Κατανυκτικές Σελίδες από το Σύγχρονο Ρουμανικό Γεροντικό
Διήγησης πολύ ωφέλιμη
ΚΑΤΑ τα χρόνια 1930-1933 ησύχαζε στα γειτονικά δάση της Σύχλας ένας Ιεροδιάκονος, πού καταγόταν από άλλους τόπους, ονόματι Χριστόφορος. Ή μετάνοιά του ήταν στο Μοναστήρι Φρασινέΐ.
Όταν ήταν ακόμη φοιτητής της θεολογίας, στις διακοπές του πήγαινε στην Σύχλα και αγωνιζόταν μόνος του στο βουνό, μέσα σ' ένα μικρό χαμόσπιτο, που απείχε ένα χιλιόμετρο μακριά από την Σκήτη. Εκείνο τον καιρό ζούσαν πολλοί Μοναχοί Ήσυχασταί στα βουνά της Σύχλας.
Κάποτε περνούσαν με τα πρόβατά των απ' τα απάτητα δάση δύο Αδελφοί τού Μοναστηριού Συχάστρια, ό Βασίλειος και ό Κωνσταντίνος Ίλλίε. Ό ένας απ' αυτούς αντίκρισε την πόρτα μιας ερημικής καλύβας, πλησίασε και κτύπησε σιγανά.
- Ευλόγησαν, πάτερ!
Αλλά κανείς δεν τού αποκρίθηκε. Τότε κοίταξε καλά ότι ή πόρτα ήταν κλειδωμένη με ένα σύρτη, στον όποιον κρεμόταν ένα σχοινί. Έκοψε μαλακά το σχοινί και ή πόρτα άνοιξε. Εμπήκε μέσα και είδε ένα μικρό κελί κάτω από ένα βράχο. Στο δάπεδο τού κελιού υπήρχαν φρέσκα ελάτινα κλαδιά, στην γωνία ένας πάγκος σαν τραπέζι και επάνω το Ωρολόγιο της Εκκλησίας και ένα κομμάτι χαρτί πού έγραφε: «Εδω κατοικεί το πιο ελεεινό κτήνος τού κόσμου». Τότε είπε ό ένας από τούς δύο Μοναχούς:
- Πόσους κρυμμένους δούλους έχει ό Θεός στα δάση αυτά! 'Εάν γνώριζα ποιός είναι, θα τού έφερνα φαγητό από το μαντρί.
Μετά έκλεισαν την πόρτα και αναχώρησαν για τα πρόβατά των.
Ύστερα από μερικές ήμερες έφθασε μια βραδιά στο μαντρί τού Μοναστηριού ένας ξένος Άββας. Ήταν αδύνατος, υψηλός και κουβαλούσε κάτι στην πλάτη του.
- Αδελφοί, τούς είπε, σάς γνωρίζω, όταν είχατε πάει στο κελί μου με τα πρόβατα Σάς είδα από την λόχμη τού δάσους. Εγώ είμαι το πιο ελεεινό κτήνος τού κόσμου, ό Ιεροδιάκονος Χριστόφορος.
- Τί έχεις σ' αυτό τον ντορβά, με το σημείο τού Σταυρού σημαδεμένο επάνω του; Τον ερώτησαν οι Αδελφοί.
- Είναι το κρανίο ενός Αγίου πού εύρήκα στο δάσος. 'Οδηγήστε με στο Μοναστήρι, στον άγιο Ηγούμενο, να τού αποκαλύψω αυτό το γεγονός.
Οδηγώντας τον λοιπόν στον Πρωτοσύγκελο Ίωαννίκιο Μορόΐ, τον Ηγούμενο της Συχάστριας, ό Ιεροδιάκονος Χριστόφορος τού είπε την παρακάτω ιστορία:
Το περασμένο καλοκαίρι, την ημέρα τής εορτής τού Αγίου Προφήτου 'Ηλιού, αφού ιερούργησα στην Θεία Λειτουργία τής Σκήτης Σύχλας, επέστρεφα στην καλύβα μου στο δάσος. Στον δρόμο, επειδή ήμουν κουρασμένος, ξάπλωσα και κοιμήθηκα λίγο σ' ένα ξέφωτο. Ξαφνικά όμως ένα αόρατο χέρι μού έστρεψε το κεφάλι εκεί πού ήταν τα πόδια μου. Υπολόγισα ότι θα ήταν διαβολικός πειρασμός. Ξάπλωσα και αποκοιμήθηκα πάλι. Και πάλι το ίδιο χέρι με ξύπνησε. Εκείνη την στιγμή βλέπω να στέκεται στον αέρα ένας Όσιος Ασκητής. Ήταν ντυμένος με ράσα, χωρίς σκούφο στο κεφάλι, με
λευκά μαλλιά ριγμένα στις πλάτες, με γένια κανονικά, με πρόσωπο λαμπρό και κρατούσε ένα κομποσκοίνι στο χέρι. Στην συνέχεια μου είπε με σιγανή φωνή:
«- Μη φοβάσαι, πάτερ Χριστόφορε. Είμαι ένας ταπεινός δούλος του Χριστού που άσκήτευσα στον τόπο αυτό, άγνωστος σε όλους πριν από πολλά χρόνια Έτελείωσα την ζωή μου έδώ και τα Λείψανά μου παραμένουν μέχρι τώρα άταφα. Λοιπόν, σήκω και έχε εμπιστοσύνη. Βάδισε προς τα δεξιά εκατό βήματα θα βρεις δίπλα σ' ένα βράχο τα οστά μου. Να πάρεις ως ευλογία μόνο το κεφάλι μου, και να το έχεις μαζί σου σ' όλη σου την ζωή, οπουδήποτε πηγαίνεις, διότι αυτό θα σου είναι μεγάλη βοήθεια. Τα Λείψανά μου όμως να μη τολμήσεις να τα πάρεις, αλλά να τα ενταφίασης σ εκείνο το μέρος».
Αφού εξαφανίσθηκε ό Όσιος από μπροστά μου, πρώτα προσευχήθηκα μήπως είναι καμιά πανουργία του δαίμονος, αλλά κατά την προσευχή μου αισθάνθηκα μια πρωτοφανή χαρά μέσα στην καρδιά μου. Είπα το «Πιστεύω» και μέτρησα εκατό βήματα προς τα δεξιά Ξαφνικά εύρήκα κάτω από μια κουφωτή-σκαλιστή πέτρα τα οστά αυτού του 'Οσίου. Ήταν κίτρινα σαν το κερί και με ωραία ευωδία. Κατόπιν έκανα τρεις μετάνοιες και άρχισα να εκτελώ την εντολή του. Ό λογισμός μου όμως με παρακινούσε να πάρω όλα τα Λείψανα. Έστρωσα λοιπόν κάτω το ράσο μου. 'Αλλ' ώ του θαύματος! Καθώς έπιασα τα Λείψανα, από μια ανεξήγητη θερμότητα πού είχαν, κάηκαν τα χέρια μου και αναγκάστηκα να τα πετάξω κάτω στο έδαφος. Τότε ζήτησα συγχώρηση από τον Άγιο, επειδή καταπάτησα την εντολή του, πήρα μαζί μου μόνο το κρανίο, έθαψα τα άλλα και επέστρεψα στην καλύβα μου.
'Από εκείνη την ημέρα μεταφέρω μαζί μου το κρανίο αυτού του 'Οσίου και με τις ευχές του είμαι λυτρωμένος από οποιοδήποτε πειρασμό και κίνδυνο.
- Πάτερ Χριστόφορε, τον έρώτησε ό Ηγούμενος, μήπως γνωρίζεις το όνομα αυτού του 'Οσίου;
- Για πολύ καιρό δεν γνώριζα το όνομά του. Και προσευχήθηκα στον θεό με δάκρυα για να μου το αποκάλυψη. Μια νύκτα πού έκανα τον Όρθρο στο κελί μου, παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά μου αυτός ό θαυμαστός "Όσιος και μου είπε:
- Πάτερ Χριστόφορε, μη λυπάσαι πλέον άλλο, επειδή δεν γνωρίζεις πώς ονομάζομαι. 'Ονομάζομαι Ιερομόναχος Μεγαλόσχημος Παύλος. Να με μνημονεύεις στην αγία σου προσευχή. Και αμέσως έγινε πάλι άφαντος.
- Ναι, αυτός ήταν ό Πνευματικός τής Αγίας Θεοδώρας της Σύχλας. Αυτός έζησε στην Σκήτη Συχάστρια κατά το τέλος του 18ου αιώνος. Κατόπιν έφυγε για την έρημο και έκοιμήθη εκεί (είπε ό Ηγούμενος).
Ό Ιεροδιάκονος Χριστόφορος παρέμεινε τρεις ημέρες στο Μοναστήρι Συχάστρια, ιερουργώντας καθημερινά στην Θεία Λειτουργία μαζί με τον Πρωτοσύγκελο Ίωαννίκιο Μορόϊ. Λύτες τις ημέρες το κρανίο του Οσίου Ιερομονάχου Παύλου ήταν τοποθετημένο επάνω στην Αγία Τράπεζα, απ' όπου σκόρπιζε στην Εκκλησία μία ωραία πνευματική ευωδία Μετά σπάσθηκαν το άγιο Λείψανο οι Πατέρες, κατόπιν ό Ιεροδιάκονος Χριστόφορος το έβαλε πάλι στον ντορβά του και ξεκίνησε για την Σκήτη Σύχλα. 'Από την ημέρα αυτή κάνεις πλέον δεν συνάντησε τον π. Χριστόφορος. Υποθέτουν μερικοί ότι προχώρησε στα βάθη των δασών των βουνών τής Σύχλας και εκεί τελειωθεί, δοξάζοντας τον θεό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.