ΣΤΑΡΕΤΣ ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ
ΟΜΙΛΙΑ Α' (1907)
1. Ό παππούς και ό προπάππος μου ήσαν έμποροι εκατομμυριούχοι. Στην Σαμάρα μια ολόκληρη λεωφόρος ήταν δική τους. Ονομαζόταν λεωφόρος της Καζάνσκαγια. Γιατί στο σύνολο της ή οικογένεια μας είχε προστάτη την Παναγία του Καζάν.
Όταν ήμουν 3-4 ετών, πήγαινα συχνά στην Εκκλησία
μαζί με τον πατέρα μου. Πολλές φορές, ενώ βρισκόμουν δίπλα στην εικόνα της Παναγίας, μου φαινόταν ότι ή Θεοτόκος με κοίταζε σαν να ήταν ζωντανή ότι μου χαμογελούσε- και ότι με εκκαλούσε κοντά της. Μα εγώ έτρεχα στον πατέρα μου.
-Μπαμπά, μπαμπά, είναι ζωντανή! του έλεγα.
-Ποιά, παιδί μου; με ερωτούσε ό πατέρας μου.
-Ή Παναγία.
Μα ό πατέρας μου δεν με καταλάβαινε!
Κάποτε, όταν ήμουν έξι ετών, συνέβη τον έξης: Βρισκόμαστε σε ένα εξοχικό μας κοντά στο Όριενμπουργκ. Το σπίτι ήταν μέσα σε ένα τεράστιο κήπο-πάρκο, πού το φύλαγαν φύλακες και σκυλιά. Έτσι ήταν αδύνατο να γλιστρήσει μέσα απαρατήρητο οποιοδήποτε περιθωριακό πρόσωπο. Μια ημέρα λοιπόν, εγώ με τον πατέρα μου κάναμε εκεί τον περίπατο μας. Και ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβουμε από που, φάνηκε μπροστά μας ένας γέροντας. Πλησίασε τον πατέρα μου και του είπε: «Να το θυμάσαι, ότι αυτό το παιδί σου, θα ρθή καιρός πού θα αρπάξει πολλές ψυχές από τον άδη». Γύρισε πίσω και εχάθη! Μάταια τον αναζητήσαμε παντού. Κανένας φύλακας δεν τον είχε δει.
2. Ή μητέρα μου είχε πεθάνει, από όταν γεννήθηκα. Και ό πατέρας μου είχε ξαναπαντρευτεί. Ή μητρυιά μου ήταν πολύ πιστή και ασυνήθιστα καλή γυναίκα τόσο καλή, πού αντικατέστησε σε μένα με τον καλλίτερο τρόπο την μητέρα μου. Και κάτι παραπάνω μου έδωκε ανατροφή, πού ίσως, δεν θα μπορούσε να μου δώσει ή φυσική μητέρα μου! Κάθε πρωί σηκωνόταν πολύ ενωρίς, με έπαιρνε και πηγαίναμε μαζί στην Εκκλησία να ακούσουμε τον όρθρο, παρ' όλο πού ήμουν ακόμη τόσο μικρός.
Κάποτε ξύπνησα το πρωί πολύ ενωρίς. Μα δεν ήθελα να σηκωθώ. Μια υπηρέτρια έχυνε στην μητέρα μου νερό να πλυθεί. Εγώ κουκουλώθηκα με τις κουβέρτες. Ή μητέρα ήταν έτοιμη. Την ακούω να λέει: «Αχ ό Παύλος μας κοιμάται ακόμη! Δός μου λίγο κρύο νερό». Καταλαβαίνω, τί το ήθελε και ξετρυπώνω κάτω από την κουβέρτα: «Μαμά, να ξύπνησα»! λέω. Με έντυσαν και πήγα με την μητέρα στην Εκκλησία. Είναι ακόμη σκοτάδι. Εγώ πότε-πότε έφτιαχνα μπάλες χιόνι. Και έτρεχα από πίσω της!
Την αγαπούσε πολύ την προσευχή. Προσευχόταν και στο σπίτι. Διάβαζε και την παράκληση. Και εγώ με την λεπτή φωνούλα μου επαναλάμβανα σε κάθε τροπάρι: Ύπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς.
3. Εννέα ετών με έγραψαν στο Γυμνάσιο. Τα μαθητικά χρόνια πέρασαν γρήγορα. Μετά πήγα στο στρατό. Και βρέθηκα στο Καζάν. Κοντά στην Σκέπη μας, την Παναγία του Καζάν.
Όταν έγινα 25 ετών ή μητέρα μου έκαμε μια πρόταση: να μου βρει σύζυγο. Ή επιμονή της με έκαμε και υποχώρησα. Και για πρώτη φορά στην ζωή μου έκαμα παρέα με γυναίκες και άνοιξα συζήτηση μαζί τους. «Θεέ μου, τί ανυπόφορη πλήξη! Όλα και όλα τους τα λόγια ήσαν για περίπατο, για στολίδια, για καπέλα! Τί θα μπορούσα να κουβεντιάσω εγώ με μια γυναίκα; Έ , όχι! είπα. Αυτό δεν ξαναγίνεται!» Πέρασαν άλλα πέντε χρόνια. «Σκέψου, Παύλε μου, μπορεί τώρα να θέλεις να παντρευτείς. Κοίταξε τις αρχόντισσες. Δεν σού αρέσει καμία;» Και πάλι σεβάστηκα την μητέρα μου. Μα όπως και την πρώτη φορά, έτσι και τώρα ή εντύπωση μου ήταν μια σκέτη απογοήτευση. Και αποφάσισα να μη παντρευτώ ποτέ.
Όταν έγινα 35 χρονών, ή μητέρα μού είπε πάλι: «Τί θα γίνει με σένα, Παύλε. Όλο μας γλιστράς. Μα τα χρόνια περνάνε. Μετά δεν θα σε θέλεις καμία. Κοίταξε. Θα έλθει ώρα και θα μετανοιώσης. Και θα είναι πια αργά!» Έκαμα πάλι υπακοή. Και ήρθα σε επαφή με γυναίκες. Ιδού πώς. Την 'ίδια ημέρα ένας φίλος μου είχε ένα μεγάλο «τραπέζι». Ήμουν και εγώ καλεσμένος. Είπα μέσα μου: θα ανοίξω πλατιά συζήτηση, με όποια τύχη να κάθεται δίπλα μου. Και να, δίπλα βάζουν και κάθεται ένας παπάς, πού ήταν περίφημος για την βαθειά πνευματική ζωή του. Και μου άρχισε συζήτηση για την νοερά προσευχή. Τόσο γοητεύτηκα από τα Λόγια του, ώστε ξέχασα κάθε σκέψη να πιάσω κουβέντα με μια γυναίκα, τουλάχιστον μετά το τραπέζι. Και μέσα μου ωρίμασε ή απόφαση να μην έλθω εις γάμου κοινωνία. Την απόφαση μου αυτή την ανακοίνωσα στην μητέρα μου. Εκείνη χάρηκε πολύ. Γιατί πάντοτε το επιθυμούσε να αφιερωθώ στον Κύριο. Αλλά ποτέ δεν μου μίλησε γι' αυτό ή ίδια.
Έτσι με οδήγησε ό Κύριος μας στην μοναχική ζωή. Με την ανεξερεύνητη βουλή Του. Το έλεός Του με έκαμε να πάω στην Όπτινα. Και να γνωρίσω εκεί τον πατέρα Αμβρόσιο. Αυτός μού έδωκε ευλογία να γίνω καλόγερος.
4. Ένα χρόνο πριν πάω στην σκήτη, την δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων, γύριζα στο σπίτι μου από την πρωινή θεία λειτουργία. Ήταν ακόμη σκοτάδι. Ή πόλις μόλις είχε αρχίσει να ξυπνά. Περπατούσα μόνος στους έρημους δρόμους της. Ξαφνικά ήρθε κοντά μου ένας γεροντάκος και μου ζήτησε ελεημοσύνη. Δαγκώθηκα από στενοχώρια. Γιατί δεν κρατούσα ποτέ μαζί μου πορτοφόλι. Και στην τσέπη δεν είχα παρά είκοσι καπίκια. Του τα έδωσα και τα είκοσι. Και του είπα: «Συγγνώμη, παππού, δεν έχω άλλα». Εκείνος με ευχαρίστησε και μου έδωσε ένα κομμάτι αντίδωρο. Το πήρα. Το έβαλα στην τσέπη μου. Και ενώ έκαμα κάτι να πω στον φτωχό, είδα πώς είχε εξαφανισθεί. .Μάταια τον αναζήτησα παντού. Έχάθη, χωρίς να αφήσει ίχνη. Τον επόμενο χρόνο, την ίδια ημέρα άφησα τον κόσμο και μπήκα δόκιμος στην σκήτη.
5. Αν ρίξωμε μια ματιά στην ζωή μας, θα δούμε πώς είναι γεμάτη θαύματα. Μόνο πού εμείς συνήθως δεν κάνομε ιόν κόπο να τα ιδούμε. Τα προσπερνάμε με αδιαφορία.
"Ας μας δώσει ό Κύριος σύνεση να περνάμε τις μέρες της ζωής μας με προσοχή, εργαζόμενοι με φόβο και τρόμο για την σωτηρία μας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.