Όταν το όλως αντίθετο των προμνημονευθέντων. Από την
φύση ανδρειωμένος. Δεν χωρούσαν οι προσφωνήσεις «παππούλη» και «παππουλάκο».
Υδραίος μπρατσωμένος, έτρεμε στο περπάτημα του ή γη πού πατούσε. Πατέρας δέκα, ίσως και περισσοτέρων, παιδιών ήξερε να
κρατά ηνία στα χέρια του. Μούτσος στα καράβια του Αργοσαρωνικού τα χρόνια τού
άγιου Νεκταρίου, κατείχε καλά την γλώσσα τού λιμανιού και, όταν ή ανάγκη και ή
περίσταση το 'φερνε, την ξεδίπλωνε σαν δρέπανο θεριστικό. Εφημέριος
τοποθετήθηκε στην Αγία Τριάδα στην οδό Κηφισίας. Όταν είδε την άθεοφοβία, την
ασέβεια τού συνεφημερίου του, ζήτησε να έφημερεύση σε νοσοκομείο μόνος του,
χωρίς άλλους παπάδες. Του είπαν:
- Το
νοσοκομείο δεν έχει τυχερά. Τα παιδιά σου πολλά. Ό μισθός μικρός. Θα πεινάσεις.
- Και τί
θέλετε; Να σφάξω, σαν τον Ηλία, τους ιερείς της αισχύνης;
Στο νοσοκομείο το προσωπικό ήταν «εξ ευωνύμων», άθεοι από
τον πρώτο μέχρι τον έσχατο. Ό συμμοριτοπόλεμος δεν είχε τελειώσει.
- Ευτυχώς ό
Θεός μου έδωσε ρώμη και με φοβούνταν, αλλιώς θα με λάκτιζαν - έλεγε
χαριεντιζόμενος. Έπρεπε να 'χω όλη την προσοχή μου στραμμένη να μην αφεθώ
καθόλου.
Και συνέχισε να μου διηγείται:
—Εκεί πού πειράσθηκα ήταν στον επιούσιο άρτο. Ήταν φθινόπωρο του '48. Για μια εβδομάδα
κάνεις δεν πλησίασε ούτε για κερί ούτε για λάδι. Και αυτό το ευλογημένο
τελείωσε και έσβησαν τα καντήλια των Αγίων Αναργύρων. Σάββατο βράδυ παρέμεινα
μέχρι αργά στο εξομολογητήριο.
Έξω το ξεροβόρι μετέφερε τα φύλλα, άλλα άνθρωπου
βηματισμός δεν ακουγότανε. Κάθε τόσο κοίταζα στο παραθύρι. Κανείς δεν
περιδιάβαινε. Μονολογούσα: «Πώς να πάω στο σπίτι; Πώς να κοιτάξω την παπαδιά; Μια
βδομάδα τίποτε μα τίποτε δεν της πήγα». Γονάτισα και αγκάλιασα τα πόδια του
Εσταυρωμένου, χωρίς να 'χω τί να του πω. Πέρασε ή ώρα και έπρεπε να φύγω. Την
ώρα πού έστριβα το κλειδί της πόρτας μια γυναίκα φώναζε μέσα στο σκοτάδι:
- Παπά-Άναστάση,
παπά-Άναστάση, περίμενε, μη κλείσεις. Πέθανε ή μητέρα μου και σου αφήνω τρεις
χιλιάδες για σαρανταλείτουργο.
Γύρισα πίσω. Γονάτισα στον Σταυρό και ευχαρίστησα τόσο,
όσο δεν το έκανα για την γυναίκα μου και τα παιδιά μου.
Πήγα και τα ψώνισα όλα. Γέμισα το τραπέζι απ' όλα.
Αφήνοντας μια-μια τις σακούλες, έλεγα στην παπαδιά:
- Να μωρή
γκρινιάρα, απ' όλα πού κλαίγεσαι.
Και είχε ή δύστυχη βδομάδα και περισσότερο να δει στο
σπίτι έλεος.
Σ' αυτόν τον ίδιο Σταυρό της συνεχούς προσευχής του
γονάτιζε ό εξομολογούμενος. Το ήθος και το ύφος του παπά-Αναστάση δεν ήταν για να
παίξουμε. Γινότανε κανονικό χειρουργείο, χωρίς να βάλει νυστέρι ό θεράπων.
Δεν μπορούσες να κρύψεις τίποτε. Αβίαστα σου έβγαιναν
καινά και παλαιά. Ένα καυτό Αύγουστο του λέγω:
- Δεν αντέχω
άλλο. Ή σάρκα ξεπέρασε τα όρια της αντοχής μου.
Με άρπαξε από το χέρι. Μ' έσφιξε δυνατά, δείχνοντας μου
τις φλέβες. Με ρωτά δακρυσμένος:
- Τί τρέχει
εδώ μέσα, παιδί μου;
- Αίμα -του
λέγω.
- Λάθος.
Αμαρτία, παιδί μου! Έλα αύριο το πρωί να κοινωνήσεις. Για σένα θα λειτουργήσω.
Αυτοί οι πνευματικοί είχαν τρόπους Χάριτος, πού δρόσιζαν
την κάμινο του πυρός, χωρίς να σου αναφλέγουν καθησυχασμένα πάθη.
"ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑ ΝΑ ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.