Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011

Ο ΥΦΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΙΣΑΑΚ (1878-1953)




Στα χωριά γύρω από το σημερινό Λένιγκραντ κατοικούν και τώρα άνθρωποι πού ανήκουν στην Φινλανδική φυλή των Ίνκεριανών. Το Τάκτσοϊ είναι χωριό τού δυτικού Ινκερι. Εκεί γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου τού 1878 στην οικογένεια τού Ρωμανού Τρόφιμωφ και της συζύγου του Δόμνας ένα αγοράκι. Το βάπτισαν στο ναό τού πύργου τού Κάπριον και έλαβε το όνομα Ιωάννης. Τα πρώτα παιδικά του χρόνια ήταν ευτυχισμένα. Αλλά ύστερα τα πράγματα άλλαξαν πολύ. Όταν ό Ιωάννης ήταν δέκα χρονών, ή μητέρα του αρρώστησε και πέθανε. Ό πατέρας ξαναπαντρεύτηκε. Μετά από τρία χρόνια πέθανε κι εκείνος. Ό Ιωάννης και ή αδελφή του Αικατερίνη έμειναν με την μητριά. Μετά τον θάνατο τού πατέρα ή περιουσία μοιράστηκε και ή νεαρή Αικατερίνη και ό αδελφός της παρ' όλη την μικρή ηλικία τους άρχισαν με ζήλο να καλλιεργούν το κτήμα πού τούς άνηκε. Οι συγγενείς και οι καλοί γείτονες τούς βοηθούσαν ποικιλοτρόπως. Ό θείος τού Ιωάννου - ό αδελφός της μητέρας του - Στέφανος ήταν ένα καλό πρότυπο για το παιδί: ήταν ευλαβής και φιλαλήθης και

βοηθούσε με προθυμία τους πτωχούς. Διάβαζε τακτικά την Αγία Γραφή και έσπερνε και στην ψυχή τού Ιωάννου τους σπάρους της πίστης. Έπεσαν στην καλή γη. Μετά το γάμο της Αικατερίνης ή καλλιέργεια τού κτήματος και γενικά ή κοσμική ζωή έχαναν σιγά-σιγά την λάμψη τους στα μάτια τού Ιωάννου. Ξεκίνησε προς το μοναστήρι τού Βαλαάμ και έφτασε εκεί στις 13 Ιουνίου τού 1899.

Στο μοναστήρι

Τα πρώτα χρόνια του στο μοναστήρι ό αγωνιστής μας μνημονεύει μετά από πολλές δεκαετίες (21 Νοεμβρίου τού 1942) στο ημερολόγιο του ως έξης: «Ενθουσιασμός, χαρά και ζήλος για την καινούργια ζωή! Το μοναστήρι με δέχτηκε ευχαρίστως. Ό ιερομόναχος Βαρσανούφιος διορίστηκε πνευματικός οδηγός και εξομολόγος μου. Τελείως απαλλάχτηκα από τον κόσμο το 1902. Ή εργασία στο ξενοδοχείο της Μονής, στο προσφοράριο, στο ταμείο και στο γραφείο τού οικονόμου προχωρούσε ικανοποιητικά. Το 1908 με έστειλαν έξω από το μοναστήρι ως κατηχητή. Την ίδια χρονιά πριν από την αποστολή αυτή χειροτονήθηκα μοναχός και διάκονος. Προβιβάστηκα στην ιεραρχία της Μονής και μου ανέθεσαν πολλά καινούργια καθήκοντα. Ό κόσμος με τούς πειρασμούς του επιτέθηκε εναντίον μου. Με βασάνιζαν διαφόρων ειδών αδυναμίες και πτώσεις, από τις όποιες ό Κύριος με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με γλύτωσε. Ακολούθησε ή ρωσική επανάσταση, καινούργιες στενοχώριες. Ή πατρίδα μου Ινκερι πέρασε απελπιστικές καταστάσεις, μεγάλες δοκιμασίες».

Στην μοναχική του κουρά ό Ιωάννης έλαβε το όνομα Ισαάκ. Την εποχή εκείνη στο μοναστήρι μόνον ελάχιστοι αδελφοί ήξεραν φινλανδικά. Ό π. Ισαάκ έπρεπε να αντιπροσωπεύει την Μονή σε πολλές υποθέσεις. Μετά την επανάσταση στην Ρωσία και το κλείσιμο των συνόρων το Βαλαάμ στα πρακτικά ζητήματα είχε να κάνει αποκλειστικά με την φινλανδική κοινωνία. Ό φινλανδόγλωσσος π. Ισαάκ, πού ήταν και από χαρακτήρα κοινωνικός άνθρωπος, ήταν σε αυτά τα πράγματα αναντικατάστατος για την Μονή. Αντιπροσώπευε το μοναστήρι σε πολλές γενικές συνελεύσεις, επίσημες τελετές και εορτές της Φινλανδικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Συχνά διοριζόταν για εσωτερική ιεραποστολή στις ενορίες της Καρέλιας για να τελεί ιεροτελεστίες στο λαό. Το 1935 εξελέγη υφηγούμενος τού Βαλαάμ, βοηθός και στήριγμα για τον ηγούμενο Χαρίτωνα.

Όταν ή αδελφότητα μετά από λίγα χρόνια αναγκάστηκε να μεταφερθεί στο Νέο Βαλαάμ τού Χεϊνάβεσι λόγω τού πολέμου, καινούργια καθήκοντα περίμεναν τον ύφηγούμενο. Ή καινούργια κατοικία της αδελφότητας, το κτήμα τού Παπίννιεμι, τα τελευταία χρόνια ήταν ακαλλιέργητο. Οι μονάχοι ρίχτηκαν με ζήλο να καθαρίζουν τα χωράφια και να ανοίγουν καινούργια. Ή ευθύνη γι αυτήν την εργασία και γενικά για όλα τα ζητήματα της καλλιέργειας βάραινε τα μεταπολεμικά χρόνια τον π. Ισαάκ. Ό ενθουσιασμός να τακτοποιήσουν το νέο τόπο της κατοικίας τους απάλυνε και λιγόστευε την νοσταλγία των αδελφών προς το αγαπημένο τους παλαιό Βαλαάμ.

Πνευματικοί συλλογισμοί

Στο στήθος τού δραστήριου π. Ισαάκ, πού ήταν αναγκασμένος να φροντίζει πολλά πρακτικά ζητήματα, κτυπούσε ή ευαίσθητη καρδιά τού γνήσιου αγωνιστής μοναχού. Στο ημερολόγιο του περιγράφει τα συναισθήματά του σε μία κυριακάτικη θεία Λειτουργία στον προσφυγικό ναό τού Νέου Βαλαάμ:

«Ήσυχο πρωινό στο Παππίννιεμι. Ή αδελφότητα σπεύδει στην εκκλησία. Σαράντα άτομα ετοιμάζονται να κοινωνήσουν Ή Λειτουργία αρχίζει. Στέκομαι στο ιερό και παρακολουθώ την ακολουθία. Διαβάζω το δίπτυχο μου αναφέροντας τα ονόματα των ζωντανών και των κεκοιμημένων. Μνημονεύω τούς δικούς μου, τούς φίλους και γνωστούς μου, τα πνευματικά μου παιδιά, όλους αυτούς πού έχουν ανάγκη. Μνημονεύω και εκείνους, πού με μισούν ή αγαπούν καθώς και όλους όσους χρειάζονται βοήθεια.

Οι σκέψεις μου τρέχουν αχαλίνωτες εδώ κι εκεί. Διάφορες υποθέσεις και ζητήματα με καταπιέζουν. Ή λειτουργία προχωρά σύμφωνα με το τυπικό με προσευχές και ψαλμωδίες. Ό ηγούμενος χοροστατεί και έξι ιερομόναχοι και ένας ιεροδιάκονος συλλειτουργούν μαζί του. Αρχίζει το Χερουβικό, ό ιεροδιάκονος θυμιατίζει με ευλάβεια, όλοι κάνουν μία μικρή υπόκλιση. Ακούω τον ηγούμενο να διαβάζει: «Άποθέσωμεν πάσαν μέριμαν». Αλλά εμένα επιβαρύνουν γήινες μέριμνες, κυριολεκτικά με κατακλύουν. Προσπαθώ να συγκεντρωθώ στην προσευχή, να φέρω στο νου μου τα ιερά γεγονότα πού εικονίζει ή Μεγάλη Είσοδος. Σκέπτομαι τον Μυστικό Δείπνο τού Σωτήρος στο υπερώο της Σιών. Τα μνημονεύω όλα: Ζώνεται την πετσέτα και πλένει τα πόδια των μαθητών. Παραδίδει το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Συνάπτει με το αίμα Του καινούργια διαθήκη με τούς ανθρώπους. Αγωνιά στον κήπο της Γεθσημανή προσευχόμενος με ιδρώτα σαν το αίμα. Ό μαθητής Του τον προδίδει. Τον φυλακίζουν, τον χλευάζουν, τον ατιμάζουν, τον κακοποιούν. Στέφεται με ακάνθινο στεφάνι, καταδικάζεται, σταυρώνεται. Μετά ό νους μου πάει στα γεγονότα τού Γολγοθά.

Αισθάνομαι την πτώχεια μου. Θα ήθελα να πέσω κάτω από τον σταυρό τού Κυρίου και να ξεσπάσω σε μία προσευχή μετανοίας. Θα ήθελα να ψάλω την δοξολογία μου σε Εκείνον, τον εύσπλαχνο Πατέρα μου και να τον ευχαριστήσω για την μακροθυμία Του σε μένα τον αμαρτωλό. Θα ήθελα να εκπληρώσω το θέλημά Του παραμένοντας στο δρόμο του σταυρού, να βλέπω τα πταίσματά μου και ως ταπεινός δούλος Του να φύγω από τούτη την ζωή για την αιωνιότητα». (16 Νοεμβρίου 1941).

Ή μακροχρόνια ακούραστη εργασία του αναγνωρίστηκε και από τις εκκλησιαστικές αρχές. Ό Αρχιεπίσκοπος Γερμανός τού έδωσε το αξίωμα τού αρχιμανδρίτου το 1948. Μετά ακολούθησαν ακόμη λίγα χρόνια ζωής με γεράματα και αρρώστιες. Στις 5 Ιουνίου 1952 το σκήνωμα του μεταφέρθηκε στο γεμάτο σημύδες κοιμητήριο τού Νέου Βαλαάμ ανάμεσα σε άλλους κεκοιμημένους αδελφούς. Πολλοί φίλοι του και ειδικά τα πνευματικά του παιδιά τον μνημόνευαν με αγάπη. Ένα πνευματικό του τέκνο κάποτε τού έστειλε χαιρετισμό σε μορφή ποιήματος:

«Στο Βαλαάμ από μικρό παιδί ποθούσα

την ειρήνη να βρω λαχταρούσα.

Και όταν τελικά πήγα,

σαν ουρανό την Μονή βρήκα.

Ήδη στην μεγάλη εκκλησία

ένιωθα μία ανακούφιση γλυκεία.

Μπροστά μου είδα σειρά πτωχών ανθρώπων

την εξομολόγηση με υπομονή να περιμένουν.

Δεν μπορούσα καν να καταλάβω

ποιος πατήρ τελούσε το μυστήριο.

Στο πλήθος εκείνο

κι εγώ τα βήματά μου κατευθύνω.

Λύθηκε το αίνιγμα μου

Όταν είδα το πράο βλέμμα σου.

Ο πατήρ Ισαάκ από όλους πιο καλός

Έμεινε για πάντα και ο δικός μου πνευματικός».

ΒΙΒΛ. ΠΑΤΕΡΙΚΟΝ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΛΑΜ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.