Αντιπαραβολή των δύο υιών
Ό νεώτερος υιός υπόδειγμα επιστροφής και φανέρωση του τί είναι εξομολόγηση: Καρπός μετανοίας, ομολογία των ουσιαστικών μου σφαλμάτων, εγκλημάτων. Συντριβή και εκζήτηση ελέους.
Ό πρεσβύτερος υιός υπόδειγμα μη επιστροφής και φανέρωση τού τί δεν είναι εξομολόγηση: Αναφορά των δικών μου κατορθωμάτων και των εγκλημάτων των άλλων. Σκληροκαρδία και κατάκριση.
Με τον πέρασμα τού χρόνου και την οδυνηρή πείρα έφυγε από τον νεώτερο ή ιδέα ότι κάτι μπορεί να βρει έξω από τον σπίτι, χωρίς τον Πατέρα. Γνώρισε την κουφότητα τής ζωής μακριά από την πηγή της.
Αντίθετα, όσο περνά ό καιρός, ό πρεσβύτερος δεν ωριμάζει πνευματικά, αλλά σκληραίνει την στάσι του. Συνεχώς και περισσότερο κατακρίνει τούς άλλους και τον πατέρα του, μέσα σε μια ψευδαίσθηση ότι είναι «κάποιον τι».
Ό νεώτερος υιός με την συμπεριφορά του λέει τον λόγο τής μετανοίας: «Σοι μόνω ήμαρτον».
Ό πρεσβύτερος αντιθέτως λέει: Εσύ είσαι ό μόνος φταίχτης.
Τον ότι ό νεώτερος επαναστάτησε στην αρχή, πριν περάσουν τα χρόνια, μπορώ κάπως να δικαιολογηθεί.
Τον να αντιδρά όμως ο πρεσβύτερος μετά «τοσαύτα έτη» και να μη θέλει να μπει στο σπίτι, την ώρα τής μεγάλης χαράς, αλλά να ζητά ερίφι — όχι αμνό — για να ευφρανθεί με τούς φίλους του (οικία φίλοι του ήσαν μεταξύ των ερίφων, των εξομολόγηση ευωνύμων, όχι μεταξύ των ευλογημένων, των εκδηλώσεις δεξιών), αυτόν είναι βαρύ και δύσκολα θεραπεύεται.
Όταν έχεις να κάμεις με πατέρα ουράνιο, έχεις άλλες σχέσεις, μιλάς άλλη γλώσσα, αναφέρεις άλλες απώλειες και κέρδη. Δεν αμύνεσαι, αλλά αύτοεξουθενώνεσαι, γιατί βρίσκεις τον εαυτό σου ένοχο — τον μόνο ένοχο — μπροστά σ' ένα τέτοιο πατέρα, πού όχι μόνο αγαπά, αλλά είναι ή Αγάπη.
Όταν δεν θεωρείς τον Θεό πατέρα πού αγαπά, τότε ή εξομολόγηση καταργείται, χάνει τον νόημά της, δεν γίνεται. Ή όταν πάει να γίνει, ξεπέφτει σε μια νομική αντιδικία, όπου κατηγορείται ό αναίτιος, ό ευεργέτης. Όταν βλέπεις μπροστά σου εργοδότη, πού υπολογίζει τα δούναι και λαβείν, ετοιμάζεσαι για διαμάχη και αναμέτρηση οικονομική, δικανική τακτοποίηση να δούμε ποιός θα επιβληθεί σε ποιόν.
Αν μπορούμε να αγαπάμε, θα γνωρίσαμε την αλήθεια τού Θεού. Χωρίς αγάπη, υψώνοντας την φωνή μας, αποκαλύπτουμε τον ψέμα τής ζωής μας.
Χαρακτηριστικά του Πατέρα
Ό Πατέρας τής παραβολής ξέρει πάτε μιλά και πότε όχι. Πότε μοιράζει την περιουσία ολόκληρη, χωρίς να πει λέξι. Και πότε δεν δίδει ούτε ένα ερίφιο και επεξηγεί τον γιατί. Πότε και ποιόν γιό του ασπάζεται, χωρίς άλλα σχόλια. Πότε και ποιόν γιό του δεν ασπάζεται, αλλά τον παρακαλεί και τον συμβουλεύει, πατρικά και βραχύλογα.
Δεν χρειάζονται πολλά λόγια και επεξηγήσεις. Απαιτείται χρόνος, προσωπική αύτοπαρακολούθησι και δοκιμασία, για να καταλάβωμε — αντιθέτως καταλάβωμε — περί τίνος πρόκειται.
Έχει σημασία λοιπόν να ξέρη κανείς πότε θα πει σε κάποιον κάτι. Και μέχρι πού θα προχωρήση. Στη συνέχεια σταματά την επεξήγηση, χωρίς να προχωρεί, ενώ τον θέμα δεν λύθηκε, δεν τακτοποιήθηκε.
Δεν ρωτά τον νεώτερο γιό του τί σκέφτεται να κάμεις και πότε. Για αυτό τον αφήνει ελεύθερο να μείνει στο σπίτι όσες μέρες θέλει μετά την μοιρασιά τής περιουσίας (αυτός φεύγει «μετ' ουσιαστικών πολλάς ημέρας»). Ούτε τον ερωτά πού θα πάει αντιθέτως σκέφτεται να πάει κοντά ή μακριά («εις χώραν μακράν») ή αντιθέτως θα πάρη όλα τα πράγματά του ή τα μισά («συναγαγών άπαντα ό νεώτερος υιός απεδήμησεν»).
Ούτε τον πρεσβύτερο υιό ρώτησε τί αποφασίζει, αφού άκουσε όσα τού είπε ή πατρική Του αγάπη. Τον αφήνει ελεύθερο να αποφασίσει όταν και όπως θέλει. Άφηνα τον θέμα ανοιχτό. Απλώς περιορίζεται στο να τού πει τί έπρεπε να κάμεις: «Εύφρανθήναι και χαρήναι εδεί ότι ο αδελφός σου νεκρός ην και ανέζησε και απολωλώς και ευρέθη».
Και ή παράκληση, ή προτροπή τού Πατέρα, μένει αναπάντητη, τον τέλος άγνωστο. Κόβεται ή συζήτησι απότομα, σταματά, μένα ακέφαλη. Γιατί δεν τελειώνει; Γιατί δεν φτάνει σε τελεία και παύλα;
Έτσι γίνεται. Δεν βρίσκεται τέλος με συζητήσας στα θέματα αυτά και με ανθρώπους πού βρίσκονται σ' αυτή την κατάσταση. Δεν υπάρχει τέλος σε συζητήσεις στα θέματα πού ή φύση τους ξεπερνά πάντα λόγον και αίσθησιν. Άλλωστε ούτε και τον πρόβλημα, ή αρρώστια τού νεωτέρου τακτοποιήθηκε, με συζητήσεις, αλλά με μια φαινομενική εγκατάλειψη, άφεση στο να μάθη διά τού πάθους του. Έτσι είναι. Μόνον ό Θεός να κάμεις τον θαύμα Του.
Κουβέντες και προτροπές δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα σε ανθρώπους πού έχουν καταπιεί τον μίσος, την λογική τής αύτοδικαιώσεως, τής καταδίκης όλων των άλλων. Μπορούν να σού αραδιάσουν ατελείωτα σε στιγμή χρόνου να συσσωρεύουν αναρίθμητες δικές τους αρετές και εγκλήματα των άλλων. Όσα δεν ελέχθησαν, δεν λέγονται, να τα εκστομίσουν, για να εξοντώσουν τον αδελφό τους και να δικαιώσουν τον εαυτό τους. Αλλά δεν αλλάζουν γνώμη. Δεν μπορούν να μετανοήσουν. Δεν αγαπούν. Είναι ξένο προς την φύση τους. Αυτή είναι ή κόλαση τους.
Πώς μπορείς ν' αγαπάς αυτούς πού δεν αγαπούν; Αυτό είναι ένας μεγάλος σταυρός. Σού αρνούνται την αγάπη • είναι κόλαση γι' αυτούς. Υποφέρουν, βασανίζονται. Αλλά πώς μπορείς να τούς συμπαρασταθείς, να τούς συνδράμεις, χωρίς αγάπη; Αυτοί ζητούν όχι την σωτηρία, αλλά την καταδίκη, την εξόντωση πάντων. Έτσι καταδικάζουν και τον εαυτό τους. (Θεολογία και πολιτεία κολάσεως).
Ό Πατέρας παρατρέχει τα επιχειρήματα τού πρεσβυτέρου γιού. Δεν του κάνει καμιά κριτική: Ούτε τον ψέγει για κάποιο λάθος του, ούτε τού αναφέρεις κάτι καλό πού έκαμε. Δεν χρειάζεται να καθυστέρηση καθόλου μέσα στη λογική αυτή, πού δεν οδηγεί πουθενά αλλού, εκτός απότομα τον αδιέξοδο τής κολάσεως. Δεν μπορεί κανείς να τού αρνηθεί την κάποια καλή του προσπάθεια, αλλά τον κακό ήταν ότι δεν είχε καταλάβει ότι και ό ίδιος ήταν άσωτος, δεν ήταν μόνον ό αδελφός του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.