Είναι συγκλονιστική και συγκινητική ή περίπτωση πού αναφέρει μία ευλαβής ηλικιωμένη κυρία, ή Παρασκευή Ήλγινά. Δίχως εισαγωγή -από μέρους μας- αξίζει να περάσουμε κατευθείαν ατή θαυμαστή αφήγηση.
- Μανώλης Μελινός: κυρία Παρασκευή Ήλγινά, παρακαλώ!
- Παρασκευή Ήλγινά: Στην καταπληκτική αυτή Ιστορία, σε κάποιο σημείο της όποιας βλέπουμε το χέρι του Θεού, πρωταγωνιστεί μια ευλογημένη ψυχή, ή πνευματική αδελφή και φίλη μου Μαρία. Θα επιχειρήσω να ανακαλέσω από τη μνήμη μου όλες τις λεπτομέρειες, για να κατορθώσω να μιλήσω εξ ονόματος της. Θυμάμαι, έλεγε: «Μετά την επανάσταση, στη Μόσχα έπεσε μεγάλη πείνα. Έδιναν στον καθένα ένα όγδοο του καρβελιού. Δεν βρίσκαμε ούτε λαχανίδες. Το κρέας το είχαμε διαγράψει από το λεξιλόγιο. Μαζί με την Αλεξάνδρα και την Κατερίνα πήγαμε στον πνευματικό μας τον π. Μιχαήλ και του ζητήσαμε να μας δώσει ευλογία να βγούμε από την πόλη, για να βρούμε ψωμί. Πολλοί τότε έφευγαν από τη Μόσχα -με προσωπικά τους είδη άξιας- κι έκαναν ανταλλαγή με σιτάρι. Αυτό είπαμε να κάνουμε κι εμείς. Ό π. Μιχαήλ μας άκουσε και κούνησε το κεφάλι στενοχωρημένος. Πήγε στον εικονοστάσι και προσευχήθηκε. Μετά μας είπε: «Σας αφήνω. Να σας προστατεύει ή Παναγία. Να, πάρτε από μια είκονίτσα της Παναγίας του Βλαδιμήρ και να προσεύχεσθε συνεχώς. Ή Παναγία και ό άγιος Γεώργιος θα σας βοηθήσουν. Θα είναι πολύ δύσκολα, αλλά θα προσεύχομαι κι εγώ». Γύρισε τα μάτια προς το εικονοστάσι και ψέλλισε: «Ύπεραγία Θεοτόκε και άγιε Γεώργιε, φυλάξτε τις από τον κίνδυνο, το φόβο και τον πειρασμό».
Φύγαμε. Σ' όλο το δρόμο αναρωτιόμασταν γιατί ό π. Μιχαήλ θυμόταν συνέχεια τον άγιο Γεώργιο. Επιβιβαστήκαμε σε φορτηγά βαγόνια, όρθιες. Ήταν Σεπτέμβριος. Έξω από τη Μόσχα έγινε ή ανταλλαγή. Δώσαμε προσωπικά είδη αξίας και πήραμε τριάντα δύο κιλά αλεύρι και δεκαέξι κιλά μακαρόνια. Νιώθαμε μεγάλη χαρά. Γυρίζοντας στη Μόσχα, το τραίνο υποχρεώθηκε να σταματήσει έξω από την πόλη. Παντού καραδοκούσαν ομάδες στρατιωτών πού άρπαζαν το ψωμί από τους επιβάτες. Τρεις μέρες παγιδευτήκαμε στον σταθμό. Τρώγαμε μόνο ξερό κρεμμύδι και μασούσαμε ωμό σιτάρι! Τη νύχτα έφτασε ένα μεγάλο τραίνο με φορτηγά βαγόνια. Είπαν ότι είχε φορτίο για το στρατό κι ότι θα πήγαινε στη Μόσχα. Το πρωί άνοιξαν οι πόρτες των βαγονιών και βγήκαν πολλοί στρατιώτες. Οι γυναίκες, φοβηθήκαμε να μπούμε μαζί τους. Τότε, εκτός των άλλων, σερνόταν και επιδημία χολέρας. Θυμηθήκαμε τα λόγια του π. Μιχαήλ. Οι στρατιώτες στα βαγόνια κάπνιζαν, γελούσαν, αισχρολογούσαν και μας φώναζαν: «Ε γυναίκες, ελάτε- σε λίγο φεύγουμε». Εμείς αποφασίσαμε ν' ανέβουμε στη στέγη, από τις εξωτερικές σιδερένιες σκάλες. Άλλη λύση δεν είχαμε.
Στριμωχθήκαμε μαζί με τα τσουβάλια μας! Ό ήλιος έκαιγε. Ήμασταν ξαπλωμένες στη μέση της στέγης. Μα και οι στέγες των υπόλοιπων βαγονιών, ήσαν γεμάτες από γυναίκες. Κάναμε προσευχή. Το τραίνο έβγαζε πολύ καπνό, διότι λειτουργούσε με κάρβουνο. Στους σταθμούς παίρναμε κι άλλους, οι όποιοι προσπαθούσαν όπως-όπως να κρατηθούν. Από το φουγάρο έβγαιναν σπίθες πού έκαιγαν το πρόσωπο, τα ρούχα και τα τσουβάλια. Συνέχεια τα σβήναμε! Είπαμε με τη σειρά τον Ακάθιστο Ύμνο στην Παναγία του Βλαδιμήρ. Ξαφνικά, το τραίνο σταμάτησε. Ό ήλιος είχε πέσει, όμως διψούσαμε πολύ. Άνοιξαν οι πόρτες των βαγονιών κι οι στρατιώτες βγήκαν έξω και κάθισαν κοντά στον τραίνο. Σε μια στιγμή, ένας από' αυτούς φώναξε, δείχνοντάς μας στις στέγες: «Παιδιά, κοιτάξετε πόσες γυναίκες είναι πάνω στη στέγη»! Ή διάθεσή τους άλλαξε. Πολλοί φώναξαν: «Πάμε πάνω στις γυναίκες!». Τα βαγόνια άδειασαν. Όλοι βγήκαν κι άρχισαν ν' ανεβαίνουν με γέλια και φωνές. Σε άλλα βαγόνια ακούγαμε φωνές γυναικείες και κλάματα. Μια φώναζε: «Παιδί μου, είμαι στην ηλικία τής μητέρας σου...». Άλλες παρακαλούσαν: «Μην παίρνετε το ψωμί μας. Έχουμε παιδιά πεινασμένα στη Μόσχα, πού περιμένουν πώς και πώς». Οι μπότες των ανδρών του κόκκινου στρατού χτυπούσαν στη σιδερένια στέγη των βαγονιών.
Τρέμαμε από το φόβο μας. Κάποιες, μέσα στον πανικό τους, πηδούν κάτω και σπάνε τα πόδια τους. Μερικοί στρατιώτες ανέβηκαν και στη δική μας στέγη. Προσεύχομαι μ' ένταση στη Παναγία. Ή Κατερίνα με κρατά και προσεύχεται δυνατά. Ή Αλεξάνδρα δεν μιλά. Θυμάμαι τα λόγια του π. Μιχαήλ, για τον άγιο Γεώργιο. Αρχίζω να τον παρακαλώ να μάς βοηθήσει. Ένας στρατιώτης με σχιστά μάτια και ξυρισμένο κεφάλι έρχεται κοντά μας. Πιάνει εμένα από το χέρι, λέγοντας: «Έλα εδώ, κοπέλα μου, δεν θα σού κάνω κακό». Εγώ τράβηξα απότομα το χέρι μου κι άρχισα να οπισθοχωρώ.
Βλέπω το πρόσωπο του και σταυροκοπιέμαι. Οι στρατιώτες γελούν. Δεν καταλαβαίνουν τί κάνουν τούς φαίνεται ότι πρόκειται για διασκέδαση. Κι όποια τούς σπρώχνει, τούς προκαλεί το γέλιο, δημιουργώντας τους περισσότερη διάθεση. Αυτός με τα σχιστά μάτια ξαναπλησίασε. Ή Κατερίνα τού φώναξε: «Πρόσεξε! Ή στέγη τελειώνει, θα πέσεις»! Εκείνη την ώρα ανέβηκε κάποιος αξιωματικός τού ναυτικού. Τα μάτια του έλαμπαν από οργή. Με πιάνει προστατευτικά από τούς ώμους και μπαίνει μπροστά μου, ανάμεσα σε μένα και το στρατιώτη. «Ήρεμα!» τού φωνάζει. «Θα σού εξηγήσω μερικά πράγματα, αλλά πρώτα να κατεβείς. Τον χτύπησε στον στήθος και τον έδιωξε. Αυτός δεν πρόσεξε, παραπάτησε κι έπεσε στον χώμα. Ό αξιωματικός μάζεψε γύρω του στρατιώτες και τούς είπε να συμμαζευτούν, γιατί κηλιδώνουν με τη συμπεριφορά τους το όνομα τού κόκκινου στρατού και αποτελούν προσβολή στην εξουσία των εργατών και των αγροτών. Τα πράγματα ηρέμησαν.
Ύστερα από λίγο, το τραίνο σφύριξε. Οι στρατιώτες επιβιβάστηκαν, αφού έθαψαν πρόχειρα όσους συναδέλφους τους σκοτώθηκαν πέφτοντας. Ό αξιωματικός του ναυτικού ξανανέβηκε στη στέγη και μάς είπε να κατεβούμε και να μπούμε στα βαγόνια, συμπληρώνοντας ότι δεν θα μάς πειράξει κανείς. Κατεβήκαμε. Μάς είπε ότι λέγεται Γεώργιος Νικολάγιεβιτς Τουλικώφ. Ή Αλεξάνδρα άρχισε να τού διηγείται για μάς, για το πανεπιστήμιο πού σπουδάζαμε, για την πίστη μας στον Θεό, για τη βεβαιότητά μας ότι θα μάς βοηθήσει ή Παναγία και ό άγιος Γεώργιος, όταν θα βρισκόμασταν σε κίνδυνο. Ό αξιωματικός άκουγε με μεγάλη προσοχή. Έδειξε να εντυπωσιάζεται από τη συζήτηση για τον Θεό και την εμπιστοσύνη μας στη χάρη Του. Το τραίνο εντυπωσιάζεται των μεταξύ τερμάτισε. Ό Γεώργιος μάς βοήθησε να βρούμε άλλο κι έτσι φτάσαμε στον προορισμό μας. Τον ευχαριστήσαμε και καθώς τον αποχαιρετούσαμε, μας είπε: «Που ξέρετε, μπορεί να ξαναβρεθούμε. Ή ζωή γράφει κύκλους!». Ή Αλεξάνδρα ακούμπησε το χέρι της στον ωμό του και του ευχήθηκε: «Να σας σώζει πάντοτε ό Θεός, να κάνετε καλά έργα, να πονάτε με τον πόνο των άλλων και να χαίρεστε με τη χαρά τους. Σάς χαιρετώ». Λέγοντας τις τελευταίες λέξεις, έκανε μετάνοια μπροστά του!
Οι δικοί μας, καταχάρηκαν όταν μάς είδαν. Δεν προλάβαμε ούτε να πλυθούμε και τρέξαμε στον π. Μιχαήλ. Μάς περίμενε! Μόλις μάς είδε από μακριά, φώναξε: «Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι! Σ' ευχαριστώ. Θεέ μου, για το μεγάλο Σου έλεος!». Και αμέσως μετά, είπε σε μάς: «Κορίτσια, μην ξεχνάτε αυτό το ναυτικό, τον Γεώργιο. Να προσεύχεστε γι' αυτόν, γιατί μπορεί κάπου, κάποτε, κάποια από σάς να τον ξανασυναντήσει. Αν έτσι γίνει, βοηθήστε τον και σεις!».
Πέρασαν από τότε, είκοσι χρόνια. Βρισκόμαστε στον Β' παγκόσμιο πόλεμο. Ό π. Μιχαήλ κοιμήθηκε στην εξορία το 1934. Ή Αλεξάνδρα τον ακολούθησε εθελοντικά και βρήκε μαζί του μαρτυρικό θάνατο. Ή Κατερίνα παντρεύτηκε. Εγώ τελείωσα την ιατρική και τότε, το 1943, εργαζόμουν ως χειρουργός σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Καθημερινά 18-20 ώρες στη δουλειά... Συνεχώς μάς έφερναν πολλούς τραυματίες από το μέτωπο. Μια μέρα, έφεραν σε πολύ άσχημη κατάσταση ένα πλοίαρχο του πολεμικού ναυτικού. Ήταν σοβαρά τραυματισμένος. Τον χειρουργούσαμε επί τέσσερις ώρες. Κατάκοπη, μετά την εγχείρηση, κοιμήθηκα με τα ρούχα, όπως ήμουν! Μόλις ξύπνησα, έτρεξα να δώ τον χειρουργημένο αξιωματικός. Ήταν χλωμός. Κάθε μέρα πήγαινα τρεις φορές και τον έβλεπα. Δεν ξέρω, αλλά κάτι μ' έσπρωχνε κοντά του! Ήθελα να τον σώσω. Πέρασαν είκοσι μέρες από την εγχείρηση ση. Πήγα και πάλι. Περιστοιχιζόμουν από συναδέλφους. Ήταν πολύ χλωμός. Τα μάτια του όμως έλαμπαν. Με κοίταξε ερευνητικά και ξαφνικά μου είπε: «Μάσενκα, (Μαράκι, δηλαδή) τόσες φορές έρχεσαι και δεν με γνώρισες»! Αιφνιδιάστηκα. Πολύ αυστηρά του είπα: «Σύντροφε πλοίαρχε, είμαι γιατρός χειρουργός και όχι Μάσενκα, για σάς»!
Αυτός το είπα, γιατί δεν ήξερα ποιά θα ήταν ή συμπεριφορά των συναδέλφων μου. Αυτοί φέρθηκαν διακριτικά και βγήκαν από το δωμάτιο. Ό πλοίαρχος συνέχισε: «Ναι, Μάσενκα- εσένα, την Αλεξάνδρα και την Κατερίνα σας θυμάμαι πάντα». Τον κοίταξα καλά και φώναξα μ' ένα κόμπο στον λαιμό: «Γεώργιε, εσύ!..». Έτρεξα κοντά του και τον αγκάλιασα. Σαν μικρό κοριτσάκι άρχισα να κλαίω δυνατά από χαρά. Τότε πρόσεξα ότι ή πινακίδα στον κρεβάτι του έγραφε: «Πλοίαρχος Γεώργιος Νικολάγιεβιτς Τουλικώφ»! Το πρώτο πού με ρώτησε ήταν ανταλλαγή παραμένω πιστή, συνειδητή χριστιανή. Μου είπε ότι αυτά πού του είχε πει -πριν από είκοσι ολόκληρα χρόνια- ή Αλεξάνδρα για τον Θεό και την πίστη, έχουν μείνει χαραγμένα στην ψυχή του. Κι ότι αυτή ή συζήτηση, τον έκανε από τότε να πιστεύει και να βλέπει τούς ανθρώπους της πίστεως με τρυφερότητα! Και συνέχισε: «Το 1939 βρισκόμουν σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Εκεί γνώρισα πολλούς και καλούς και κακούς. Από' όλους αυτούς, δεν θα ξεχάσω όσο ζω ένα παλικάρι είκοσιτριών ετών, πού ήταν μια μεγάλη καρδιά. Αγαπούσε τούς πάντες και τον αγαπούσαν οι πάντες, ακόμη και οι πιο φοβεροί εγκληματίες του στρατοπέδου. Από' αυτόν γνώρισα συνειδητά και ουσιαστικά τον Θεό. Αρχές του 1941, ό Γκλέμπ -έτσι λεγόταν το παλικάρι- άφησε την τελευταία του πνοή στον στρατόπεδο, από τις κακουχίες. Εγώ απελευθερώθηκα τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου. Αμέσως μ' έστειλαν στον μέτωπο. Πολέμησα σ' εξαιρετικά δύσκολες περιόδους».
Έφτασε ή μέρα πού δυνάμωσε ό Γεώργιος κι έφυγε. Εκτοτε αλληλογραφούσαμε, ανταλλάσοντας πνευματικές εμπειρίες, από' αυτές πού σκορπάει απλόχερα ό Θεός στις δύσκολες περιόδους τής ζωής... Το 1948 εγκαταστάθηκε στη Μόσχα, με την οικογένεια του. Συχνά βλεπόμασταν. Αργότερα πήρε σύνταξη. Από τότε, έμενε λίγο έξω από τη Μόσχα, με τα παιδιά και τα εγγόνια του. Συναντιόμασταν όχι μόνο στον σπίτι του, αλλά και στη λαύρα του άγιου Σεργίου.
Οι δρόμοι πού χαράσσει ό Θεός, είναι άγνωστοι!..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.