Ή παραβολή και εμείς
Έχει άμεση σχέσι ή παραβολή αυτή με τον Θεό Πατέρα και την Ιστορία τής ανθρωπότητα, πού χαρακτηριστικά χωρίζεται σε δύο μέρη, σε δύο γιούς.
Εμείς πού βρισκόμαστε; Ποιόν αντιπροσωπεύομαι;
Δεν είναι εύκολο να πούμε. Είναι επικίνδυνο βιαστικά να απαντήσουμε• αυτό μάς διδάσκει ή παραβολή.
Ό νεώτερος υιός απότομα την αρχή πού ζήτησε στανικά τον επιβάλλον μέρος τής ουσίας (και ποιός τού είπε ότι είχε δικαίωμα να κάμεις κάτι τέτοιο;) μέχρις ότου δαπανήσει τα πάντα και γίνει Ισχυρός λιμός σ' όλη την μακρινή χώρα και πεθάνει τής πείνας αυτός και οι πολίτες τής χώρας εκείνης... Μέχρις ότου γίνουν όλα αυτά, ήταν ζαλισμένος, δεν ήταν στα καλά του, ήταν εκτός εαυτού. Δεν μπορούσε να διακρίνει, να καταλάβει ή έκανε. Μόνο μετά απότομα όλα αυτά «ήλθεν εις εαυτόν».
Άρα, αντιθέτως βρισκόμαστε στην κατάσταση αυτή τού νεωτέρου γιού, πριν έλθει εις εαυτόν, σημαίνει ότι είμαστε στην πραγματικότητα εκτός εαυτών και δεν ξέρομε πού βρισκόμαστε, τί μάς γίνεται, τι αντιπροσωπεύομαι. Ή και αντιθέτως νομίζουμε ότι ξέρομε — πού συνήθως νομίζομε - πέφτομε έξω. Και μόνο αντιθέτως εάν έλθουμε εις εαυτούς κάποτε, με την βοήθεια τού Θεού, θα ανακαλύψουμε την φτώχεια και την γυμνότητά μας.
Αλλά και ό πρεσβύτερος υιός δεν είναι λιγότερο εκτός εαυτού. Ή καλύτερα, αυτός δεν παρουσιάζεται ποτέ στην παραβολή να έρχεται εις εαυτόν, δηλαδή να έρχεται προς τον Πατέρα, να αισθάνεται και να ομολογή με την ζωή και την συμπεριφορά του την ανθρώπινη αδυναμία. Αλλά ψεύδεται και αλλοφρονεί: Κάνει πεισματικά τον θέλημά του «ωργίσθη και ουκ ήθελεν εισελθείν» — και νομίζει ότι έχει όλο τον δίκιο με τον μέρος του. Ενώ κρίσις δικαία είναι εκείνου πού δεν κάνει τα δικό του θέλημα, αλλά μόνο τον θέλημα τού ουρανίου Πατρός.
Αύτοδικαιώνεται με τα λόγια του και ταυτόχρονα Αναιρείται με την διαγωγή του, άποδεικνυόμενος κενός οιηματίας, ξένος προς το ήθος τού ουρανίου Πατρός.
«Τοσαύτα έτη δουλεύω σοι»: Υπολογίζει το χρόνο, την κτίση όχι την αιωνιότητα, την άκτιστη χάρι, πού μια ροπή κάνει θεολόγο το ληστή πού μετανοεί (Τριώδιον).
Κατηγορεί τον αδελφό του για ασωτία και ανταρσία και ό ίδιος δεν υπακούει στον πατέρα του. Ενώ διαλαλεί την διαρκώς άψογη στάσι του «ουδέποτε εντολή σου παρήλθαν» την ίδια στιγμή όχι εντολή αυστηρή για δουλειά αρνείται, αλλά παράκληση πατρική για συμμετοχή σε οικογενειακή χαρά καταπατεί.
Άρα δεν είναι εύκολο μόνοι μας να πούμε πού βρισκόμαστε, γιατί μπορεί να πέφτωμε έξω, μπορεί να είμαστε εκτός εαυτών και να μην το ξέρωμε, να μην το αντιλαμβανόμαστε.
Τί φοβερό να είσαι τόσο μακριά, ενώ βρίσκεσαι μέσα στον σπίτι! Και το ακόμη φοβερότερο, να εφαρμόζεις τις εντολές και να μην καταλήγεις στην γεύση τού μόσχου τού σιτευτού, να μην γίνεσαι δαιτημών λαμπρός τού μεγάλου Συμποσίου πού προσφέρεται «υπέρ τής Οικουμένης».
Εμείς ως πατέρες πνευματικοί
Υπάρχει μια ισορροπία στην όλη Ιστορία, γιατί ό Πατέρας όλα τα ρυθμίζει θείως, όλα τα υποφέρει. Σηκώνει γαλήνια το σταυρό τής όλης περιπέτειας τού σπιτιού. Και τα δύο παιδιά του είχαν προβλήματα βασανίστηκαν και Τον βασάνισαν. Αυτός όμως έπραξε άψογα, θεϊκά. Ούτε τα νεώτερο υιό χαρακτήρισε άσωτο ούτε τον πρεσβύτερο επέπληξε, επειδή τού μίλησε άπρεπα. Ή συμπεριφορά του φανερώνει απέραντη αγάπη και φέρνει παρηγοριά.
Εφαρμόζεις' όσον έχομε έναν τέτοιο Πατέρα, μπορούμε να έλπίζωμε. Μπορούμε να βρούμε το δρόμο για το σπίτι, μπορούμε να βρούμε τον εαυτόν μας.
Στην ζωή μας ως άνθρωποι είμαστε πάντοτε παιδιά του Θεού και υπόδειγμα για την επιστροφή προς τον ουράνιο Πατέρα είναι ό νεώτερος υιός. Βρισκόμαστε όμως και στην θέση του πατρός ή του πνευματικού πατρός. Τότε πάλι το πώς πρέπει να συμπεριφερθούμε προς τα τέκνα ή πνευματικά μας τέκνα μάς φανερώνει ή συμπεριφορά του «ανθρώπου» τής παραβολής.
Αν βρισκόμαστε στην κατάσταση τού νεωτέρου πού επέστρεψε ή επιστρέφει, τότε μπορούμε να ανεχόμαστε τον άλλο, το παιδί μας. Τότε μπορούμε να νοιώθουμε — και να το ομολογούμε — ότι είμαστε αδύνατοι, πολύ αδύνατοι — «χωρίς αυτού ουσίας δυνάμεθα ποιεί ουδέν» —, αλλά δεν πρέπει να απογοητευόμαστε, γιατί έχομε Πατέρα «δυνάμενον συμπαθήσαι τοις άσθενείαις ημών».
Αν βρισκόμαστε είτε στην κατάσταση του νεωτέρου υιού σε χώρα μακρινή ζώντες ασώτως, είτε στην κατάσταση τού πρεσβυτέρου υιού, πού δικαιώνει τον εαυτόν του και καταδικάζει τούς άλλους; Τότε οπωσδήποτε θα παραποιούμε την διαγωγή τού αληθινού Πατρός. Παρ' όλη την πιθανώς καλή μας διάθεση, θα βασανιζόμαστε και προς παντός θα βασανίζωμε.
Σύμφωνα μ' αυτά μπορούμε να διακρίνωμε δύο έκτροπές συμπεριφοράς πατρός ή πνευματικού πατρός:
Α'. Οι πρώτοι — κατά το παράδειγμα του νεωτέρου προς τής επιστροφής παρουσιάζονται ως πολύ φιλελεύθεροι, συγκαταβατικοί και ανεκτικοί. Δεν κάνουν παρατηρήσεις. Δικαιολογούν τούς νέους. Δεν τούς θεραπεύουν αρρώστιες (δεν έχουν τέτοια ικανότητα). Οτιδήποτε κάνουν τα παιδιά τους, τα θεωρούν φυσικά, δικαιολογημένα ή και τέλεια. Αυτός δεν είναι αποτέλεσμα αγάπης, αλλά συνέπεια αδιαφορίας και επιπολαιότητας προσπάθεια να αποκτήσουν την πρόσκαιρη φιλία των παιδιών. Αυτοί οι δάσκαλοι-πατέρες καλύπτουν την ανικανότητα και άγνοιά τους με υποτιθέμενη φιλανθρωπία και κατανόηση, ενώ πρόκειται για πραγματική καταφρόνηση και εγκατάλειψη του ανθρώπου, ό όποιος έχει ανάγκη από τα μέγιστα και τίμια.
Αυτούς τούς οδηγούς ακολουθούν οι νέοι για λίγο, ξεγελασμένοι από την επίφαση τής τόλμης τους και τον παραπλανητικό φιλελευθερισμό τους. Αλλά γρήγορα τούς εγκαταλείπουν, ανθρωπότητα έχουν γνήσιες άπαιτήσέις και δυνατή πνευματική κράσι, γιατί αντιλαμβάνονται την επικίνδυνη κουφότητά τους. Αυτοί είναι αλλότριοι, ξένοι προς την ζωή, την φύση και βαθειά δίψα τού ανθρώπου. «Και οι άνθρωποι αλλοτρίω ουσίας μην ακολουθήσωσιν, αλλά φεύξονται απαντήσουμε' αυτού, ότι ούκ οίδασι των αλλοτρίων την φωνήν».
Β'. Οι δεύτεροι μένουν φαινομενικά στον σπίτι του πατέρα — παράδειγμα ό πρεσβύτερος υιός — ενώ βρίσκονται μακριά από το πνεύμα και το μεγαλείο τής αγάπης του.
Αυτοχειροτονούνται πνευματικοί πατέρες, επειδή «τοσαύτα έτη» δουλεύουν. Και ενεργούν ως βάναυσοι έπιτιμητές των άλλων. Ό προσωπικός τους αγώνας για μετάνοια και ταπείνωση, κατά τα λεγόμενά τους, έχει τελειώσει. Τώρα ασχολούνται με τα προβλήματα των άλλων («ή συνήθως αυτόκλητοι). Ότι κάνουν, δεν υπαγορεύεται από άδολη πατρική αγάπη - τούς είναι ξένη —, αλλά από μια μοχθηρή καρδιά και αδικαιολόγητη για τα χρόνια τους ζηλοφθονία. Έτσι σύντομα γίνεται σ' όλους έκδηλη ή εσωτερική τους ακαταστασία και εκδικητική μανία. Ή φωνή και ή συμπεριφορά τους είναι ξένη προς την φωνή τού γνήσιου ποιμένα, πού θυσιάζει την ψυχή του υπέρ των προβάτων και τα ίδια πρόβατα καλεί κατ` όνομα και εξάγει αυτά.
Για αυτόκλητοι οι άνθρωποι τούς εγκαταλείπουν. Όσο δεν απομακρύνονται — και δικαιολογημένα — τόσο αυτοί δαιμονίζονται, εκσφενδονίζοντας απειλές και κατάρες γι' αυτούς πού δεν ζητούν τις συμβουλές τους.
Δεν μπορούμε, δεν μάς είναι επιτρεπτό, να δείξωμε ούτε περισσότερη ούτε λιγότερη επιείκεια ή αυστηρότητα απαντήσουμε' όση έδειξε ό ουράνιος Πατέρας. Η διαφορετικά να πούμε και ή επιείκεια και ή αυστηρότητα μας είναι ανεπαρκείς και περιττές για τον άλλο. Αυτά πού χρειάζεται, είναι να παύσωμε, ανθρωπότητα μπορούμε, να ζούμε τον κατά φαντασία, βίο και να ζούμε για τον υπέρ ημών αποθανόντα και Αναστάντα. Έτσι θα ζούμε και για όλους. Και δια ημών θα φανερώνεται Εκείνος, ό Αρχηγός της ζωής, και όχι οι σχετικές και άνευ άξιας δικές μας απόψεις και ενέργειες.
Αυτός πού επέστρεψε ή επιστρέφει βλέπει μόνο την αναξιότητά του (ουκ ειμί άξιος κληθήναι υιός σου»). Γι' αυτόκλητοι διακρίνει και εκπλήσσεται από την αγάπη τού Θεού. Βλέπει τον εαυτόν του πρώτο των αμαρτωλών και τούς άλλους καθαρούς. Αυτός ο άνθρωπος αγαπά «καθ' όμοιότητα Θεού», αγαπά με την αγάπη τού Θεού, πού σώζει και κρίνει. Διακρίνει' αυτούς αγαπά και φανερώνεται μόνον ό Θεός. Αυτός γίνεται Θεός κατά χάριν και όχι θεολόγος κατά φαντασίαν. Το πρώτο είναι δύσκολο και δυσεύρετο, το δεύτερο ευτελές και καθημερινό.
Οι άγιαζόμενοι, οι άγιοι, μάς παρηγορούν, μάς σώζουν. Αυτοί μπορούν να αναλάβουν το έργο τού πατρός, γιατί λένε την αλήθεια με το λόγο και την ζωή τους. Παρουσιάζουν ότι ό αγώνας τους υπάρχει μέχρι τέλους. Μπορεί ν' αλλάζει, αλλά δεν τελειώνει, μέχρι να μπει ό άνθρωπος στον τάφο. Το έργο τής μετανοίας ακολουθεί όσο ζούμε. Ή ημέρα της ταφής μας είναι ή ώρα τού σαββατισμού.
Και μείς, πού είμαστε αδύνατοι, έχομε προβλήματα, τούς ακούμε, τούς εμπιστευόμαστε το είναι μας, τούς πλησιάζομε, θέλομε, όσο γίνεται περισσότερο, να μένωμε κοντά τους. Γιατί νιώθουμε ότι μάς νιώθουν, μάς ευεργετούν, μάς θεραπεύουν, όσο σκληροί κι ανθρωπότητα είναι — όταν είναι. Ή φιλανθρωπία τους είναι δραστική, σωτήρια, και ή αυστηρότητα τους φιλάνθρωπη.
Χωρίς την αγάπη τού Θεού Πατρός και την παρουσία των Αγίων, πού κάνουν αισθητή την στοργή και το φώς Του, ή ζωή στην γη σκοτεινιάζει και κρυώνει σαν κόλαση: Οι πολίτες τής «μακρινής χώρας» σε καταστρέφουν στέλνοντάς σε να βόσκεις χοίρους, πάθη σαρκός. Και οι «δίκαιοι» — τύπου πρεσβυτέρου υιού — σε καταδικάζουν δεν δέχονται την μετάνοιά σου.
Υπάρχει όμως πάντοτε ό Πατέρας πού σε γέννησε, σε πονά και σε σώζει.
Το σύμπαν είναι κατοικήσιμο, εφαρμόζεις' όσον έχομε το Θεό πατέρα και το συνάνθρωπο αδελφό μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.