Κάποτε σε μια περίοδο αγώνων και θλίψεων, όταν άρχιζα να βάζω σε κάποια τάξη το μοναστήρι, καθόμουν στο γραφείο μου εντελώς μόνη. Όλες οι πόρτες ήταν κλειστές. Όλες είχαν πάει στα κρεβάτια τους κι ήμουν κι εγώ έτοιμη να κοιμηθώ - εξακολουθούσα όμως να κάθομαι κι εγώ δεν ξέρω γιατί. Απλώς ανέβαλα να κοιμηθώ δεν προσευχόμουν ούτε και σκεφτόμουν κάτι ιδιαίτερο. Υπήρχε στην καρδιά μου κάτι βαρύ, κάτι πολύ βαρύ. Στην ψυχή και την καρδιά μου βασίλευε σιωπή. Ξαφνικά, είδα στην μέση του κελιού μου ένα μεγάλο ξύλινο σταυρό, πού στηριζόταν στο πάτωμα και ήταν τόσο μεγάλος πού έφθανε σχεδόν στο ταβάνι (Προφανώς δεν ήταν όνειρο, γιατί ήμουν ξύπνια, απλώς καθόμουν έχοντας πλήρη συνείδηση του περιβάλλοντος μου.) Εκεί όπου ενωνόταν το κάθετο με το οριζόντιο κομμάτι του Σταυρού υπήρχε μια σύνδεση ορθογώνια, κόκκινη, ματωμένη. Δεν φοβήθηκα πού είδα τον σταυρό. Έκανα το σημείο του σταυρού και σκέφθηκα αθέλητα "Πόσο μεγάλος είναι! Πώς θα μπορέσω να τον σηκώσω;" Μετά άκουσα αυτά τα λόγια, πού ήταν σαν να έρχονταν από τον ίδιο τον σταυρό. "Θα τον σηκώσεις και θα τον μεταφέρεις, γιατί ή δύναμίς μου εντελώς άσθενεία τελειούται!"
Υπέθεσα ότι αυτό έγινε ή για να πάρω δύναμη στην γεμάτη λύπες ζωή μου ή σαν μια προειδοποίηση για ακόμη μεγαλύτερες θλίψεις, πού θα ερχόταν. Αν και στενοχωρήθηκα κάπως, το δέχθηκα όμως με γαλήνη. Ήμουν έτοιμη να υπομείνω όλα τα βάσανα για το καλό τής αδελφότητας και μέσω αυτής για την δόξα του ονόματος του Θεού.
ΒΙΒΛ. ΗΓΟΥΜΕΝΗ ΤΑΙΣΙΑ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.