Σε κάθε χαρτί υπήρχε ή μορφή του π. Χριστόφορου και μάλιστα κλαμένη.
Ήμουν από τα μεγαλύτερα παιδιά. Τώρα πού μάς έφυγε ό καλός μας πάτερ, ό φύλακας άγγελος της ψυχής μας, ό παππούλης όπως τον λέγαμε, θα σάς γράψω για το πάθημα μου.
Ζήτησα να πάω να δουλέψω τα καλοκαίρια, να μπορώ να βγάζω το χαρτζιλίκι μου, κάτι τέλος πάντων. Κάτι για να βοηθώ και τα μικρότερα αδέλφια μου. Έτσι πήγα σε μια φάρμα ζώων. Περιποιόμουν τα άλογα. Τα καθάριζα, τα σκούπιζα, τα χτένιζα, τα τάιζα, τα έβγαζα βόλτα έξω. Ήταν ιδιωτικός όμιλος και αυτά άνηκαν σε οικογένειες πού είχαν παιδιά και έκαναν ιππασία.
Έτσι πολύ συχνά ερχόμουν σε επικοινωνία με πλουσίους, με τα παιδιά τους, πού μου παρακαλούσαν να φροντίζω τα άλογα τους, και αυτοί για να με ευχαριστήσουν μου έδιναν πουρμπουάρ. Σύντομα, μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα παρά έγινα αύτοανεξάρτητος και ζήτησα να φύγω από εκεί πού μέχρι τώρα με είχαν θρέψει, μεγαλώσει και φροντίσει. Άρχισα να ζω μόνος, να γυρνώ από δώ και από κει, να πίνω και να μην είμαι το καλό παιδί, πού με φρόντιζαν και με νουθετούσαν οι δασκάλες μου και ό παππούλης. Μέχρι και χαρτιά άρχισα να παίζω, πόκα, μπλακ-τζάκ και άλλα. Ότι χρήματα είχα τα ξόδεψα. Ό οργανισμός μου εξαντλήθηκε. Άρχισα να δανείζομαι για να παίζω. Άρχισα να ζητώ χρήματα προκαταβολικώς... Με πήρε για τα καλά ή κατηφόρα, και ναι μεν με στενοχωρούσε πάρα πολύ, όμως δεν είχα την δύναμη, δεν μπορούσα καθόλου να αντισταθώ και να σταματήσω. Ώσπου μια μέρα στα χέρια μου, στις φιγούρες στα χαρτιά, διαπίστωσα έκπληκτος, ότι σε κάθε χαρτί αντί να υπάρχει ή αντίστοιχη φιγούρα, υπήρχε ή μορφή του παππούλη, του π. Χριστόφορου και μάλιστα κλαμένη. Με μάτια κόκκινα. Έκπληκτος άνοιξα και έκλεισα πολλές φορές τα μάτια μου για να καταλάβω τί γίνεται....
Εκτοτε, κάθε φορά πού πήγαινα να παίξω χαρτιά, επαναλαμβάνονταν το ίδιο σκηνικό..., και δεν μπορούσα να παίξω....
Έκοψα διά ροπάλου τα χαρτιά και από τότε πηγαίνω στον τάφο του αγίου παππούλη μας και τον ευχαριστώ. Τον ευγνωμονώ, πού έστω και απών είναι κοντά μας.
Την αγάπη του, πώς να την ξεχάσω!
Πήγα να τον δώ με την δασκάλα μου μια φορά στην φυλακή, λίγο πριν να βγει. Μεσολάβησε κάποιος γνωστός του
Από την ήμερα πού μάς άφησε ό πατερούλης μας και δεν τον ξαναείδαμε, έρχεται και μάς μιλά, μάς φροντίζει και μάς περιποιείται ό …. Έχει αναλάβει τα
πάντα, εκτός από το να είναι κοντά μας.
Πήγα λοιπόν να τον δώ εκεί στην φυλακή. Μόλις πήγαμε μέσα, πίσω από ένα φράκτη σιδερένιο, και τον είδα να έρχεται, άρχισα να κλαίω. Σερνόταν, ήταν πολύ χάλια. Ήταν πολύ άρρωστος και πρέπει να πονούσε.
Μόλις με είδε, σήκωσε το κορμί του, χαμογέλασε. Σταμάτησε να περπατάει. Ήλθε και με ύφος αυστηρό με μάλωσε.
-Τί θέλεις εδώ; Γιατί δεν διαβάζεις;
-Ήθελα να σε δώ, πατέρα μου. Μου έλειψες πολύ. Μάς έλειψες από όλους μας. Πότε θα γυρίσεις; τον ρώτησα.
Δεν άντεξα και δάκρυσα. Άρχισα να κλαίω.
Δάκρυσε και εκείνος. Έτρεξαν τα μάτια του. Έκαμε πώς βηχούσε και γρήγορα γρήγορα σκουπίστηκε....
-Εδώ είμαι, παιδί μου. Περνάω πολύ καλά. Με προσέχουν, με φροντίζουν, με περιποιούνται! «Μην ανησυχείς! Εσύ κοίτα καλά τα μαθήματα σου. Διάβαζε για να μην γίνεις ντουβάρι σαν έμενα. Κοίτα να προκόψεις. Τώρα πού θα πάς άναψε ένα κερί για μένα στο εκκλησάκι μας. Ευχαρίστησε τον Θεό πού μάς φροντίζει όλους μας, πού μάς έχει γερούς και δυνατούς. Χαιρετισμούς σ' όλα τα παιδιά. Την αγάπη μου».
Την αγάπη του, πώς να την ξεχάσω! Αυτήν την πολύτιμη αγάπη του, πού είναι μέσα μου, την πατρική του καρδιά, την καλοσύνη του!
Χρυσέ μου άνθρωπε, ευλόγα μας από εκεί πού είσαι και μην μάς αφήνεις!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.