Παρασκευή 16 Ιουλίου 2010

Αξιοπρόσεκτα πρακτικά πνευματικά μαθήματα 5

Ποιος πατέρας σωστός μπορεί να φορά καινούρια παπούτσια, όταν τα παιδιά του έχουν τρύπια;

Ήταν ή γιορτή του Γέροντα, του αγίου Χριστόφορου. Από μέρες πριν σκεπτόμασταν τί δώρο να του κάνουμε. Πώς να τον κάνουμε να χαρεί. Σκεφτόμασταν, σκεφτόμασταν, χωρίς φυσικά να είχαμε και πολλές δυνατότητες... Κι έτσι πήγαμε και του πήραμε μία ζακέτα για να μην κρυώνει και ένα ζευγάρι παπούτσια, διότι ξέραμε ότι δεν είχε. Κόψαμε και αγριάδα του κήπου και με χαμόγελο πήγαμε να του ευχηθούμε. Κατασυγκινημένος άνοιξε τα δώρα και τα μάτια του βούρκωσαν. Χαρήκαμε εμείς, είπαμε του άρεσαν του Γέροντα τα δώρα μας.

Εκείνος φώναξε δύο μικρά παιδιά, τα πιο μικρά. Κωστάκη, Αλέξανδρε, ελάτε εδώ, παιδιά μου, είπε. Ήρθαν και στάθηκαν μπροστά του. Για πηγαίνετε στο δωμάτιο σας να φορέσετε, παιδιά μου, τα παπούτσια τα καλά και να βγάλετε αυτά τα τρύπια.

Εκείνα με θλιμμένα πρόσωπα είπαν: Δεν έχουμε πατερούλη, αυτά είναι όλα.

Καλά, απάντησε, για πάτε, τότε, να βάλετε τη ζακέτα σας, το μπουφάν σας, το παλτό σας, έχει κρύο.

Δεν έχουμε, ήταν ή απάντηση τους.

Καλά μου παιδιά πηγαίνετε, αύριο θα έχετε.

Γύρισε και μάς κοίταξε. Μέσα από την καρδιά μου σάς υπερευχαριστώ για τα δώρα σας, όμως ποιος πατέρας σωστός μπορεί να φορά καινούρια παπούτσια, όταν τα παιδιά του έχουν τρύπια; Ποιος πατέρας μπορεί να ζεσταθεί με μια ζακέτα, όταν κρυώνουν τα παιδιά του; Πες τε μου, παιδιά μου... Ή χειρονομία σας μετρά. Για μένα αρκεί ή αγάπη σας, όχι σε μένα, αλλά στον Κύριο μας, κι αυτό θα είναι για μένα το ιερότερο και καλύτερο δώρο σας.

Περιττό να σάς πω ότι την επομένη πήγε και άλλαξε τα δώρα και πήρε για τα μικρά ορφανά.

Έχεις απόλυτο δίκαιο. Εγώ φταίω για όλα.


Αισθανόμουν πάρα πολύ άσχημα. Δεν ήθελα να πάω πουθενά. Δεν ήθελα να βγω έξω. Ό λόγος; Είχα μεγαλώσει πια, και όμως ένα τρύπιο παντελόνι, ραμμένο και μπαλωμένο πολλές φορές' και δύο τρεις μπλούζες τρύπιες και φαγωμένες. Που να πάω, σε ποιά εκδήλωση, σε πιο μαγαζί; Ποιά κοπέλα θα ήθελε να με γνωρίσει με αυτά τα χάλια; Ακόμη και τα παπούτσια μου ήταν τρύπια.

Ήμουν πολύ στεναχωρημένος. Ούτε σχολείο ήθελα να πάω. Ένιωθα συνεχώς ένα μειονέκτημα, μία θλίψη. Έβλεπα τούς συμμαθητές μου και τούς φίλους μου να είναι στα σπίτια τους, να είναι πεντακάθαροι, με καλά ρούχα και ένιωθα πολύ χάλια.

Δεν τολμούσα, όμως, να το πω, να το εκμυστηρευτώ στον Γέροντα, γιατί έβλεπα, ένιωθα και καταλάβαινα τις πολλές δυσκολίες του. Αφού φαγητό δεν είχαμε, νερό δεν είχαμε, ρεύμα δεν είχαμε..., ρούχα δεν είχαμε. Από την μια καταλάβαινα την κατάσταση και από την άλλη στεναχωριόμουν για την κατάντια μου.

Σαράκι μέσα στην ψυχή είχε καταντήσει ή όλη μου αυτή στέρηση, ώσπου δεν άντεξα και κάτω από το πετραχήλι του, άνοιξα στον Γέροντα την καρδιά μου. Του είπα τον λογισμό μου και την σκέψη μου.

Εκείνος δεν αντέδρασε, δεν θύμωσε, δεν φώναξε. Άπλα τα έβαλε με τον εαυτό του έσκυψε το κεφάλι...

Έχεις δίκαιο, παιδί μου. Απόλυτο δίκαιο. Εγώ φταίω για όλα. Συγχώρεσε με, παιδί μου. Σάς μάζεψα εδώ μέσα, χωρίς να έχω την δυνατότητα να είμαι απέναντι σας εντάξει. Σάς έβαλα εδώ και ούτε ρούχα δεν έχω την δυνατότητα να σάς προσφέρω. Σε μένα το ανάθεμα, σε μένα όλα, παιδί μου, συγχώρεσε με σε παρακαλώ πάρα πολύ...

Ένιωσα πολύ άσχημα. Τόσο άσχημα πού παρακαλούσα να ανοίξει ή γη να με καταπιεί. Δεν εκτίμησα τίποτε, και έκανα έναν άνθρωπο δυστυχισμένο. Έναν άνθρωπο πού έδωσε το είναι του, τον εαυτό του, την ζωή του, την καρδιά του..., και εγώ κοιτούσα να βρω καλά ρούχα....

Πιστεύω να είναι στον Παράδεισο και να με συγχωρέσει πού τον πίκρανα τόσο πολύ. Μου λείπεις, Γέροντα μου, πολύ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.