Σάββατο 5 Μαΐου 2012

ΤΟΝ ΠΗΡΕ ΜΑΖΙ ΤΟΥ.


 Είχε τελείωση ή ολονύκτια αγρυπνία, και το  πρωί με την ανατολή του ήλιου, ύστερα από  δώδεκα ώρες προσευχής και ψαλμωδίας,  στρώθηκε τράπεζα με φαγητά διά τούς πατέρες. Γέροντες και υποτακτικοί κάθισαν και έφαγαν και μετά αποτραβήχτηκαν στις καλύβες τους για να αναπαυθούν από τη μεγάλη ακολουθία της νύχτας.

Κατά το ηλιοβασίλεμα της Ίδιας ημέρας, έγινε ό εσπερινός και το κτιτορικό μνημόσυνο της καλύβης πού γιόρταζε.

Ο γέροντας της καλύβης φαινόταν καταλυπημένος. Πρόσφατα είχε πεθάνει ό μοναδικός υποτακτικός πού είχε και ή λύπη του ήταν απερίγραπτη. Βρήκε την ευκαιρία πού ήταν συγκεντρωμένοι οι γεροντάδες της σκήτης στο σπίτι του και με δάκρυα στα μάτια, άρχισε να εξυμνεί τις αρετές του υποτακτικού του. «Έχε υπακοή, έψαλε ωραία, ποτέ δεν με λύπησε πατέρες μου. ' Η μορφή του ήταν αγγελική όπως και ή ψυχή του.» Και συνέχιζε τούς επαίνους του. «Είμαι βέβαιος πώς ή ψυχή του θα χαίρεται μέσα εις τον παράδεισο.» Μετά τούς επαίνους, σήκωσε το ποτήρι με το κρασί και τόφερε στο στόμα. Το ίδιο έκαμαν όλοι οι γέροντες κι' ευχήθηκαν «αιωνία του ή μνήμη». Κανείς όμως δεν πρόλαβε να αδειάσει το ποτήρι. 

Ένα «Α» βγήκε από το στόμα του γέροντα και τα μάτια του τα κάρφωσε με τρόμο στην άκρη της τραπεζαρίας, προς την εξώπορτα. Γύρισαν όλοι προς τα  κει τούς έπιασε φόβος και τρόμος. ' Ο πεθαμένος υποτακτικός με τα μάτια αγριεμένα και με τα χέρια ανοιχτά, σαν σε πρόσκληση, παρουσιάσθηκε μπροστά τους. «Πάψε γέροντα να αυξάνεις την κόλαση μου με τούς ψεύτικους επαίνους σου.  Εσύ ποτέ δεν μου έκοψες το θέλημα, μου επέτρεπες να κάνω το θέλημα μου να κάνω το θέλημα μου ότι ήθελα και ότι μου άρεσε. Μου τα συγχωρούσες όλα. Έλα λοιπόν μαζί μου, αφού ξέρεις πώς χαίρομαι μέσα στον παράδεισο." Έλα μαζί μου να συγχαιρόμεθα στο σκοτάδι της μαύρης κολάσεως.»

Με τα λόγια αυτά ή οπτασία έσβησε και οι πατέρες έντρομοι γύρισαν τα βλέμματα προς τον γέροντα. Ήταν νεκρός, με την φρίκη, ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του. Στο χέρι κρατούσε σφιχτά το ποτήρι πού προ ολίγου το ύψωνε με επαίνους για τον νεκρό υποτακτικό του.

Δεν ξέρω, αν αυτό πού σάς διηγήθηκα σήμερα το βρήκε γραμμένο ό γέροντας μου, Νικόδημος, σε παλαιό αγιορείτικο χειρόγραφο, ή το άκουσε κι αυτός από τούς γεροντάδες του, και μου το είπε με σκοπό να δικαιολόγηση τις αυστηρότητες πού μάς έκανε, κόβοντας τα θελήματα μας.

Στο «Γεροντικό» είναι γραμμένο, πώς πρέπει ό κάθε γέροντας τουλάχιστον επτά φορές την ήμερα να στεφανώνει τον υποτακτικό του κόβοντας το θέλημα του.


ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΜΟΥ

ΙΕΡΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΗΝ ΜΥΡΟΒΟΛΟ ΧΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ.
ΑΘΗΝΑ 1990
ΥΠΟ ΤΟΥ ΣΕΒ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΑΣΤΟΡΙΑΣ
Κ.Κ. ΠΕΤΡΟΥ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.