Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

Πώς ό Κύριος μας συνετίζει.


ΖΩΝΤΑΝΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΣΤΑΡΕΤΣ ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΥ. 18


Ή αγία Γραφή μας λέει: «Μιμνήσκου τα έσχατά σου και εις τον αιώνα ουχ αμαρτήσεις» (Σοφ. Σειράχ, 7,36). Ένας τρόπος, για να μην αμαρτάναμε είναι να θυμόμαστε τον θάνατο- ότι είμαστε θνητοί και κάποια ημέρα - άγνωστο πότε - θά πεθάνομε. Βέβαια, και ή ενθύμηση της προσδοκίας των αιωνίων αγαθών πού θά απολαύσουν οι δίκαιοι, είναι και αυτό ένα στοιχείο πού επενεργεί ανασταλτικά στο να μη διαπράττομε τον κακό.

Εδώ στην Όπτινα έτυχε κάποτε και φιλοξενήσαμε έναν αγιορείτη μοναχό. Χάριν ωφέλειας μας διηγήθηκε, πώς έφτασε στην απόφαση να γίνει καλόγηρος:

- Από τα νιάτα μου, έλεγε, ή τύχη μου χαμογελούσε. Έχοντας πλούτη πολλά, ή ζωή μου κυλούσε χωρίς περιορισμούς ανάμεσα σε δύο πόλους: στο γλέντι και στην καλοπέραση. Στα πενήντα μου χρόνια ήμουν ένας από τους πιο επιτυχημένους επιχειρηματίες. Δεν ήξερα, τί είχα! Προικισμένος με σιδερένια κράση, όλη μου ή σκέψη και ή καρδιά ήταν κολλημένα μόνο στα επίγεια και στα φθαρτά. Ποτέ σε κάτι τον πνευματικώτερο. Την πιθανότητα ύπαρξης άλλης ζωής την θεωρούσα παραμύθι. Όμως ή ζωή, όπως ξέρομε, δεν είναι μια ευθεία, έχει και ανεβοκατεβάσματα. Μέσα σε μια νύχτα τα άνω έγιναν κάτω και τα κάτω άνω.
Μετά τον βραδινό φαγητό επήγα στο γραφείο μου. Εκεί αποκοιμήθηκα. Και να! Έντρομος, λες και ήμουν ξύπνιος, βλέπω μπροστά μου έναν αστραφτερό νέο να με αρπάζει απόφαση τον χέρι και να μου λέει επιτακτικά:
-Εμπρός, πάμε! Θά σου δείξω τον τόπο της αιώνιας κατοικίας σου!
Χωρίς δυνατότητα άλλης επιλογής τον ακολούθησα τρέμοντας απόφαση τον φόβο. Σε λίγα λεπτά βρεθήκαμε σε κάποιο μέρος καταθλιπτικό και ακατοίκητο. Στο κέντρο υψωνόταν ένα κωνοειδές βουνό. Απόφαση την κορυφή του, μαζί με τον καπνό πού έβγαινε, ακούγονταν βογγητά. Εδώ, είπε ό συνοδός μου, θά είναι ό τελικός σου προορισμός, αν συνεχίσεις την ίδια ζωή πού κάνεις τώρα. Γνώριζε, πώς, ήταν θέλημα του Κυρίου να ιδείς από τώρα την αιώνια κατοικία σου, για να καταλάβεις, τί σε περιμένει, αν δεν διορθωθείς. Και ό άγγελος έγινε άφαντος. Εγώ τότε ξύπνησα.
Χωρίς καμία αναβολή τακτοποίησα όλες μου τις υποθέσεις. Άφησα στην σύζυγο και στα παιδιά μου απο ένα εκατομμύριο ρούβλια στον καθένα και αναχώρησα για τον άγιον Όρος. Στην αρχή ό ηγούμενος δεν ήθελε να με δεχθεί στην συνοδεία του προφασιζόμενος ότι είμαι γέρος και δεν θά άντεχα την σκληρή ζωή της καλογερικής, αντίθετα μάλιστα θά αποτελούσα βάρος και μπελά. Μα, μια δωρεά στο μοναστήρι άρκεσε να αλλάξει γνώμη.
Μέχρι σήμερα και μέχρι πού θά πεθάνω δεν θά παύσω να ευχαριστώ και να ευγνωμονώ τον Θεό πού μου έβαλε μυαλό. Πού με βοήθησε να καταλάβω την ματαιότητα του κόσμου, και τί αξία έχει ό άνθρωπος να θέτει πρώτη προτεραιότητα στην ζωή του την αιώνια ζωή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.