Ήμουν μικρό παιδί, όταν πήγαινα στο Παγκράτι, εις την Άνάληψιν, το ιερόν Μετόχιον τής ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Όρους, όπου ήτο ένας Πνευματικός πατήρ Πανάρετος, Αγιορείτης από τα Κατουνάκια. Αυτός είχε δυο Γεροντάδες, οι όποιοι είχαν φύγει από την Λαύρα του αγίου Σάββα του Ηγιασμένου εις την έρημο τής Παλαιστίνης και πήγαν στο Άγιον Όρος, στα Κατουνάκια, στο κελί τής Ζωοδόχου Πηγής. Ό πατήρ Πανάρετος άλλην εργασία δεν έκαμνε παρά να διδάσκει την καρδιακής προσευχή. Όλη ή Ελλάς ήρχετο εις τας Αθήνας και εξομολογείτο. Είχαν φθάσει έως οκτώ χιλιάδες οι έξομολογηθέντες εις αυτόν. Κάθε Σάββατο βράδυ έκαμνε Αγρυπνία, και ό τότε κόσμος Πειραιώς και Αθηνών, διψασμένος από πνευματικά, πήγαινε εις τας Αγρυπνίας αυτάς.
Κυριακή, όπου ήτο εποχή θέρους, βλέπω ένα κοντό ξανθογένη καλόγηρο, ό όποιος έκάθητο όρθιος κάτω από τα πεύκα πού ήσαν οπίσω από το ιερόν. Ή ψυχή μου σκίρτησε και ζήταγε κάτι από αυτόν. Επειδή όμως ήτο σιωπηλός εις το έπακρον, δεν ημπόρεσα να του ομιλήσω, όχι μόνον εγώ, αλλά και οι λοιποί νέοι, πού ήθελαν να γίνουν καλόγεροι.
Ό μακαρίτης ό παπά Πανάρετος είχε έναν υποτακτικό Νικόδημο. Τον πλησίασα με μεγάλο σεβασμό και τον ρώτησα, ποιος ήτο αυτός ό ξανθογένης όπου έκάθητο οπίσω από το ιερόν. Και μου είπε, ότι είναι ό παπά Σάββας από το Άγιον Όρος και γνωρίζει Αγιογραφία.
Ίδόντες την αρετή του παπά Σάββα οι Πειραιώτες τον έπαιρναν εις τα σπίτια των και εξομολογούντο. Λειτουργούσε δε κάθε ημέρα και ανέβαινε στην Άνάληψιν, διότι, επειδή ήτο μετόχι τής ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας, είχε Λειτουργίαν καθ' ημέρα.
Πηγαίνω μετά ταύτα εις το Άγιον Όρος έμαθα εν ολίγοις, ποιος ήτο ό μακαρίτης ό παπά Σάββας. Ότι ή πατρίδα του ήτο ή Μπουγάζα, στα στενά των Δαρδανελίων, και ότι ήλθεν στην Σκήτη τής Αγίας Άννης και υποτάχθηκε στον Γέροντα τής Καλύβης τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου Γέρο Αυξέντιο, ό όποιος ήργάζετο χουλιάρια (κουτάλια).
Ό παπά Σάββας είχεν την καρδιακής προσευχή, την οποίαν, όταν ένας βιαστής την απόλαυση διά τής χάριτος του Τρισυπόστατου Θεού, όλα τα αστοχεί και απαλλάσσεται διά τής καρδιακής προσευχής και από τα αδιάβλητα πάθη ακόμη, δηλαδή του ύπνου, τής τροφής και τής στέγης και του κρύου. Διότι σε πολλά μέρη όπου πολλά μέρη όπου πήγαινε ό τρισόλβιος ηργάζετο την αγιογραφία και από κανένα άνθρωπο δεν ηκούσθη ότι έπαιρνε χρήματα. Λειτουργούσε κάθε ημέρα και προπάντων στην Ανάληψιν των Αθηνών και στο Μοναστήρι της Αιγίνης (του αγίου Νεκταρίου), όπου έκαμε εφημέριος.
Δεν ηκούσθη αν μίλησε με άνθρωπο. Άλλα και πώς να ομιλούσε κατά την στιγμήν όπου ήταν έγκάτοικός του ή Άγια Τριάς, ό Θεός ημών, εις τον όποιον έλεγε συμφωνά με το άσμα των Ασμάτων ότι: «Συ είσαι ή γλυκύτατης όλων των ερωμένων υπό Σου, και επιθυμία ακόρεστος».
Τους μυστικούς του αγώνας κανείς δεν τους γνώριζε. Αλλά' ό πανάγαθος Θεός διά της άγιότητος, την οποίαν του δώρισε, διδάσκει ημάς, ότι εις κάθε άνθρωπο όπου θα τον αγαπήσει, θα του δωρίσει την Βασιλεία Του. Και το σώμα που συναγωνίζεται, δεν επιτρέπει ό Θεός να δοθεί βορά εις τους σκώληκας, αλλά μένει αδιάφθορο, ίνα όταν το προσκυνήσωσιν με εύλάβειαν οι Χριστιανοί, να λάβωσιν από' Αυτόν το κάθε αίτημα τους, εάν είναι συμφέρον τους (όπως συνέβη και με το λείψανο του αγίου αυτού Σάββα).
ΒΙΒΛ. ΓΕΡΟΝΤΙΚΑΙ ΕΝΘΥΜΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ. ΤΟΜΟΣ Α ΙΕΡ. ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.