ΣΤΕΝΑΓΜΟΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΥΣΙΩΤΙΣΣΑ
Ρίξε βλέμμα συμπαθές, Κυρία Θεοτόκε, επάνω στό εθνος τών Ελλήνων και ίδε τήν κάκωση πού μάς βρήκε. Κλίνον τό ους σου, Αγνή, και άκουσε τήν οδύνη μας και τον στεναγμό μας.
Σέ Σένα προστρέχουμε, Μήτερ άγια, στή μητρική σου πρεσβεία καταφεύγουμε, στή δική σου παρρησία πρός τον Υίό σου θαρρεύουμε, Παναγία. «Θλίψεις, όδύναι και κακώσεις ήδη εύροσαν Ελλάδα τήν άθλίαν, και πιστών σου, Αγνή, τό πλήρωμα βοα σοι, ρύσαι ήμάς, Πανύμνητε, τής δεινής πανωλεθρίας»
Εδώ πού γιά πάνω άπό χίλια τόσα χρόνια διάλεξες τόν τόπο για ένδιαίτημά σου, Κυρία Προυσιώτισσα, απ' όταν ή ίερά σου εικόνα, κατατρεγμένη άπό τή μανία του είκονομάχου αύτοκράτορα, κατέφυγε άπό τά ιερά χώματα της Μικρασίας ατά απάτητα έτουτα λημέρια, εδώ, στις απόκρημνες αετοφωλιές και τά κράκουρα, διαγράφεις τή σεμνή σου παρουσία γενεές γενεών τώρα, γιά νά υποδέχεσαι τό δάκρυ και τον στεναγμό κάθε άναγκεμένου πού προστρέχει στην άμαχη προστασία και σκέπη σου.
Μέσα στό ιλαρό σου βλέμμα, όπως αποτυπώνεται στήν άγία μορφή σου, μπορεί κανείς νά ιστορήσει όλα τά πάθια και τούς καημούς του γένους τών Ελλήνων στό διάβα της ιστορίας τους. Σύ, Μητέρα του Θεού, στέκεσαι μάρτυς τών θλίψεων και δεινών όπου πέρασε ή ελληνική φυλή, συγκοινωνός και Σύ της κακουχίας της πονεμένης ρωμιοσύνης. Άπό τό σεμνό σου κονάκι πέρασαν, άγια Παρθένε, οί λιοκαμένες όψεις τών παλληκαριών πού πολεμούσαν στή Ρούμελη καί τό Μωριά τόν Αγαρηνό, τότε, στήν επανάσταση του Γένους.
Πέρασαν γιά νά κολλήσουν ένα κερί στή χάρη σου καί νά ζητήσουν τήν άντίληψη καί προστασία σου. Φτωχοί καί πεινασμένοι καί ξυπόλυτοι, μά μέ τό μεράκι της λευτεριάς ζωγραφισμένο στά πρόσωπά τους. Καί σύ, Μάνα, τούς ευλογούσες τόν άγώνα τους. Καί κρατούσαν γερά...
Μά καί τώρα, Δέσποινα Θεοτόκε, δέν είναι μικρότερος ό αγώνας πού δίνει τό Έθνος. «Έπιδρομαί τών άλαστόρων (άσεβών, κακούργων) θλίβουσιν Ελλάδα τήν ταπεινήν, καί πολλαί κακώσεις εύροσαν τούς δούλους σου, ημάς, Θεοχαρίτωτε, άλλά τή θεαυγεί σου εικόνι (εικόνα πού λάμπει μέ θεία αύγή) πόθω προστρέχοντες λύσιν τών δεινών εξαιτούμεθα». Μόνο πού τώρα οί «αλάστορες»,
οί κακούργοι, δέν είναι φανεροί, μήτε κι οί έπιδρομέ τους με όπλα και κανόνια. Τώρα ξέρουν νά κρύβονται, για νά μήν πάψουν νά δείχνουν πολιτισμένοι, και τά μηχανεύματά τους εΐναι τέτοια πού νά μή σύρουν πάνω τους τήν παγκόσμια κατακραυγή. Γι` αύτό και πιο πανούργα στέκονται τώρα τά σχέδια τους, πιό σατανικές οί δολιεύσεις τους.
Καθώς τότε τούς πολιορκημένους στο Μεσολόγγι κοιτούσαν μέ τήν πείνα νά τούς κάνουν νά λυγίσουν, παρόμοια και τώρα οί ισχυροί της γης έβαλαν βουλή νά πολιορκήσουν τήν όμορφη αύτή πατρίδα, τήν άγαπημένη. Είπαν: «Θά σάς άναγκάσουμε νά μας προσκυνήσετε μέσα άπό τήν οικονομική έξαθλίωση όπου θά σας οδηγήσουμε.
Γιατί εσείς οί Έλληνες είστε τραχιά γενιά, απροσκύνητη, και πρέπει νά βρεθεί ένας τρόπος νά καμφθείτε, νά λυγίσετε». Και μας έπέβαλαν λοιπόν τά «μέτρα τους», μας έδεσαν μέ τά σκοινιά τους και πέρασαν γύρω άπ' τό λαιμό μας τή θηλειά. Πρέπει πάση θυσία τό μικρό τούτο άλωνάκι νά αλωθεί. Πρέπει τό κάστρο της Ορθοδοξίας νά πατηθεί. Αλλιώς δέν μπορούν νά άπλωθούν τά σατανικά τους πλοκάμια πάνω σ' όλη τή γη.
Και λοιπόν,Ύπεραγία Θεοτόκε, στενάζουμε. «Στεναγμοί της σης ποίμνης, θρήνοι τε και δάκρυα νύν έπληθύνθησαν αί γάρ ανομίαι κεφαλήν τήν αυτής υπερήραντο. Άξια γούν όντως ώνπερ είργάσατο άφρόνως τά έπίχειρα ήδη κομίζεται».
Ομολογούμε, Παρθένε, ότι άμαρτήσαμε. Αμαρτήσαμε πολύ. Δώσαμε μέ τήν πολιτεία μας τή λαβή νά μας κατασπαράξουν. Στηρίξαμε τήν εύτυχία μας στό μαμωνά. Αύθαδιάσαμε ριγμένοι μές στά πολλά υλικά αγαθά.
Άλαζονευτήκαμε. Φουσκώσαμε άπό έπαρση. Και τώρα λαμβάνουμε «τά έπίχειρα» αύτής μας της διαγωγής. Οί συνέπειες της άποστασίας μας άπό τόν Θεό πέφτουν τώρα στις κεφαλές μας και μας κάνουν νά θλιβόμαστε και νά δακρύζουμε.
Μετανοούμε, Παναγία μας, μετανοούμε και προστρέ¬χουμε και πάλι - πού αλλού; - στήν πηγή του έλέους και της συμπαθείας σου. Και Σέ παρακαλούμε, τις τίμιες παλάμες σου και τό ιλαρό σου βλέμμα ύψωσέ τα ικετευτικά πρός τόν Υιό και Θεό σόυ ύπέρ του εν περιστάσει εύρισκομένου λαού σου. Σύ, άειπάρθενε Κόρη, «τό πένθος της Ελλάδος και κατηφές εις χαράν μεταποίησον, Άχραντε, και χαρμονήν, ότι Σέ προστάτιν έν πειρασμοίς, λιμένα τε πανεύδιον κέκτηται έν σάλω τών συμφορών».
Σέ Σένα στηρίζουμε τις έλπίδες της σωτηρίας και έξόδου μας άπό τή δεινή αύτή περίσταση πού διερχόμαστε.
Ύπεραγία Θεοτόκε, ίδε μας όλους συναγμένους στή χάρη σου και «προσπίπτοντας έξ όλης καρδίας τη φωταυγεί σου είκόνι». Βρισκόμαστε έδώ «περιπαθώς εξαιτούντες τά πρόσφορα», ζητώντας μέ ζέση ψυχής τις ευλογίες σου. Και είμαστε βέβαιοι ότι δέν θά μάς αποπέμψεις κενούς. Διότι «της Ελλάδος απάσης σύ προίστασαι πρόμαχος, πανάχραντε Παρθένε Μαριάμ», Προυσιώτισσα Κόρη.
Ανάτυπο άπό τό Περιοδικό «Ό Σωτήρ», τεύχ. 2006, σελ. 357-358.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.