Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

Ποιός ήταν; Άγνωστος. Από τούς ουρανούς κατέβηκε. Αφηγήσεις απο την ζωή του γέροντα Σάββα της Καλύμνου. (1903- 1992).



Ή Γερόντισσα Αγνή από την Κάλυμνο γράφει: «Την εποχή κατά την οποία ησύχαζε στο ασκητήριο του Κουβαριού της Πάτμου, όταν ήταν ήπιος ό καιρός, συνήθιζε να προσεύχεται εκτός τού κελιού του. Μια βραδιά ενώ προσευχόταν γονατιστός είδε μία στήλη φωτός να κατεβαίνει από τον ουρανό. Σε λίγο βρέθηκε περιλουσμένος απ' αυτό τον Θείο Φώς. Κατέβασε τον πρόσωπο του έως τον έδαφος και αναλύθηκε σε καυτά δάκρυα ζητώντας τον έλεος του Θεού. Νόμισε ότι ήτο δείγμα της αμαρτωλότητός του. Πρωί- πρωί έτρεξε στον Γέροντά του π. Άμφιλόχιο Μακρή και με συντριβή του διηγήθηκε τον συμβάν. Ό διορατικός Γέροντας τον καθησύχασε και του μίλησε για τις θείες ενέργειες του άκτίστου φωτός».

Αλλού ή ίδια Γερόντισσα, γράφοντας για τον Γέροντά της Άμφιλόχιο, αναφέρει για τον π. Σάββα: «Όταν οι Γερμανοί επήραν τον Κουβάρι, τον κτήμα πού κυρίως τροφοδοτούσε τις μοναχές, οικονόμησε ή Θεία Πρόνοια και τον έξης συγκινητικό γεγονός. Απ' τον κόλπο του Κουβαριού έπιαναν πολλά μεγάλα ψάρια. Κρατούσαν για τον εαυτό τους την ουρά και τον πάνω μέρος τον έδιδαν στον αδελφό Νικηφόρο, πού έμενε στο Κουβάρι, με την εντολή να τα πηγαίνει στις αδελφές».

Νομίζω πώς περιττεύουν οι δικές μας αναλύσεις σε αυτές τις ωραίες και από καρδιάς καταθέσεις ανθρώπων, πού τον γνώρισαν από κοντά. Θα συνεχίσουμε τον κεφάλαιο αυτό με την αναφορά την απλή κι αφτιασίδωτη της αδελφής του π. Σάββα, μακαριστής από ετών Αικατερίνης Τεζάρη, πού, όπως είπε, τα στοιχεία της έδωσε ό αδελφός της: «Στο Κουβάρι ήταν κατοικία πονηρών πνευμάτων. Ετοιμάσθηκε, πήρε την ευχή του αγίου Σάββα και πήγε. Όταν έφθασε στο μοναστήρι. δεν τον άφηναν να πάει στο Κουβάρι, λόγω του ότι τον μέρος δεν ήταν καλό. Εκείνος όμως είχε την ευχή και πήγε. Βρήκε ένα καμίνι ξεσκέπαστο, τον καθάρισε κι έβαλε κλαδιά από πάνω. Την νύχτα όμως οι πονηροί τον πέτρωσαν, όπως μας είπε ό ίδιος. Δεν με κτυπούσαν όμως εμένα, έκανα τον σταυρό μου κι έλεγα τον "Κύριε Ιησού Χριστέ" και τούς έδιωχνα. Τον πρωί σηκωνόμουνα και τον έφτιαχνα πάλι και τον βράδυ τα ίδια.

Όταν τον έμαθε ό π. Άμφιλόχιος, πήγε με συνοδεία και τού μίλησε πώς θα μείνει μόνος του, μην αρρωστήσει και τού πρότειναν να πάει μαζί τους. Όμως δεν ήθελε να πάει. Κατόπιν ό άγιος αυτός Γέροντας τής Πάτμου, ό π. Άμφιλόχιος, τού έφερε μια αξίνα κι ένα φτυάρι και ό π. Σάββας άρχισε να σκάβει, να φυτεύει, να φτιάχνει δίχτυα, να κάνει έργα, παρόλο πού δεν είχε νερό. Προσευχότανε και παρακαλούσε τον Θεό να τον βοηθήσει. Ύστερα από πολλή προσευχή του παρουσιάσθηκε νύχτα ένας άγνωστος μπροστά του. Εκείνος έσκυψε μέχρι κάτω, νομίζοντας πώς είναι πονηρός, με σκοπό να τον πειράξει. Και τού είπε τότε ό άγνωστος: «Μην φοβάσαι, έλα μαζί μου». Και τον παίρνει και πάνε κάτω στο κτήμα και με τον ραβδί του κτύπησε σε επτά σημεία και βρήκε νερό. Και μετά χάθηκε ό άνθρωπος. Ποιός ήταν; Άγνωστος. Από τούς ουρανούς κατέβηκε. Όλη την νύχτα εκείνη ξημερώθηκε από τις μετάνοιες ό Γέροντας. Τον πρωί ήλθε πάλι ό π. Άμφιλόχιος να δει τί κάνει ό π. Σάββας. Τον βλέπει τον Γέροντα ταλαιπωρημένο και τον ρωτάει τί έγινε. Του εξηγεί ό Γέροντας και πάνε μαζί να δούνε. Εκεί πού υποδείκνυε ό π. Σάββας στον π. Άμφιλόχιο κτυπούσε κι έβγαινε νερό, σύνολο επτά πηγές. Ή χαρά του τότε ήταν απερίγραπτη πού βρήκε τον νερό. Σιγά-σιγά διόρθωσε τον σπιτάκι του, έκανε τον κρεβάτι του, έκανε πόρτα, τζάκι. Είχε βάλει 250 ελιές, 150 αμυγδαλιές, αμπέλια, συκιές, φρούτα κι έρχονταν οι εργάτες και τα έπαιρναν στον Ευαγγελισμό, τον μοναστήρι. Κατόπιν ζήτησε μια βάρκα από τον όσιο Άμφιλόχιο και ψάρευε πάρα πολλά ψάρια».

Όπως γράφει ή μοναχή Ανθούσα, ό Γέροντας Άμφιλόχιος αποκαλούσε τα νερά τού Κουβαριού «θάλασσα της Γεννησαρέτ» και την ψαρόβαρκα «Τιβεριάδα-'Άγιος Ιωσήφ». Μια φορά έριξαν τα δίχτυα να ψαρέψουν και αλίευσαν μια πλούσια αλιεία, παρόμοια με εκείνη τής λίμνης της Τιβεριάδος μετά την Ανάσταση τού Κυρίου δηλαδή μετρήθηκαν 153 ψάρια (Ίω. κα' 11)»".

Αλλού, ή ίδια μοναχή, γράφοντας για τούς ερημίτες τής Πάτμου, λέγει για τον π. Σάββα: «Ζούσε τον μονήρη βίο με προσευχή και εργασία, ασκητικότατος και με αδιάκριτη υπακοή στον Γέροντα... Δεν γνώριζε τίποτε από ψαραδική (ήταν τσαγκάρης πριν). Όταν όμως ό Γέροντας τού σύστησε να προσέχει να μάθει, πώς εργάζονται οι ψαράδες, πού ψάρευαν στη θάλασσα τού Κουβαριού, κατόρθωσε τηρώντας την εντολή του, να μάθει να φτιάχνει δίχτυα (οικονομικά αδύνατο τότε να αγοραστούν δίχτυα) και να ψαρεύει. Τα ψάρια ήταν αναγκαία και για την "κουμπάνια" της μονής Ευαγγελισμού.

ΒΙΒΛ. Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΑΚΡΥΩΝ ΣΑΒΒΑΣ ΤΗΣ ΚΑΛΥΜΝΟΥ. ΜΟΝΑΧΟΥ ΜΩΥΣΕΩΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΗΝΟΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.