Ἀπόσπασμα ἀπό τόν ἐπικήδειο λόγο
τοῦ Ἀρχιμ. Νεκταρίου Καλύβα
Ἡ ἀείμνηστη Γερόντισσα Ὀλυμπιάς κατά κόσμον Θεοδώρα Καστανᾶ γεννήθηκε στό Αἰτωλικό τῆς Ἁγιοτόκου καί ἡρωοτρόφου Αἰτωλοακαρνανίας τό σωτήριον ἔτος 1922.
Ἡ οἰκογένειά της ὑπερπολύτεκνη. Ὀκτώ ἀδέλφια. Οἱ γονεῖς της Δημήτριος καί Ἀλεξάνδρα ἐφημίζονταν γιά τήν ἐνάρετη ζωή τους, γιά τή θεοσέβειά τους καί τήν προσήλωσή τους στήν ἑλληνορθόδοξη παράδοση. Ἀνέθρεψαν τά παιδιά πού ὁ Θεός τούς ἔδωσε ἐν παιδείᾳ
καί νουθεσίᾳ Κυρίου.
Ἡ μικρή Θεοδώρα ἀπό τά παιδικά της χρόνια διακρίνετο γιά τήν σοφή της κρίσι, γιά τή σοβαρότητά της καί τήν ὡριμότητά της. Διαβάζοντας τούς βίους τῶν Ἁγίων προσπαθοῦσε νά
τούς μιμηθεῖ. Ἀγωνιζόταν μέ ἐπιμέλεια γιά τή διόρθωση καί μεταμόρφωση τοῦ ἑαυτοῦ της ἐκ τῶν ψυχοφθόρων παθῶν.
Στά ἐφηβικά της χρόνια ἡ καρδιά της δέχτηκε τό σκίρτημα τοῦ θείου ἔρωτος ἀποφασίζοντας νά παραμείνει ἰσοβίως ἀμνάς καί νύμφη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ νεανική της ψυχή ἐκτός ἀπό τήν πυρπόληση τῆς θείας ἀγάπης ἐπτερώθη ἀπό τήν θυσιαστική ἀγάπη γιά τόν πάσχοντα ἄνθρωπο. Ἀκολουθώντας τά βήματα τῆς μεγάλης της ἀδελφῆς ἀφιερώθηκε ὡς ἀδελφή νοσοκόμος στήν ὑπηρεσία καί δικονία τοῦ ἀρρώστου καί πονεμένου συνανθρώπου.
Ὑπηρέτησε πρῶτα στό νοσοκομεῖο τῆς Βούλας καί ἐν συνεχείᾳ γιά δέκα χρόνια στό νοσοκομεῖο Ἅγιος Σάββας. Παντοῦ ἀπό ὅπου πέρασε, ἀγάπησε, ἀναλώθηκε, ἐπέδειξε θυσιαστικόν ἦθος, ἀλλά καί ἀγαπήθηκε πολύ. Ἦταν ἕνας ἄγγελος, ὅπου ἀνέπαυε τούς ἀνθρώπους καί τούς χαρο-
ποιοῦσε. Μέσα στό θεραπευτήριο τοῦ πόνου καί τῆς ἀγωνίας στόν Ἅγιο Σάββα, ἀνεδείχθη ἱεραπόστολος σώζοντας ψυχές ὑπέρ ὧν Χριστός ἀπέθανεν. Συνεργαζόμενη μέ τόν ἀείμνηστο π. Γεώργιο, ἐφημέριο τοῦ νοσοκομείου, πλῆθος ἀσθενῶν καθημερινά ὁδηγοῦσε στό
δρόμο τῆς μετανοίας καί τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας καί τελειώσεως.
Στήν ὥριμη ἡλικία τῶν 40 ἐτῶν ἀποφασίζει νά ἀνταλλάξει τή λευκή στολή τῆς ἀδελφῆς νοσοκόμου μέ τόν πένθιμο καί μελανό μοναχικό τρίβωνα. Πρῶτος της πνευματικός ὁδηγός καί γέροντας στή μοναχική πολιτεία ὁ τότε Ἀρχιμ. Καλλίνικος Καροῦσος μετέπειτα Μητροπολίτης Πειραιῶς. Ἡ εὐδοκία καί ἡ πρόνοια τοῦ ἁγίου Θεοῦ, ἀρχές τῆς δεκατίας τοῦ 1970, ὁδήγησε τά βήματά της στήν Ἱερά Μητρόπολη Χαλκίδος, ἀρχιερατεύοντος τοῦ ἐναρέτου καί ἁγίου ἐπισκόπου Νικολάου Σελέντη. Μέ τόν ἀείμνηστο Νικόλαο ἡ Μοναχή Ὀλυμπιάς συνεργάστηκε ἄριστα. Ἔχοντας ὡς συμμονάστρια τήν Μοναχή Κικιλία ἀνέλαβαν τήν ἐρειπωμένη καί ἐγκαταλειμμένη μονή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτου παρά τά Ψαχνά Εὐβοίας, τήν ὁποία καί ἀνακαίνισαν ἐκ βάθρων σέ σύντομο χρονικό διάστημα.
Στόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Καλυβίτη ἡ γερόντισσα παρέμεινε 16 ὁλόκληρα χρόνια. Ἐκεῖ δημιούργησε τῇ συνεργείᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τήν μοναχική της συνοδεία καί ἐν Χριστῷ ἀδελφότητα, τά ἐκλεκτά της πνευματικά τέκνα. Κατά θείαν βουλήν καί νεῦσιν καί τῇ εὐγενεῖ
προσκλήσει τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φωκίδος κ.κ. ΑΘΗΝΑΓΟΡΟΥ, ἡ συνοδεία τῆς γερόντισσας Ὀλυμπιάδος, τόν Ἰούλιο τοῦ 1988 μεταφυτεύεται στήν καθ’ ἡμᾶς ἱεράν καί σεβασμίαν Μονή τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ, τήν πάλαι ποτέ Ἁγίαν Λαύραν τῆς Ρούμελης. Μέ
τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη μας ἡ Γερόντισσα συνδεόταν μέ πνευματική φιλία ἀπό τή συνεργασία τους στό νοσοκομεῖο τοῦ Ἁγίου Σάββα.
Τό μοναστήρι τοῦ Προφήτη Ἠλία τότε βρισκόταν σέ ἐρειπώδη κατάσταση καί πνευματική παρακμή. Ἐπί ἡγουμενίας τῆς Μοναχῆς Ὀλυμπιάδος, ἡ Μονή ἐγνώρισε ἡμέρες δόξης. Ἐπέδειξε ἀκαταπόνητη δραστηριότητα. Ἀνακαίνισε ὅλη τή Μονή, τό καθολικό, τά παρεκκλήσια, τά κελλιά. Ἔκτισε καινούριες πτέρυγες. Θεμελίωσε καί ἀνήγειρε τό ναό τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Καλυβίτου. Συμμάζεψε τήν περιουσία τῆς Μονῆς, κτήματα, χωράφια, βοσκοτόπια πού λυμαίνονταν κάποιοι καί τά ἐκμεταλλεύονταν ἀντί πινακίου φακῆς. Ἐπανέφερε τό μοναστήρι στήν παλαιά του αἴγλη. Τό ἀνέδειξε σέ πνευματικό φάρο τῆς περιοχῆς. Μέ τά τάλαντα πού διέθετε ἡ Γερόντισσα, παρουσίασε μιά Μονή ἀξία τῆς μακραίωνης ἱστορίας καί
τῆς πνευματικῆς ἀκτινοβολίας της.
Ἐκεῖνο ὅμως πού τήν καταξιώνει στή συνείδηση ὅλων μας, εἶναι ἡ μοναχική της πείρα καί σοβαρότητα, ἡ πνευματικότητα πού ἐξέπεμπε καί ἡ ἁγία της βιοτή. 40 χρόνια δοσμένα στήν ἀφιέρωση καί τή λατρεία τοῦ Θεοῦ, στήν ἀγάπη, τήν ὑπομονή, τίς θλίψεις, τίς στερήσεις, τίς δοκιμασίες. Ἐκαυχᾶτο γιά τή μοναχική της ἐπιλογή, γιατί πίστευε ὅτι καύχημα τῆς Χριστοῦ ἐκκλησίας ἡ μοναχική πολιτεία. Μέ κάθε τρόπο προσπαθοῦσε νά ἐξυψώνει τήν πνευματική ζωή τῆς Μονῆς.
Ἤθελε τίς μοναχές πνευματοφόρες νά ζοῦν μέ χαρά καί χωρίς γογγυσμό τήν καλογερική της. Νά χαίρονται τήν ἄσκησή τους.
Ἐκείνη ἦταν ὑπόδειγμα. Ζοῦσε τήν πατερική συνέπεια καί αὐστηρότητα, ἀλλά ἀπέφευγε τίς ὑπερβολές. Δέν γνώριζε ὑποχωρήσεις στή μοναχική ζωή. Μέ σοφία καί διάκριση συνδύαζε τήν ἄσκηση μέ τή σύγχρονη πραγματικότητα. Δέν ἔλειψε ποτέ ἀπό τήν Ἀκολουθία καί
ἀγαποῦσε πολύ τήν λειτουργική ζωή. Κέντρο τῆς πνευματικῆς της ζωῆς τό Ἱερό Θυσιαστήριο. Ἡ Θεία Κοινωνία, τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἦταν ἡ ζωή της. Μεταλάμβανε πολύ συχνά τῶν ἀχράντων μυστηρίων μέ βα- θειά συναίσθηση καί φόβο Θεοῦ “εἰς ἀρραβῶνα τῆς μελλούσης ζωῆς καί βασιλείας”.
Εἶχε τό χάρισμα νά ἀναπαύει ἐκτός τῶν μοναχῶν καί τούς κοσμικούς. Πολλές ψυχές βρῆκαν κοντά της παρηγοριά, ἀνακούφιση καί λύση τῶν προβλημάτων τους.
Πάντα τήν συνεῖχε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἀγωνία τῆς σωτηρίας.
Ὅταν πρίν καιρό τήν ἐπισκέφθηκα στό κελλί της μοῦ εἶπε: “Ξέρω πλέον ὅτι θά φύγω. Δέν μέ νοιάζει. Αὐτό πού μέ ἀπασχολεῖ καί μέ βασανίζει εἶναι τό τί λόγο θά δώσω στόν Θεό”. Καί ἐγώ ἀστειευόμενος τῆς λέω: “Γερόντισσα ὅταν θά πᾶμε στό Χριστό θά τοῦ ποῦμε ὅτι ἄν καί δέν κάναμε τίποτε στή ζωή μας, ἄν καί δέν καταφέραμε σπουδαῖα πράγματα, θά τοῦ
ποῦμε, Χριστέ, σέ ἀγαπήσαμε πολύ καί τολμήσαμε στά δύσκολα αὐτά χρόνια νά γίνουμε μοναχοί”. Ὁ λόγος αὐτός τήν ἀνέπαυσε.
Ἔτσι λοιπόν, γιά τή μακαριστή Γερόντισσα ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος “Μοναχός ἐστι κατώδυνος ψυχή ἐν διηνεκεῖ μνήμῃ θανάτου ἀδολεσχοῦσα, ἐγρηγορυῖα τε καί ὑπνώττουσα”. Μαζί μέ τίς ἀρετές τῆς ἀγάπης καί τῆς ὑπακοῆς ἡ Μοναχή Ὀλυμπιάς ἐκαλλιέργησε τήν ἀρετή τῆς ταπεινώσεως. Ζοῦσε μέσα στό μυστήριο τῆς ταπεινώσεως.
Γνώριζε ἐκ πείρας ὅτι “ἐν τῇ ὑπερηφανείᾳ ἀπώλεια καί ἀκαταστασία πολλή” (Ἰωβιτ 3,13) “ἐνῶ μέ τήν ταπείνωση χάριν Θεοῦ, παρουσία Θεοῦ”. Ἔζησε μέσα σ’ αὐτόν τόν ἱερό χῶρο χωρίς τυμπανοκρουσίες, χωρίς νά προβάλλεται καί νά μιλάει γιά τό πρόσωπό της,
χωρίς νά ἔχει στό πρόσωπό της τήν ἐτικέττα τῆς σωτηρίας καί τοῦ σωτῆρος. Ἀλλά μέ ἀπόλυτη πιστότητα καί μέ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στόν ἀρχηγό καί τελειωτή τῆς πίστεώς μας τό Χριστό πορεύθηκε μέχρι τήν τελευταία της πνοή.
Ἔγινε “εὐάρεστος τῷ Θεῷ” μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
Θεωροῦσε τόν ἑαυτό της “ὑποκάτω πάσης κτίσεως”. Μέ πολλές ἀρετές, μέ πολλούς κόπους, μέ πολλές θυσίες καί μέ προσευχές, μέ ἀγρυπνίες καί νηστεῖες, ἡ καλή μας καί λατρευτή μας γερόντισσα εὐαρέστησε τόν Κύριο σέ ὅλη της τή ζωή, ὅμως ἐτελειώθη ὡς χρυσός ἐν χωνευτηρίῳ, μέ τίς πολλές ἀσθένειες πού τήν ἐπισκέφθηκαν κατά καιρούς καί ἐσχάτως τούς τρεῖς τελευταίους μῆνες.
Εἶχε μάθει πάντα τή ζωή της νά τήν ἀφήνει στό Θεό. “Καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα”. Ὅταν τήν ἐπισκέφθηκε ὁ καρκινάκος, ὅπως τόν ἔλεγε ὁ Γέροντας Πορφύριος, τόν δέχθηκε μέ μεγάλη χαρά καί εἰρήνη ὡς ἐπίσκεψη Θεοῦ. Οἱ φοβεροί πόνοι δέν
ἔσβησαν τό χαμόγελο ἀπό τά χείλη της. “Τήν ἀσθένειά μου τήν ἔχω ἀφήσει στό Θεό. Ἄς γίνει τό θέλημά Του” ἔλεγε συχνά. Καί ἀντί νά τήν παρηγοροῦν οἱ ἄλλοι καί νά τήν ἐνισχύουν, ἀντιθέτως αὐτή παρηγοροῦσε τούς ἄλλους.
Ἦταν εἰρηνική καί γαλήνια. Ὅταν τύχαινε νά λειτουργῶ στό μοναστήρι καί νά ἀνεβαίνω στό κελλί της, γιά νά τήν κοινωνήσω, αἰσθανόμουν μέσα μου μιά ἀνέκφραστη χαρά, μιά ἀπέραντη εἰρήνη, βλέποντας τό ὁσιακό της πρόσωπο, ἔβλεπες τή μέθεξη τοῦ Θεοῦ.
Ἐμπειρία ἀξέχαστη καί ἀνεπανάληπτη. Συνέχεια ψιθύριζε “Δόξα σοι ὁ Θεός. Ἄς γίνη τό θέλημά Του. Ὅ,τι θέλει ἡ Παναγία”. Μέ τόν τρόπο ψήθηκε μέσα στό καμίνι τοῦ πειρασμοῦ καί τῆς δοκιμασίας ἀφοῦ σέ ὅλη της τή ζωή δοκίμασε πλῆθος πειρασμῶν χωρίς ποτέ νά γογγύσει. Γι’ αὐτό καί ἀναδείχθηκε “ἄρτος καθαρός”, ἀφοῦ διά τῶν θλίψεων ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ διά Χριστόν σαλός, ὁ ἄνθρωπος γίνεται καθαρός ἄρτος τοῦ Θεοῦ. “ Ἐάν μή ἐψηθῶμεν διά τῶν πειρασμῶν, Θεῷ ἡδύτατος ἄρτος γενέσθαι οὐ δυνάμεθα”. “ Ἐπιλήψει μέ διηγούμενον ὁ χρόνος”. Ὁ Προφήτης Ἠλίας εὐαρεστούμενος γιά τήν ὁσιακή βιοτή καί τούς κόπους τῆς Γερόντισσας οἰκονόμησε νά τήν πάρει κοντά του παραμονές τῆς ἐτησίας του ἑορτῆς καί πανηγύρεως. Αὐτό τά λέει ὅλα. Ἡ Γερόντισσα Ὀλυμπιάς θά γραφεῖ μέ χρυσά γράμματα στήν ἱστορία ὡς νέα κτητόρισσα τῆς Μονῆς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.