Στο ευλογημένο αυτό μοναστήρι έληξε ή επί γης πορεία ενός αγίου άνθρωπου πού διετέλεσε πνευματικός πατήρ τής αδελφότητος. Στο βιβλίο αυτό γίνεται λόγος μόνο για μοναχές. Κάνουμε όμως λόγο και για τον Άγιο αυτό Γέροντα για πρώτη φορά για να δημοσιοποιηθή ή άγιότης του βίου του, επιφυλασσόμενοι σε κάποια άλλη έκδοση να κάνουμε μία πληρέστερη παρουσίαση τού βίου του. Προβάλλοντας την μορφή του επιθυμούμε να προσδιορίσουμε τον εν γένει περιβάλλον τής Μονής μέσα στο όποιο γαλουχηθεί και άνετράφη πνευματικά ή αδελφότης.
Ό Γέροντας λοιπόν τής Μονής, ό άνθρωπος εκείνος τού Θεού, κατοίκησε εις τον Αγιον Όρος εις την νεαρών ηλικία των 15 ετών κρυφίως. Ό ίδιος διηγείτο ότι οι Γέροντες του κάλυπταν με σεντόνια τα μπαλκόνια όταν έβγαινε και αυτό γιατί ό κανονισμός απαγόρευε την είσοδο και παραμονή αγένειων παίδων στο Αγιον Όρος.
Με την παιδική του απλότητα και την παρατηρητικότητα αποθησαύρισε στην ψυχή του την διδαχή και εμπειρία των Γερόντων του εξελιχθείς σε άγιο υποτακτικό.
Στην κουρά του έλαβε τον όνομα Δωρόθεος ενώ τον κοσμικό του όνομα ήταν Δημήτριος Τσιριώνης και καταγόταν από την Δίβρη Ηλείας. Κατοικούσε εις την Κουτλουμουσιανήν Σκήτην τού Αγίου Παντελεήμονος με δύο υποτακτικούς του, τον Ίερομόναχο Άντώνιον και τον μοναχόν Σάββαν, ενώ τον ταπεινό Κελλίον τους έφερε τον όνομα τού Αγίου Σάββα τού Ήγιασμένου.
Εις νεαρών σχετικά ηλικία έψηφίσθη Ηγούμενος εις την Ίεράν Μονήν Έσφιγμένου πολύ προτού γίνει αύτη ζηλωτική. Όμως εκείνος δεν δέχτηκε την θέσιν αυτήν, ταπεινοφρόνων, επειδή δεν ήθελε να εγκαταλείψει την νοερά άθληση. Από τότε έμεινε γνωστός με τον όνομα παπά- Δωρόθεος ό Ηγούμενος αν και δεν έγινε. Έτσι τον γνώριζε και ό μακαριστός Γέρων Πορφύριος ό Καυσοκαλυβίτης. Επί μίαν ολόκληρο δεκαετία χρημάτισε εφημέριος στο Πρωτάτο και Τυπικάρης και ήταν ονομαστός ως ό καλύτερος Τυπικάρης. Ήταν εξαίρετος πνευματικός και εις αυτόν εξομολογήθηκε ό τότε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Λεόντιος.
Διά λόγους υγείας εξήλθε τού Αγίου Όρους και έγκατεβίωσε εις την Γυναικείαν Μονήν της Ζωοδόχου Πηγής ή «Άγίαν Μονήν» τής Ανδρου ως πνευματικός Πατήρ των μοναζουσών μετά την Κατοχή. Ή ιδιόρρυθμος αυτήν Μονή είχε τότε πολλά προβλήματα διότι μεταξύ των αδελφών επικρατούσε διχοστασία κυρίως λόγω τού θέματος τού ημερολογίου. Μερικές εκείνος των αδελφών εμπόδιζαν τούς ιερείς να λειτουργήσουν και άλλες εξαίρετος αυτών στέκονταν έξω από τον Καθολικό φωνάζοντας και υβρίζοντας. Ή κατάστασης είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο και παρά τις συστάσεις και την αγία υπομονή του Γέροντος χρειάσθηκε να επέμβει δυναμικά ό Μητροπολίτης ό οποίος λόγω του άνυποχωρήτου των αδελφών, αποδέσμευσε τον Γέροντα από τα καθήκοντά του.
Εκείνο τον καιρό ή Ηγουμένη Μαγδαληνή προκειμένου να ενίσχυση την πνευματική πρόοδο των αδελφών, είχε γράψει επιστολή στο Αγιον Όρος με την οποίαν ζητούσε από την Ίεράν Έπιστασίαν να έπιμεληθή του θέματος και να της αποστείλει διά πνευματικόν, τον κατάλληλο πρόσωπον, ήτοι Γέροντα λευκογένειον, σωφρονισμένον, έμπειρον εις τα πνευματικά διά να του έμπιστευθή τον ποίμνιόν της. Επίσης ζητούσε άνθρωπο πνευματικόν διά Γέροντα και όχι Ηγούμενο. Δηλαδή ή εξουσία του να είναι διακριτή από την δική της. Να μην επεμβαίνει εις τον διοικητικό της έργον, δημιουργώντας σύγχυση στις αδελφές και φτάσει τον θέμα εις την διχοτόμηση του ποιμνίου της. Να σέβεται τις αποφάσεις της και να μην υποτιμά την προσφορά της ως πνευματικής Μητρός. Επίσης θα ήτο ό Λειτουργός της Μονής εις τον όποιον θα παρείχε διαμονή και σίτιση και του οποίου τον κύριον έργον θα ήτο ή άγρυπνος παρακολούθησις των αδελφών διά τής Ιεράς εξομολογήσεως.
Ευρέθησαν λοιπόν τα κατάλληλα πρόσωπα πού έφεραν σε επαφή τον Γέροντα με την Ηγουμένη Μαγδαληνή και έτσι από τον 1952 και εις ηλικία 79 ετών ό Γέροντας βρίσκεται στην Ίεράν Μονήν ως Λειτουργός και Εξομολόγος.
Είχε την χαρά να λειτουργεί τακτικότατα ως επίσης και να τελεί κατανυκτικότατες αγρυπνίες πολύ συχνά και μάλιστα σε όλες τις μνήμες των Οσίων Πατέρων και Μητέρων. Σύμφωνα δεν με την μαρτυρία τής Αδελφής Ευγενίας πού τον διακονούσε στο Ιερό δεν κοινωνούσε αν δεν έβλεπε σημείο στο Άγιο Ποτήριο. Τότε χαμογελούσε, έφωτίζετο ή μορφή του και εν συνεχεία μετελάμβανε ένδακρυς. Διέθετε γλυκιά, απαλή και κατανυκτική φωνή ή οποία μετέδιδε στους πιστούς τούς ιερούς παλμούς τής αγνής του καρδιάς.
Η ηγουμένη του προετοίμασε κελί δίπλα στην κοινοβιακή Τράπεζα με προαύλιο. Στο προαύλιο συνήθιζε να κάθεται τα απογεύματα ψέλνοντας και μετρώντας την ευχή στο κομποσκοίνι του κάτω από τον ίσκιο ενός φιλόξενου πεύκου.
Στο προαύλιο αυτό τον θυμάται να λέγει ένδακρυς την ευχή ό Ιερομόναχος Χρυσόστομος Κουφάλης της αδελφότητος Καρτσωναίων του Αγίου Όρους πού τότε παιδάκι του δημοτικού έπαιζε κοντά στο Γέροντα άποτυπώνοντας στην αγνής του ψυχούλα πολλά στιγμιότυπα από την καθημερινότητα του Οσίου Πατρός.
Στην πίσω πλευρά του κελιού του είχε χωριστή είσοδο απαγόρευε' όπου εισήρχοντο οι επιθυμούντες να εξομολογηθούν και αυτό για να μην ενοχλούν τις αδελφές και την Μονή. Τις ήμερες των εξομολογήσεως «από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός» προσέρχονταν άνθρωποι διαφόρων ηλικιών και μεταξύ αυτών πολλοί μοναχοί και μοναχές οι οποίοι σχημάτιζαν ουρά για να τον δουν. Κρατούσαν μάλιστα σειρά, βαστώντας χαρτάκια με νούμερο προτεραιότητος. Κατά την διάρκεια της πολυώρου πολλές φορές αναμονής τους έδέχοντο κατ' επανάληψι κεράσματα ή και φαγητό από την αδελφή Ξένη ή οποία φρόντιζε να τούς τονώνει τον ηθικό.
Για την αθηναϊκή κοινωνία και γενικότερα για την Αττική κατέστη ποιμήν άριστος, ιατρός και θεραπευτής των ψυχών εμπειρότατος. Μαζί με τον άλλο φημισμένο Αγιορείτη εξομολόγο με τον όποιο και συνεπνευματίζοντο συχνάκις, τον Γέροντα της Αναλήψεως δηλ. τού Σιμωνοπετρίτικου Μετοχίου του Βύρωνος, Ιερομόναχο Ιερώνυμο Σιμωνοπετρίτη αποτέλεσαν ιούς δύο κορυφαίους πνευματικούς πατέρες των Αθηνών κατ εκείνη την περίοδο οι οποίοι εξάντλησαν με κάθε δύναμη την ποιμαντική τους τέχνη προς μετάνοια, διόρθωση και σωτηρία των συνανθρώπων τους.
Ό Γέροντας Δωρόθεος ήταν πολύ γλυκομίλητος και επιεικής. Ουδέποτε θύμωνε ή όργίζετο ή ομιλούσε απρεπώς. Οι δεν συστάσεις του έμοιαζαν με ζεστά πατρικά χαϊδέματα:
«Τέκνον διατί έπραξες έτσι;»
«Μην τέκνον μου, μην λυπήσεις ξανά τον Κύριόν μας».
«Τέκνον έχεις έλλειψιν εις τα πνευματικά».
«Έλα τέκνον μου, να κάμωμεν μαζί προσευχήν διά τον πρόβλημα σου».
«Τέκνον διατί θυμώνεις; Μήπως έχεις εγωισμό;»
«Τέκνον μην βιάζεσαι στην άνάγνωσιν. Καλλιέργησε την ευλάβεια.
Σε ακούει ό Κύριος».
«Προσπάθησε τέκνον μου περισσότερο. Θα σου κάνω και εγώ προσευχή».
Όλες οι αδελφές είναι μάρτυρες διαφόρων περιστατικών πού απεδείκνυαν ότι έχει τον προορατικό χάρισμα. Κάποτε μία αδελφή πέρασε ισχυρότατο πειρασμό και έσκέπτετο να φύγει κρυφά από την Μονή και χωρίς να τον εξομολογηθεί στο Γέροντα.
Ό Γέροντας όμως πού είχε άνωθεν πληροφορία διά την κατάσταση της αδελφής, κτύπησε τον καμπανάκι τού κελιού του και την κάλεσε. Εκεί προσπάθησε να την ειρηνεύσει μεταφέροντάς της την δική του εμπειρία. Της είπε λοιπόν ότι κάποτε πού είχε τον λογισμό να επιστρέψει εις τον Αγιον Όρος και καθώς έβασανίζετο από λύπην, είσήλθεν ένα πρωινό εις το Αγιον Βήμα διά να λειτουργήσει και αντίκρισε μπροστά του ολοζώντανο τον Αγιον Ιωάννη τον Θεολόγο ό οποίος του είπε: «Αφες τέκνον. Μην έχεις φροντίδα. Εγώ πού σε έφερα εδώ, έχω και την μέριμνα σου».
Αμέσως ή αδελφή κατενύχθη, ξέσπασε σε δάκρυα με αναστεναγμούς και μετεβλήθη ή γνώμη της. Όχι μόνον δεν έφυγε, αλλά ανανεωμένη από την προσευχή και την διδαχή τού Οσίου Γέροντος συνέχισε την άσκηση και την διακονία της.
Αρκετά περιστατικά ενθυμείται με ευλάβεια και ή αδελφή Συγκλητική ή οποία τον περιποιείτο και τού πήγαινε τον δίσκο με τον φαγητό στο κελλάκι του καθόσον ό Γέροντας δεν εσυγχρωτίζετο με τις αδελφές.
Τελευταίως έμεινε αόμματος, στερηθείς τον εξωτερικό φώς διά να αυξηθεί ή έντός αυτού, νοερά και πνευματική δράσις.
Έξι μήνες προς τής κοιμήσεως του έλαβε άποκάλυψιν την οποίαν κοινοποίησε εις τις αδελφές. Εκτοτε τις νουθετούσε συχνότερα, προετοιμάζοντάς τες διά την ημέρα τού αποχωρισμού. Μάλιστα τούς είπε ότι δεν θα ξαναήρχετο πνευματικός σαν και αυτόν στην Μονή μετά από τον ίδιον.
Έκοιμήθη εις ηλικία 93 ετών στις 16 Ιουλίου 1966. Αγιορείτες πατέρες ήλθαν στην Αθήνα όπου φρόντισαν τον λείψανο του ως και τα της ταφής. Εκείνος μέρους της απορφανισθείς αδελφότητος, ή αδελφή 'Αγαθαγγέλη ετοίμασε τον επίγραμμα του τάφου του εις τον οποίον διαβάζουμε τα εξής:
Δωρόθεος Τσιριώνης Ιερομόναχος, ετών 93 Έκοιμήθη εν Κυρίω 16/7/1966.
« Έφηβος ζηλώσας οσιότητα, ευθύς, ταπεινός, άκακος και πράος ως ασώματος βιώσας, εν βαθυτάτω γήρει έξεδήμησας προς Κύριον, ίνα λάβης τον στέφανον της αθανάτου ζωής. Τα πνευματικά σας τέκνα.»
ΒΙΒΛ. ΜΟΝΑΖΟΥΣΩΝ ΣΥΝΑΞΙΣ. ΙΕΡ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.