Το 1123 ο Βενετός κληρικός CERBANUS CERBANI πού υπηρετούσε στην Αυλή του αυτοκράτορα Ιωάννου Β' του Κομνηνού, ταξιδεύοντας από την Πόλη στους Αγίους Τόπους, πιάστηκε αιχμάλωτος κοντά στην Ικαρία και ωδηγήθηκε στη Χίο. Κατόρθωσε νά δραπέτευση, έφθασε στη Ρόδο και ξαναγύρισε στη Χίο με Το στόλο των Βενετών κατά την εκστρατεία πού κατέληξε στην κατάκτηση του νησιού. Εκεί ο CERBANUS είχε την έμπνευση νά κλέψει Το λείψανο του 'Αγίου Ισιδώρου και νά Το μεταφέρει στη Βενετία.
Το χρονικό τής απαγωγής περιέχεται στην έκθεση του καθολικού παπά προς τον πάτρωνα του, επίσκοπο Βονιφάτιο Φαλιέρο. Πρόκειται για ένα κείμενο πού αποκαλύπτει oτι ή αρπαγή λειψάνων Αγίων από την Ανατολή ήταν μια πολύ αποδοτική επιχείρηση, και σε ορισμένες περιπτώσεις έπαιρνε τη μορφή πειρατικής επιδρομής.
Ή έκθεση του cerbanus έχει τον τίτλο «Μετακομιδή του θαυματουργού μάρτυρος Ισιδώρου από τη νήσο Χίο στην πόλη της Βενετίας, 1125 ».
Αφού ιστορεί ο κληρικός τον βίο του Αγίου προχωρεί στην περιγραφή της αρπάγης.
Καθώς ή γαλέρα, φορτωμένη βενετικό στρατό ζύγωνε στη Χίο ό παππάς εμπιστεύεται στον πλοίαρχο, στο ναύκληρο και σε μερικούς άλλους ευγενείς την ιδέα του νά κλέψουν από τον ομώνυμο ναό Το σκήνωμα του Αγίου πού αποτελούσε Το καύχημα του νησιού.
«Αδελφοί, σ' αυτό Το νησί πού πάμε νά παραχειμάσουμε, κρύβεται πολύτιμος και ξακουστός θησαυρός, Το σώμα του αγίου και θαυματουργού μάρτυρος Ισιδώρου. Ας Το πάρουμε, με τη βοήθεια της Θείας Πρόνοιας, με ευλάβεια βέβαια, άλλά προσεκτικά και κρυφά μη μας προλάβουν άλλοι.»
Ή ιδέα ενθουσίασε όλους κι' αμέσως ετέθη σ' εφαρμογή Το σχέδιο της αρπαγής.
Την άλλη μέρα, Κυριακή, εορτή του αγίου Αμβροσίου, οι συνωμότες σπεύδουν στην εκκλησία και κλειδώνονται μέσα. Ό στρατός είναι απασχολημένος με την εξεύρεση καταλυμάτων και δεν υποπτεύεται κανείς τίποτα.
Εκεί, στην εκκλησία του Αγίου Ισιδώρου, ή «θεοσεβής» συντροφιά με επικεφαλής τον κυνικό ιερέα, Αφού έψαλε ύμνους και έκανε δεήσεις και μετάνοιες, αναμέτρησε και τούς κινδύνους πού συνόδευαν Το εγχείρημα. Τίποτα δεν απέκλειε νά αποκαλυφθεί ή επιχείρηση. Έπειτα θ' αντιμετώπιζαν και τη θεϊκή οργή. Άλλά ό πανούργος ρασοφόρος έλυσε Το πρόβλημα με αυτό τον απλό συλλογισμό :
«Αν ή Θεία οικονομία και ό Άγιος συμφωνούν νά μετακινηθεί Το λείψανο, όλα θα πάνε καλά, οι στρατιώτες θα παρασυρθούν με θεϊκή ενέργεια μακριά από Το ναό και ή εργασία θα τελείωση χωρίς καμία ενόχληση ».
Άλλά έπρεπε πρώτα νά ζητηθεί του Θεού ή ευδοκία και του Αγίου ή συγκατάθεση για την απαγωγή. Έπεσε, λοιπόν, κατά γης ο cerbanus και με Το πρόσωπο στο δάπεδο του ναού δεήθηκε στον Ύψιστο :
«Παντοδύναμε Θεέ, πού χωρίς τη δική σου επίνευση, και Το τελευταίο στρουθίο δεν μπορεί νά πετάξει, και πού με τη δική σου οικονομία έχουν μετακομισθεί τα πολύτιμα σώματα των Αποστόλων, του Μάρκου από την Αλεξάνδρεια στη Βενετία, του Ιακώβου από τα Ιεροσόλυμα στην Ισπανία, του Ματθαίου και του Βαρθολομαίου από την Αιθιοπία και την Ινδία στην Απουλία, ικετεύω με δάκρυα, μην εναντιωθείς στην επιθυμία της αμαρτωλής μου ψυχής, μην εμπόδισης την ευχή των παρισταμένων δούλων σου. Κι Αν ο οφθαλμός της δικαιοσύνης σου έκρινε ότι πρέπει νά αρνηθεί δείξε σημάδι τής θέλησης σου για νά μη προχωρήσουμε στο έργο μας».
Από την πλευρά του Θεού καμία εκδήλωση διαφωνίας. Έπρεπε όμως νά εξασφαλισθεί και ή άδεια του Αγίου. Ό εφευρετικός Βενετός ιερέας απευθύνεται και προς τον οσιομάρτυρα και προσπαθεί νά τον πείσει με μια σειρά«λογικά επιχειρήματα» και δελεαστικές προτάσεις νά μη φέρει εμπόδια στην ευλαβική επιχείρηση της απαγωγής του.
«Αρκετά πια, ένδοξε και θαυματουργέ πρωτομάρτυς, σε χάρηκε ή Ανατολή. Αρκετή ή περηφάνια και ή τύχη της για την παρουσία του σκηνώματος σου. Τώρα, Αν ευδοκήσει ή θεϊκή σου μεγαλειότης, δέξου νά μετακινηθείς και νά εγκατασταθείς στη Δύση. Και εδώ, βέβαια, σε τιμούν και σε δοξολογούν. Άλλά Εκεί, θα δοξαστείς με μεγαλοπρεπέστερες και συχνότερες λειτουργίες, με πανηγυρισμούς, τελετές και ψαλμωδίες και με λαϊκούς εορτασμούς. Επίσης Εκεί, στη Βενετία, θα σε επισκέπτονται πιο συχνά οι πιστοί για νά σε προσκυνήσουν ».του υπενθυμίζει ότι στη Βενετία θα έχει λαμπρή συντροφιά Αποστόλων και πρωτομαρτύρων πού δεν έδειξαν καμία δυσαρέσκεια για την μετακομιδή τους :
«Εκεί αναπαύονται τα σεβάσμια σκηνώματα του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Μάρκου, του ένδοξου πρωτομάρτυρος Στεφάνου, του μεγάλου και θαυματουργού Νικολάου και άλλων αγίων και ομολογητών από τη βασιλική πολιτεία της Αλεξάνδρειας. θα τιμηθείς, όπως εκείνοι, και θα χαίρεσαι νά βρίσκεσαι και σωματικώς μαζί τους».
Και φυσικά, αν δεν επιθυμεί νά μετακινηθεί, ας το δείξει : Ας μην επιτρέψει νά εγγίζουν τον τάφο του.
«Γι' αυτό, μ' όλο πού με βαραίνουν τόσες αμαρτίες, ικετεύω την ευμένεια τής οσιότητας Σου Αν αυτό πού θα επιχειρήσω δεν αρέσει στο Θεό και σε Σένα, εξ αιτίας του ρύπου των αμαρτημάτων μου, Ας φανερωθεί ή Θεία Χάρη. Ας μην επιτραπεί ούτε νά εγγίζουμε τον τάφο σου. Αν, όμως, φιλεύσπλαχνος και πολυέλεος όπως είσαι, ευδόκησες νά συγκινηθείς από τις δεήσεις μας και νά δεχτής τη μετακίνηση σου, βοήθησε στο έργο μας και δός μας κουράγιο και δύναμη».
Καμία αντίδραση από τον Άγιο. Ούτε αστραπές, ούτε βροντές. Φως φανερό ή συγκατάβαση. Αρχίζουν, λοιπόν, βιαστικά οι έρευνες για την ανακάλυψη τής κρύπτης με Το σκήνωμα στα σκοτεινά υπόγεια του ναού :
«Κι' όλοι μαζί, με κεριά αναμμένα στα χέρια, μπαίνουν στο υπόγειο. Άλλά οι κρύπτες έχουν κατασκευασθεί με τέτοια τέχνη και τέτοια επινοητικότητα, πού είναι αδύνατο νά φαντασθεί κανείς ότι κάτω από την πλάκα όπου γονατισμένος προσεύχεται ό ιερέας βρίσκεται ό τάφος του Αγίου. οι τεχνίτες έχουν συνδέσει τα μάρμαρα με τόση τέχνη πού νομίζεις πώς πρόκειται για στερεό τοίχο πέτρινων όγκων και όχι για επικάλυμμα κρύπτης.
Πήρε ό ιερέας ένα σφυρί, προχώρησε στο βάθος του υπογείου και άρχισε νά γκρεμίζει τον τοίχο. Βρεθήκαμε μπροστά σε μια μαρμαρένια πλάκα. την έσπασε και αυτή με Το σφυρί. Τότε μια γλυκεία ευωδιά ξεχύθηκε από τον τάφο και ευφράνθηκαν οι ρώθωνες των παρισταμένων. Σκύβοντας, είδαν τα σώματα τριών αγίων και ενός παιδιού».
Δοξολόγησαν αμέσως και ευχαρίστησαν το Θεό. Δεν έβλεπαν, όμως, καμία επιγραφή και δεν ήξεραν τι νά κάνουν. Ύστερα από μια σύντομη σύσκεψη, ανέσυραν με ευλάβεια τις τρεις οθόνες, όπως ακριβώς βρίσκονταν στον τάφο.
«Ερευνώντας προσεκτικότερα τα τοιχώματα, ανακάλυψαν, με τη θέληση του Αγίου, τον μαρμάρινο τάφο του. οι λαμπάδες πού έκαιγαν επάνω στο πολύτιμο μνημείο ήταν ή απόδειξη. Γιατί νά χρονοτριβούν ; Το τοίχωμα γκρεμίστηκε, και μέσα από Το άνοιγμα είδαν όλοι αυτό πού λαχταρούσαν. Κι' όταν ανασήκωσαν την ταφόπλακα, Μέγας είσαι Κύριε, τί γλυκεία ευωδιά έλουσε όλους ! Δοξάζοντας, λοιπόν, τον Θεό, όσο δυνατότερα επέτρεπε ο χώρος, πήραν Το ασημένιο επιτάφιο με Το όνομα και την εικόνα του Αγίου. Κι' ό ιερέας, τρέμοντας και με ευλάβεια ανέσυρε Το σώμα, Το τύλιξε πρώτα σε μια πολυτελή σινδόνη και ύστερα με πέπλο, και ψάλλοντας ύμνους Το εναπόθεσε στην Αγία Τράπεζα.
«Κι ενώ συζητούσαν πώς θα κρύψουν Το θησαυρό τους, βρέθηκαν ξαφνικά μπροστά τους τρία μεγάλα καλάθια. Αποφάσισαν, λοιπόν, νά βάλουν τα καλάθια Το ένα μέσα στο άλλο. Στο τρίτο τοποθέτησαν τον ένδοξο μάρτυρα του Χριστού, ώστε νά μην αισθανθεί κανείς την οσμή όταν θα έμπαιναν στο πλοίο.
Γύρισαν στην πόλη, άφησαν τα δύο καλάθια σε μια εκκλησία, σφράγισαν Το τρίτο με Το σεβάσμιο σώμα του Αγίου και Το παρέδωσαν στο ναύκληρο του πλοίου. Αλλά ή ευωδιά τύλιξε όλους τούς επιβάτες του καραβιού, πού έκπληκτοι ρωτούσαν τί ήταν αυτό πού αποπνέει τόσο γλυκεία μυρωδιά.
«Τούς απάντησαν ότι Το καλάθι ήταν γεμάτο σταφίδα . Κι' ήταν μια απάντηση όχι του ανθρώπινου μυαλού άλλά έμπνευση τής Θείας Πρόνοιας».
Άλλα ή αρπαγή δεν ήταν δυνατό νά μείνει κρυφή. Κι' έφθασε στ' αυτιά του δούκα. Ό άρχοντας εξαγριώθηκε και μιλούσε για προσβολή. Γιατί ;
«Ό δούκας είχε οργιστεί, επειδή, όπως είπε σε μεγάλη σύσκεψη πού συγκροτήθηκε στο καράβι, ενώ σχεδίαζε κι' αυτός νά αρπάξει Το άγιο λείψανο με κατάλληλο τέχνασμα, ή αρπαγή έγινε χωρίς την τιμητική πομπή και λιτανεία πού ταίριαζε στον μάρτυρα με επικεφαλής τούς άρχοντες. Άλλά μια και διαπιστώθηκε ότι όλοι είχαν την ίδια επιθυμία, ό δούκας καταπραΰνθηκε και τούς συχώρεσε για το σφάλμα τους.
Άλλωστε δεν είναι παράδοξο, πού ό ένδοξος άγιος και οσιότατος μάρτυς, στον αμαρτωλό ιερέα ενέβαλε την ιδέα τής αρπαγής και τον βοήθησε περισσότερο. Ίσως επειδή τον αγάπησε πιο πολύ ευδόκησε νά μην αφαιρέσουν το σώμα του άλλοι. Μήπως και ο Χριστός όταν ανεστήθη εκ νεκρών δεν ζήτησε νά εμφανιστεί πρώτα στη Μαρία τη Μαγδαληνή και όχι στους Αποστόλους ;» την άλλη μέρα ανακάλυψαν οι Χιώτες την αρπαγή του Αγίου τους.
Λαϊκός οδυρμός και απελπισία.«Οι Έλληνες λησμόνησαν την άλωση τής πολιτείας τους και την υποδούλωση τους και θρηνώντας ξεχύθηκαν στους δρόμους και τις πλατείες.
— Συμφορά μας, φώναζαν. Τί θα κάνουμε τώρα πού μείναμε ορφανοί από τον πατέρα μας, τώρα πού χάσαμε τον ποιμενάρχη μας ;
«Μερικοί, όμως, πού ήθελαν νά βρουν στήριγμα παρηγοριάς έλεγαν :
— Καλά νά πάθουμε οι αμαρτωλοί. Αν δεν ήθελε νά φύγει δεν θα επέτρεπε νά γίνουν όλα τόσο εύκολα. Αυτός δεν καταβύθισε το στόλο των Σαρακηνών πού ήθελαν νά καταλάβουν τον τόπο μας και τούς τύφλωσε όταν έφθασαν στο ναό για νά μη βρουν την πόρτα ; Είναι φανερό ότι ήθελε μόνος του νά φύγει.
»Και οι Βενετοί, για νά μη πάθουν τίποτα οι Χιώτες επειδή έχασαν τέτοιο προστάτη, έδειξαν μεγαλοψυχία και άφησαν στο νησί τα άλλα τέσσερα λείψανα πού βρέθηκαν στην κρύπτη του Αγίου Ισιδώρου ».
'Από την έρευνα πού έγινε, γράφει ο cerbanus διαπιστώθηκε ότι ήταν τα σκηνώματα της αγίας Μερόπης και του γιου της, της Ίλαρίας και τής Αφρας.
Άλλά ή αρπαγή του Αγίου είχε και συνέχεια. οι Βενετοί, μετά την κατάληψη τής Χίου, ξεχείμασαν στο νησί και έσφαξαν όλα τα ζώα για τα ατέλειωτα γλεντοκοπά τους. Πολλά σφαχτάρια είχαν εγκαταλειφθεί στους δρόμους και στις πλατείες. Και την άνοιξη έπεσε επιδημία πού προκάλεσε μεγάλο θανατικό στο στρατό των Βενετών. Μήπως ήταν θεία δίκη για την αρπαγή του λειψάνου του Αγίου ;
Όχι, βέβαια, γράφει στην έκθεση του ο πολυμήχανος cerbanus . Και νά ό συλλογισμός πού δικαιώνει τη θεάρεστη πράξη του :
«Ενώ ο στρατός πού έφθασε με τα καράβια στη Χίο αφανίστηκε από την επιδημία, οι στρατιώτες πού ταξίδευαν με το καράβι του Αγίου για τη Βενετία, δεν έπαθαν τίποτα. Αντίθετα, και οι πληγωμένοι και οι άρρωστοι βρήκαν την υγειά τους. Πρέπει, λοιπόν, νά πιστέψουμε και νά μην αμφιβάλλουμε διόλου ότι ο Άγιος για ανταμοιβή τής συνοδείας κατά το θαλασσινό ταξίδι, τούς ευεργέτησε με την ευσπλαχνία του. και μάλιστα με τη μεσολάβηση του στον Ύψιστο θα τούς χαρίσει και τα άπειρα δώρα τής αιώνιας ζωής. Αμήν» .
Το σκήνωμα του Αγίου Ισιδώρου θα ξαναγυρίσει στη Χίο ύστερα από 830 χρονιά (Το 1965) με επίσημη συγκατάθεση της Καθολικής Εκκλησίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΞΕΝΟΙ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ . ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΥ. ΤΟΜΟΣ Α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.