Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2011

ΔΙΑΣΩΣΙΣ ΑΕΡΟΠΛΑΝΟΥ



Νοέμβριος 1973

Ήταν ένα ανοιξιάτικο πρωινό στη μακρινή χώρα κάτω, στο Σουδάν. Στο αεροδρόμιο τής πρωτεύουσας παρατηρείτε μια ασυνήθιστη κίνηση. Εκτός των κανονικών δρομολογίων, ανέμελα νιάτα, μαθητές, με τους εκδρομικούς σάκους των, είχαν γεμίσει τις αίθουσες τού αερολιμένα. Μια σχολική εκπαιδευτική, αεροπορική εκδρομή, είχε προγραμματιστεί για την ημέρα αυτή. Σχολικά τραγούδια και χαρούμενες φωνές έσπαγαν το μονότονο βουητό των αεροπλάνων, πού απογειωνόταν και προσγειωνόταν εις τον αερολιμένα. Και ξάφνου τα μικρόφωνα ανήγγειλαν: "Οι εκδρομείς και οι κύριοι συνοδοί αυτών να επιβιβαστούν εις το σκάφος. Το σκάφος σε 5 λεπτά απογειώνεται". "Ένας χείμαρρος από νέα παιδιά όρμησε στον αερολιμένα και κατευθύνθηκε προς το αεροσκάφος. Σε τρία λεπτά όλα ήταν έτοιμα για την απογείωση.

Ό Κυβερνήτης, ένας αθλητικός νέος, πού δεν απείχε πολύ στην ηλικία από τους νέους επιβάτες του, αλλά αριστούχος και ίσως ό καλύτερος και ό πλέον δοκιμασμένος τής Εταιρείας, τους καλωσόρισε στο σκάφος και τούς υποσχέθηκε ένα ωραίο ταξίδι. Όλα ήταν έτοιμα. Ό Κυβερνήτης έριξε μια - τυπική - τελευταία ματιά στα όργανα του σκάφους, διά του ασυρμάτου είπε στο κέντρο το "Όκέϋ" και έβαλε σε κίνηση τούς κινητήρες. Το κέντρο του είπε τις τελευταίες πληροφορίες της μετεωρολογικής υπηρεσίας, πού ήταν πάρα πολύ καλές και του ευχήθηκε καλό ταξίδι.

Σε δύο λεπτά το αεροπλάνο φιλούσε για τελευταία φορά την γη και ορμούσε με δύναμη στους αιθέρες, σαν ένα μεγάλο αρπακτικό πουλί, για να καταβρόχθιση την απόσταση των 500 μιλίων πού τούς χώριζε με το αεροδρόμιο του προορισμού τους.

Το αεροσκάφος είχε διανύσει περίπου τα 100 μίλια και όλα έδειχναν ότι συμβάλλουν εις ένα ωραίο αεροπορικό ταξίδι, μέσα σε ένα καταγάλανο ουρανό. Οι επιβάτες δεν χόρταιναν να απολαμβάνουν το ωραίο θέαμα πού τούς προσέφερε το μεγάλο ύψος. Κάτω από τα πόδια τους ένας πελώριος ανάγλυφος χάρτης, ζωντανός, με χωριά, βουνά, ποταμούς και πεδιάδες απλωνόταν. Ή αεροσυνοδός δεν έπαυε να τούς ξεναγή και να τούς ενημερώνει συνεχώς. Ό Κυβερνήτης έπαιρνε σειρά στο δικό του μικρόφωνο για να πιάσει συζήτηση με τούς επιβάτες και να τούς λέει τα μυστικά του αεροπλάνου και της τεχνικής του. Ήταν πράγματι ένα υπέροχο ταξίδι.

Ό Κυβερνήτης άνοιξε τον ασύρματο και ζήτησε από το κέντρο το στίγμα του και τον καιρό. Αυτό με την σειρά του του απάντησε και τον πληροφόρησε ότι μέχρι τέλους του ταξιδιού τους δεν προβλέπεται καμιά αλλαγή του καιρού. Έκλεισε τον ασύρματο και ζήτησε με το μικρόφωνο να μιλήσει με τούς επιβάτες, όταν εμπρός του διέκρινε ένα κατάμαυρο σύννεφο. Έκλεισε το μικρόφωνο και έσφιξε το πηδάλιο να οδηγήσει το σκάφος κάτω από το σύννεφο και να μην χάσουν οι επιβάτες την οπτική επαφή τους με την γη.

Ήταν κάτω από το σύννεφο όταν εμπρός του εμφανίστηκε δεύτερο, πλέον κατάμαυρο, με βροντές και αστραπές. Είχε πέσει σε καταιγίδα! Έδωσε ύψος στο σκάφος για να ξεφύγει, το ρολόι έδειχνε 8.000 πόδια, ή καταιγίδα όμως δεν σταματούσε. Έδωσε και άλλο ύψος. Το ρολόι έδειχνε 10.000 πόδια, το μάξιμουμ της αντοχής του αεροπλάνου του. Οι επιβάτες άρχιζαν να θορυβούνται. Ή αρύτατης ήταν μηδέν. Το χαλάζι κτυπούσε σαν σφαίρες στα παράθυρα του σκάφους. Οι κεραυνοί και οι αστραπές φώτιζαν μόνον τον ουρανό σαν εχθρικό πυροβολικό πού προσπαθούσε να τούς καταρρίψει. Ή αεροσυνοδός προσπαθούσε με ψυχραιμία να τους καθησυχάσει.

Το σκάφος σαν παιχνιδάκι μέσα στην φοβερή αγκαλιά τής καταιγίδας, άρχιζε να τρίζει και το ρολόι έδειχνε 12.000 πόδια. Ό Κυβερνήτης ψύχραιμος, άρχισε να κατεβάζει το σκάφος χαμηλά. 8.000 πόδια, 5.000 πόδια, 4.000 πόδια, 3.000 πόδια, 2.000 πόδια, ή ιδια κατάστασις! Στο φόβο μήπως πρόσκρουση σε καμιά κορυφή βουνού, άρχισε πάλι να ανεβαίνει. Φτάνει στα 8.000 πόδια και ανοίγει τον ασύρματο να μάθη από τον πύργο ελέγ­χου το στίγμα του, πού βρίσκεται και να τούς πληροφορήση ότι έχει πέσει σε καταιγίδα, παρά τις καλές μετεωρολογικές ειδήσεις, αλλά διαπίστωσε ότι δεν λειτουργεί. Άνοιξε αμέσως το ραδιόφωνο, ή ιδία σιγή.

Ένας κρύο χέρι έσφιξε την καρδιά του. Άνοιξε το χάρτη και προσπάθησε μόνος του να προσδιορίσει την θέση του. Μάταιος κόπος. Με την προσπάθεια να ξεφύγει από την καταιγίδα είχε χάσει τον προσανατολισμό του. Στα μάτια τού συγκυβερνήτου άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια του πανικού. Ό Κυβερνήτης διάβασε μέσα στα μάτια του βοηθού του την αγωνία και πριν τού μιλήσει έκαμε ακόμα μια προσπάθεια με τον ασύρματο και το ραδιόφωνο. Μάταιος κόπος, ή μεγάλη καταιγίδα παραδόξως τα είχε καταστρέψει! Προσπάθησε πάλι με τον χάρτη, το αυτό αποτέλεσμα.

Σε παρόμοιες καταστάσεις, το θάρρος και ή ψυχραιμία του Κυβερνήτου, φέρουν καλά αποτελέσματα. Γύρισε στον συγκυβερνήτη τού πού τον κοίταζε ακίνητος, μαρμαρωμένος και τού ζήτησε ψυχραιμία, διότι ή κατάσταση τους είναι πολύ κρίσιμη και πρέπει να αποφευχθεί ό πανικός των επιβατών. Ό πανικός όμως δεν άπήχε πολύ από τούς επιβάτες. Ή αεροσυνοδός μην ξέροντας απολύτως την κρισιμότητα τής κατάστασης, κατέβαλε

κάθε φιλότιμη προσπάθεια να τους καθησυχάσει.

Πράγματι, ή κατάσταση ήταν πάρα πολύ κρίσιμη. Ό κυβερνήτης, χωρίς προσανατολισμό, ασύρματο. ραδιόφωνο και στίγμα, μέσα στην φοβερή θύελλα πού δεν είχε τέλος, δεν μπορούσε να πιλοτάρη το σκάφος με σιγουριά.

Άρχισε να κάμη κύκλους και να ανεβοκατεβαίνει, προσπαθώντας να βγει μέσα από την θύελλα. Το σκάφος τυφλά οδηγείτο από τον ψύχραιμο μέχρι στιγμής Κυβερνήτη. Όμως οι ώρες περνούσαν, θα έπρεπε να είχαν προσγειωθεί προς 2 1/2 ώρες περίπου και ακόμη βρισκόταν στα ύψη. Τα καύσιμα άρχισαν να λιγοστεύουν επικίνδυνα.

Καμιά βοήθεια, κανένα φωτεινό σημείο. Οι επιβάτες γνωρίζοντας εκ των προτέρων το χρόνο πού εχρειάζετο το ταξίδι τους και βλέποντας ότι έχουν καθυστέρηση πάρα πολύ, ξέσπασαν σε κλάματα και υστερισμούς. Ακόμη και ή αεροσυνοδός έχασε τον έλεγχο της και δεν μπορούσε να προσφέρει καμιά βοήθεια στους επιβάτες. Μάταια ό κυβερνήτης προσπαθούσε με το μικρόφωνο να τονώσει το ηθικό τους. Ό συγκυβερνήτης, ένα ράκος, ανίκανος να προσφέρει την παραμικρή βοήθεια. Μέσα στην αγωνία του ό κυβερνήτης ρίχνει την ματιά του στον πίνακα των καυσίμων. Κρύος ιδρώτας τον περιέλουσε. Είχανε δεν είχανε ακόμη 20 λεπτά καύσιμα. Από την στιγμή αυτή άρχισε να κάμπτεται και αυτός. Του ήλθε να κλάψει! Κρατήθηκε. Σχεδόν ήτανε βέβαιος για την καταστροφή. Έβαλε τον αυτόματο πιλότο, έσκυψε πάνω στο πηδάλιο και αφέθηκε στο μοιραίο.

Σαν κινηματογραφική ταινία, στις τελευταίες αυτές στιγμές, περνούσαν από το μυαλό του όλα τα γεγονότα της ζωής του, από τα παιδικά του χρόνια. Σε μια στιγμή ταράχτηκε. Μάταιος βέβαια. Στην οθόνη των σκέψεών του παρουσιάστηκε ή Ελλάδα, ή Μυτιλήνη, ή Συκαμνιά. Ήταν Έλληνας και ή μητέρα του κατάγεται από την Συκαμνιά της Μυτιλήνης. Θυμήθηκε πού μικρός ήλθε στην γενέτειρα της μητέρας του, στην Συκαμνιά, να γνωρίσει την γιαγιά του, τούς συγγενείς του. Θυμήθηκε ακόμη ότι ή ευσεβής μητέρα του τού μιλούσε συνεχώς για τον θαυματουργό Ταξιάρχη του Μανταμάδου. Θυμήθηκε ότι μαζί της πήγε στον Μανταμάδο μικρός, για να προσκυνήσουν την θαυματουργό εικόνα του Ταξιάρχη. Ένοιωσε το ρίγος πού τότε ένοιωσε, όταν αντίκρισε την ανάγλυφη εικόνα του Αρχαγγέλου.

Στ' αυτιά του, ζωηρά ακούγονται και τώρα τα λόγια, τότε, των γερόντων πού του έλεγαν : ό Αράπης, παιδί μου, όταν τον καλέσεις με πίστη, (έτσι ακόμη και σήμερα λένε τον Ταξιάρχη, λόγω τής μελανής εικόνας του), είναι πάντοτε κοντά σου, πρόθυμα να σε βοηθήσει, χειροπιαστά θαύματα έχουμε εμείς στους πολέμους. Αναρρίγησε! Αναθάρρησε! Πίστευσε πραγματικά στον Μεγαλόχαρο και σηκώνοντας τα χέρια τού ψηλά, μέσα από την καρδιά του φώναξε με δύναμη «Ταξιάρχη μου, Αράπη μου, σώσε μας, σώσε μας και εγώ λαμπάδα ιση με το μπόι μου θα Σου ανάψω και ολόχρυσο ομοίωμα του αεροπλάνου μας θα Σου κρεμάσω".

Την στιγμή αυτή, μέσα στο Γραφείο τής Εκκλησίας των Ταξιαρχών, όπου μου αφηγείται τα περιστατικά ό Νικόλαος Χατζόγλου, ό κυβερνήτης του αεροσκάφους, σηκώνεται όρθιος, κατακίτρινος και τρέμοντας κάνει το σταυρό του. Ζει ακόμη μια φορά τα περιστατικά τα μοναδικά τής ζωής του και με κόπο συνεχίζει: "Τότε, εμπρός μου άνοιξαν τα κατάμαυρα σύννεφα και φάνηκε ό καταγάλανος ουρανός και όπως ανοίγει ή αυλαία και φαίνεται το σκηνικό τού θεάτρου, έτσι κάτω από τα πόδια μας, μέσα στον ήλιο λουσμένο φάνηκε το αεροδρόμιο του προορισμού μας. "Έπιασα το πηδάλιο χαρούμενος και σε λίγο προσγειωνόμασταν στο αεροδρόμιο. Έριξα μια ματιά στα καύσιμα και παρατήρησα ότι μας είχαν απομείνει ακόμη 5 λεπτά βενζίνη περίπου.

Με την πρώτη ευκαιρία πήρα την άδειά μου και σήμερα είμαι έδώ, Πάτερ μου, για να αποδώσω στον Άγιο, σωτήρα μας, την ευγνωμοσύνη και την λατρεία μας και να αποθέσω εμπρός Του με ευλάβεια το τάμα μου.

Στα χέρια του, πού έτρεμαν, εμφανίστηκε ένα ολόχρυσο ομοίωμα αεροπλάνου. Ήταν το μεγάλο του τάμα. Τον κοίταξα με συγκίνηση. Στα δακρυσμένα μάτια του διέκρινες την ικανοποίηση πού νοιώθει κανείς όταν πραγματοποιεί μία μεγάλη του

υποχρέωση. Ένοιωσα την γλώσσα μου βαριά για να μιλήσει. Τα μάτια μου να πονούν καθώς προσπαθούσα να συγκρατήσω τα δάκρυα. Αρκέσθηκα μόνον να ψελλίσω το: Έχω Σε προστάτην και βοηθόν φύλακα και ρύστην τής ψυχής μου της ταπεινής Μιχαήλ Πρωτάρχα και Μέγα Ταξιάρχα, εν ώρα τού κινδύνου, Σύ μοι βοήθησον.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΑΞΙΑΡΧΗ ΜΑΝΤΑΜΑΔΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.