Τετάρτη 2 Μαΐου 2012

Η ΝΕΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ.


ΝΕΟΤΗΤΑ


Η προσευχή εκείνη με συνόδευε τότε που η ηλικία μου πλησίαζε ήδη τα 17 ή 18 χρόνια· είναι δύσκολο να πω με ακρίβεια. Εκείνα τα χρόνια διάβαζα για τον βουδισμό, τη γιόγκα και άλλα μυστικιστικά βιβλία. Και μου φαινόταν [//28] ότι το Ευαγγέλιο ήταν λιγότερο βαθύ από τις άλλες παρόμοιες διδασκαλίες. 


Σκέφθηκα ότι το Ευαγγέλιο λέει: «Αγάπα τον Θεό και τον πλησίον» . Αναλογίστηκα: «Αυτό είναι ψυχισμός, ενώ οι άλλες διδασκαλίες μιλούσαν για το Υπερ-προσωπικό Απόλυτο». Αγαπούσα πολύ να προσεύχομαι και με την προσευχή αυτή φύλαξα την αγάπη μου προς τον Χριστό, δηλαδή δεν απέρριψα το παλαιό. Το νέο όμως μου φαινόταν πιο βαθύ.


Στην κατάσταση αυτή της έντασης έζησα πολλά χρόνια. Είχα εργαστήριο στην πλατεία Μπόρμπι. Εκεί η ενασχόλησή μου με τη ζωγραφική συνοδευόταν διαρκώς από τη σκέψη της μετάβασης στην αιωνιότητα. Δεν με συγκινούσε η αφηρημένη τέχνη της εποχής εκείνης που φιλοτεχνούσε διακοσμητικά θέματα. Περνούσα ώρες δουλεύοντας πάνω σε κάθε τοπίο ή προσωπογραφία. Η σκέψη μου χανόταν στην αίσθηση του μυστηρίου της φύσεως. Συνήθως παρατηρείται το φαινόμενο, κατά το οποίο οι άνθρωποι απλώς για να προσανατολισθούν παρατηρούν διάφορα αντικείμενα: τον ουρανό, τα σπίτια, τα χωριά, τους ανθρώπους. Για μένα το καθένα από τα φαινόμενα αυτά ήταν απρόσιτο μυστήριο. Με αυτό τον τρόπο γεννιέται η θεώρηση αυτή. Να τι με εξέπληττε: Από αυτή τη θεώρηση αναπτύσσεται ένα αίσθημα ωραιότητος, γιατί όσο βαθύτερα εισχωρείς στην ασυνήθιστη πολυπλοκότητα οποιουδήποτε φαινομένου της ζωής, τόσο περισσότερο αισθάνεσαι την ωραιότητά του. Μερικές φορές αναπτυσσόταν μέσα μου ένα αίσθημα ωραιότητος σε τέτοιο βαθμό, που υπό την επίδρασή του έχανα εντελώς την αίσθηση του χρόνου. Βέβαια είναι δύσκολο να διηγηθώ για τις ατέλειωτες εκείνες ημέρες που περνούσα στο εργαστήριό μου, κάποτε από το πρωΐ έως αργά το βράδυ.


 Είτε έτσι όμως είτε αλλιώς, όλο τον καιρό δύο πράγματα κυριαρχούσαν μέσα μου: το ένα ήταν η σκέψη για το Υπερ-προσωπικό Απόλυτο, και το άλλο, το πώς μπορεί ο άνθρωπος να υπερβεί τα όρια της μικρής και σύντομης ζωής. Δηλαδή το πνεύμα του ανθρώπου δεν αποδέχεται την ιδέα του θανάτου. Θυμάμαι ότι τότε είχαν τεράστια επίδραση επάνω μου τα λόγια του Πούσκιν:

Όχι, ολόκληρος δεν θα πεθάνω, η ψυχή σαν μύχια λύρα διαλαλεί ότι
το λείψανό μου θα επιζήσει και τη φθορά θα ξεφύγει …

Είναι δύσκολο να πούμε τι είχε στο μυαλό του ο Πούσκιν όταν έλεγε, «όχι, ολόκληρος δεν θα πεθάνω». Παρ’ όλα αυτά είχε περισσότερο την ιδέα της ιστορικής αθανασίας: «Η ψυχή σαν μύχια λύρα διαλαλεί ότι το λείψανό μου θα επιζήσει».

Θυμάμαι ότι κάποτε διάβαζα ένα σπουδαίο βιβλίο όπου περιγράφονταν τέσσερα είδη αθανασίας: Η υλιστική, σύμφωνα με την οποία τα άτομα είναι αμετάβλητα και η ύλη παραμένει αιώνια όπως είναι. Η ιστορική, κατά την οποία ο δοξασμένος άνθρωπος ζει στη μνήμη των γενεών στους αιώνες. Η πανθεϊστική, που δέχεται ότι ο κόσμος προέρχεται από κάποια πηγή, από κάποιο Απόλυτο και προς αυτό επιστρέφει. Και τέλος, αυτή την οποία αναφέρει ο Χριστός στο Ευαγγέλιο, δηλαδή η προσωπική αθανασία.

Πρέπει να πω ότι η υλιστική αθανασία δεν με ενδιέφερε. Η ιστορική με ενδιέφερε πάρα πολύ λίγο. Η πανθεϊστική ήταν για μένα παρεμφερής με την υλιστική: Θα επιστρέψω σ’ αυτό που ήμουν από την αρχή, όσα δισεκατομμύρια αιώνες και αν περάσουν, χωρίς να θυμάμαι τίποτε [//30] και η συνείδησή μου θα χαθεί. Έτσι η παρουσία μου στον κόσμο ως προσώπου εμφανιζόταν ως παράλογη διαδικασία: 

Όλα τα παθήματά μου, όλες οι σκέψεις για οτιδήποτε, όλος ο αγώνας μου, όλα φαίνονταν μάταια. «Καλά, επιβιώνω σ’ αυτό τον αγώνα 30, 40, ακόμη και 100 χρόνια. Κι έπειτα τί; Θα εξαφανισθώ;». Όλα μου φαίνονταν παράλογα.
Παρόλο που η πανθεϊστική αθανασία λίγο με ενδιέφερε, όμως η σκέψη αυτή για το Υπερπροσωπικό Απόλυτο παρέμενε μέσα μου για πολύν καιρό πολύ δυνατή, ακόμη και τότε, όταν ήδη είχα φύγει για το εξωτερικό. Το πρώτο «χτύπημα» το δέχθηκα στην πάροδο Μιλιούτινσκ, εκεί όπου ενώνονται η οδός Σρέτενκα με τη Λιουμπιάνκα. Μερικά μέτρα μετά από εκείνη τη γωνία μου ήρθε η σκέψη:
- Προσεύχεσαι;
- Ναι.
- Κι ακόμη σκέφτεσαι για την αθανασία;
- Ναι.
- Αλλά το Ευαγγέλιο λέει: «Αγάπα τον Θεό και τον πλησίον σου».
Σε μια στιγμή πέρασε αυτή η σκέψη. Αλλά μου παρουσιάσθηκε μία εικόνα, ότι υπάρχει κάτι υψηλότερο από Αυτό για το Οποίο μιλάει το Ευαγγέλιο. Και τότε, παρά τη συνήθειά μου να προσεύχομαι, άρχισα με μεγάλη δυσκολία να αναχαιτίζω μέσα μου εκείνη την προσευχή. Μου ήταν δύσκολο να περνώ κοντά από μερικούς ναούς. Υπήρχε στην πόλη το παρεκκλήσι του Αγίου Σεργίου. Δεν μπορούσα στην αρχή να περάσω από μπροστά του, και αποφάσισα να απομακρυνθώ από την παιδική προσευχή μου.

Έτσι η σκέψη για το απόλυτο Είναι με συνόδευε συνεχώς, και χωρίς αυτήν κάθε τέχνη και κάθε φαινόμενο της ζωής δεν είχε νόημα: Αν αυτό αύριο εξαφανισθεί, ούτε εγώ θα υπάρχω, ούτε το πρόσωπο που αγαπώ ή ζωγραφίζω. Αυτό μου φαινόταν τόσο παράλογα απαράδεκτο ώστε, παρ’ όλη τη δυσκολία, συνέχιζα να σκέφτομαι για αυτό το ρήγμα στην αιωνιότητα, για την έξοδο από αυτά τα στενά όρια του χρόνου και του χώρου. Αν έτσι αντιμετωπίζεις τη ζωή, όλος ο κόσμος φανερώνεται με άλλη εικόνα. Θυμάμαι ότι κάθε αντικείμενο που παρατηρούσα μπορεί να μου φαινόταν έτσι, ώστε να ξεχνώ εντελώς τα πάντα. Ήταν απρόσιτο μυστήριο, πώς από το Μη-Όν γεννιέται αυτό το Όν. Μια φορά ζωγράφιζα την Μαρία, και μου ήρθε η εξής σκέψη: Πώς περνάς πέρα από τα όρια του θανάτου; Πέρασαν τρεις ώρες και αλήθεια δεν αισθάνθηκα καθόλου εκείνο τον χρόνο: Θα μπορούσα να πω ότι για μένα είχαν περάσει δέκα λεπτά. Και τότε βλέπω στο πρόσωπο της Μαρίας να κυλούν δάκρυα. Της λέω:
- Μαρία, τι συμβαίνει;
- Δεν μπορώ άλλο. Κουράστηκα.

Κοιταζόμασταν επί τρεις ώρες: Την ζωγράφιζα τρεις ώρες χωρίς διακοπή. Αυτό ήταν ένα επεισόδιο, του οποίου μάρτυρας ήταν η Μαρία. Και αυτό συνέβαινε πολύ συχνά.

Κάθε άνθρωπος κατέχει το ένα ή το άλλο χάρισμα με το οποίο αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Ας πούμε, οι συγγραφείς δια του λόγου προσεγγίζουν τον κόσμο με τη λογοτεχνία, οι ποιητές με την ποίηση, οι μουσικοί με τους ήχους και οι ζωγράφοι με την όψη του ορατού κόσμου. Και όταν όλη η προσοχή του ανθρώπου συγκεντρώνεται σε αυτό που θα λέγαμε ότι μοιάζει με το ορατό, πραγματοποιείται κάποια ταύτιση. Όλα γίνονται είτε θέαμα είτε άκουσμα είτε, ας το πούμε έτσι, ποιητική αντίληψη του κόσμου και τα παρόμοια.


Για μένα ο κόσμος ήταν η ζωγραφική. Το μυστήριο αυτού του οράματος με κρατούσε αλυσοδεμένο με τον εαυτό μου. Και από αυτή την αίσθηση της ωραιότητος δέχθηκα και αρρωστημένες μορφές, διότι όλα τα μέσα που διέθετα στη ζωγραφική ήταν μηδαμινά: Δεν μπορούσαν να εκφράσουν αυτό το όραμα. Ευρισκόμενος όλο τον καιρό στην κατάσταση αυτή, πέρασα κάπως έξω από τα ιστορικά γεγονότα. Όλο μου το είναι ήταν φυλακισμένο στην αναζήτηση εξόδου από τα στενά πλαίσια του χρόνου και του χώρου. Για μένα τα μεγαλύτερα γεγονότα δεν ήταν κάποια ιστορικά συμβάντα, αλλά μόνο η έξοδος του ανθρώπου από το πλαίσιο του θανάτου, η εισόρμηση στην αθανασία.



Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.