- Έλειπα από το πρωί, δεν ήμουνα εδώ.
Είχα φύγει από τον κόσμο αυτό, είχα πάει στον άλλο κόσμο.
- Γέροντα μου, μέχρι που πήγες;
- Μέχρι την πόρτα.
- Πώς ήταν αυτή ή πόρτα, μεγάλη, μικρή;
-Ό
μισός Ουρανός είναι ή πόρτα. Αλλά είναι μικρή για τούς κακούς, ενώ για τούς
καλούς είναι ανοιχτή παντοτινά. Εκεί μέσα είναι και ψάλλουν εκατομμύρια Άγγελοι.
Να ακούσεις αυτή την ψαλμωδία... δεν λέγεται. Το μυαλό σου χάνεται. Άμα
ακούσεις τούς Αγγέλους να ψάλλουν, θα σε
πάρει ένα νέφος και θα σε ανεβάζει επάνω και σύ θα κοιτάζεις και μόνο θα ακούς,
θα αλλοιωθείς τελείως ψυχικά και δεν θα θυμάσαι κανένα πράγμα της γης.
- Τούς
είδες, Γέροντα;
-Εγώ
δεν μπήκα ούτε στην πόρτα. Απ' έξω τούς έβλεπα και τούς κοίταζα και άκουγα τις
ωραίες φωνές. Λέω: «Θεέ μου, μη με στερήσεις από τη μεγάλη αυτή χαρά». Γιατί,
άμα φτάσει το μυαλό σας στην πόρτα εκεί, θα ακούσετε μια ψαλμωδία, πού δεν έχει
γίνει ποτέ εδώ στον κόσμο. Οι Άγγελοι, βλέπεις, είναι ασώματοι, δεν έχουν την
ίδια υφή πού έχουμε εμείς. Είναι τόσο γλυκείς και δυνατοί πού, άμα ακούσεις
χίλιους Αγγέλους να ψάλλουν, χαλάει ό κόσμος από την ακοή πού γίνεται με την
ψαλμωδία. Λες: «Τί είναι αυτό;». Δεν λέγονται αυτά τα πράγματα, μ' ακούς; Άλλα
βλέπεις ότι είναι άλλα, αυτά είναι αγγελικά και οι Άγγελοι είναι αιώνιοι, δεν
είναι προσωρινοί. Δεν είναι κράτος πού ζούνε πεντακόσια, χίλια χρόνια και μετά
να πεθαίνουν. Δεν πεθαίνουν ποτέ. Είναι αιώνιοι. Εκεί, λοιπόν, είναι κάποιοι
πού λάμπουν σαν τον ήλιο, όπως ή Παρθενία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.