Nιμίγκ
Τιαντζίνρεν Σινσιανλιέ. Ίσως να σας φαίνονται κινέζικα αυτά τα παντελώς ακαταλαβίστικα.
Για να πάψετε να αναρωτιέστε είναι στ' αλήθεια κινέζικα. Και αναφέρονται σε κάποιο
ανώνυμο νεομάρτυρα, κάτοικο του Τιέντσιν (Τιάντζιν στη σύγχρονη κινεζική ανάγνωση).
Προσπαθούσα, πού λέτε, για μέρες να ζωγραφίσω με μολύβι τον άγνωστο αυτό άγιο
πού έζησε το 19ο αιώνα στη μακρινή κι απέραντη χώρα της Ασίας. Εντόπισα την
ενδυμασία των Κινέζων του 19ου αιώνα, αντέγραψα με δυσκολία τα κινέζικα
γράμματα πού αναφέρονται στον άγιο.
Όμως ολ' αυτά κάνουν να αναδυθεί ένα απλό, αλλά
απαραίτητο ερώτημα Για να ζωγραφίσουμε ένα άγιο πρέπει να έχουμε ενώπιον μας
ένα υπαρκτό πρόσωπο. Οι άνθρωποι του θεού δεν είναι όντα φανταστικά ούτε απλώς
αφορμή για το ζωγράφο να πιάσει δουλειά. Ή ύπαρξη τους εντάσσεται αναγκαστικά στις
συντεταγμένες του χώρου και του χρόνου. Άρα αν θέλουμε να μιλήσουμε σοβαρά και
υπεύθυνα για το θέμα πρέπει να περιοριστούμε αυστηρά στα γεγονότα κι απ' αυτά
ν' αντλήσουμε συμπεράσματα.
Απολογούμαι
στους αναγνώστες για τη βιασύνη μου, δηλαδή να ξεκινήσω από τα συμπεράσματα αντί
να έχω σαν αφετηρία τα γεγονότα και μπαίνω αμέσως στο θέμα Το Τιέντσιν είναι
πόλη της Κίνας. Την εντοπίζουμε 137 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της κινεζικής
πρωτεύουσας, προς τη μεριά της Κίτρινης θάλασσας, στον απέραντο κινεζικό κάμπο.
Σήμερα αποτελεί μια περιοχή με έντονη ανάπτυξη. Τω οντι αυτό ήταν ή πρώτη μου
διαπίστωση μόλις βγήκα από την υπερταχεία αμαξοστοιχία Πεκίνου - Τιέντσιν.
Μοντέρνος ό σιδηροδρομικός σταθμός, τεράστια ή πλατεία πού απλωνόταν μπροστά του
καλυμμένη με πλάκες από γρανίτη, κι ένα πραγματικό δάσος από πολυκατοικίες κι
ουρανοξύστες πολλών μεγεθών και σχημάτων πού συνωστίζονται εκατέρωθεν του πόταμου
Χάιχε (πάει να πει θαλασσοπόταμος στη γλώσσα των Χάν). Μια μυρμηκιά άνω των
δώδεκα εκατομμυρίων συνωθείται ανά τας ρύμας και τας αγυιάς της πόλεως.
Ποιος
λόγος οδήγησε τα βήματα μου στην κινεζική μεγαλούπολη; Διάβαζα προ μηνών ένα
άρθρο του μητροπολίτη Προικοννήσου Ιωσήφ για τούς νεομάρτυρες του Πεκίνου, όταν
το μάτι μου σκόνταψε σε μια λεπτομέρεια πού σχετιζόταν με την προϊστορία
εκείνων των γεγονότων. Αναφερόταν στο ότι στα 1870 έγιναν κάποια επεισόδια πού
επιγράφονται σφαγή του Τιέντσιν. Αυτό με οδήγησε σε προσεκτικότερη ανάγνωση της
παραγράφου. Ό Σεβαμιώτατος σημείωσε ότι τότε έγινε μια σφαγή 41 ατόμων, Κινέζων
και ξένων χριστιανών, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονταν και δύο ανυποψίαστοι
ορθόδοξοι. Μελετώντας πιο αναλυτικά το θέμα στο Διαδίκτυο εντόπισα κι άλλα
στοιχεία Τοιουτοτρόπως αυτή τη στιγμή ενώνοντας τις υπάρχουσες πληροφορίες με την
επί τόπου αυτοψία νομίζω πώς μπορώ να εκθέσω καλύτερα τα γεγονότα.
Ας
μεταφερθούμε στο 19ο αιώνα.
Οι Κινέζοι δεν έβλεπαν με καλό μάτι την εγκατάσταση
των Δυτικών μισσιοναρίων στον τόπο τους. Ό α' και ό β' πόλεμος του Οπίου και οι
συνθήκες τού Τιέντσιν δημιούργησαν κάποια συνεργασία μεταξύ των Δυτικών και της
δυναστείας των Τσίγκ, αλλά οι μάζες δεν χώνευαν με τίποτε τούς ξένους. Τον
Ιούνιο του 1870 σ' ολόκληρη τη χώρα κυκλοφορούσαν φήμες για απαγωγές παιδιών και
συνήθως κατηγορούνταν γι' αυτό οι παπικοί μισσιονάριοι. Οι παπικές μοναχές
ενθάρρυναν την είσοδο ορφανών στα ορφανοτροφεία τους πληρώνοντας σε υιοθετούσες
οικογένειες ή σε κινέζικα ορφανοτροφεία χρηματικά ποσά. Το γεγονός ενθάρρυνε
Κινέζους απαγωγείς παιδιών.
Κατά
το 1870 αυξήθηκαν οι θάνατοι στα ορφανοτροφεία των παπικών λόγω επιδημίας.
Επειδή αυτοί συνήθως έκαναν βαπτίσεις στα παιδιά πού κόντευαν να πεθάνουν, οι
Κινέζοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το βάπτισμα οδηγούσε τα μικρά στο θάνατο. Στις
18 Ιουνίου λοιπόν (άλλη πηγή μιλά για τις 21 τού μηνός) τρεις Κινέζοι απαγωγείς
παιδιών συνελήφθησαν 30 λί (15 χιλιόμετρα) έξω από το Τιέντσιν. Οι δύο
εκτελέστηκαν επί τόπου κι ό τρίτος ομολόγησε δημοσίως πώς πούλησαν τουλάχιστον
10 παιδιά σε κοντινό ορφανοτροφείο πού συντηρούσαν παπικές μοναχές της
εκκλησίας Βαγκχάίλόου (Παναγίας των νικών) τού Τιέντσιν.
Λίγο αργότερα
οργισμένο πλήθος συνωστίστηκε έξω από τη παπική εκκλησία της Παναγίας των
νικών, κοντά στο ποτάμι Χάιχε σπάζοντας τα παράθυρα. Οι Κινέζοι προσήλυτοι
παρακάλεσαν τον Γάλλο πρόξενο Άνρύ - Βικτόρ Φοντανιέ να απευθυνθεί άμεσα στο
δικαστή για την επαναφορά της ηρεμίας. Ενώ το προσωπικό τού δικαστή προσπαθούσε
να κατευνάσει τα πνεύματα και να ηρεμήσει την κατάσταση, ό Γάλλος πρόξενος πήγε
στην έδρα τού δικαστή αλλά αυτός απουσίαζε. Κάποια στιγμή ό πρόξενος πυροβόλησε
και άφησε νεκρό ένα από τούς βοηθούς τού δικαστή, πού έμπαινε εκείνη την ώρα στο
γραφείο, μετά από συζήτηση με αυτόν. Ή γαλλική εκδοχή είναι πώς πυροβόλησε, όταν
απειλήθηκε από τον όχλο και το δικαστή. Όπως κι αν έχει το πράγμα, ό Γάλλος
πρόξενος κι ό βοηθός του εκτελέστηκαν από τον όχλο επί τόπου και τα σώματα τους
πετάχτηκαν στο ποτάμι.
Οι
ταραχές έλαβαν τέλος μόνο όταν ένας αριθμός παπικών εγκαταστάσεων και κτιρίων
πού άνηκαν σε ξένους, περιλαμβανομένου τού καθεδρικού ναού, της εκκλησίας της
Παναγίας των νικών (Βαγκχαϊλόου), του γειτονικού γαλλικού προξενείου και
τεσσάρων αγγλικών και αμερικανικών εκκλησιών πυρπολήθηκαν. Δυο λαζαριστές παπικοί
ιερείς και περίπου 40 κινέζοι προσήλυτοι στον παπισμό σκοτώθηκαν, όπως επίσης και
τρεις Ρώσοι, ό Μπάσσωφ, ό Πρωτοποπώφ και ή γυναίκα του, πού έκλήφθηκαν από τον
όχλο σαν Γάλλοι. Δέκα παπικές μοναχές των Αδελφών του ελέους βιάστηκαν και
ακρωτηριάστηκαν από το πλήθος πριν να φονευθούν. Ό τελικός απολογισμός των
νεκρών από τις ταραχές ανέβηκε περίπου στους 60. Για τον αριθμό των θυμάτων
άλλες πηγές μιλούν για 18 μόνο νεκρούς Ευρωπαίους, παραλείποντας να μιλήσουν για
τούς Κινέζους πού σκοτώθηκαν κατά τα επεισόδια
Έτσι
περίπου έχουν τα γεγονότα. Πρέπει να προχωρήσουμε όμως στην ανάλυση τους πριν να
καταλήξουμε σε συμπεράσματα. Έχουμε εν πρώτοις ενώπιον μας μια σφαγή. Κινέζοι και
μη σφάγηκαν ανηλεώς από το αφηνιασμένο πλήθος, ενώ παπικές εκκλησίες, αλλά και
άλλες, πυρπολήθηκαν. Τα περισσότερα θύματα των ταραχών του Τιέντσιν είναι
φανερό πώς δεν ήταν ορθόδοξοι. Ήταν Κινέζοι προσήλυτοι του παπισμού, παπικοί
ιερείς και μοναχές, αλλά και Γάλλοι διπλωμάτες.
Ασφαλέστατα δεν επικροτούμε τη
σφαγή ανθρώπων για οιονδήποτε λόγο. Οι σφαγιασθέντες είναι θύματα της θηριωδίας
των Κινέζων παγανιστών, πού σίγουρα είχαν ερεθισθεί από τις αλλεπάλληλες
επεμβάσεις στη χώρα τους εκ μέρους των Δυτικών και την ταπείνωση πού ύφίσταντο τα
χρόνια εκείνα. Όμως ή σφαγή άμαχων δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με κανένα
πρόσχημα. Μάλιστα στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε τελικά από την κινεζική
ερευνητική ομάδα υπό τον Τζέν Γουόφαν πώς τα ορφανά δεν υπήρξαν θύματα απαγωγής
και οι μοναχές αποδείχθηκαν αθώες.
Θα
επικεντρώσω το ενδιαφέρον μου στους πέντε Ορθόδοξους πού συγκαταριθμούνται
ανάμεσα στους σφαγιασθέντες, όχι γιατί περιφρονώ ή συνειδητά αγνοώ τα υπόλοιπα
θύματα της πασιφανούς θηριωδίας του κινεζικού όχλου, αλλά γιατί δεν έχω την
πρόθεση να παρακάμψω το αναντίλεκτο γεγονός πώς μεταξύ Ορθοδοξίας και Παπισμού
υφίσταται «χάσμα μέγα» πού προκάλεσε ή Δυτική ανταρσία πριν από χίλια τόσα
χρόνια. Το γεγονός ότι ένα πρόσωπο πού ανήκει σε αλλοτριωμένη πίστη υφίσταται
άδικο θάνατο δεν το κατατάσσει μεταξύ των αγίων. Μήπως όλοι εκείνοι οι Εβραίοι
πού σφαγιάστηκαν από τούς Ρωμαίους στην Ιερουσαλήμ στην επανάσταση του 70 μ. Χ.
είναι άγιοι; Ή απάντηση είναι πασιφανώς αρνητική, όχι διότι επιχαίρουμε για την
σφαγή ανθρώπων, Θεός φυλάξοι, αλλά διότι αγιότητα έκτος Εκκλησίας, απλούστατα δεν
υπάρχει. «Ον συνάγουσιν από ακανθών σταφυλάς και από τριβόλων σύκα». Είναι
άραγε οι Κόπτες πού σφαγιάστηκαν στις 9 περασμένου Όκτώβρη από το στρατό της
Αιγύπτου άγιοι;
Πάλι ή απάντηση είναι αρνητική, διότι άνηκαν στη μονοφυσιτική
αίρεση, δηλαδή βρίσκονται εκτός Εκκλησίας. Από την άλλη, όπως σημειώνει ό
μακαρίτης καθηγητής "Ανδρέας Θεοδώρου, «ή βασικότερη διαφορά έγκειται στο
δόγμα της θεώσεως, το όποιο οι Ρωμαιοκαθολικοί αναφανδόν απορρίπτουν. Δεν
δέχονται θεωμένους αγίους. Γι` αυτούς οι άγιοι είναι οι ηθικά τέλειοι, οι
όποιοι ατενίζουν το φως και τη λαμπρότητα του Θεού, πού τούς καθιστά μακάριους στη
θεία βασιλεία. Ανάκραση της κτιστής φύσεως με τη δόξα του Θεού δεν μπορούν να
δεκτούν, πρώτον διότι ή θεία ουσία είναι άμέθεκτη (ορθώς βέβαια), και δεύτερον
γιατί απορρίπτουν τη διάκριση της άκτιστης θείας ενέργειας στη υπερβατική
θεότητα, με το σκεπτικό ότι μια τέτοια διάκριση επιφέρει σύνθεση στην απλή
ουσία του θεού. Κατ' αυτούς ή θεία χάρη δεν είναι μέγεθος άκτιστο αλλά κτιστό».
(Ανδρέας Θεοδώρου, Οι έννοιες «αγιότητα» και «άγιος» από άποψη συμβολική, «
Ορθόδοξη Μαρτυρία» τεύχος 48ο, χειμώνας 1996, σελ. 7). Ας μη μάς διαφεύγει το
ότι ό ιερός Χρυσόστομος λέγει πώς ούτε το αίμα του μαρτυρίου μπορεί να σβήσει το
γεγονός του σχίσματος. Πολλώ μάλλον του αιρετικού φρονήματος, συμπληρώνει ό
γράφων.
Από
την άλλη δεν έχω σκοπό ν' αρχίσω να ψάχνω τα γεγονότα με στόχο να διαλευκάνω το
αν έφταιγε όντως ό Γάλλος πρόξενος και αν ή στάση του προκάλεσε την έκρηξη της
οργής του κινέζικου όχλου της πόλεως του Ίέντσιν. Σίγουρα αυτά ενδιαφέρουν τούς
ιστορικούς αλλά είναι εκτός του σκοπού της συγγραφής του παρόντος.
Αναφέρομαι
πρώτα στους δύο Κινέζους Ορθόδοξους. Μιλάμε για ένα νεαρό αρραβωνιασμένο
ζευγάρι πού τη μέρα εκείνη επρόκειτο να τελέσουν τούς γάμους τους. Οι άνθρωποι
αυτοί είχαν αποστασιοποιηθεί από την κινεζική παγανιστική θρησκεία, είχαν
βαπτισθεί και ήταν έτοιμοι να ενώσουν τη ζωή τους ενώπιον Θεού και ανθρώπων στην
εκκλησία με το μυστήριο του γάμου. Γνώριζαν σίγουρα το μίσος των συμπατριωτών
τους κατά των Χριστιανών γενικά. Ήταν ενήμεροι για τούς κινδύνους των επιλογών
τους αλλά παρά ταύτα έμειναν αταλάντευτοι σ' αυτές. Αν κάποιος αντιτείνει πώς δεν
τούς δόθηκε ή επιλογή της ομολογίας του Χριστού, θα ήθελα πρώτα να τον
παραπέμψω στο βίο του Αγίου Ευσεβίου επισκόπου Σαμοσάτων. Τα Σαμόσατα είναι
πόλη της αρχαίας Συρίας στα μέρη του Ευφράτη.
Ό επίσκοπος αυτός υπήρξε δεινός
πολέμιος του αρειανισμού. 'Αφού υπέστη εξορίες από άρειανόφρονες αυτοκράτορες
επέστρεψε στα Σάμοσατα μετά το θάνατο του Ούάλεντος. Μια μέρα ενώ ό ομολογητής
επίσκοπος περπατούσε αμέριμνος και ανυποψίαστος στο δρόμο τον είδε μια άρειανή
γυναίκα. Αυτή, την ώρα πού περνούσε μπροστά από το σπίτι της, ανέβηκε στη στέγη
κι από εκεί του έριξε στο κεφάλι ένα κεραμίδι με αποτέλεσμα να τον αφήσει στον
τόπο. Μήπως δεν συνέβη το ίδιο στην περίπτωση του νεομάρτυρος κληρικού
Χαράλαμπου Μιχαηλίδη πού βρήκε στα 1924 μαρτυρικό θάνατο στη Αουρουντζίνα στα
χέρια των Τούρκων την ώρα πού κοιμόταν;
Όμως
θα ήταν ασυγχώρητη παράλειψη να μην πω τίποτε για τα τρία άτομα από τη Ρωσία
πού σφαγιάστηκαν από το μαινόμενο κινέζικο όχλο στα φοβερά γεγονότα της 18ης Ιουνίου
1870. Πρόκειται για τρεις ορθόδοξους, πού ασφαλώς γνώριζαν ότι το κλίμα της
πόλεως τού Τιέντσιν ήταν εχθρικό για τούς Ευρωπαίους.
Ή πληροφορία ότι τούς πήραν
για Γάλλους σαν να μην είναι και πολύ αξιόπιστη. Πρόκειται για υποκειμενική
γνώμη κάποιου σχολιαστή των γεγονότων. Τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά. Το
ασυγκράτητο μίσος των Κινέζων παγανιστών ήταν εναντίον παντός προσώπου πού θύμιζε
τη χριστιανική πίστη. Αυτοί δεν ξεχώριζαν ορθόδοξους κι ετερόδοξους, Ρώσους και
Γάλλους. Ήθελαν απλώς να κορέσουν το ακόρεστο μίσος τους κατά των χριστιανών.
Έτσι σκότωναν αδιακρίτως όποιον ξένο συναντούσαν. Αυτό έπραξαν κι εναντίον των
συμπατριωτών τους πού απέρριψαν τα είδωλα και προσχώρησαν στο χριστιανισμό.
Είμαι της γνώμης πώς στην περίπτωση των Κινέζων προσηλύτων πρέπει να τούς
έκαναν οπωσδήποτε και προτάσεις επιστροφής στην πατροπαράδοτη ειδωλολατρία πριν
τούς σφαγιάσουν.
Παρακαλώ
τον αναγνώστη να μου επιτρέψει να συνεχίσω την περιήγηση μου στο Τιέντσιν.
Είχα
περπατήσει αρκετά, πέρασα από την ιταλική συνοικία πού προσπαθούν να
αναπαλαιώσουν και, διασχίζοντας ένα γεφύρι τού ποταμού, βρέθηκα στην απέναντι
όχθη. Κάποια στιγμή προσπάθησα να εντοπίσω την εκκλησία γύρω από την οποία
συνέβηκαν τα γεγονότα Εγκαταλείποντας την κεντρική συνοικία Νάνκαϊ πέρασα το
ποτάμι από μια άλλη γέφυρα και βρέθηκα στην περιοχή Χέμπεϊ. Με βάση τις
πληροφορίες πού είχα πάρει από το χάρτη, ή εκκλησία έπρεπε να είναι κάπου εκεί
γύρω. Περπάτησα αρκετά, μα κανένα Ίχνος της δεν εντόπισα. Σε κάποιο δρόμο
ρώτησα μερικούς Κινέζους πού καθόντουσαν και κουβέντιαζαν κι ένας απ' αυτούς
μού έδειξε με το χέρι την κατεύθυνση. Ακολούθησα την οδηγία του άλλ' εις μάτην.
Ή εκκλησία δεν φάνηκε μπροστά μου. Λάθος πληροφορία, σκέφτηκα και συνέχισα να
περπατώ δίπλα στο ποτάμι.
Μπροστά
μου τώρα ορθωνόταν ό τεράστιος τροχός με τις καμπίνες στη μέση της γέφυρας
Γιόγκλε.
Γύριζε αργά, σχεδόν αδιόρατα κι οι λιγοστοί επιβάτες των καμπίνων, πού
κρέμονταν σαν ρώγες σταφυλιού, απολάμβαναν τη θέα της απέραντης πόλης. Κάποια
στιγμή βαρέθηκα να κοιτάζω το «Τιάντζιν Αυ», έτσι το λένε επίσημα, κι αποφάσισα
πώς έπρεπε να επιστρέψω στο σταθμό τού τραίνου. Μια πινακίδα όμως, πού πρόβαλε
απρόσμενα μπροστά μου, μού ανέτρεψε τα σχέδια. Σημείωνε ότι ή εκκλησία πού
γύρευα βρισκόταν 1700 μέτρα πιο κάτω, παράλληλα με το ρου τού ποταμού.
Επιταχύνοντας το βηματισμό μου κάλυψα σύντομα την απόσταση. Λίγο αργότερα το
κτίριο της εκκλησίας Βαγκχαϊλόου εμφανίστηκε μπροστά μου. Τώρα πώς γλύτωσε από την
«πολιτιστική επανάσταση» και τη μανία των ερυθρών φρουρών τού Μάο, δεν είμαι
εις θέσιν να γνωρίζω. Πρόκειται για εντυπωσιακό κτίσμα με μαύρα τούβλα, σε
νεογοτθικό ρυθμό, σκονισμένο κι απεριποίητο, με κάποια από τα παράθυρα του
σπασμένα με ψηλό καμπαναριό πού έφερε σταυρό στην κορυφή. Μια επιγραφή σημείωνε
πώς καταστράφηκε δύο φορές, ενώ μια άλλη τόνιζε ότι αποτελεί ιστορικό μνημείο της
πόλεως. Έψαξα για την πόρτα.
Εισήλθα στην αυλή. Μικρά φτωχικά κτίσματα με κινέζικες
επιγραφές, δένδρα έδώ κι εκεί, καμία ανθρώπινη παρουσία και ή εκκλησία κλειστή.
Βγήκα στο δρόμο. Τα αυτοκίνητα περνούσαν με ταχύτητα συνοδευόμενα από το χαρακτηριστικό
θόρυβο των μηχανοκινήτων και οι πολλοί και βιαστικοί ποδηλάτες έτρεχαν να
προλάβουν τις δουλειές τους. Όλα αυτά, μαζί με το χρόνο πού πέρασε δεν μου επέτρεπαν
ν' αφουγκραστώ τα ουρλιαχτά των δημίων, ούτε τις οιμωγές των θυμάτων της
λυπητερής ιστορίας πού έλαβε χώρα εκεί γύρω 141 χρόνια πριν.
Πέντε
ώρες περιδιάβαση στους δρόμους της πολύβουης πόλης είχαν ως άμεση συνέπεια την κόπωση.
Έτσι πήρα την απόφαση πώς ήταν καιρός να επιστρέψω στο σιδηροδρομικό σταθμό
Τιάντζιν Τζάν, όπου με περίμενε ή υπερταχεία για την κινεζική πρωτεύουσα. Μισή
ώρα αργότερα ήμουν στο σιδηροδρομικό σταθμό Νάντζαν του Πεκίνου. Βγαίνοντας από
το τραίνο είχα την έντονη αίσθηση πώς είχα επιστρέψει από προσκύνημα...
Το
μόνο πού πρέπει να ολοκληρώσω είναι τα σχέδια των υπόλοιπων τεσσάρων μαρτύρων, της
νεαρής Κινέζας και των τριών Ρώσων. «Έμοί δέ λίαν έτιμήθησαν οι φίλοι σου ό
Θεός, λίαν έκραταιώθησαν αι αρχαί αυτών» (Ψαλμ. ρλη' 17).
ΣΥΜΕΩΝ
ΠΗΓΑΔΟΥΛΙΩΤΗΣ
ΒΙΒΛ. ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ. ΑΡΙΘΜΟΣ 96. ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.