Κάποιος από τούς
αναχωρητές διηγήθηκε τα έξης στους αδελφούς πού κατοικούσαν στη Ραίθού, εκεί
όπου συνάντησε τούς εβδομήντα κορμούς των φοινίκων ό Μωυσής όταν μαζί με τον
λαό εξήλθε από τη χώρα της Αιγύπτου. «Σκεφτόμουν κάποτε να βαδίσω πολύ βαθιά
μέσα στην έρημο για να συναντήσω κάποιον πού να κατοικεί πιο βαθιά από μένα και
να λατρεύει τον Δεσπότη Χριστό. Όταν βάδισα τέσσερις μέρες και τέσσερις νύχτες συνάντησα
μια σπηλιά όταν πλησίασα και εξέτασα το εσωτερικό της αντίκρισα έναν άνθρωπο να
κάθεται στηριγμένος στα πόδια του. Χτύπησα όπως συνηθίζεται στους μοναχούς για να
βγει και να με ασπασθεί αυτός όμως δεν κουνιόταν γιατί ήταν πεθαμένος. Κι εγώ
χωρίς καθυστέρηση μπαίνω και τον ακουμπώ στον ώμο αυτός αμέσως διαλύθηκε και
έγινε σκόνη. Προχωρώντας ακόμη περισσότερο βλέπω ένα χιτώνα χωρίς μανίκια
κρεμασμένο, αλλά μόλις τον άγγιξα κι αυτόν διαλύθηκε και δεν έμεινε τίποτα.
Βγήκα έξω απορημένος και βάδιζα στην έρημο, όπου συνάντησα
άλλη σπηλιά με ίχνη άνθρωπου. Χαρούμενος πλησίασα στη σπηλιά και καθώς πάλι
χτύπησα και κανείς δεν απάντησε μπήκα μέσα άλλα κανέναν δεν βρήκα. Αφού στάθηκα
έξω από τη σπηλιά σκεφτόμουν ότι πρέπει να έλθει ο δούλος του Θεού όπου κι αν
βρίσκεται. Καθώς περνούσε ή μέρα βλέπω μεγάλες κατσίκες να πλησιάζουν και τον
δούλο του Θεού γυμνό να έχει σκεπασμένα τα απόκρυφα μέρη του σώματος του με τις
τρίχες του. Όταν με πλησίασε επειδή με θεώρησε πνεύμα άρχισε να προσεύχεται.
Γιατί, όπως διηγιόταν μετά, είχε υποστεί πολλούς πειρασμούς από τα πνεύματα. Εγώ
επειδή το κατάλαβα αυτό του είπα
«Είμαι άνθρωπος, δούλε του Θεού. Κοίταξε με καλά και πιάσε
με να δεις ότι έχω σάρκα και αίμα». Όταν με πλησίασε μετά το Αμήν τον
παρακάλεσα και αφού με πήρε στη σπηλιά με ρωτούσε-«Πώς ήλθες εδώ;» . Και εγώ του
απάντησα πώς- «Έφτασα σ' αυτήν την έρημο για να συναντήσω τούς δούλους του Θεού
και ότι ικανοποιήθηκε ή επιθυμία μου». Κι εγώ τον ρώτησα- «Εδώ λοιπόν κι εσύ
πώς έφτασες, πόσον καιρό έχεις και πώς τρέφεσαι και πώς ενώ είσαι γυμνός δεν
έχεις ανάγκη από ενδύματα;».
Αυτός
απάντησε «Εγώ άνηκα σ' ένα κοινόβιο στη Θηβαΐδα και ή διακονία μου ήταν να
υφαίνω λινάρι. Μου ήλθε όμως ένας λογισμός και μου είπε- Φύγε και κατοίκησε
μόνος σου και θα μπορείς και να ησυχάζεις και να φιλοξενείς και χρήματα
περισσότερα να βγάζεις από τη δουλειά σου. Μόλις συμφώνησα με τον λογισμό μου
καταπιάστηκα με την πραγματοποίηση του. Αφού λοιπόν έχτισα μοναστήρι, απέκτησα
κι αυτούς πού δίνουν παραγγελίες και αφού συγκέντρωνα πολλά αγωνιζόμουν να τα μοιράζω στους φτωχούς και τούς
περαστικούς. Ό διάβολος όμως πού είναι εχθρός μας, επειδή με φθόνησε, όπως
κάνει πάντα έτσι και τότε, για την ανταπόδοση πού επρόκειτο να γίνει σ' έμενα,
επειδή φρόντιζα να αφιερώσω τούς κόπους μου στον Θεό, μου παρουσίασε μια μοναχή
ή οποία παρήγγειλε διάφορα πράγματα. Αφού τα
κατασκεύασα αυτά και της τα
παρέδωσα, της βάζει την ιδέα πάλι να μου παραγγείλει κι άλλα.
Έτσι λοιπόν αυτό
έγινε πολλές φορές και αποκτήσαμε περισσότερο θάρρος αναμεταξύ μας και στο
τέλος αγγίξαμε τα χέρια μας και χαχανίσαμε και κάναμε στενή παρέα και με αγωνία
γεννήσαμε την ανομία. Αφού έμεινα μαζί της στην αμαρτία έξη μήνες σκέφθηκα πώς αν
πεθάνω σήμερα ή αύριο ή ίσως ύστερα από πολλά χρόνια θα τιμωρηθώ με την αιώνια
τιμωρία. Γιατί αν κάποιος αφού διαφθείρει την γυναίκα άλλου τιμωρείται από τον
νόμο με αιώνια τιμωρία, άραγε πόσες τιμωρίες αξίζει αυτός πού θα διαφθείρει τη
νύφη του Χριστού; Έτσι λοιπόν σ' αυτή την έρημο κρυφά έτρεξα, αφού άφησα τα
πάντα στη γυναίκα.
Αφού ήλθα εδώ, βρήκα
αυτήν τη σπηλιά και αυτήν την πηγή και αυτόν τον φοίνικα, ό όποιος μου παρέχει
δώδεκα τσαμπιά, δηλαδή κάθε μήνα παράγει ένα κλαδί το όποιο μου φθάνει για
τριάντα μέρες και υστέρα άπ' αυτό ξεπετάγεται το επόμενο. Με το πέρασμα του χρόνου
μεγάλωσαν οι τρίχες μου και επειδή φθάρθηκαν τα ενδύματα μου μ' αυτές σκεπάζω τα
σημεία του σώματος μου πού πρέπει >. Όταν πάλι τον ρωτούσα αν στις αρχές
συνάντησε δυσκολίες εκεί, είπε «Στην αρχή στενοχωρήθηκα πάρα πολύ. Ήμουν
πεσμένος στο χώμα εξ αίτιας του ήπατος μου και δεν μπορούσα να σταθώ όρθιος για
να τελέσω την ακολουθία, αλλά πεσμένος κάτω φώναζα δυνατά προς τον Ύψιστο.
Καθώς βρισκόμουν στη σπηλιά πολύ στενοχωρημένος και γεμάτος πόνους και δεν μπορούσα
από κείνη την ώρα να βγω έξω, βλέπω έναν άνδρα να στέκεται δίπλα μου στη σπηλιά
και να με ρωτά Από τί υποφέρεις; Εγώ αμέσως αφού πήρα λίγο κουράγιο είπα ότι
υποφέρω από το ήπαρ. Με ρώτησε Που υποφέρεις; Μόλις του έδειξα το μέρος, αφού τα
δάχτυλα του χεριού του τα ένωσε τεντωμένα, σχίζει το μέρος σαν με σπαθί και αφού
έβγαλε το ήπαρ έξω μου έδειξε τα τραύματα του. Τότε το καθάρισε με το χέρι του,
αφού έβγαλε από την επιφάνεια τα κακάδια της πληγής και αφού ξανατοποθέτησε το
ήπαρ στη θέση του με το χέρι του χάιδεψε το μέρος και είπε- Έγινες καλά. Να
υπηρετείς όπως πρέπει τον Δεσπότη Χριστό. Από τότε έγινα καλά και άκοπα μέχρι
σήμερα ζω εδώ». Τον παρακάλεσα πολύ να παραμείνω στην προηγούμενη σπηλιά, αλλά
μού είπε- «Μπορείς να υπομείνεις τις ορμές των δαιμόνων;». Κι εγώ γι` αυτό
ακριβώς επειδή αμφέβαλλα, τον παρακάλεσα αφού μού δώσει την ευχή του να μ'
αφήσει να φύγω. Και αφού μου έδωσε την ευχή του μ' άφησε.
Αυτά τα διηγήθηκα σε σας για να ωφεληθείτε».
ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΙΝΑ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ι .Μ. ΤΟΥ ΘΕΟΒΑΔΙΣΤΟΥ ΌΡΟΥΣ ΣΙΝΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.