γρίπη. Έκτος από τσάι και ζεστές κουβέρτες δεν υπήρχε και τίποτε άλλο. Όσες κυρίες έρχονταν να βοηθήσουν στο ανεπίσημο ορφανοτροφείο, ήταν για μάς μάνες. Μάνες στην κυριολεξία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν νιώθω τί γράφω. Ισα - ίσα, όποιος δεν γνώρισε ορφάνια δεν θα μπόρεση ποτέ να νιώσει τί γράφω. Τί σήμαινε και τί σημαίνει πάντα για μάς μια βοηθός στο δρόμο της ζωής μας.

Ήλθε και ό γέροντας, τρέχοντας... Τί έχει το παιδί μου, το βλαστάρι μου; Για να δώ εγώ... Σκύβει και μου φιλά στο μέτωπο... Πω, πω, πω! βρέ παιδί μου, κακώς και ανάψατε την κουζίνα σήμερα- εδώ έπρεπε να μαγειρέψουν!... Εσύ ψήνεσαι στον πυρετό... Τί του έδωσες Μαρία; Τί να τον δώσω, γέροντα, από αυτό πού έχουμε, τσάι, τσάι και κομπρέσες, τί άλλο. Το φαρμακείο μας είναι άδειο, κοιτάξτε.

Ναι, παιδί μου, το γνωρίζω, είπε ό καλός γέροντας μας. Ναι, όμως δεν του έδωσες κάτι, κάτι πού το έχουμε δωρεάν. Κάτι πού ό Κύριος μας το χάρισε πλουσιοπάροχα και το έχουμε ευλογία Θεού.

Εγώ κοιτούσα με απορία. Το ίδιο και ή Μαρία. Πήγε στο εκκλησάκι, έφερε αγιασμό και ένα βαμβάκι με λάδι από την εικόνα. Με σταύρωσε στο μέτωπο και την καρδιά, λέγοντας" «Ευλογία και έλεος Κυρίου έλθει επί σε». Μούδωσε και αγιασμό να πιώ.

Κοιμήσου τώρα, παιδί μου, και νάσαι σίγουρος ότι καμιά ασπιρίνη δεν θα μπορούσε να κάνη αυτό πού έκαμε ό Κύριος.

Και ιδού το θαύμα... Όταν ξύπνησα όλα ήταν καλά. "Έπεσε ό πυρετός, δεν πονούσε το κεφάλι μου και δεν κρύωνα. Μέγας είσαι Κύριε, είπα, και θαυμαστά τα έργα


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.