Μια πνευματική του θυγατέρα ή Μ. Τ. από τη Μυτιλήνη μας ανέφερε ότι την ορφάνια της την πέρασε μαζί με τον παπά - Φώτη. «Ό παπά-Φώτης μου στάθηκε όχι μόνον ως ιερέας που ήταν σαν πνευματικός πατέρας, άλλα σαν αληθινός φυσικός πατέρας. Είχε μεγάλη αγιότητα βίου. Πολλές φορές πού τον ανέφερα ότι αισθάνομαι μεγάλη ορφάνια και εγκατάλειψη, εκείνος μου έλεγε: «Κι εγώ μεγάλωσα ορφανός. Άλλα μη στενοχωριέσαι». Να σημειώσω ότι είχε προαισθανθεί την κοίμηση τον. «Με το πού θα κοιμηθώ όταν θα ανέβω στον ουρανό, στον Χριστό μας θα μπορώ να σε βοηθώ καλύτερα. Θα έρχεσαι στον τάφο μου και θα μου λες όλα τα προβλήματα σου κι εγώ θα σε βοηθώ».
Επειδή πολλές φορές με συναντούσε και μ' εύρισκε σε χάλια κατάσταση κάποια φορά μου είπε και τα εξής προφητικά λόγια τον: «Μέσα από έμενα και συ θα δοξασθείς από το Θεό. Στο τέλος θα φύγουν όλα τα προβλήματα και θα δικαιωθείς. Ό Θεός θα σου ανοίξει τόσες πόρτες που δεν το φαντάζεσαι». 'Όταν τον συνάντησα για τελευταία φορά μού είπε τα ακόλουθα: «Άντε και καλή αντάμωση. Χαιρετισμούς. Άντε και καλή επιτυχία στη ζωή σου! Και θα τα ξαναπούμε στη Μυτιλήνη!». Και αλήθεια τα πράγματα έγιναν όπως μου τα είπε ό παπά-Φώτης και όντως τον συνάντησα στο νησί, όμως μετά την ταφή του. Όταν ακόμη ζούσε πολλές φορές που τον σκεπτόμουν η τον είχα μεγάλη ανάγκη με τηλεφωνούσε απρόοπτα και ξαφνικά, κάποιες άλλες φορές μου παρουσιαζόταν μπροστά μου. Άλλες πάλι φορές μπροστά σε αδιέξοδα της ζωής προσευχόμουν και ζητούσα προσευχητικά να με βοηθήσει ό παπά-Φώτης.
Όταν κατόπιν τον συναντούσα μου έλεγε επακριβώς πώς είχαν τα πράγματά μου. Σαν να ήταν παρών στις προσευχές μου! Άλλη πάλι φορά δεν είχα εργασία και στενοχωριόμουν πολύ. Με ρώτησε τι ακριβώς με ενδιαφέρει. Του είπα ότι μπορώ να μαγειρεύω. «Μη στενοχωριέσαι» μου έλεγε «και έχει κανονιστεί». Όταν βγήκα από το σπιτάκι του παπά-Φώτη αμέσως μου τηλεφώνησαν για δουλειά σε παιδικό σταθμό ως μαγείρισσα, ενώ με επέλεξαν μέσα από 28 άλλες. Μέσα στον τορβά του κουβαλούσε πολλές φορές σύκα, αχλάδια και διάφορα άλλα πράγματα. 'Ήμουν παιδί και δεν είχα μέτρο όταν έτρωγα. Άλλωστε σαν παιδί και μάλιστα ορφανό πεινούσα συνεχώς. Εκείνος μου έδιδε ένα φρούτο. Όταν πήγαινα από μόνη μου να ξαναπάρω κι άλλο φρούτο εκείνος μου έλεγε έπιτιμητικά αλλά πάντοτε διδακτικά: «Μη γίνεσαι γουρούνι!».
Από μικρό παιδί με έπαιρνε μαζί του από το χέρι στα διάφορα ξωκλήσια. Συνήθιζε όταν έβγαινε από το σπιτάκι του να στέκεται στην πλατεία του χωριού ή σε οποίο σημείο βρισκόμασταν και να κάνει το σημείο του σταυρού του, να υψώνει τα χέρια του επάνω στον ουρανό, σαν κάτι να περίμενε να πάρει απάντηση από τον ουρανό. Τον άκουγα να λέει κάποια φορά: «Του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, του Αγίου Ευσταθίου και του Χριστού, εκεί θα πάμε να ανάψουμε τα κανδήλια, τα άλλα ανάβουν». Σημειωτέον ότι το χωριό Ιππειος έχει πολλά ξωκλήσια. Τον φώτιζε και τον κατηύθυνε ο ίδιος ό Θεός που πρέπει να πάει. Και συνέβαινε να περνούμε μπροστά από άλλα ξωκλήσια που τα προσπερνούσαμε και ό παπά-Φώτης δεν έμπαινε μέσα σ' αυτά λόγο του ότι ήξερε εκείνος από την πληροφορία που έπαιρνε από τον ουρανό, άλλα εγώ ως παιδάκι έμπαινα στον πειρασμό να μπαίνω στα ξωκλήσια αυτά για να διαπιστώνω αμέσως ότι όντως τα κανδήλια τους ήταν αναμμένα! Συνήθως ξεκινούσαμε πολύ νωρίς το πρωί όταν ακόμη ήταν έξω νύχτα.
Καθώς πηγαίναμε από διάφορα μονοπάτια που μόνο ό παπά-Φώτης γνώριζε, μου έλεγε: «Κοίταζε τον ουρανό και πάμε γρήγορα στο Χριστό γιατί σβήνουν τα κανδήλια». Από τα ξωκλήσια συνήθως έπαιρνε τα λάδια που πήγαιναν οι προσκυνητές και τα πήγαινε στα σπίτια των φτωχών. Εγώ ως μικρούλα που ήμουν τον ρωτούσα: «Γιατί παπά-Φώτη παίρνεις τα λάδια;». Κι εκείνος μου απαντούσε: «Μη μιλάς. Μεγαλύτερη ανάγκη έχουν οι φτωχοί». Άφηνε όμως λίγο λάδι για τα ανάμματα των κανδηλιών. Ποτέ μου δεν τον είδα να καταλύει λάδι. Κάποιες φορές περνούσε από το σπίτι μου και χτυπούσε την πόρτα να του ανοίξω. Αμέσως χωρίς άλλη κουβέντα με ρωτούσε: «"Εχ'ς ανάλαδο;». Συνήθως επειδή μαγείρευα για την οικογένειά μου πάντα λαδερό παρόλο που ήταν Τετάρτες και Παρασκευές, του απαντούσα, όχι.
Τότε μου έλεγε: «Να το φας εσύ» κι έφευγε! Κάποια άλλη φορά ξημέρωνε εορτή των Ταξιαρχών. Ό παπά-Φώτης διέμενε τότε στο σπίτι μου. Επειδή οδηγούσα μου είπε: «Αύριο θα πάρ'ς τον αραμπά (ένν. το αυτοκίνητο) να με πας εκεί στον Παπάδος Γέρας στην εκκλησιά στον Ταξιάρχη;». Του απάντησα μετά χαράς. Πάντοτε ήθελα την παρέα του αλλά και για τον λόγο ότι κατά τον χρόνο που θα διαρκούσε το μικρό ταξίδι μας με το αυτοκίνητο θα είχα την χαρά να τον ακούω και να τον συμβουλεύομαι για διάφορα θέματα. Όταν τον οδηγούσα ένοιωθα σαν να μεταφέρω κάποιον σπουδαίο άνθρωπο. Κάπως έτσι βίωνα την παρουσία του στη ζωή μου. Το πρωί ξεκινήσαμε πολύ νωρίς. Σαν φθάσαμε στην Γέρα έβλεπε ότι τα καφενεία ήταν ανοικτά και μέσα να παίζουν κάποιοι πρωί πρωί χαρτιά ενώ το χωριό γιόρταζε και πανηγύριζε. Χωρίς να μου πει ότι θέλει να κατεβεί από το αυτοκίνητο εκεί μπροστά στα καφενεία, ευτυχώς που πήγαινα σιγά, ανοίγει την πόρτα απότομα και κατέβηκε αστραπιαία χωρίς να τον καταλάβω και άρχισε να βρίζει όλους τους θαμώνες του καφενείου. Συνέλαβα μετά πολλής εκπλήξεως να τους επιπλήττει και να τους λέει ότι: «Όλοι σας θα πάτε στην κόλαση». Έριχνε τις καρέκλες του καφενείου.
Κάποιος από τους θαμώνες εκνευρίστηκε κι ετοιμάσθηκε να τον χτυπήσει με την καρέκλα. Ευτυχώς κάποιος άλλος τον συγκράτησε και δεν έγινε το χτύπημα. Έπειτα πήγε ατάραχος και λειτούργησε στο έορτάζοντα ναό του χωριού σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Κάποια άλλη φορά τον επισκεφτήκαμε στο σπιτάκι του στα Πάμφιλα με το αυτοκίνητο.
Κάποια στιγμή εκεί πού μιλούσαμε μου λέει: «Πήγαινε ν' άνάψ'ς τα κανδήλια του άη-Λουκά. Πρόσεξε να μην πάς με τον αραμπά σ' (δηλ. με το αυτοκίνητο!)». Αμέσως σηκώθηκα και πήγα να ανάψω τα κανδήλια. Όμως βγαίνοντας του έκανα ανυπακοή και πήρα το αυτοκίνητο μου. Αφού ξεκίνησα μετά από λίγο έπεσα με το αυτοκίνητο σε μια γωνία σ' έναν τοίχο. Όταν επέστρεψα, αφού άναψα τα κανδήλια στον Άγιο Λουκά και του το είπα άρχισε να με μαλώνει και να μου λέει: «Άμυαλη, άχμάκσα. Καλά να πάθ'ς αφού δεν με κάν'ς υπακοή». Μετά την κοίμησή του με εμφανιζόταν συνεχώς στον ύπνο μου. Ξέρω ότι δεν πρέπει να πιστεύουμε στα όνειρα γι' αυτό και δεν έδιδα σημασία.
Όμως με ξαναεμφανιζόταν και μου έλεγε συνεχώς: «Πρόσεξε Μ. στις σαράντα ήμερες εμφανίζομαι στον Κύριο. Θέλω ανήμερα κόλλυβο. Πάντως σ' ευχαριστώ για τα τσουρέκια πού μ έκανες. Ακόμη τα τρώω!!! Μ. δεν σε εγκαταλείπω!». Όντως κατά την κοίμησή του που δυστυχώς δεν μπόρεσα να είμαι εκεί στον Τρίγωνα, έστω και από μακριά του έκανα 300 τσουρεκάκια για τη μνήμη του και τα μοίρασα σε διάφορους ανθρώπους. Αυτός ήταν ό παπά-Φώτης στη ζωή μου. Τώρα νοιώθω πιο ασφαλής γιατί από εκεί επάνω που είναι θα πρεσβεύει για μένα και για όλους.
ΒΙΒΛΙΟΓ. ΠΑΠΑ - ΦΩΤΗΣ ΛΑΥΡΙΩΤΗΣ . ΣΗΜΕΙΟΝ ΑΝΤΙΛΕΓΟΜΕΝΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.