Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

«Ο κατοικών εν βοηθεία του Υψίστου, εν σκέπη του Θεού του ουρανού αυλισθήσεται»



«...Οι παρτιζάνοι βρισκόντανε στην παρυφή του δάσους. Ξαφνιασμένος από τα πυρά, ό γιατρός (Δρ. Ζιβάγκο) έπεσε κάτω με την κοιλιά, πλάι στον τηλεγραφητή. Οι παρτιζάνοι είχαν πίσω τους το δάσος. Μπροστά τους απλώνονταν μια άδεντρη έκταση όπου οι λευκοί προχωρούσανε ακάλυπτοι... Ό γιατρός τούς έβλεπε...

Ήταν παιδιά, νεαροί... κι άλλοι πιο μεγάλοι έφεδροι. Τον τόνο όμως τον δίνανε οι πρώτοι, οι νεαροί εθελοντές, πρωτοετείς φοιτητές και γυμνασιόπαιδα στην τελευταία τάξη. Ό γιατρός δεν ήξερε κανένα... Ένοιωσε όμως πολύ κοντά σε κείνους τους έφηβους με τα εκφραστικά και θελκτικά πρόσωπα...

Ό γιατρός δεν είχε όπλο, ήταν ξαπλωμένος πάνω στον γρασίδι και παρακολουθούσε την πορεία της μάχης... κι όταν είδε πλάι του τον τηλεγραφητή, να σφαδάζει, κι ύστερα να μένει ακίνητος και να ξυλιάζει, τον πλησίασε έρποντας, πήρε το τουφέκι του κι άρχισε να ρίχνει... Μα ό οίκτος δεν τον άφηνε να σημαδέψει κείνους τούς νέους, πού τού γεννούσαν συμπάθεια και θαυμασμό...

Μα όσο κι αν φυλαγόταν μη χτυπήσει κανένα... τραυμάτισε ελαφρά δύο... ένας άτυχος τρίτος έπεσε νεκρός.

Τέλος, ή εχθρική διοίκηση... έδωσε το σύνθημα της υποχώρησης... Ό γιατρός... ζύγωσε τον τηλεγραφητή πού κείτονταν ακίνητος, με την αόριστη ελπίδα πώς θα μπορούσε να τον σώσει. Μα ήταν νεκρός...

Τού ξεκούμπωσε το πουκάμισο κι έβαλε τ' αφτί του πάνω στην καρδιά του. Δεν κτυπούσε πια. Ό νεκρός είχε στον λαιμό του ένα μενταγιόν, κρεμασμένο από ένα κορδόνι. Ό γιατρός το τράβηξε και τ' άνοιξε.

Μέσα σ' ένα κουρελάκι είδε ραμμένο ένα φθαρμένο χαρτί, λειωμένο στις άκρες... Στον χαρτί ήταν γραμμένα μερικά κομμάτια από' τον ενενηκοστό ψαλμό με αλλοιώσεις και παραλλαγές πού ό λαός είχε κάνει στις προσευχές του. Τ' αποσπάσματα τού σλαβόνικου κειμένου ήταν γραμμένα με ρωσικά γράμματα... «Ο κατοίκων εν βοήθεια τού Υψίστου, εν σκέπη του Θεού του ουρανού αυλισθήσεται». Το κείμενο του ψαλμού περνούσε για θαυματουργό. Λέγανε πώς προστάτευε από τις σφαίρες. Ήδη στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, οι φαντάροι τον είχανε πάνω τους για φυλαχτό. Πολύ αργότερα, υστέρα από δεκαετίες, τον έραβαν στα ρούχα τους οι κρατούμενοι, και οι φυλακισμένοι τον επαναλάμβαναν χαμηλόφωνα όταν οδηγούνταν στην νυκτερινή ανάκριση.

Ό Γιούρι Άντρέγιεβιτς (Ζιβάγκο) απομακρύνθηκε από' τον τηλεγραφητή, πέρασε το ξέφωτο και πλησίασε το κουφάρι του νεκρού λευκού φρουρού πού είχε σκοτώσει. Πάνω στον ωραίο πρόσωπο τού παλικαριού ήταν ζωγραφισμένη ή αθωότητα και το μαρτύριο πού είχε τα πάντα συγχωρήσει... Ξεκούμπωσε και άνοιξε πέρα-πέρα την χλαίνη του νεκρού.

Πάνω στην φόδρα, το όνομα και το παράνομα τού νέου ήταν κεντημένα με καλλιγραφικά γράμματα από ένα χέρι γεμάτο έγνοια κι αγάπη, το δίχως άλλο το χέρι της μάνας του. Μέσα από' το πουκάμισο του ξέφευγαν, κρεμασμένα από μια αλυσιδίτσα, ένας σταυρός, ένα μενταγιόν και μια χρυσή πλακουτσωτή θήκη με το καπάκι ζουλιγμένο σαν από καρφί. Ή θήκη ήταν μισάνοιχτη. Ένα διπλωμένο χαρτάκι τσούλησε κάτω. Ό γιατρός το ξεδίπλωσε. Δεν πίστευε στα μάτια του! Ήταν ό ίδιος ό ενενηκοστός ψαλμός «Ό κατοίκων εν βοήθεια τού Υψίστου, εν σκέπη τού Θεού του ουρανού αύλισθήσεται», όμως γραμμένο στον σλαβονικό πρωτότυπο. Κείνη την στιγμή ό νέος έβγαλε έναν αναστεναγμό και σάλεψε. Όπως εξακρίβωσε κατόπιν ό γιατρός, ό νεαρός είχε απλά και μόνο λιποθυμήσει.

Ή σφαίρα είχε χτυπήσει πάνω στον μητρικό φυλαχτό κι αυτό τον είχε σώσει...».

ΒΙΒΛ. "ΔΟΚΤΩΡ ΖΙΒΑΓΚΟ" ΤΟΥ ΜΠΟΡΙΣ ΠΑΣΤΕΡΝΑΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.