Θέλω να μπω στη μέση κι εγώ, να αφηγηθώ τι γινόταν στην Κράσναγια Πρέσνια[i] τον Αύγουστο του 1945, τη χρονιά της νίκης, μα ντρέπομαι. Εμείς τουλάχιστο μπορούσαμε να απλώσουμε λίγο τα πόδια μας τη νύχτα και οι κοριοί μας ήταν κάπως μετριοπαθείς. Βέβαια όλη τη νύχτα, με το δυνατό ηλεκτρικό φως, γυμνοί και καταϊδρωμένοι από τη ζέστη, βασανιζόμαστε από τις μύγες, μα αυτό δεν λογαριάζει, ντρέπομαι να καυχηθώ. Σε κάθε μας κίνηση λουζόμαστε στον ιδρώτα, που μετά το φαγητό έτρεχε από πάνω μας ποτάμι. Στον θάλαμο, λίγο μεγαλύτερο από ένα μέτριο δωμάτιο σπιτιού, στριμωχνόμαστε εκατό, κι ήμαστε τόσο ζουληγμένοι, που ούτε να πατήσουμε με το πόδι μας το δάπεδο δεν μπορούσαμε. Και οι δυο μικροί φεγγίτες ήταν φραγμένοι με φίμωτρα από φύλλα λαμαρίνας, έβλεπαν στον νοτιά, κι όχι μόνο δεν άφηναν να μπαίνει μέσα αέρας, αλλά πυρακτώνονταν από τον ήλιο κι ακτινοβολούσαν αφόρητη ζέστη μέσα στο κελί.
Επειδή οι μεταγωγικές φυλακές είναι όλες ασυνάρτητες, και η συζήτηση γι' αυτές είναι ασυνάρτητη, τον ίδιο χαρακτήρα θα έχει και τούτο το κεφάλαιο. Δεν ξέρεις με τι να καταπιαστείς πρώτα, τι να πρωτοδιηγηθείς. Κι όσο περισσότεροι κρατούμενοι συσσωρεύονται στη μεταγωγική φυλακή, τόσο πιο ασυνάρτητη γίνεται η κατάσταση. Για τους ανθρώπους αυτό καταντάει ανυπόφορο, για το ΓΚΟΥΛΑΓΚ είναι ασύμφορο, κι όμως κρατάνε εκεί ανθρώπους με τους μήνες. Η μεταγωγική φυλακή καταλήγει να γίνει σωστή φάμπρικα: τις μερίδες του ψωμιού τις κουβαλάνε με καρότσια από αυτά που είναι φτιαγμένα για να μεταφέρουν τούβλα, ενώ την αχνιστή σούπα τη φέρνουν μέσα σε μεγάλους ξύλινους κάδους που χωράνε έξι κουβάδες και τους κουβαλάνε περνώντας μακριά κοντάρια από τα χερούλια τους.
Η μεταγωγική φυλακή του Κοτλάς ήταν μια από τις πιο εντατικές και απροκάλυπτες. Εντατική, γιατί άνοιγε τον δρόμο για όλη τη βορειοανατολική ευρωπαϊκή Ρωσία, και απροκάλυπτη, γιατί βρισκόταν βαθιά στο Αρχιπέλαγος και δεν χρειαζόταν να την κρύβουν από κανένα μάτι. Ήταν μια έκταση γης χωρισμένη με φράχτες σε κλουβιά, όλα κλειδαμπαρωμένα. Και μ' όλο που από το 1930 συσσώρευαν ήδη εκεί μεγάλο αριθμό μουζίκων, όταν τους εκτόπιζαν (και φανταζόμαστε πως στέγη από πάνω τους δεν θα υπήρχε, μα τώρα δεν υπάρχει κανείς για να το διηγηθεί αυτό) το 1938 δεν κατάφερναν ακόμα να στεγάζουν όλο αυτό τον κόσμο μέσα στα εύθραυστα ισόγεια παραπήγματα, τα φτιαγμένα με σανίδες και σκεπασμένα με... καραβόπανο. Έτσι κάτω από το φθινοπωρινό υγρό χιόνι και την παγωνιά, οι άνθρωποι ζούσαν εκεί ξαπλωμένοι στο χώμα, κάτω από τον ουρανό. Είναι αλήθεια πως δεν τους άφηναν να μουδιάσουν από την ακινησία, γιατί συνεχώς τους καταμετρούσαν, τους αναστάτωναν με ελέγχους (μπορούσαν να βρίσκονται εκεί 20.000 κρατούμενοι ταυτόχρονα) ή με αιφνίδιες νυχτερινές έρευνες. Αργότερα, μέσα σ' αυτά τα κλουβιά έστησαν σκηνές ή έφτιαξαν παραπήγματα από κορμούς δέντρων, που είχαν ύψος δυο ορόφων (για να ελαττώνουν συνετά το κόστος της οικοδόμησης) χωρίς να χωρίζονται από μέσα σε ορόφους. Στα τοιχώματα αυτών των παραπηγμάτων τοποθετούσαν έξι σειρές ξυλοκρέβατα με κάθετες σκάλες, στις οποίες οι εξαντλημένοι κρατούμενοι έπρεπε να σκαρφαλώνουν σαν ναύτες (κατασκευή που ταίριαζε περισσότερο σε καράβι, παρά σε λιμάνι). Τον χειμώνα του 1944 – 45, όλοι είχαν πια στεγαστεί. Τότε βρίσκονταν εκεί μόνο 7.000 κρατούμενοι, από τους οποίους πέθαιναν περίπου πενήντα τη μέρα, και τα φορεία που τους κουβαλούσαν στο νεκροτομείο δεν ξεκουράζονταν καθόλου. (Θα πείτε πως ένα ποσοστό θνησιμότητας κατώτερο από ένα τα εκατό τη μέρα είναι ανεκτό και πως μ' αυτό τον ρυθμό ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει πέντε μήνες. Σωστά, αλλά το βασικό δρεπάνι, δηλαδή η εργασία στο στρατόπεδο, δεν είχε αρχίσει ακόμα. Κι αυτή η απώλεια δύο τρίτων του ενός εκατοστού τη μέρα είναι καθαρή φύρα, και τόσο μεγάλη φύρα δεν επιτρέπεται στις αποθήκες λαχανικών).
Όσο βαθύτερα εισχωρεί κανείς στο Αρχιπέλαγος, τόσο περισσότερο βλέπει τα λιμάνια από μπετόν να μεταβάλλονται σε πασσαλόκτιστες αποβάθρες.
Από το Καραμπάς, μεταγωγικό στρατόπεδο κοντά στην Καραγκαντά (στο Καζαχστάν) που το όνομά του έγινε παροιμιώδες, μέσα σε λίγα χρόνια πέρασαν μισό εκατομμύριο κρατούμενοι. (Ο Γιούρι Κάρμπε, που βρισκόταν εκεί στα 1942, είχε αριθμό 433.000). Το στρατόπεδο αυτό αποτελούνταν από χαμηλά πλινθόκτιστα παραπήγματα με χωματένιο δάπεδο. Καθημερινή ψυχαγωγία των κρατουμένων ήταν ότι τους έβγαζαν όλους έξω με τα πράγματά τους και οι ζωγράφοι άσπριζαν το πάτωμα ή ζωγράφιζαν πάνω σ' αυτό χαλιά, ενώ το βράδυ, που οι κρατούμενοι έπεφταν να κοιμηθούν, έσβηναν με τις ράχες τους το ασβέστωμα και τα χαλιά.[ii]
Το κέντρο μεταγωγών του Κνιάζ–Πογκόστ (63 βόρειο πλάτος) αποτελούνταν από καλυβόσπιτα, φτιαγμένα πάνω σ' ένα έλος. Ένας σκελετός από πασσάλους στήριζε ένα περίβλημα από ξεσχισμένο καραβόπανο, που δεν έφτανε ως το έδαφος. Μέσα υπήρχαν δυο κρεβάτια φτιαγμένα από παλούκια (χωρίς να έχουν καθαριστεί από τους ρόζους τους). Ο διάδρομος ανάμεσά τους σκεπαζόταν επίσης από παλούκια, που άφηναν να περνά η υγρή λάσπη, πάνω στην οποία τη μέρα πλατσούριζαν οι κρατούμενοι και που τη νύχτα πάγωνε από το κρύο. Για να κυκλοφορούν ανάμεσα στα διάφορα σημεία της ζώνης, οι κρατούμενοι έπρεπε να βαδίζουν πάνω σε κλυδωνιζόμενα ξύλα και, αδέξιοι καθώς ήταν από την αδυναμία, κάθε τόσο έπεφταν μέσα στο νερό και στη λάσπη. Το 1938 στο Κνιάζ–Πογκόστ η τροφή ήταν πάντα η ίδια: χυλός από πλιγούρι και κόκαλα ψαριού. Αυτό ήταν βολικό, γιατί καραβάνες, κούπες και κουτάλια δεν υπήρχαν στο κέντρο και, φυσικά, ούτε οι κρατούμενοι δεν είχαν. Τους πήγαιναν λοιπόν δέκα – δέκα στο καζάνι και τους έβαζαν με κουτάλες τον χυλό στα κασκέτα τους, στους σκούφους τους και στις άκρες από τα σακάκια τους.
Στο κέντρο μεταγωγών του Βογκβόζντινο (μερικά χιλιόμετρα από το Ουστ–Βιμ) όπου έμεναν ταυτόχρονα 5.000 κρατούμενοι (ποιος το είχε ακουστά αυτό το κέντρο πριν διαβάσει τούτες τις αράδες; και πόσα τέτοια κέντρα μεταγωγών μένουν άγνωστα; υπολογίστε αυτά που ξέρετε και πολλαπλασιάστε τα επί πέντε χιλιάδες!) Στο Βογκβόζντινο λοιπόν έδιναν νερουλό χυλό, κι επειδή ούτε εκεί δεν υπήρχαν γαβάθες, έλυναν το πρόβλημα (ποιος μας φτάνει στην καπατσοσύνη!) μοιράζοντας το συσσίτιο μέσα στις ΛΕΚΑΝΕΣ ΤΟΥ ΠΛΥΣΙΜΑΤΟΣ. Μια λεκάνη για δέκα ανθρώπους, κι άσε τους να παραβγαίνουν ρουφώντας το.[iii]
Είναι αλήθεια πως κανείς δεν έμενε στο Βογκβόζντινο πάνω από ένα χρόνο. (Και πάνω στον χρόνο, όποιος έμενε, ήταν τόσο εξαντλημένος, ώστε δεν τον δεχόταν πια κανένα στρατόπεδο). Η φαντασία των λογοτεχνών είναι φτωχή μπροστά στην καθημερινή πραγματικότητα που ζουν οι ιθαγενείς του Αρχιπελάγους. Όταν θέλουν να γράψουν για ό,τι πιο φοβερό και αξιοκατάκριτο υπάρχει στη φυλακή, οι λογοτέχνες βρίσκουν πάντα να την κατηγορήσουν για τις βούτες. Η βούτα έγινε από τη λογοτεχνία το σύμβολο της φυλακής, το σύμβολο του εξευτελισμού, της βρωμιάς. Τι επιπολαιότητα! Πιστεύετε στ' αλήθεια πως η βούτα είναι κάτι κακό για τον κρατούμενο; Μα είναι η πιο σπλαχνική επινόηση των δεσμοφυλάκων. Όλη η φρίκη ξεκινάει από τη στιγμή που ΔΕΝ υπάρχει βούτα μέσα στο κελί.
Το 1937 σε πολλές φυλακές της Σιβηρίας ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΑΝ ΒΟΥΤΕΣ, γιατί υπήρχε έλλειψη. Δεν είχαν φτιάξει αρκετές, γιατί η σιβηρική βιομηχανία δεν προλάβαινε να παρακολουθήσει τον ρυθμό αναπτύξεως των φυλακών. Οι κρατικές αποθήκες δεν είχαν βούτες για να εφοδιάσουν τα νεοχτισμένα κελιά. Στα παλιά κελιά υπήρχαν βέβαια βούτες, μα ήταν παλιές και μικρές, και αναγκάστηκαν να τις βγάλουν έξω, γιατί με την απότομη αύξηση του αριθμού των κρατουμένων δεν άξιζαν πια τίποτα. Λόγου χάρη, ενώ η φυλακή του Μινούσινσκ είχε από παλιά χτιστή για 500 άτομα (ο Βλαντίμιρ Ίλιτς Λένιν δεν έμεινε σ' αυτήν, αλλά πήγε στον τόπο της εξορίας του σαν ελεύθερος άνθρωπος) τώρα στέγαζε 10.000 κρατούμενους, πράγμα που σήμαινε πως κάθε βούτα έπρεπε να γίνει είκοσι φορές μεγαλύτερη! Και κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο...
Οι Ρώσοι συγγραφείς μας γράφουν μόνο γενικότητες. Εμείς έχουμε περάσει πολλά, μα σχεδόν τίποτε από αυτά δεν περιγράφεται από αυτούς, ενώ για τους δυτικούς συγγραφείς, με τη μανία τους να εξετάζουν με το μικροσκόπιο τα κύτταρα της καθημερινής ζωής, κινώντας τον δοκιμαστικό σωλήνα κάτω από ισχυρό φως, αυτά που περάσαμε θα ήταν ολόκληρη εποποιία και θα αποτελούσαν άλλους δέκα τόμους του έργου «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο». Ας περιγράψουν λοιπόν τη φουρτούνα της ψυχής του ανθρώπου που ζει σ' ένα κελί υπολογισμένο για είκοσι φορές λιγότερα άτομα, χωρίς να υπάρχει βούτα και όπου τον πηγαίνουν μόνο μια φορά το εικοσιτετράωρο στο αποχωρητήριο! Βέβαια, υπάρχουν πολλές πτυχές, που μένουν άγνωστες στους δυτικούς συγγραφείς. Γιατί αυτοί δεν βρίσκονται στην ανάγκη να ουρήσουν μέσα σ' ένα μουσαμαδένιο σκούφο, κι ούτε θα καταλάβουν τη συμβουλή του γείτονα: ουρήστε μέσα στη μπότα σας. Αυτή η συμβουλή είναι καταστάλαγμα μεγάλης πείρας, και δεν συνεπάγεται την καταστροφή της μπότας. Ούτε την υποβιβάζει σε λεκάνη αποχωρητηρίου. Αυτό σημαίνει: Βγάζεις τη μπότα σου, την αναποδογυρίζεις, σηκώνεις προς τα έξω τα φύλλα της που τυλίγουν τις γάμπες και έχεις το δοχείο που σου χρειάζεται! Με πόσες ψυχολογικές πτυχές οι δυτικοί συγγραφείς θα πλούτιζαν τη λογοτεχνία τους (χωρίς να διατρέχουν τον κίνδυνο να αναμασούν στερεότυπα τους ένδοξους τεχνίτες του λόγου) και μόνο αν είχαν μια μικρή ιδέα της ζωής αυτής της φυλακής του Μινούσινσκ, όπου μοιράζουν το συσσίτιο σε μια γαβάθα για τέσσερις και πόσιμο νερό σου δίνουν μόνο μια κούπα τη μέρα (κούπες υπάρχουν). Και ένας από αυτούς τους τέσσερις, σπρωγμένος από μεγάλη ανάγκη, χρησιμοποιεί τη γαβάθα για να ανακουφιστεί, κι έπειτα αρνείται να δώσει τη μερίδα του το νερό για να πλυθεί η γαβάθα πριν πάρουν το συσσίτιο. Και τότε ξεσπάει καυγάς! Τι σύγκρουση ανάμεσα σ' αυτούς τους τέσσερις χαρακτήρες, με πόσες αποχρώσεις! (Μη νομίσετε πως αστειεύομαι. Έτσι αποκαλύπτεται το βάθος του ανθρώπου.
Μόνο που οι Ρώσοι συγγραφείς δεν έχουν καιρό να τα περιγράψουν αυτά, όπως και τα μάτια των Ρώσων δεν έχουν καιρό να τα διαβάσουν. Δεν αστειεύομαι, γιατί οι γιατροί θα σας πουν πως μερικοί μήνες παραμονής σ' ένα τέτοιο κελί αρκούν για να υποσκάψουν για όλη του τη ζωή την υγεία ενός ανθρώπου, έστω κι αν αυτός δεν τουφεκίστηκε στην περίοδο του Γιεζώφ και αποκαταστάθηκε ύστερα, επί Χρουστσώφ).
[i] Λίγοι Μοσχοβίτες ξέρουν αυτή τη μεταγωγική φυλακή με το τόσο ένδοξο επαναστατικό όνομα. (Πρέσνια: εργατικό προάστιο της Μόσχας, όπου το 1905 έγινε εξέγερση του πληθυσμού και γι' αυτό μετά την Επανάσταση ονομάστηκε Κράσναγια Πρέσνια, δηλαδή Κόκκινη Πρέσνια. Σ. τ. Μ.) Εκεί δεν γίνονται εκδρομές, δεν πηγαίνουν τουρίστες. Και πώς μπορούν να πάνε, αφού βρίσκεται ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΔΡΑΣΗ; Κι όμως είναι τόσο κοντά: Είναι μόνο δυο βήματα, αν πάρεις από το Νοβοχορόσεβο τον περιφερειακό σιδηρόδρομο.
[ii] Το μεταγωγικό στρατόπεδο του Καραμπάς θα άξιζε, περισσότερο από κάθε άλλο, να γίνει μουσείο, μα δυστυχώς δεν υπάρχει πια. Στη θέση του έχει χτιστεί ένα εργοστάσιο σιδηρομπετόν.
[iii] Γκαλίνα Σερεμπριάκοβα! Μπορίς Ντιακώφ! Αλντάν – Σεμιόνωφ! Δεν ρουφούσατε κι εσείς από τη λεκάνη δέκα – δέκα; Και, βέβαια, εκείνη τη στιγμή δεν ικανοποιούσατε τις «ζωικές ανάγκες σας, όπως ο Ιβάν Ντενίσοβιτς; Και το μόνο που σκεφτόσαστε δεν ήταν το αγαπημένο κόμμα σας;
Αλεξάντερ Σολζενίτσιν
ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ ΓΚΟΥΛΑΓΚ
1918–1956
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.