Ἀναμνήσεις
τοῦ ἡγουμένου τῆς ἱ. Μονῆς Δοχειαρίου Ἁγ. Ὄρους
ἀρχιμ.
Γρηγορίου Ζουμῆ τοῦ Παρίου
Ο
Μόδεστος ἔγινε μοναχὸς στὸ διάστημα τοῦ μεσοπολέμου στὴν ἱερὰ μονὴ Λογγοβάρδας.
Ὁ πατέρας μου, ποὺ τὸν ἐπεσκέπτετο συχνά, μοῦ διηγεῖτο:
– Ὅσες
φορὲς ἔμεινα στὸ κελλί του δὲν κατάλαβα πότε ἡσύχαζε. Ὅλη νύχτα μετάνιζε καὶ
προσευχόταν γονατιστός. Μά τὴν ἀλήθεια, ποτέ δὲν τὸν εἶδα νὰ κοιμᾶται. Στὴν ἀκολουθία
πρῶτος κατέβαινε καὶ συνεχῶς σταυροκοπιότανε.
Καὶ
ἀπὸ τοὺς συμμοναστές του καλὰ ἤκουσα. Ἦταν ἕνας πολὺ δυνατὸς ἄνθρωπος καὶ
πρόθυμος διακονητής. Μαγείρευε, ἔστρωνε τράπεζα, ἔκανε ἀνάγνωση στὴν τράπεζα, ἔπλενε
καὶ τὰ πιάτα. Κανείς μας δὲν τὸν βρῆκε ποτὲ ράθυμο ἢ ἀπρόθυμο στὴν διακονία τοῦ
μοναστηριοῦ. Ἡ διακονία του δὲν ἦταν ποτὲ βεβαρημένη, ἀλλὰ πάντοτε τέλεια.
Λέγεται πὼς στὴν τράπεζα ἔβαζε ράμμα μαστορικό, γιὰ νὰ εἶναι ἴσια τὰ πιάτα καὶ
τὰ σερβίτσια!
Εἶχε
μεγάλο πόθο τῆς ἱερωσύνης. Γιὰ κάποια ὅμως σωματική του ἀσθένεια οἱ Γέροντες ἀπέφευγαν
νὰ τὸν χειροτονήσουν. Τὴν ἀδυναμία του αὐτὴν τὴν ἐκμεταλλεύθηκε ὁ μητροπολίτης
Χερουβεὶμ καί, ὅταν μετατέθηκε στὰ Τρίκαλα, τὸν πῆρε μαζί του. (Αὐτὰ εἶναι τὰ
ξεσηκώματα τῶν μοναχῶν, ποὺ ποτέ δὲν ὠφέλησαν τὴν Ἐκκλησία.) Τὸν χειροτόνησε
πρεσβύτερο καὶ τὸν τοποθέτησε ἡγούμενο στὴν μονὴ Σταγιάδων καὶ ἐφημέριο σὲ
κάποιο ὀρεινὸ χωριὸ τῆς περιοχῆς Καλαμπάκας. Συνέπεσε ἡ διακονία του στὰ χρόνια
τοῦ ἐμφυλίου πολέμου.
Στὸ
χωριὸ ποὺ ἐφημέρευε, οἱ συμμορίτες ἔκαναν κάποιες ἐργασίες καὶ τὰ σκαπανικὰ τὸ
βράδυ τὰ ἄφηναν στὴν ἐκκλησία, γράφοντας διάφορα συνθήματα καὶ ἀσχήμιες στοὺς
τοίχους τῆς ἐκκλησίας. Λίγο πρὸ τῶν Βαΐων τοὺς ἔκαμε τὴν παρατήρηση γιὰ τὰ ἐργαλεῖα
ποὺ ἄφηναν στὴν ἐκκλησία καὶ τὰ γραψίματά τους στοὺς τοίχους. Τοὺς πρότεινε νὰ
συγκεντρωθοῦνε στὴν πλατεῖα τοῦ χωριοῦ καὶ νὰ συνάψουν διάλογο. Σὲ κάποια του
μετακίνηση ἐκεῖνες τὶς μέρες τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ἔσερναν ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό.
Ξημερώνοντας τῶν Βαΐων πέρασαν ἀπὸ ἕνα χωριό. Πῆγε ὁ παπᾶς καὶ τὸν βρῆκε νὰ τὸν
ἔχουν καζικώσει στὴν γῆ, δεμένο ἀπὸ τὸν λαιμό, σὰν νὰ ἦταν ζῶο.
–Τοὺς
παρεκάλεσα –ὅπως μοῦ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ παπᾶς– νὰ τὸν πάρω στὸ σπίτι μου καὶ τὸ πρωὶ
νὰ τοὺς τὸν ἀποδώσω καὶ ἀρνήθηκαν ἐν χορῷ. Τοῦ πῆγα ἕνα πιάτο φαγητὸ καὶ μιὰ
κουβέρτα. Τὰ ἔθεσαν τόσο μακριὰ νὰ μὴ τὰ φτάνη ὁ δύστυχος.
Καὶ
σὲ λίγες μέρες, ἴσως τὴν Μεγάλη Παρασκευή, τὸν ἐκτέλεσαν μὲ τὸ πίσω μέρος τοῦ
κασμᾶ, χτυπώντας τον στὸ κεφάλι, ἀφοῦ πρῶτα τὸν ξεγύμνωσαν, τὸν ἔρριξαν καταγῆς
καὶ τὸν βασάνισαν μὲ τὶς κάννες τῶν ὅπλων, τὶς ξιφολόγχες καὶ τὰ ξύλα. Τὸ
μαρτύριό του συνέβη στὰ χωριὰ τῆς Κατάρας, κοντὰ στὸ Μαλακάσι.
Ἡ εἴδηση
στὸ μικρό μου χωριὸ ἔφθασε τὴν Μεγάλη Παρασκευή. Μετὰ τὴν ἀκολουθία τῆς Ἀποκαθηλώσεως
χτύπησαν νεκρώσιμα ὅλες οἱ καμπάνες τοῦ χωριοῦ καὶ ὅλοι τὸ ψιθύρισαν μὲ μαύρη
καρδιά: «Οἱ ἀντάρτες ἐκτέλεσαν διὰ σκαπάνης τὸν ἱερομόναχο Μόδεστο Ἀνδρομανάκο».
Καὶ ἔτσι, ἡ Μεγάλη Παρασκευὴ ἐκείνη τὴν χρονιὰ ἔγινε διπλᾶ πένθιμη.
Ἡ
γερόντισσα Παρθενία ἔμεινε –ὅπως πολλάκις μοῦ ὡμολόγησε– τρεῖς μέρες τελείως ἄσιτη
καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τῆς ἀποκαλύψη ἂν ἦταν ἕτοιμος γιὰ τὸ μαρτύριο (γιατὶ
ζοῦσε ἔντονα τὴν πτώση τῆς ἀνυπακοῆς του, τῆς φυγῆς ἀπὸ τὴν μετάνοιά του), ἂν
δέχθηκε πραγματικὰ ὁ Χριστὸς τὴν θυσία του. Τὴν τρίτη μέρα, ὅταν σουρούπωνε, τὸν
εἶδε σὲ ἐγρήγορση στὸν ἀέρα καὶ τῆς λέγει: «Παρθενία, μὴ στενοχωρεῖσαι. Ὁ
Χριστός, μόλις μὲ εἶδε, μοῦ φώναξε μὲ ἀνοιχτὲς ἀγκάλες: “Ἔλα, Μόδεστε”».
Τὸ
μαρτύριο τοῦ ἀδελφοῦ τῆς γερόντισσας Παρθενίας σημάδεψε τὴν ζωή της. Ἔπαθε ἡ
καρδιά της, ἀπὸ τὴν ὁποία ὑπέφερε μέχρι τοῦ θανάτου της. Καὶ στὸ μεγαλοπρεπὲς
πρόσωπό της ἔμειναν ἀνεξίτηλα τὰ σημάδια τῆς χαρμολύπης.
Ἡ
γερόντισσα Παρθενία ἔφθασε σὲ ὑψηλὰ μέτρα πνευματικότητας. Οἱ μοναχοὶ τῆς
Λογγοβάρδας πολλὲς φορὲς κατέβαιναν στὸ ταπεινὸ ἡσυχαστήριο τοῦ Ὁσίου Φιλοθέου
γιὰ οἰκοδομὴ καὶ παράκληση. Πάντα τοὺς ἔλεγε τὴν σοφὴ ρήση: «Ὁ πρῶτος λόγος τοῦ
Γέροντα μᾶς καταξιώνει ὑποτακτικούς». Καὶ γιὰ τοὺς λαϊκοὺς εἶχε στὴν καρδιά της
λόγον ἀγαθὸν νὰ λαλήσουν τὰ χείλη της. Καὶ πάντα τελείωνε μὲ τὴν προτροπὴ «νὰ ἀγαπήσωμε
τὸν Χριστό», καὶ προσέθετε μὲ κατάνυξη τοὺς στίχους
«Ὅσοι
θέλουμε εὐτυχία καὶ χαρὰ στὴν ζωή μας,
τὸν
Χριστὸ πρέπει νὰ ἀγαπήσωμε μὲ τὴν ψυχή μας».
Ἡ ἀγάπη
της γιὰ τὸν Χριστὸ τὴν παρακινοῦσε νὰ ρωτᾶ καὶ τὰ μικρὰ παιδιά:
–
Τί λές; Θὰ δοῦμε τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ στὴν αἰώνια ζωή;
Ὁ
γέροντας Φιλόθεος τὸ καλοκαίρι τοῦ ᾿58, ὅταν μετὰ τὴν ὁσιακὴ κοίμησή της τὸν ἐπισκέφθηκα,
μοῦ εἶπε μὲ μεγάλη βεβαιότητα:
– Ἡ
θεία σου ἐσώθη. Καταξιώθηκε τῆς αἰώνιας ζωῆς, γιατὶ ἀγαποῦσε τὸν Χριστό.
Ὅταν
δίδασκε, εἶχε ἕνα ὕφος ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὸ ἐκφράσω. Οὔτε τὴν πολύξερη ἔκανε οὔτε
τὴν ἁγία, ἀλλὰ τὴν καρδιὰ ποὺ καίγεται γιὰ νὰ φωτίση τοὺς ἄλλους. Δὲν ἦταν ἡ
μοναχὴ ποὺ περπάτησε μὲ οἰκονομίες. Κράτησε τὸν μοναχικὸ κανόνα μὲ ἀκρίβεια.
Οἱ ἄνθρωποι
ποὺ κατέβασαν τὸ λείψανό της στὸν τάφο εἶπαν:
–Εὐωδιάζει.
Ἂν δὲν μᾶς πιστεύετε, μυρίστε τὰ χέρια μας.
Ἡ εὐωδιὰ
αὐτὴ δὲν εἶναι ἀπὸ τὰ συνηθισμένα ἀρώματα· εἶναι ἐκείνη ποὺ δίνει ὁ Θεὸς σ᾽ αὐτοὺς
ποὺ Τὸν ἀγάπησαν.
Στὸ
ἡσυχαστήριό τους ἔκαναν τὶς ἀκολουθίες καὶ τὶς ἀγρυπνίες ὅπως τὶς παρέλαβαν ἀπὸ
τὸ μοναστήρι τοῦ Χριστοῦ. Σὲ μιὰ ἀγρυπνία τοῦ ὁσίου Φιλοθέου, στὶς 21 Ὀκτωβρίου,
μόλις ἄρχισε τὰ Ἀνοιξαντάρια ἡ Γερόντισσα, ἄρχισε νὰ κινῆται τὸ καντήλι τοῦ Ὁσίου
ρυθμικά, χωρὶς νὰ ὑπάρχη τίποτε ἀνοιχτό, μήτε πόρτα μήτε παράθυρο. Βλέποντάς το
ἡ Ὁσία ἀνέκραξε:
–Εὐχαριστεῖται
ὁ Ὅσιος ἀπὸ τὴν ἀγρυπνία μας καὶ κινεῖ μόνος του τὸ καντήλι.
Πολὺ
ἐνδιαφερόταν γιὰ τὴν σωτηρία τῶν κατὰ σάρκα συγγενῶν της κι ἂν μάθαινε πὼς ἔπρατταν
κάτι ἀντιευαγγελικό, τοὺς ἔγραφε ἐπιστολὲς γιὰ διόρθωσή τους. Ἡ ἀγαπῶσα καρδιά
της ἔκανε κάθε ἐπισκέπτη νὰ νιώθη μαζί της παραδεισένια.
Τὰ
γράμματά της ἤτανε λίγα –τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου– ἀλλ᾽ ἔγραφε καὶ συνέτασσε ὄμορφα
καὶ εἶχε συνάψει ἀλληλογραφία μὲ πολλοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς της.
Καὶ ποιήματα καὶ ὕμνους συνέθεσε. Δυστυχῶς ὅμως τὰ χειρόγραφά της ἡ μοναχὴ ποὺ
τὴν διαδέχθηκε στὸ ἡσυχαστήριο μαζὶ μὲ πολλὰ ἄλλα πράγματα, ὅπως αὐτόγραφα τοῦ ὁσίου
Ἀρσενίου, τὰ ἔθεσε στὴν φωτιὰ τοῦ ἀφανισμοῦ. Ἡ Παρθενία ἤτανε ταλαντοῦχος
γυναίκα. Κεντοῦσε καὶ ζωγράφιζε σὰν μεγάλη τεχνίτρα. Τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν
σώζεται στὸ ἡσυχαστήριο τοῦ Ὁσίου Φιλοθέου.
Ἡ
γερόντισσα Παρθενία εἶχε καὶ μιὰ ἄλλη ἀρετή, ποὺ ξεπερνοῦσε τὶς δυνατότητές
της: τὴν ἐλεημοσύνη. Ἂν δὲν εἶχε κάτι νὰ σοῦ δώση, σοῦ χάριζε φεύγοντας τὸ
μαντήλι της.
–Δὲν
ἔχω τίποτε ἄλλο νὰ σοῦ δώσω· πάρε τὸ μαντήλι μου. Δὲν νιώθω καλὰ νὰ φύγης χωρὶς
κάποια εὐλογία.
Σὲ
λίγο σκουπιζότανε μὲ κάποιο κουρέλι καὶ ἡ ἀδελφή της τὴν φώναζε:
–Τί
ἔκανες πάλι τὸ μαντήλι σου;
–Καημένη
Ἀναστασία, γιὰ μαντήλια φωνάζεις;
Ἦταν
ἄνθρωπος ποὺ ἐνέπνεε τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἐκτίμηση· γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ ἀδελφή της τὴν
ἐσέβετο σὰν Γερόντισσα καὶ τὴν εὐλαβεῖτο σὰν Ὁσία.
Τὸ ἡσυχαστήριο,
βέβαια, δὲν ἀναγνωρίστηκε ποτὲ ἀπὸ τὸν ἐπιχώριο ἐπίσκοπο. Μάλιστα, ὅταν ἀνεγείρετο
μικρὸς ναΐσκος, ὁ δεσπότης ἔστειλε τὴν ἀστυνομία καὶ σταμάτησε τὶς ἐργασίες, ὅταν
τὰ τοιχία εἶχαν φθάσει στὸ ὕψος τοῦ μέτρου. Τότε μετέτρεψαν ἕνα δωμάτιο σὲ ἐκκλησία
γιὰ τὶς λατρευτικές τους ἀνάγκες. Δυστυχῶς ἐκεῖνος ὁ μακαριστὸς δεσπότης μόνον
μὲ τὸν χωροφύλακα προσπαθοῦσε νὰ λύση τὰ ἀναφυόμενα προβλήματα τῆς μητροπόλεώς
του, ὅπως ἤτανε τὸ παλαιοημερολογιτικὸ πρόβλημα, ἡ τιμὴ τοῦ ὁσίου Ἀρσενίου πρὸ
τῆς ἀναγνωρίσεώς του σὲ Ἅγιο ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο καὶ ἄλλα πολλά, ποὺ καλύτερα νὰ
μὴ τὰ μνημονεύσουμε. Ποτέ ὁ ἐπίσκοπος Ἀμβρόσιος δὲν πῆρε τὸ ποιμαντορικό του
ραβδὶ νὰ ἐπισκεφθῆ αὐτὲς τὶς ταπεινὲς ψυχές, ποὺ κι αὐτὲς τὸ ράσο φοροῦσαν, νὰ
δῆ καὶ νὰ ὀσφρανθῆ τί βιώνουν καὶ τρέχουν λαϊκοὶ καὶ μοναχοὶ νὰ ἀκούσουν λόγο
παρακλήσεως. Δυστυχῶς, αὐτοὶ εἶναι οἱ θεραπευτὲς τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ γνωματεύουν
χωρὶς νὰ ἀκροάζωνται τὸν ἄρρωστο. Οἱ ταγοὶ τῆς Ἐκκλησίας σκοτώνονται οἱ ἴδιοι
καὶ σκοτώνουν τὸν αἰθέρα τῆς Ἐκκλησίας. Τὰ μεγάλα πράγματα γίνονται πέρα ἀπὸ τοὺς
νόμους καὶ τοὺς Κανόνες. Ἔτσι, ἔμειναν πάντα οἱ δυὸ μοναχὲς ἀληθινὰ καλαμιὲς στὸν
κάμπο, ποὺ δὲν τὶς προστάτευε, δὲν τὶς ἀπάγκιαζε κανένας. Δέχονταν ὅλους τοὺς ἀνέμους.
Λύγιζαν μέχρι τὴν γῆ, ἀλλὰ τὶς κρατοῦσε ὁ μεγάλος Θεὸς νὰ μὴ σπάσουνε…
Ἂς ἔχουμε
τὴν εὐχὴ τῶν ὁσίων ἐκείνων ἀμμάδων, ποὺ εὐαρέστησαν τὸν Θεὸ καὶ δίδαξαν καὶ σ᾽ ἐμᾶς
τοὺς ἐλαχίστους τὴν στράτα τοῦ Κυρίου.
www.xrspitha.g
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας ευχαριστούμε.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.