Την άνοιξη του 1857, παραμονή μιας μεγάλης γιορτής, έφθασαν στην πόρτα του μοναστηρίου Σαρατσινέστι του νομού Βίλτσεα μία νεαρή μητέρα με την κορούλα της, ηλικίας πέντε ετών. Ήρχοντο από την Τρανσυλβανία, από τον νομό Σιμπίου. Μετά την ακολουθία της επομένης ημέρας, ή νεαρά κυρία έμεινε να εξομολογηθεί και να λάβει τα Άχραντα Μυστήρια. Την άλλη ήμερα ετοιμάσθηκε να επιστρέψει σπίτι της. Το κοριτσάκι της όμως δεν ήθελε να την ακολουθήσει. Με επίσκεψι και νεύσι του Αγίου Πνεύματος, ήθελε να μείνει στο μοναστήρι. Είχε ιδεί εκεί και άλλα μικρά κορίτσια, πού μεγάλωναν, τα όποια φρόντιζε ή Μονή για να τελειώσουν τις σχολικές τους σπουδές. Ήταν ενδεδυμένα με σκούρα ρούχα και έψαλλαν με τις μοναχές κάθε ημέρα στην εκκλησία.
-Άιντε Μαρία παιδί μου, θα πάμε σπίτι μας;
-Μαμά, θα μείνω στο μοναστήρι, της έλεγε ή κορούλα της κλαίγοντας.
-Καλά, παιδί μου, μείνε να σπουδάσεις και να μάθεις γράμματα εδώ. Εγώ πρέπει να πηγαίνω και θα έλθω και πάλι. Εάν δεν θέλεις να μείνεις, θα έλθω να σε πάρω...
Κι έμεινε ή μικρή Μαρία στην Μονή Σαρατσινέστι. Επέστρεψε ή μάνα της στο σπίτι της μέσα από τα Καρπάθια όρη κλαίγοντας για τα πολλά προβλήματα της ζωής της. Ό άνδρας της είχε φύγει πριν λίγο καιρό για μοναχός στο Αγιον Όρος, ή περιουσία της είχε σκορπισθή, τα παιδιά της ομοίως. Άλλα αυτή έκανε κουράγιο. Ό Θεός την παρηγορούσε. Ό άνδρας της προσευχόταν γι' αυτήν. Οι άνθρωποι την βοηθούσαν. Ή ζωή της προχωρούσε πότε καλά και πότε άσχημα...
Ή κορούλα της στην Μονή μεγάλωσε, και τελείωσε και το δημοτικό σχολείο της γειτονικής κοινότητος. Σε νεαρά ηλικία, εκπληρώνοντας τον παιδικό της πόθο, έκάρη μοναχή και πήρε το όνομα Ματρώνα. Εζησε μέ ταπείνωσι, σιωπή καί υπακοή.
Λόγω των εθνικών ταραχών εκείνης της εποχής δημιουργήθηκαν πολλά προβλήματα στην ζωή των ανθρώπων. Πολλές μετατροπές προς το χειρότερο έγιναν στα μοναστήρια για τις αμαρτίες μας. Μετά την δήμευση της εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας το μοναστήρι Χουρέζι σχεδόν ερήμωσε. Τότε ό επίσκοπος της περιοχής Ρΐμνικ Βίλτσεα μετέφερε στο Χουρέζι αδελφές από τρία μοναστήρια: από το Σαρατσινέστι, από το Σουρπάτε και από το Μάμουλ.
Τότε, το 1866, ήλθε στο Χουρέζι και ή μοναχή Ματρώνα. Το 1922 εξελέγη ηγουμένη αυτής της Μονής. Τότε ή αδελφότης αριθμούσε 100 μοναχές, οι όποιες την αγαπούσαν και την εσέβοντο σαν αληθινά πνευματική τους μητέρα. Δεν ήταν γραμματισμένη, αλλά ήταν γεμάτη από αγάπη και δυνατή πίστη στον Θεό, δώρα τα όποια αντικαθιστούσαν την κοσμική επιστήμη και την νοοτροπία του παρόντος αιώνος.
Έτσι σαν ηγουμένη εργάσθηκε 5 χρόνια και κατόπιν με εντολή του οικείου μητροπολίτου τοποθετήθηκε ως ηγουμένη ή μεγαλόσχημη μοναχή Έπιχαρία Μωυσέσκου. Ή νέα ηγουμένη εργάσθηκε σκληρά να μετατρέψει το μοναστήρι από τον ιδιόρρυθμο στον κοινοβιακό τύπο.
Την άνοιξη του 1926 ή γερόντισσα Ματρώνα αρρώστησε βαριά. Έμεινε στο κρεβάτι 40 ήμερες. Δεν έτρωγε σχεδόν τίποτε. Μόνο προσευχόταν στην Κυρία Θεοτόκο, στην οποία είχε μεγάλη ευλάβεια. Οι μικρές αδελφές την φρόντιζαν ήμερα και νύκτα. Την 40η ήμερα ή βοηθός της, ή μοναχή Γερασίμα Τουφίς, είδε ένα θαυμαστό όραμα. Από την εικόνα της Θεοτόκου εξήλθε μία κορούλα ηλικίας περίπου επτά ετών. Πλησίασε την ασθενή Γερόντισσα και την ερώτησε:
-Τί θέλεις;
-Μητέρα του Κυρίου μας, πάρε με, για να μην υποφέρω! της απήντησε ή γερόντισσα Ματρώνα.
Λοιπόν, όταν ή θαυμαστή αυτή κορούλα, της θεράπευσε τούς πόνους, τότε ή αδελφή Γερασίμα είπε στην Κορούλα, την Παναγία:
-Μητέρα του Κυρίου μας, μη παίρνεις την πνευματική μας μητέρα!
Ή οπτασία τελείωσε. Ή Θεοτόκος θεράπευσε την μοναχή Ματρώνα και σηκώθηκε πλέον υγιής από το κρεβάτι της. Με την ευλογία της Παναγίας έζησε ακόμη αλλά εννέα χρόνια, χωρίς πόνο.
Στο διάστημα αυτό, διηγούντο οι άλλες αδελφές, ότι δεν έπαυσε να πηγαίνει στην εκκλησία. Με το μπαστουνάκι της στο χέρι, στεκόταν στο στασίδι της και έλεγε την ευχή του Ιησού. Ποτέ δεν ξεχνούσε την Παναγία μας, ή οποία την θεράπευσε.
Το έτος 1935 ή μοναχή Ματρώνα έλαβε πληροφορία ότι πρέπει να εξέλθει απ' αυτή την ζωή. Τρεις μέρες πριν από την κοίμηση της, κάλεσε τις αδελφές και είπε:
-Αδελφή Ολυμπιάδα και αδελφή Γερασίμα, μετά από τρεις ήμερες αναχωρώ απ' αυτό τον κόσμο. Με καλεί ό Κύριος και ή Μητέρα του, ή Παναγία μας. Σας παρακαλώ να ζείτε με αληθινή αγάπη μεταξύ σας, με ταπείνωση και υπακοή. Μη συγκεντρώνετε επίγεια αγαθά, ούτε χρήματα, ούτε ρούχα και κάθε τι πού θα σας χωρίζει από την αγάπη του Χριστού μας. Μένετε στην Μονή μας μέχρι τον θάνατο σας, οτιδήποτε πειρασμό και να έχετε. Εγώ θα παρακαλώ τον Κύριο για το μοναστήρι μας και για εσάς...
Την Τρίτη ήμερα σηκώθηκε τα μεσάνυκτα, φόρεσε τα καινούργια ρούχα της καλογερικής της ζωής, κάθισε στο κρεβάτι και είπε: «Αδελφή Γερασίμα, κάθισε δίπλα μου και διάβασε τούς Χαιρετισμούς της Θεοτόκου».
Και όταν άρχισε να διαβάζει ή αδελφή και έλεγε: «Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε», επαναλάμβανε και ή γερόντισσα Ματρώνα. Αφού τελείωσε ή ανάγνωσης των Χαιρετισμών της Θεοτόκου, είπε ή ετοιμοθάνατη αδελφή το Κοντάκιο και αμέσως έκλεισε τα μάτια της, για να τα άνοιξη στον μέλλοντα αιώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.