Εις τό γηροκομείο χθες
πάνω σ' ένα παγκάκι καθόταν
ολομόναχο θλιμμένο γεροντάκι.
Σκεπτόταν πόσο δούλεψε
όλα αύτά τά χρόνια
και όμως εκατάντησε
σ' αύτή την καταφρόνια.
Ευτυχισμένοι ζούσανε αύτός
κ' ή φαμελιά του, ή όμορφη γυναίκα του
με τά δύο παιδιά του.
Κ' οι δυο σακατευτήκανε
άπό την έργασία, γιατί ήθελαν τά τέκνα τους
νά ζούν μέ ευτυχία.
Εφυγαν και σπούδασαν
εις την Αμερική,
μά καναν οικογένειες και μείνανε έκεί
Άπό τή στενοχώρια της,
πριν κλείση ένας χρόνος,
πεθαίνει ή γυναίκα του και
μένει εκείνος μόνος.
'Εζητησε άπ' τό γυιόκα του νά πάη ό καημένος,
ώστόσο άπ' την άπάντησι είναι φαρμακωμένος.
«Μπαμπά, πολλά 'κανες
γιά μάς και σε ευχαριστούμε,
μά είναι δύσκολο εδώ
μέ γέροντες νά ζούμε».
Κ' εκείνος τούς άπάντησε-
«Νά 'χετε τήν ευχή μου,
κ' έγώ θά βρω κάποια γωνιά
στο άλλο τό παιδί μου».
Σαν όμως τό ανέφερε
στήν κόρη του μιά μέρα,
του 'πε κ' εκείνη όρθά-κοφτά
«Δεν γίνεται, πατέρα».
Σπίτι μεγάλο έχουνε κ' ή κόρη καμαρώνει,
μά όσα μέτρα μείνανε τά κάνανε σαλόνι.
Όμως ό γέρος λαχταρά νά ζή μέ τά παιδιά του
και νά 'χη τά εγγόνια του πάνω στά γόνατά του.
Αυτή ή σκέψι ή γλυκειά τό γέρο
άποκοιμίζει,
ένώ ή μαύρη μοναξιά τόν περιτριγυρίζει.
Ό γέρος εκοιμήθηκε
μέ πρόσωπο θλιμμένο
και τό πρωι τόν βρήκανε
στήν κλίνη πεθαμένο.
Πτολεμαΐδα 26-11 -2010
Παναΐλα Καμαριάδου
80 έτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.